1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 46 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «4. Στις περιπτώσεις α’, β’, δ’ και ε’ της παρ. 2 και τις περ. α΄, β΄, γ΄ και ε΄ της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, η απόφαση κράτησης λαμβάνεται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσής τους από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής».
2. Η παρ. 9 του άρθρου 46 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «9. Η κράτηση του αιτούντος διεθνούς προστασίας συνιστά σπουδαίο λόγο επιτάχυνσης της διαδικασίας εξέτασης της προσφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 92. Σε περίπτωση κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος υποβάλλει προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 92 ενημερώνεται άμεσα ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών, ο οποίος υποχρεωτικά προβαίνει σε προσδιορισμό της συζήτησης της προσφυγής κατ’ απόλυτη προτεραιότητα σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 95. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση αυτής.»
Η κατάργηση της προϋπόθεσης ατομικής αξιολόγησης και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε περιπτώσεις επιβολής του μέτρου της διοικητικής κράτησης αντίκειται τόσο στα άρθρα 8 παρ. 2 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση), 5 της ΕΣΔΑ και 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. όσο και στις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης και του Κράτους Δικαίου.
Η τροποποίηση αυτή παραβιάζει το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο. Πιο συγκεκριμένα παραβιάζει τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Παραβιάζει επίσης το άρθρο 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Το άρθρο 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ περιέχει τη στοιχειώδη διασφάλιση, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο που συλλαμβάνεται πρέπει να γνωρίζει τους λόγους που στερείται της ελευθερίας του, ενημέρωση που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του συστήματος προστασίας που παρέχει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ (Khlaifia and Others v. Italy [GC], § 115).
H αναφορά στην απόφαση κράτησης των ουσιωδών νομικών και πραγματικών λόγων είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς μόνο όταν ο κρατούμενος γνωρίζει πλήρως και εμπεριστατωμένα τους λόγους κράτησής του μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησής του (Fox, Campbell and Hartley v. the United Kingdom, § 40, 72; Čonka v. Belgium, § 50 και Van der Leer v. the Netherlands, § 28; Shamayev and Others v. Georgia and Russia, § 413; Khlaifia and Others v. Italy [GC], § 115; J.R. and Others v. Greece, §§ 123-124).
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, απλή και μόνο αναφορά στις νομικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η σύλληψη δεν αρκεί και κρίνεται ανεπαρκής βάσει του σκοπού της διάταξης του άρθρου 5 § 2 της ΕΣΔΑ (βλ. (Fox, Campbell and Hartley v. the United Kingdom § 41; Murray v. the United Kingdom [GC], § 76; Κορτέσης κατά Ελλάδος, §§ 61-62).
Η τροποποίηση αυτή πρέπει να καταργηθεί.
Η διάταξη του Άρθρου 46 εισάγει στην ελληνική έννομη τάξη τη δυνατότητα κράτησης αιτούντα άσυλο, ο οποίος έχει ήδη καταθέσει αίτημα ασύλου εν ελευθερία. Για το λόγο αυτό δημιουργεί ένα γενικευμένο καθεστώς ανασφάλειας και ευθέως υπονομεύει το «τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας». Επιπλέον, οι προτεινόμενες διατάξεις, λόγω της ασαφούς διατύπωσής τους αλλά και των σκέψεων της αιτιολογικής έκθεσης, δύναται να θεωρηθεί ότι μπορεί να προβλέπουν ως επιτρεπόμενο χρόνο κράτησης αιτούντα άσυλο ακόμη και το ανώτατο χρονικό όριο των 18 μηνών που προβλέπεται από την Οδηγία Επιστροφής, ενώ επίσης ρητά διακρίνουν την κράτηση λόγω εξέτασης αίτησης ασύλου από την κράτηση στο πλαίσιο απομάκρυνσης με επιστροφή/απέλαση/επανεισδοχή, η οποία ήδη κατά το ν. 3907/2011 μπορεί να διαρκέσει για ανώτατο χρονικό διάστημα 18 μηνών. Ταυτόχρονα, οι αιτήσεις ασύλου κρατουμένων προβλέπεται ότι θα εξετάζονται στο πλαίσιο της «κατά απόλυτης προτεραιότητας διαδικασίας», ήτοι ολοκλήρωση του α’ βαθμού εντός μόλις 15 ημερών. Σε μία τέτοια περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερα δυσμενή θέση του κρατούμενου αιτούντα άσυλο, καθίσταται προφανές το ανέφικτο της άσκησης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων όσων παραμένουν υπό κράτηση. Περαιτέρω, η διάταξη καταργεί βασικές εγγυήσεις κατά την επιβολή/συνέχιση του μέτρου, όπως τον αυτόματο δικαστικό έλεγχο της απόφασης επιβολής/παράτασης της κράτησης αιτούντα άσυλο «με σκοπό την ελάφρυνση των διοικητικών αρχών και των δικαστηρίων» σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, χωρίς να λαμβάνεται όμως υπόψη ότι εξαιτίας της φύσης των στερητικών της ελευθερίας μέτρων, η υποχρέωση επιβολής/έγκρισης μέτρου κράτησης από Δικαστήριο συνιστά υποχρέωση που ευθέως απορρέει από το Κράτος Δικαίου και την ίδια τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Επιπλέον, δεν απαιτείται πλεόν εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου για τη συνέχιση του μέτρου της κράτησης και ορίζεται απλώς ότι η σχετική απόφαση λαμβάνεται «κατόπιν ενημέρωσης του Προϊσταμένου της Αρμόδιας Αρχής Παραλαβής». Τέλος, σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη πτυχή του ζητήματος, επισημαίνεται ότι, για ακόμη μια φορά, ο έλληνας νομοθέτης δεν καταργεί τη δυνατότητα κράτησης παιδιών είτε ασυνόδευτων είτε συνοδευόμενων από μέλη της οικογένειάς τους, παρά το γεγονός ότι αυτό το μέτρο είναι καταφανώς αντίθετο προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Άρθρο 2 | Τροποποίηση του Άρθρου 46 του ν. 4636/2019.
Τροποποίηση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 46:
Σε αυτήν την τροποποίηση, έχει αφαιρεθεί εντελώς η φράση: «Σε κάθε περίπτωση η απόφαση κράτησης λαμβάνεται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο α’ της παρούσας παραγράφου κατόπιν ατομικής αξιολόγησης και περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία». Θεωρούμε απαραίτητο να παραμείνει η τούτη η διάταξη που επιβάλει ατομική αξιολόγηση και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Τροποποίηση της παρ. 9 του άρθρου 46:
Εδώ, μειώνεται ακόμη περισσότερο, από τις 20 ημέρες στις 10, η απόφαση της προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 92 του παρόντος νόμου (Αρχή Προσφυγών) για τα κρατούμενα πρόσωπα. Θεωρούμε ότι οι 10 ημέρες για την έκδοση απόφασης, παρ’ ότι για τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό κράτηση (που θα έπρεπε σύμφωνα με τις οδηγίες όλων των διεθνών οργανισμών να είναι η εξαίρεση) δεν πρέπει να παρατείνεται ο χρόνος αυτός, οι 10 ημέρες είναι πολύ λίγος χρόνος και ενδεχομένως όχι επαρκής για τη διασφάλιση της διαδικασίας.
Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε και επί των λοιπών διατάξεων του Άρθρου 46 που δεν τροποποιούνται ότι:Οι προβλέψεις αυτής της παραγράφου είναι σωρευτικά εξόχως προβληματικές καθώς δεν ανταποκρίνονται τόσο στο γράμμα και την ουσία της κοινοτικής και διεθνούς νομοθεσίας και νομολογίας που με απόλυτη σαφήνεια αναφέρουν ότι το μέτρο κράτησης πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια. Αντίθετα, υπάρχει η πρόβλεψη να μην συνυπολογίζονται στην διάρκεια της κράτησης τα άλλα διαστήματα κράτησης που έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών (ν. 3386/2005 κ’ ν. 3907/2011), είναι εξαιρετικά προβληματική, καθώς θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της διάρκειας κράτησης και πέραν του 18μηνου, έως και 36 μήνες (σωρευτικά 18 ως αιτούντος και 18 ενόψει απομάκρυνσης). Ακόμη, εμπλέκονται διαφορετικές ρυθμίσεις που είναι αντίθετες στη νομολογία του ΔΕΕ και παραβιάζουν τα Άρθρα 26 και 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 12 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Το αρ. 2 του Σχεδίου Νόμου τροποποιεί σημεία του αρ. 46 Ν 4636/2019 σχετικά με την κράτηση των αιτούντων άσυλο. Στο σημείο αυτό, η RSA επαναλαμβάνει τις σοβαρές επιφυλάξεις της για τη συμβατότητα της ισχύουσας διάταξης με το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο, ήτοι την Οδηγία για την υποδοχή και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ως προς την αποφυγή του μέτρου της κράτησης.
Για το λόγο αυτό, η RSA προτείνει την αντικατάσταση του αρ. 46 Ν 4636/2019 από τις διατάξεις του αρ. 46 Ν 4375/2016 ως ελάχιστη προϋπόθεση για τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις υποχρεώσεις της.