1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «3. Κατά το πρώτο στάδιο «Ενημέρωσης» οι υπήκοοι τρίτης χώρας ή ανιθαγενείς ενημερώνονται από το Κλιμάκιο Ενημέρωσης του Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης ή, σε περίπτωση μαζικών αφίξεων, από προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής ή των Ενόπλων Δυνάμεων, σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, με απλό και προσιτό τρόπο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του παρόντος νόμου:»
2. Η περ. δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «(δ) για τα δικαιώματά τους και τις υποχρεώσεις τους κατά την διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας και τις συνέπειες μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών, ιδίως για το καθήκον συνεργασίας τους με τις εθνικές αρχές σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, καθώς και για τις συνέπειες της παραβίασης αυτού.»
3. Η περ. δ’ της παρ. 5 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «(δ) τη μέριμνα για όσους ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ώστε να τους παρασχεθεί εξειδικευμένη φροντίδα και προστασία. Ως ευάλωτες ομάδες νοούνται για τις ανάγκες του παρόντος νόμου: οι ανήλικοι ασυνόδευτοι ή μη, άμεσοι συγγενείς θανόντων σε ναυάγια (γονείς, αδέρφια, τέκνα και σύζυγοι), τα άτομα με αναπηρία, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα άτομα με σοβαρές ασθένειες, τα άτομα με νοητική και ψυχική αναπηρία και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας, όπως τα θύματα ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων. Ειδικότερα, ο Διοικητής του Κέντρου ή της Μονάδας, ύστερα από αιτιολογημένη, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 72, εισήγηση του αρμόδιου ιατρικού προσωπικού του Κέντρου παραπέμπει τα πρόσωπα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες στον αρμόδιο κατά περίπτωση δημόσιο φορέα κοινωνικής στήριξης ή προστασίας. Αντίγραφο του φακέλου ιατρικού ελέγχου και της ψυχοκοινωνικής υποστήριξής αποστέλλεται στον προϊστάμενο του κατά περίπτωση φορέα στον οποίο διαμένουν ή παραπέμπονται. Σε κάθε περίπτωση διασφαλίζεται η συνέχεια της θεραπευτικής αγωγής στις περιπτώσεις που αυτό απαιτείται. Η διαπίστωση ότι ένα άτομο ανήκει σε ευάλωτη ομάδα έχει ως μόνη συνέπεια την άμεση κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών υποδοχής του.»
4. Το πρώτο εδάφιο της περ. στ’ της παρ. 5 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «στ) την παραπομπή με απόφαση του Διοικητή του Κέντρου ή της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής ή της Υπηρεσίας Ασύλου, σε περίπτωση που ανακύπτει αμφιβολία σχετικά με την ανηλικότητα πολίτη τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς, σε διαδικασία διαπίστωσης ανηλικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ` αριθμ. 1982/16.02.2016 (Β` 335) κοινής υπουργικής απόφασης, όπως κάθε φορά ισχύει.».
5. Το τελευταίο εδάφιο της υποπερ. 1 της περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «Στις περιπτώσεις αυτές οι αιτήσεις παραπέμπονται προς περαιτέρω εξέταση άμεσα και η διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται σε δέκαπέντε (15) ημέρες.»
6. Το στοιχείο αα’ της υποπερ. 2 της περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019 καταργείται και τα στοιχεία ββ’, γγ’, δδ’, εε’, στστ’, ζζ’, ηη’, θθ΄, ιι΄, ιαια΄, ιβιβ΄ και ιγιγ΄ αναριθμούνται αντίστοιχα.
Άρθρο 1 παρ. 4
Με την προτεινόμενη τροποποίηση της περ. στ’ της παρ. 3 του αρ. 39 του ν. 4636/2019 επιχειρείται η απαλοιφή του εδαφίου «Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης», ήτοι του βασικού ευεργετήματος της αμφιβολίας υπέρ της ανηλικότητας του προσώπου που δηλώνει ανήλικο μέχρι την έκδοση πορίσματος για την ηλικία του. Η σχετική πρόταση έρχεται σε αντίθεση με τις εγγυήσεις για τους ασυνόδευτους ανηλίκους, όπως αυτές ορίζονται στην παρ. 5 του αρ. 25 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Επιπλέον, είναι αντίθετη με την παρ. 2 του αρ. 13 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ για την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (τεκμήριο ανηλικότητας), καθώς και με την παρ. 3 του αρ. 10 του ν. 4216/2013, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων (τεκμήριο ανηλικότητας), καθώς και με πλήθος Κατευθύνσεων, Συστάσεων και Ψηφισμάτων διεθνών οργανισμών με τα οποία γίνεται δεκτό ότι το εν αμφιβολία και έως ότου ολοκληρωθεί η εκτίμηση της ηλικίας ενός προσώπου, εφόσον δηλώνει ανήλικο, θεωρείται ανήλικο . Ενόψει του ότι η σχετική πρόταση νόμου έρχεται σε αντίθεση με τις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, προτείνουμε να απαλειφθεί.
Α) Αναφορικά με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019, παρατηρείται ότι όντως ενσωματώνεται η οδηγία 2013/32/ΕΕ, με την προσθήκη του (γλώσσας που) ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν οι αιτούντες. Ωστόσο θα πρέπει με τη νέα διάταξη να διασφαλίζεται η κατανόηση της γλώσσας της ενημέρωσης η οποία να μην έχει τυπικό χαρακτήρα αλλά ουσιαστικό, κατά τέτοιο τρόπο που τα δικαιώματά και οι υποχρεώσεις να μπορούν να είναι κατανοητά από όλους.
Β) Αναφορικά με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 39, παρατηρείται ότι υπάρχει μια ασάφεια ως προς το ποιο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ηλικιωμένο – η οποία θα μπορούσε να αρθεί με την ρητή αναφορά σε ηλικιακό όριο (π.χ. το 65ο έτος). Περαιτέρω θα είχε σημασία κατ’ αναλογία των διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 4 εδ. (γ) για την κράτηση, σύμφωνα με το οποίο « Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να αποφεύγεται η κράτηση γυναικών κατά τη διάρκεια της κύησης και για τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό» , να προστεθεί και η κατηγορία των γυναικών σε λοχεία, δηλαδή γυναικών έως και τον 3ο μήνα μετά τη γέννα.
Γ) ) Αναφορικά με την περίπτωση στ’ της παρ 5 του άρθρου 39, παρατηρούνται τα εξής: Με την προτεινόμενη τροποποίηση καταργείται το τεκμήριο υπέρ της ανηλικότητας των αιτούντων άσυλο που υπάρχει κατά την διάρκεια των διαδικασιών διαπίστωσης ανηλικότητας και εωσότου εκδοθεί πόρισμα σχετικά με την ηλικία του αιτούντα. Πρόκειται για κατάργηση μίας σημαντικής εγγύησης που έχει τεθεί προκειμένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα των παιδιών. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος ανήλικοί να μεταχειρίζονται ως ενήλικοι μέχρι να διαπιστωθεί η ανηλικότητά τους με αποτέλεσμα να λαμβάνει χώρα παραβίαση των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και την Σύμβαση Δικαιωμάτων του Παιδιού. Η αφαίρεση του τελευταίου εδαφίου σύμφωνα με το οποίο «Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης. Η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου κινείται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αν ανακύψει αμφιβολία για την ανηλικότητα του προσώπου.» δεν θεωρείται ορθή, αφού η προτεινόμενη τροποποίηση δεν συνεπάγεται ότι ο ανήλικος θα μεταχειρίζεται ως ενήλικος έως την έκβαση της εξέτασης ανηλικότητας, όπως προβλέπεται και στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (άρθρα 3 και 12). Είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί το τελευταίο εδάφιο στον νόμο ώστε να κατοχυρώνεται ρητά και να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται όποιος/α υποβάλλεται σε εξέταση ανηλικότητας. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να παραλειφθεί η φράση «κατά τη δήλωσή του» αφού, στην πράξη, είναι συχνό και το αντίθετο πρόβλημα: ανήλικοι και μάλιστα ασυνόδευτοι να δηλώνουν ενήλικοι με στόχο να μην κρατηθούν και χωριστούν από την ομάδα ή ενίοτε το διακινητή τους που τους έχει συμβουλέψει ή υποχρεώσει να προβούν στη σχετική δήλωση. Δεδομένης της αρχής του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου, προτείνεται, σε περίπτωση αμφισβήτησης της πραγματικής του ηλικίας «προς τα κάτω», κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της ανηλικότητας να θεωρείται, κατά τεκμήριο, και πάλι ανήλικος.
Τέλος, στην τροποποίηση αυτή προστίθενται και οι διοικητές της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής και της Υπηρεσίας Ασύλου στα πρόσωπα που μπορούν με απόφαση τους να παραπέμψουν σε διαδικασία εξέτασης ανηλικότητας με σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, να μειωθεί ο αριθμός των προσώπων που καταχρηστικά δηλώνουν ανήλικοι. Η προτεινόμενη τροποποίηση δεν είναι εύστοχη αφού δημιουργεί σύγχυση αρμοδιοτήτων και μπορεί να οδηγήσει σε γραφειοκρατικά προβλήματα με πιθανό αποτέλεσμα, αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των καταχρηστικών δηλώσεων ανηλικότητας να το επιτείνει. Σε περίπτωση αμφιβολίας ανηλικότητας θα πρέπει να αναφέρεται στον νόμο ότι θα ενημερώνεται και ο εισαγγελέας ανηλίκων ή ο κατά τόπον αρμόδιος, που δρα ως προσωρινός επίτροπος των ανήλικων και ο επίτροπος του ανηλίκου.
To άρθρο 1 παράγραφος 4 καταργεί το τεκμήριο ανηλικότητας χωρίς καμία περαιτέρω αιτιολογία.
Το τεκμήριο ανηλικότητας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια για τη μεταχείριση μιας ιδιαίτερα ευάλωτης ομάδας.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 22 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στην οποία η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος, το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα οποιασδήποτε διαδικασίας. Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στο άρθρο 24 παρ. 2 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του Ευρωπαϊκoύ Κεκτημένου του Νόμου για το Άσυλο, π.χ. άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 604/2013, άρθρο 25 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Ως εκ τούτου η αρχή αυτή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού πρέπει να εφαρμόζεται σε περίπτωση αβεβαιότητας όσον αφορά την ηλικία του. Αυτό είναι, προφανώς, το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να αξιολογηθεί διεξοδικά, διότι διαφορετικά θα προέκυπτε ο κίνδυνος οι ανήλικοι να μην έχουν πρόσβαση στις εγγυήσεις που προβλέπονται από τους αντίστοιχους νόμους. Τα άτομα αυτά πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζονται ως ανήλικοι εωσότου αποδειχθεί ότι είναι ενήλικοι (βλ. Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), Πρακτικός Οδηγός για την Αξιολόγηση Ηλικίας 2018, δεύτερη έκδοση 2018, σ. 12). Ο οδηγός της EASO απαιτεί επίσης να εφαρμόζεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας «όσο το δυνατόν ευρύτερα στην περίπτωση των ασυνόδευτων παιδιών». (σ. 22).
Η τροποποίηση αυτή πρέπει να διαγραφεί.
Αρχικά μία γενικότερη παρατήρηση επί του σχεδίου νόμου, η οποία αφορά όμως και το άρθρο 1 αυτού: οι ασφυκτικές προθεσμίες που τίθενται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας (από την καταγραφή μέχρι την προσφυγή στα ακυρωτικά δικαστήρια) είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορούν εν τοις πράγμασι να τηρηθούν, δεδομένης της έλλειψης οργάνωσης αλλά και της υποστελέχωσης της δημόσιας διοίκησης στο πεδίο αυτό. Κατά συνέπεια, υφίσταται ο κίνδυνος να τιμωρείται τελικά ο αιτών άσυλο και μάλιστα με ρίσκο επιστροφής στη χώρα δίωξής του, λόγω αδυναμιών της ελληνικής διοίκησης.
Περαιτέρω, προβληματισμό προκαλούν:
1. η «ενημέρωση» και από την ΕΛΑΣ και το Λιμενικό σε περίπτωση μαζικών αφίξεων, οι οποίες όμως δεν ποσοστοποιούνται και υπάρχει ο κίνδυνος αυθαίρετων κρίσεων περί του πώς ορίζονται αυτές και
2. η άρση του τεκμηρίου ανηλικότητας, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του ατόμου.
-Παραλείπεται και πάλι το μετατραυματικό στρες (παρ. 3) και αντικαθίσταται από ενδεικτικές ψυχικές καταστάσεις. Όμως το Μετατραυματικό Στρες, αποτελεί συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, που περιγράφεται στην διεθνή σχετική βιβλιογραφία με ακριβή συμπτωματολογία. Είναι δε σύμφυτο με το βίωμα της «προσφυγικής συνθήκης». Προτείνεται η προσθήκη του.
-Προτείνεται η επαναφορά των φράσεων «Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης. Η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου κινείται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αν ανακύψει αμφιβολία για την ανηλικότητα του προσώπου» από το ισχύον άρθρο 39 παρ. 5. Απαλείφοντας το κριτήριο ανηλικότητας που διατηρούσε ο προηγούμενος νόμος, σύμφωνα με το οποίο μέχρι την έκδοση απόφασης περί ανηλικότητας, το άτομο θεωρείται ανήλικο κα τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης, μπορεί να προκύψουν παραβιάσεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού.
-«…σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν…». Δεν είναι σαφές πως θα γίνεται η διαπίστωση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε παραλήψεις ή λάθη. Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί.
1) Άρθρο 1: Ως γενικό σχόλιο, επισημαίνεται ότι οι συνεχείς αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών Υποδοχής Ταυτοποίησης, Υπηρεσίας Ασύλου και Αρχής Προσφυγών, εφόσον δεν συνοδεύονται από ενίσχυσή τους με σαφείς οδηγίες και ετοιμότητα για την προσαρμογή σε νέες ή τροποποιημένες διαδικασίες, αποβαίνουν σύμφωνα με την εμπειρία μας σε περαιτέρω καθυστερήσεις στις ήδη επιβαρυμένες χρονικά διαδικασίες.
Παρ. 1: Η τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019, αναφορικά με τη γλώσσα ενημέρωσης «σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν», δημιουργεί προβληματισμό καθώς δεν διευκρινίζεται ποιος και βάσει ποιων κριτηρίων θα προβαίνει στην παραπάνω διαπίστωση.
Τροποποίηση του άρθρου 39 παρ. 5 στοιχείο στ του ν. 4636/2019: Η αφαίρεση του τεκμηρίου ανηλικότητας μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπίστωσης της ανηλικότητάς του αιτούντος άσυλο, μπορεί να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των συμφερόντων του ως παιδιού. Τυχόν μη εξασφάλιση της αντιμετώπισης του προσώπου ως ανηλίκου ενόσω εκκρεμεί ο τελικός προσδιορισμός της ηλικίας προσκρούει στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ως εκ τούτου προτείνεται να διατηρηθεί το τελευταίο εδάφιο.
Το αρ 1, παρ. 6 καταργεί την προτεραιοποίηση εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας όταν ο αιτών ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων. Με την μη προτεραιοποίηση των αιτήσεων των ασυνόδευτων ανηλίκων ελλοχεύει ο κίνδυνος να ενηλικιωθούν πριν εξεταστεί η αίτησή τους με αποτέλεσμα να στερηθούν την ευνοϊκότερη μεταχείριση που προβλέπεται για τους ασυνόδευτους ανηλίκους από τις διεθνείς συμβάσεις.
Προτείνεται να διατηρηθεί η πρόβλεψη του Ν. 4636/2019 που καταργείται, δηλαδή η προτεραιότητα εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας όταν ο αιτών ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων.
Αρχικά, πρέπει να επισημανθεί η διαρκής προσπάθεια αλλαγών στις διαδικασίες με απώτερο σκοπό την επιτάχυνσή τους, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν επιτυγχάνεται. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα που προκύπτουν μετά από κάθε νομοθετική αλλαγή τόσο σε ό,τι αφορά στην απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή όσο και στην κατάρτιση των εμπλεκόμενων επαγγελματιών και την ενημέρωση των αιτούντων και αιτουσών άσυλο, οδηγεί σε μεγαλύτερες καθυστερήσεις αναιρώντας τον σκοπό για τον οποίο επιδιώκονται οι αλλαγές. Επιπρόσθετα, θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια δικαίου και τις αρχές στη βάση των οποίων θα πρέπει να παρέχονται οι απαραίτητες υπηρεσίες στους αιτούντες και στις αιτούσες άσυλο με σεβασμό στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, όπως έχει ερμηνευτεί από τη νομολογία διεθνών και ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων. Είναι απαραίτητη η άμεση ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού των υπηρεσιών Ασύλου, Αρχής Προσφυγών και Υποδοχής και Ταυτοποίησης για να μπορούν να προχωρούν άμεσα όλες οι διαδικασίες διασφαλίζοντας τον δέοντα σεβασμό στις αρχές του κράτους δικαίου και όχι η σύντμηση προθεσμιών και η απάλειψη σταδίων στις προβλεπόμενες διαδικασίες χάριν οικονομίας χρόνου.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την ενημέρωση των υπηκόων τρίτης χώρας από το Κλιμάκιο Ενημέρωσης του Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης ή, σε περίπτωση μαζικών αφίξεων, από προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής ή των Ενόπλων Δυνάμεων, σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ενημέρωση για τα δικαιώματα και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουν οι αιτούντες και οι αιτούσες άσυλο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που έχει πολλάκις αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων πολλών υποθέσεων στις οποίες η Ελλάδα ήταν το εναγόμενο κράτος. Η ενημέρωση θα πρέπει πάντα να γίνεται παρουσία πιστοποιημένων διερμηνέων για κάθε εθνικότητα και αν αυτό δεν καθίσταται εφικτό, τότε θα πρέπει να πραγματοποιείται όταν υπάρχει η δυνατότητα διερμηνείας από πιστοποιημένους διερμηνείς. Η προτεινόμενη αλλαγή δεν καθιστά σαφή την τήρηση της παραπάνω προϋπόθεσης.
Σε σχέση με τις τροποποιήσεις της παραγράφου 4 επισημαίνονται τα εξής: Η χωρίς αιτιολόγηση κατάργηση του τεκμηρίου ανηλικότητας έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το οποίο προβλέπει ότι όλες οι ενέργειες που αφορούν σε ένα παιδί (κάθε πρόσωπο κάτω των 18, όπως ορίζεται από την ίδια τη Σύμβαση) θα πρέπει να γίνονται με γνώμονα τα βέλτιστα συμφέροντά του και το άρθρο 12. Οι διατάξεις της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού ερμηνεύονται από τα αντίστοιχα Γενικά Σχόλια της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στα κράτη για να εφαρμόζουν τις διατάξεις της Σύμβασης. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι στα Κοινά Γενικά Σχόλια υπ’ αριθμόν 3 και 4 των Επιτροπών για την Προστασία των Εργατών με μεταναστευτικό υπόβαθρο και της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Παιδιών (Joint general comment No. 3 (2017) of the Committee on the Protection of the Rights of All Migrant Workers and Members of Their Families and No. 22 (2017) of the Committee on the Rights of the Child on the general principles regarding the human rights of children in the context of international migration και Joint general comment No. 4 (2017) of the Committee on the Protection of the Rights of All Migrant Workers and Members of Their Families and No. 23 (2017) of the Committee on the Rights of the Child on State obligations regarding the human rights of children in the context of international migration in countries of origin, transit, destination and return), η ηλικία είναι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που θίγονται σε ό,τι σχετίζεται με την παιδική προστασία. Πιο συγκεκριμένα, οι επιτροπές αναφέρουν ότι τα παιδιά μεταξύ 15 και 18 λαμβάνουν χαμηλότερα επίπεδα προστασίας και πολύ συχνά αντιμετωπίζονται εσφαλμένα ως ενήλικες ή αφήνονται σε αβέβαιο νομικό καθεστώς, γεγονός που δεν επιτρέπει την ομαλή ανάπτυξη και προετοιμασία τους για την ενηλικότητα. Τα κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν τόσο την προστασία των παιδιών όσο και την ομαλή και χωρίς καθυστερήσεις ροή των διαδικασιών για να μην υπονομεύονται τα δικαιώματά τους. Με βάση τα ανωτέρω, προτείνεται η απόρριψη της αλλαγής, καθώς στην περίπτωση της κατάργησης του τεκμηρίου της ανηλικότητας έχουμε κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών.
Το αρ. 1, παρ. 4 αφαιρεί την πρόβλεψη ότι ο αιτών διεθνή προστασία θεωρείται ανήλικος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπίστωσης της ανηλικότητάς του. Συνεπώς ο αιτών ανήλικος χάνει πλέον το τεκμήριο της ανηλικότητας μέχρι την κρίση, και θεωρείται ενήλικος.
Με αυτήν την τροπολογία, αφαιρείται μία κρίσιμη εγγύηση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών και γίνεται παραβίαση διεθνών προστατευτικών διατάξεων, όπως η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία έχει επικυρώσει η Ελλάδα.
Προτείνεται να διατηρηθεί το εδάφιο που αφαιρέθηκε στο αρ. 1, παρ. 4: «στ) Μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης.»
Αρχικά, πρέπει να διευκρινιστεί ότι για να γίνει σύννομα η ενημέρωση των υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών «σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν» είναι απαραίτητη η παρουσία πιστοποιημένων διερμηνέων για κάθε εθνικότητα. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, η ενημέρωση να γίνεται όταν υπάρχει διερμηνεία από πιστοποιημένους διερμηνείς.
Σχετικά με την παράγραφο 4 και την προβλεπόμενη τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της περ. στ’ της παρ. 5 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019 λεκτέα είναι τα εξής : Η παρούσα διάταξη είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς βάσει της ηλικίας με την οποία θα καταγραφεί το κάθε παιδί, απορρέουν και οι αντίστοιχες προστατευτικές υπέρ του διατάξεις καθώς και το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης και η εξέταση και κρίση του αιτήματός διεθνούς προστασίας λαμβάνοντας υπόψιν την ηλικία και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται. Σε κάθε περίπτωση υπέρ του ανηλίκου ενεργεί το τεκμήριο της ανηλικότητας και σε περίπτωση αμφιβολίας, βάσει των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού και ειδικά τα άρθρα 3 και 12. Πιθανή αντιμετώπιση του αιτούντος ασυνόδευτου παιδιού, ως ενηλίκου μέχρι την έκδοση του πορίσματος της διαδικασίας διακρίβωσης της ανηλικότητας συνιστά πλήρη και κατάφωρη παραβίαση των διεθνών και εθνικών προστατευτικών διατάξεων.
Συνεπώς, προτείνεται να διατηρηθούν οι τελευταίες περίοδοι του άρθρου ως έχει δίχως την τροποποίηση με ρητή αναφορά στον νόμο : «Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης. Η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου κινείται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αν ανακύψει αμφιβολία για την ανηλικότητα του προσώπου.»
Με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου επέρχεται εισαγωγή νέων αλλαγών στην οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών Υποδοχής Ταυτοποίησης, Υπηρεσίας Ασύλου και Αρχής Προσφυγών. Οι συνεχόμενες αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία διοικητικών υπηρεσιών δημιουργούν καινούρια βάρη στη Διοίκηση με την έννοια των συχνών προσαρμογών σε νέες ή τροποποιημένες διαδικασίες και, συνεχώς, εκ των πραγμάτων προκαλούνται περαιτέρω καθυστερήσεις στις διαδικασίες που ο ίδιος ο νόμος επιθυμεί να επιταχύνει.
Για να εφαρμοστούν ορθά οι ολοένα και επιταχυνόμενες (στα χαρτιά, περισσότερο) διαδικασίες σε συνδυασμό με το δίκαιο των διαδικασιών σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις και το κοινοτικό κεκτημένο, απαιτείται η ενίσχυση των υπηρεσιών Ασύλου, Αρχής Προσφυγών και Υποδοχής και Ταυτοποίησης με περισσότερο επαρκές και κατάλληλα εκπαδευμένο προσωπικό και υλικοτεχνική υποστήριξη των υπηρεσιών αυτών από το εκάστοτε υπουργείο (έχουν αλλάξει 5 υπουργεία οι συγκεκριμένες υπηρεσίες τα τελευταία 5 χρόνια!!), τομέας στον οποίο πάσχουν σοβαρά οι υπηρεσίες του εκάστοτε υπουργείου με αποτέλσμα να «κρεμάνε» λειτουργίες και υποχρεώσεις των υπηρεσιών ασύλου οι υποδοχής με συνεπακόλουθο τις καθυστερήσεις και τη μη ορθή και,όχι λίγες φορές, τη μη νόμιμη λειτουργία των υπηρεσιών.
Συνεπώς απαιτείται και η ενίσχυση των υπηρεσιών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου με, επίσης, μόνιμο προσωπικό είτε μέσω νέων προσλήψεων είτε της κινητικότητας.Η έγκαιρη και επαρκής υποστήριξη των υπηρεσιών από το υπουργείο είναι κρίσιμος κρίκος για την ορθή, νόμιμη και ταχεία λειτουργία τνω υπηρεσιών.
Όπως είναι φανερό και στο εν λόγω άρθρο 1, αλλά και σε όλο το υπόλοιπο Νομοσχέδιο, πρόκειται για έναν πραγματικό διασυρμό του Κράτους Δικαίου και του Συντάγματος μας, με σκοπό τον εποικισμό της πατρίδας μας με ισλαμικούς πληθυσμούς.
Και για να γίνω συγκεκριμένος, σε σχέση με το κείμενο: Οι «ευάλωτες ομάδες» όπως εδώ ορίζονται αποτελούν το 90% του πληθυσμού της Μόριας (από στοιχεία που γνωρίζω) – και προφανώς ανάλογο ποσοστό θα είναι και στα άλλα ΚΥΤ της χώρας. Κατά την άποψη μου ο ορισμός των «ευάλωτων» θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, και επομένως να είναι πολύ πιο περιοριστικός,και να μην συμπεριλαμβάνει το σύνολο (σχεδόν) των λαθρομεταναστών που εισβάλουν στην πατρίδα μας, από 85 διαφορετικές χώρες του πλανήτη.
Tροποποιείται το άρθρο 39 παρ. 5 στοιχείο στ του ν. 4636/2019 με το οποίο αφαιρείται η πρόβλεψη ότι αιτών διεθνή προστασία θεωρείται ανήλικος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπίστωσης της ανηλικότητάς του και η παραπομπή για την ανηλικότητά του γίνεται από τον διοικητή του Κέντρου Υποδοχής ή της Υπηρεσίας Ασύλου. Συνεπώς ο αιτών ανήλικος χάνει πλέον το τεκμήριο της ανηλικότητας μέχρι την κρίση (και αν παραπεμφθεί για τέτοια κρίση) και θεωρείται ενήλικος με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καταστρατήγηση των συμφερόντων του ως παιδιού.
Η πρόβλεψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 3 και 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που έχει επικυρωθεί από την Ελλάδα και αποτελεί εσωτερικό δίκαιό της με υπερνομοθετική ισχύ.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 της CRC, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι το πρωταρχικό μέλημα σε όλες τις δράσεις που αφορούν τα παιδιά, ανεξάρτητα από το αν αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς για κοινωνική πρόνοια ή από νομικά, εκτελεστικά ή νομοθετικά όργανα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δήλωσε στην υπόθεση Neulinger και Shuruk κατά Ελβετίας ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση – συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου – για να υποστηριχθεί η ιδέα ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, το βέλτιστο συμφέρον τους πρέπει να είναι πρωταρχικό μέλημα. Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση ElGhatet κατά Ελβετίας, η αιτιολόγηση μιας απόφασης πρέπει να αποδείξει ότι το συμφέρον του παιδιού έχει ληφθεί ρητά υπόψη.
Οι αρχές ενός κράτους θα πρέπει επίσης να εξηγήσουν με ποιό τρόπο έχει συμπεριληφθεί το δικαίωμα που ορίζεται στο άρθρο 3 της CRC στην απόφαση. Τι θεωρείται ότι είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού; Σε ποια κριτήρια βασίζεται; Πώς τα συμφέροντα του παιδιού έχουν ζυγιστεί σε σχέση με άλλα ζητήματα, είτε πρόκειται για γενικά θέματα πολιτικής είτε για μεμονωμένες περιπτώσεις; Στην περίπτωση Rahimi εναντίον της Ελλάδας, το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι σε όλες τις ενέργειες που σχετίζονται με τα παιδιά πρέπει να γίνεται ξεχωριστή αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και πριν από τη λήψη απόφασης που θα επηρεάσει τη ζωή του παιδιού αυτού.
Το άρθρο 12 της CRC ορίζει ότι παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης σε οποιαδήποτε δικαστική και διοικητική διαδικασία που τον αφορά. Επίσης, δίνεται η δέουσα προσοχή στις δηλώσεις ενός παιδιού, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητα του.
Άρθρο 1 | Τροποποίηση του Άρθρου 39 του ν. 4636/2019.
Τροποποίηση της παρ. 3 του Άρθρου 39:
Εδώ περιγράφεται ο τρόπος ενημέρωσης (γλώσσα) υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών. Η γλώσσα πρέπει να είναι η μητρική γλώσσα που ομιλούν (στην τροποποίηση προστέθηκε η φράση «ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν»). Δεν μπορεί να θεωρείται ή αφήνεται τίποτε ως εύλογο, απαιτείται η βεβαιότητα ότι τα αλλοδαπά πρόσωπα γίνονται λήπτες της ενημέρωσης. Και τούτο μπορεί να γίνει μόνο στην γλώσσα που ομιλούν, καθώς προκύπτει σοβαρό θέμα σχετικά με ποιος και με ποια αντικειμενικά κριτήρια θα το διαπιστώνει αυτό.
Τροποποίηση της παρ. 5, περ. δ’ του Άρθρου 39:
Επειδή η τροποποίηση αυτή αφορά τα πρόσωπα που ορίζονται ως ευάλωτα, έχουμε την υποχρέωση να επαναλάβουμε την θέση μας ότι υπάρχει ανάγκη τροποποίησης του Άρθρου 20, παρ. 3 (ορισμός ευάλωτων προσώπων) και κατά συνέπεια και του σχετικού αποσπάσματος του Άρθρου 39.
Συγκεκριμένα, θα πρέπει κατ’ αρχήν να σημειώσουμε ότι η συμπερίληψη της διαταραχής μετατραυματικού στρες στην ομάδα ευαλωτοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για την προτεραιοποίηση στις διαδικασίες που διέπουν την υποδοχή, την ταυτοποίηση, την ιατρική καταγραφή και ψυχοκοινωνική αξιολόγηση και την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου του 2016, στο σημείο 12, καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ειδικές διαδικασίες για ευάλωτα πρόσωπα, τόσο στις διαδικασίες ασύλου, όσο και στην υποδοχή κλπ, που ανάμεσά τους αναφέρει και τα LGBTI πρόσωπα. Μάλιστα αναφέρει : «12. υπογραμμίζει ότι, ακόμα και σε χώρες που θεωρούνται ασφαλείς, οι γυναίκες ενδέχεται να υποστούν δίωξη λόγω φύλου, ενώ τα LGBTQI άτομα ενδέχεται επίσης να υποστούν κακομεταχείριση, με αποτέλεσμα να έχουν νόμιμη αξίωση για προστασία• προτρέπει όλα τα κράτη μέλη να καταπολεμήσουν τα επιζήμια στερεότυπα που συνδέονται με τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των γυναικών LGBTQI, και να εφαρμόσουν πλήρως τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, σε συνάρτηση με τις αιτήσεις τους για χορήγηση ασύλου• τονίζει την ανάγκη δημιουργίας εγκαταστάσεων που θα λαμβάνουν υπόψη τα άτομα LGBTQI σε όλα τα κράτη μέλη• υπογραμμίζει ότι η βία κατά LGBQI ατόμων είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε εγκαταστάσεις υποδοχής•».
Με αυτό, λοιπόν, το δεδομένο, θεωρούμε σωστή την αξίωση, να συμπεριληφθούν στα κριτήρια ευαλωτότητας και πρόσωπα για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. Ιδίως για πρόσφυγες για λόγους ταυτότητας φύλου, έχουν καταγραφεί πολλές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (συνθήκες κράτησης / σημεία υποδοχής και στέγαση κλπ που έχουν καταγραφεί περιστατικά ακραίας βίας, έως και βιασμών). Επομένως θεωρούμε θεμιτή και απαραίτητη σε όλα τα Άρθρα του ΣχΝ που αναφέρονται σε ευαλωτότητα να συμπεριλαμβάνονται για τους παραπάνω λόγους, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά φύλου. Σημειώνουμε ότι το αυτό ισχύει πλην του Άρθρου 20 και του Άρθρου 39, και στο Άρθρο 58 αντίστοιχα.
Τώρα επί της τροποποίησης αυτής καθ’ αυτής:
Στην παρ. 5, περ. δ’ του Άρθρου 39,μεταβάλλονται οι συνέπειες του ορισμού ενός προσώπου ως ευάλωτο: τα πρόσωπα που ορίζονται εκ της περίπτωσης αυτής ως ευάλωτα, επισημαίνεται ότι έχει ως μόνη συνέπεια την άμεση κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών υποδοχής του, και όχι την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της αίτησής του, όπως ανέφερε η παλαιά διατύπωση, ενώ γίνεται μία ελαφρώς θετική αλλαγή καθώς στους συγγενείς θανόντων, καθώς εκτός από τους γονείς και τα αδέρφια προτίθενται τα τέκνα και οι σύζυγοι (αν και θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι συνακολούθως είναι αναγκαία και η τροποποίηση του Άρθρου 23 του ν. 4636/2019, ώστε να βρίσκεται σε συμφωνία με την παρ. 5 της κοινοτικής οδηγίας που ενσωματώνει -2011/95/ΕΕ – και αναφέρεται στην εφαρμογή και σε άλλους στενούς συγγενείς ως τμήμα της οικογένειας).
Τροποποίηση του τελευταίου εδαφίου της υποπερ. 1 της περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 39:Mειώνεται ο χρόνος παραπομπής και εξέτασης που πλέον θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε 15 ημέρες (από 20) που θεωρούμε ότι είναι ιδιαίτερα μικρός ώστε το αίτημα να εξεταστεί καλώς.
Καταργείται το στοιχείο αα’ της υποπερ. 2 της περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 39:
Αυτή η διάταξη κατέτασσε τα πρόσωπα που βρίσκονται σε καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας στα ευάλωτα πρόσωπα, ώστε να ακολουθούνται πιο ταχείες διαδικασίες. Παρ’ ότι θεωρούμε ότι γενικά οι τόσο ταχύρυθμες διαδικασίες περιορίζουν την επάρκεια καλής εξέτασης του αιτήματος, η αφαίρεση των προσώπων που βρίσκονται σε καθεστώς κράτησης απ’ αυτό το καθεστώς, στην ουσία επεκτείνει τον χρόνο κράτησής τους που τούτο σύμφωνα με τις οδηγίες όλων των διεθνών οργανισμών πρέπει να αποφεύγεται.
Επιπλέον, πέραν όλων των παραπάνω, επί των λοιπών διατάξεων του Άρθρου 39:είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν τα κριτήρια βάσει των οποίων δύναται να θεωρηθεί ότι «είναι πιθανόν ότι ο αιτών ναέχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό τους ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του» (υποπερίπτωση ηη’), ή «ο αιτών έχει υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλο τρόπο απομάκρυνσής του» (υποπερίπτωση θθ’). Οι διατυπώσεις αυτές επιτρέπουν αυθαίρετες κρίσεις και πρέπει είτε να αφαιρεθούν ή να διευκρινιστούν τα κριτήρια. Τούτο επαναλαμβάνεται και σε άλλα άρθρα.
—
[1] http://www.opengov.gr/immigration/?p=1423
[2] Έκθεση του Ε.Κ. σχετικά με την κατάσταση των γυναικών προσφύγων και των αιτουσών άσυλο στην ΕΕ: http://www.europarl.europa.eu/doceo/document/A-8-2016-0024_EL.html.
[3] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32011L0095
Υπηκόος τρίτης χώρας που έχει αιτηθεί διεθνούς προστασίας/ασύλου και διαπιστωθεί ότι έχει καταθέσει ψευδή στοιχεία ή συλλαμβάνεται για παραβατική συμπεριφορά να οδηγείται σε άμεση απέλαση
Το αρ. 1, παρ. 4 απαλείφει από το αρ. 39, παρ. 5, περ. στ΄ Ν 4636/2019, χωρίς αιτιολόγηση, τη ρητή πρόβλεψη του τεκμηρίου της ανηλικότητας των αιτούντων άσυλο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαπίστωσης ανηλικότητας. Το Σχέδιο Νόμου αφαιρεί έτσι μία κρίσιμη εγγύηση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και προβλέπονται ρητά στο αρ. 25, παρ. 5 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου. Όπως τονίζει στις κατευθυντήριες γραμμές του το EASO (https://bit.ly/2ywzWYg, σ. 20), απαιτείται ευρεία εφαρμογή του τεκμηρίου της ανηλικότητας και αποφυγή των διαδικασιών διαπίστωσης ανηλικότητας κατά τις διαδικασίες καταγραφής.
Για το λόγο αυτό, η RSA προτείνει τις παρακάτω τροποποιήσεις στο αρ. 1, παρ. 4:
4. Το πρώτο εδάφιο της περ. στ’ της παρ. 5 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «στ) την παραπομπή με απόφαση του Διοικητή του Κέντρου ή της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής ή της Υπηρεσίας Ασύλου, σε περίπτωση που ανακύπτει αμφιβολία σχετικά με την ανηλικότητα πολίτη τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς, σε διαδικασία διαπίστωσης ανηλικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’αριθμ. 1982/16.02.2016 (Β` 335) κοινής υπουργικής απόφασης, όπως κάθε φορά ισχύει. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης.».
Στην παρ. 1 του άρθρου 1 όπως αντικατασταθεί η φράση (βλ. αγκύλες) «(…) σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν,…», από τη φράση {σε γλώσσα που κατανοούν, συμπεριλαμβανομένης της Διεθνούς Νοηματικής Γλώσσα} προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία για πρόσβαση στην ενημέρωση και πληροφόρηση σύμφωνα με το αρ. 9, το αρ. 11 και το αρ. 21 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και των Τελικών Παρατηρήσεων (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος οφείλει: (α) Να θεσπίσει τα απαραίτητα νομικά και άλλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κανονισμών και ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου δράσης και μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την προσβασιμότητα (…), (β) Να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εγγυηθεί την προσβασιμότητα του δομημένου περιβάλλοντος, των αγαθών και υπηρεσιών(…), (γ) Να διασφαλίσει την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία, (…),στην κοινωνική προστασία, τις βοηθητικές τεχνολογίες, την πληροφόρηση και τις επαρκείς υπηρεσίες (…), και (δ) να διασφαλίσει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών προς το κοινό, (…)προσφέρουν στα άτομα με αναπηρία πληροφορία σε προσβάσιμες μορφές, όπως η νοηματική γλώσσα, η γραφή Braille, η μορφή εύκολη για ανάγνωση (Easy-to-Read) και η χρήση επιγραφών, (…). Συνιστά, επίσης, στο συμβαλλόμενο Κράτος να υιοθετήσει αποτελεσματικά μέτρα για τη διευκόλυνση της χρήσης της νοηματικής γλώσσας, του κειμένου σε μορφή εύκολη για ανάγνωση (Easy-to-Read) και σε Braille, με την ενεργό εμπλοκή των αντίστοιχων οργανώσεων των ατόμων με αναπηρία.
Στην περ. δ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου να προστεθεί (βλ. αγκύλες) «(δ) τη μέριμνα για όσους ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ώστε να τους παρασχεθεί εξειδικευμένη φροντίδα και προστασία. Ως ευάλωτες ομάδες νοούνται για τις ανάγκες του παρόντος νόμου: οι ανήλικοι ασυνόδευτοι ή μη, άμεσοι συγγενείς θανόντων σε ναυάγια (γονείς, αδέρφια, τέκνα και σύζυγοι), τα άτομα με αναπηρία {και χρόνιες παθήσεις}, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα άτομα με σοβαρές ασθένειες, τα άτομα με νοητική και ψυχική αναπηρία και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας, όπως τα θύματα ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων. (…). Η διαπίστωση ότι ένα άτομο ανήκει σε ευάλωτη ομάδα έχει ως μόνη συνέπεια την άμεση κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών υποδοχής του {και την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εξέτασης της αίτησής του}». Σύμφωνα με το αρ. 15 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και των Τελικών Παρατηρήσεων (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019, η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της για: (α) Την απουσία πλαισίου που να προβλέπει τα απαραίτητα ειδικά μέτρα και εξατομικευμένη στήριξη σε φυλακισμένους και κρατούμενους με αναπηρία προκειμένου να καλύπτουν τις καθημερινές τους ανάγκες σε συνθήκες που να διασφαλίζουν τον σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, και (β) Τις συνθήκες υποδοχής και κράτησης ατόμων με αναπηρία που είναι πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο ή άτομα σε καταστάσεις που προσομοιάζουν με αυτή του πρόσφυγα (βλέπε CAT/C/GRC/CO/7, παράγραφοι 20 και 21), συμπεριλαμβανομένων των όρων κράτησης εν αναμονή της επιστροφής τους προς τη χώρα καταγωγής σύμφωνα με τον νόμο 3907/2011, και συνιστά στο Συμβαλλόμενο Κράτος: (α) να λάβει αποτελεσματικά μέτρα ώστε να διασφαλίσει ότι οι συνθήκες διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία στα ιδρύματα και σε οποιουδήποτε τύπου εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής και κράτησης για πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, και άτομα σε καταστάσεις που προσομοιάζουν με αυτή του πρόσφυγα, σέβονται την αξιοπρέπεια των ατόμων με αναπηρία και συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Άρθρου 15 της Σύμβασης.
Επιπροσθέτως, καθότι η αξιολόγηση της ευαλωτότητας αποτελεί κομβικό σημείο των διαδικασιών υποδοχής-ταυτοποίησης ώστε να παρασχεθεί στον πληθυσμό με αναπηρία η αναγκαία προστασία και οι αναγκαίες εγγυήσεις, προτείνουμε όπως συμπεριληφθεί στο εν λόγω άρθρο πρόβλεψη για την απασχόληση εξειδικευμένου και πλήρως καταρτισμένου σε θέματα αναπηρίας προσωπικού, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε παραβίαση των κατοχυρωμένων από το εθνικό και διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του εν λόγω πληθυσμού. Σύμφωνα με το αρ. 11 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και των Τελικών Παρατηρήσεων (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019, η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της για: (α) την ανεπάρκεια των μέτρων που έχουν ληφθεί για τον εντοπισμό των ατόμων με αναπηρία που είναι αιτούντες άσυλο, πρόσφυγες και άτομα που βρίσκονται σε καταστάσεις που προσομοιάζουν με αυτή του πρόσφυγα τα οποία φθάνουν στο συμβαλλόμενο Κράτος,(…), και συνιστά στο Συμβαλλόμενο Κράτος: (α) να διασφαλίσει άμεσα ότι η αξιολόγηση της ευαλωτότητας των ατόμων με αναπηρία, (…) πραγματοποιείται συστηματικά με την άφιξη τους στο συμβαλλόμενο Κράτος, από εκπαιδευμένο προσωπικό, και με βάση το δικαιωματικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας και συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ταυτοποίηση των ατόμων με αναπηρία.
1. https://www.esamea.gr/publications/others/4657-telikes-paratiriseis-kai-systaseis-tis-epitropis-ton-ie-gia-ta-dikaiomata-ton-atomon-me-anapiries-gia-tin-ellada
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 1 όπως αντικατασταθεί η φράση (βλ. με έντονη γραμματοσειρά) «(…) σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν,…», από τη φράση «σε γλώσσα που κατανοούν, συμπεριλαμβανομένης της Διεθνούς Νοηματικής Γλώσσας» προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία για πρόσβαση στην ενημέρωση και πληροφόρηση σύμφωνα με το αρ. 9, το αρ. 11 και το αρ. 21 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και των Τελικών Παρατηρήσεων (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος οφείλει: (α) Να θεσπίσει τα απαραίτητα νομικά και άλλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κανονισμών και ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου δράσης και μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την προσβασιμότητα (…), (β) Να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εγγυηθεί την προσβασιμότητα του δομημένου περιβάλλοντος, των αγαθών και υπηρεσιών(…), (γ) Να διασφαλίσει την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία, (…),στην κοινωνική προστασία, τις βοηθητικές τεχνολογίες, την πληροφόρηση και τις επαρκείς υπηρεσίες (…), και (δ) να διασφαλίσει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών προς το κοινό, (…)προσφέρουν στα άτομα με αναπηρία πληροφορία σε προσβάσιμες μορφές, όπως η νοηματική γλώσσα, η γραφή Braille, η μορφή εύκολη για ανάγνωση (Easy-to-Read) και η χρήση επιγραφών, (…). Συνιστά, επίσης, στο συμβαλλόμενο Κράτος να υιοθετήσει αποτελεσματικά μέτρα για τη διευκόλυνση της χρήσης της νοηματικής γλώσσας, του κειμένου σε μορφή εύκολη για ανάγνωση (Easy-to-Read) και σε Braille, με την ενεργό εμπλοκή των αντίστοιχων οργανώσεων των ατόμων με αναπηρία.
Στην περ. δ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου να προστεθεί (βλ. με έντονη γραμματοσειρά) «(δ) τη μέριμνα για όσους ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ώστε να τους παρασχεθεί εξειδικευμένη φροντίδα και προστασία. Ως ευάλωτες ομάδες νοούνται για τις ανάγκες του παρόντος νόμου: οι ανήλικοι ασυνόδευτοι ή μη, άμεσοι συγγενείς θανόντων σε ναυάγια (γονείς, αδέρφια, τέκνα και σύζυγοι), τα άτομα με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα άτομα με σοβαρές ασθένειες, τα άτομα με νοητική και ψυχική αναπηρία και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας, όπως τα θύματα ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων. (…). Η διαπίστωση ότι ένα άτομο ανήκει σε ευάλωτη ομάδα έχει ως μόνη συνέπεια την άμεση κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών υποδοχής του και την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εξέτασης της αίτησής του». Σύμφωνα με το αρ. 15 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και των Τελικών Παρατηρήσεων (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019, η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της για: (α) Την απουσία πλαισίου που να προβλέπει τα απαραίτητα ειδικά μέτρα και εξατομικευμένη στήριξη σε φυλακισμένους και κρατούμενους με αναπηρία προκειμένου να καλύπτουν τις καθημερινές τους ανάγκες σε συνθήκες που να διασφαλίζουν τον σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, και (β) Τις συνθήκες υποδοχής και κράτησης ατόμων με αναπηρία που είναι πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο ή άτομα σε καταστάσεις που προσομοιάζουν με αυτή του πρόσφυγα (βλέπε CAT/C/GRC/CO/7, παράγραφοι 20 και 21), συμπεριλαμβανομένων των όρων κράτησης εν αναμονή της επιστροφής τους προς τη χώρα καταγωγής σύμφωνα με τον νόμο 3907/2011, και συνιστά στο Συμβαλλόμενο Κράτος: (α) να λάβει αποτελεσματικά μέτρα ώστε να διασφαλίσει ότι οι συνθήκες διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία στα ιδρύματα και σε οποιουδήποτε τύπου εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής και κράτησης για πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, και άτομα σε καταστάσεις που προσομοιάζουν με αυτή του πρόσφυγα, σέβονται την αξιοπρέπεια των ατόμων με αναπηρία και συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Άρθρου 15 της Σύμβασης.
Επιπροσθέτως, καθότι η αξιολόγηση της ευαλωτότητας αποτελεί κομβικό σημείο των διαδικασιών υποδοχής-ταυτοποίησης ώστε να παρασχεθεί στον πληθυσμό με αναπηρία η αναγκαία προστασία και οι αναγκαίες εγγυήσεις, προτείνουμε όπως συμπεριληφθεί στο εν λόγω άρθρο πρόβλεψη για την απασχόληση εξειδικευμένου και πλήρως καταρτισμένου σε θέματα αναπηρίας προσωπικού, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε παραβίαση των κατοχυρωμένων από το εθνικό και διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του εν λόγω πληθυσμού. Σύμφωνα με το αρ. 11 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και των Τελικών Παρατηρήσεων (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019, η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της για: (α) την ανεπάρκεια των μέτρων που έχουν ληφθεί για τον εντοπισμό των ατόμων με αναπηρία που είναι αιτούντες άσυλο, πρόσφυγες και άτομα που βρίσκονται σε καταστάσεις που προσομοιάζουν με αυτή του πρόσφυγα τα οποία φθάνουν στο συμβαλλόμενο Κράτος,(…), και συνιστά στο Συμβαλλόμενο Κράτος: (α) να διασφαλίσει άμεσα ότι η αξιολόγηση της ευαλωτότητας των ατόμων με αναπηρία, (…) πραγματοποιείται συστηματικά με την άφιξη τους στο συμβαλλόμενο Κράτος, από εκπαιδευμένο προσωπικό, και με βάση το δικαιωματικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας και συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ταυτοποίηση των ατόμων με αναπηρία.
1. https://www.esamea.gr/publications/others/4657-telikes-paratiriseis-kai-systaseis-tis-epitropis-ton-ie-gia-ta-dikaiomata-ton-atomon-me-anapiries-gia-tin-ellada
1) Από το ισχύον άρθρο 39 παρ. 5 αφαιρείται το τελευταίο εδάφιο: «Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης. Η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου κινείται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αν ανακύψει αμφιβολία για την ανηλικότητα του προσώπου.» Η επιλογή αυτή θέτει σε διακινδύνευση τα δικαιώματα του παιδιού, καθώς αυτά συνδέονται άμεσα με την αναγνώριση ακριβώς της ανηλικότητας, η οποία δε μπορεί να θεωρείται ευθύνη του ίδιου του παιδιού να την αποδείξει. Αν επομένως το παιδί αντιμετωπίζεται ως ενήλικος μέχρι να αποδειχθεί άλλως, παραβιάζεται ευθέως η σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού.
2) Δεν προβλέπονται ειδικότερες διατάξεις για το πώς πραγματικά θα παρέχονται πληροφορίες από τις κρατικές αρχές στους ξένους υπηκόους και τους ανιθαγενείς, με δεδομένη την έλλειψη μεταφραστών από πλευράς δημοσίου. Γνωρίζουμε ότι καταστρατηγείται εν τοις πράγμασι αυτή η πρόβλεψη η οποία προϋπήρχε.
3) «..σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, με απλό και προσιτό τρόπο,»
Ποιος πιστοποιεί ότι αντικειμενικά κατανοεί κάποιος μια γλώσσα; Είναι γνωστό ότι οι καταθέσεις λαμβάνονται με τη βοήθεια άλλων κρατουμένων και άρα έτσι κι αλλιώς η διακρίβωση της ορθότητας της διερμηνείας απέβαινε αδύνατη. Με τις εν λόγω προβλέψεις η συνθήκη κατανόησης καθίσταται ακόμα πιο αυθαίρετη.
4) Στην παράγραφο 3 παραλείπεται το μετατραυματικό στρες ενώ γίνεται αναφορά στον ασαφή όρο «ψυχική αναπηρία», ο οποίος, στη συνέχεια – δια της ενδεικτικής απαρίθμησης- περιορίζεται στα θύματα βασανιστηρίων και στα θύματα σοβαρής ψυχολογικής βίας. Η αοριστία αυτών των όρων αντί παραδεδεγμένων όρων, όπως το μετατραυματικό στρες, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ορθή αξιολόγηση των αιτουμένων ασύλου.
5) Καταργείται η εξής πρόβλεψη του Ν. 4636/2019: «2) Κατά προτεραιότητα εξετάζονται αιτήσεις διεθνούς προστασίας όταν: (αα) ο αιτών ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων σύμφωνα με την παράγραφο 5, εφόσον τελεί σε καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας σύμφωνα με την παράγραφο 4»
Η εν λόγω διάταξη αποτελούσε απόπειρα περιορισμού των αυθαίρετων περιορισμών σε ό,τι αφορά στην πρόσβαση στο άσυλο, δια της παράτασης της κράτησης εάν, ενόσω ήταν κρατούμενοι, κατέθεταν αίτημα ασύλου. Η κατάργηση της διάταξης αυτής οδηγεί σε νέες καθυστερήσεις και μάλιστα εις βάρος κρατουμένων σε ήδη υπερπλήρεις εγκαταστάσεις.
Σε συνδυασμό δε με το άρθρο 2 που τροποποιεί το άρθρο 46 του ν. 4636/2019 σε σχέση με την κράτηση του αιτούντος διεθνούς προστασίας ως σπουδαίο λόγο επιτάχυνσης της διαδικασίας εξέτασης της προσφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 92, χωρίς καμία περαιτέρω αναφορά σε ευάλωτες ομάδες, διαφαίνεται μία εξίσωση των ευάλωτων πληθυσμών σε κράτηση με τους μη ευάλωτους σε κράτηση.
6) Από την πρόβλεψη του Ν. 4636/2019: «Η διαπίστωση ότι ένα άτομο ανήκει σε ευάλωτη ομάδα έχει ως μόνη συνέπεια την άμεση κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών υποδοχής του ατόμου αυτού και την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της αίτησής του» στο παρόν νομοσχέδιο παραλείπεται η φράση «..και την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της αίτησής του». Θα πρέπει να επαναφερθεί.
Από το ισχύον άρθρο 39 παρ 5 αφαιρείται το τελευταίο εδάφιο που έχει ως εξής : «Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικος και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης. Η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου κινείται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αν ανακύψει αμφιβολία για την ανηλικότητα του προσώπου.»
Υπάρχει μεν αντίστοιχη πρόβλεψη στην ΚΥΑ , όμως η αφαίρεση του από το κείμενο του νόμου δημιουργεί ερωτήματα , καθώς η ρητή αναφορά στον νόμο δίδει σαφώς μεγαλύτερα εχέγγυα προστασίας της σχετικής μεταχείρισης. Η ρύθμιση μόνο μέσω μιας υπουργικής απόφασης δεν αποτελεί καλή πρακτική νομοθέτησης. Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό καθώς από την έκβαση της διαδικασίας αυτής εξαρτώνται όλα τα δικαιώματα του παιδιού εξ ου και θα πρέπει να είναι ρητά κατοχυρωμένο και όχι εκτεθειμένο σε βιαστικές τροποποιήσεις που χαρακτηρίζουν κατά καιρούς τις υπουργικές αποφάσεις. Τυχόν μη εξασφάλιση της αντιμετώπισης του προσώπου ως ανηλίκου ενόσω εκκρεμεί ο τελικός προσδιορισμός της ηλικίας προσκρούει στα άρθρα 3 και 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού .(έτσι και N.B.F κατά Ισπανίας , CRC ).
Προτείνεται να διατηρηθεί το τελευταίο εδάφιο .
«σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν»
Προκύπτει σοβαρό θέμα με το ποιος και με ποια αντικειμενικά κριτήρια θα προβαίνει στην παραπάνω διαπίστωση.