1.Εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή του άρθρου 24 του ν. 2690/1999 (A’ 45) κατά των αποφάσεων επιστροφής που ενσωματώνονται σε αποφάσεις απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε αποφάσεις ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, που έχουν επιδοθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος, η οριζόμενη στο άρθρο 5 αποκλειστική προθεσμία των τριάντα (30) ημερών για την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσης του παρόντος.
2.Αιτήσεις για χορήγηση ή ανανέωση αδειών διαμονής που υποβλήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4686/2020 (Α’ 80), σύμφωνα με την περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 Α του ν. 4251/2014 (Α’ 80), την παρ. 47 του άρθρου 8 του ν. 4332/2015 (Α’ 76 και Α’ 88 -Διόρθωση σφαλμάτων) και την παρ. 2 του άρθρου 22 του ν.4375/2016 (Α΄51), και εκκρεμούν στις αρμόδιες υπηρεσίες, εξετάζονται βάσει των παραπάνω διατάξεων. Αιτήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει της περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 Α του ν. 4251/2014 μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4686/2020, δεν εξετάζονται.
3.Οι αιτήσεις θεραπείας κατά αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του ν. 4251/2014 και υποβλήθηκαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου που υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της απόφασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 του παρόντος, εξετάζονται.
4.Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 36 σχετικά με τη διάρκεια της θητείας καταλαμβάνουν και τις ισχύουσες αποφάσεις τοποθέτησης και διορισμού των Διοικητών και Υποδιοικητών της Υπηρεσίας Ασύλου της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, καθώς και του Διοικητικού Διευθυντή της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.
5.Βεβαιώσεις περί μη απομάκρυνσης για λόγους ανθρωπιστικούς που χορηγήθηκαν με αποφάσεις που εκδόθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 68 και την παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 (A’ 169), ανανεώνονται μετά από νέα κρίση της εκδούσας αρχής σχετικά με την εξακολούθηση του ανέφικτου της απομάκρυνσης.
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ – αρ. 71, παρ. 4 Ν 4636/2019
Η διάταξη μεταφέρει πλημμελώς το αρ. 23, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον παραλείπει τη θέσπιση διαδικασιών «που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος», παρέχοντας σε διαπιστευμένους δικηγόρους πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, τις οποίες συνεκτιμά η αποφαινόμενη αρχή. Για το λόγο αυτό, προτείνονται οι εξής ρυθμίσεις:
Η παρ. 4 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 (Α΄169) τροποποιείται ως εξής:
«4. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι που εκπροσωπούν αιτούντες κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί η απόφαση, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 71 και υπό την προϋπόθεση ότι οι ανωτέρω πληροφορίες δεν σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Άλλοι εξουσιοδοτημένοι σύμβουλοι ή πρόσωπα κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος, που παρέχουν συνδρομή σε αιτούντες έχουν πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου τους, υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον αυτά σχετίζονται με την παρεχόμενη συνδρομή. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής, μετά από αιτιολογημένη πράξη του, απαγορεύει τη γνωστοποίηση πληροφοριών ή της πηγής αυτών, εφόσον πρόκειται για διαβαθμισμένες πληροφορίες που σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ενώ, δύναται, μετά από αιτιολογημένη πράξη του, να απαγορεύει τη γνωστοποίησή τους, εφόσον η αποκάλυψή τους ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή των προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων, τα οποία αφορούν οι πληροφορίες ή εάν θίγονται οι έρευνες σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες Αρχές των κρατών μελών ή οι διεθνείς σχέσεις των κρατών μελών. Η παραπάνω απαγόρευση δεν θα πρέπει να περιορίζει δυσανάλογα το δικαίωμα του αιτούντος σε εκπροσώπηση, νομική συμπαράσταση και υπεράσπιση. Η πρόσβαση στις εν λόγω απόρρητες πληροφορίες ή πηγές είναι δυνατή από πιστοποιημένους πληρεξούσιους δικηγόρους, από την Αρχή Προσφυγών, στο πλαίσιο εξέτασης προσφυγής και από το Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 108 του παρόντος αίτησης ακυρώσεως.»
Προστίθεται νέα παρ. 6 στο άρθρο 38 του παρόντος Σχεδίου Νόμου ως εξής:
«6. Η εφαρμογή του τέταρτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) αναστέλλεται μέχρι τη θέσπιση των απαραίτητων ρυθμίσεων για την εφαρμογή του έκτου εδαφίου της ίδιας διάταξης.»
ΑΣΦΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ – αρ. 86 Ν 4636/2019
Επισημαίνονται εκ νέου οι επιφυλάξεις που είχαν εγερθεί κατά τη συζήτηση της αρχικής διάταξης του αρ. 86 Ν 4636/2019 και την τροποποίησή της από το αρ. 16 Ν 4686/2020 για την επιτακτική ανάγκη εναρμόνισης της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στην ελληνική νομοθεσία με το ενωσιακό δίκαιο.
Σχετικά με τα κριτήρια για την τεκμηρίωση της ύπαρξης συνδέσμου μεταξύ του αιτούντος και της τρίτης χώρας, βάσει του οποίου η επιστροφή σε αυτή θα ήταν εύλογη, το αρ. 86, παρ. 1, περ. στ΄ Ν 4636/2019 προβλέπει ότι η διέλευση μπορεί, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες οριζόμενες στο νόμο περιστάσεις, να στοιχειοθετεί τέτοιο σύνδεσμο. Η διάταξη αντιβαίνει συνεπώς στο αρ. 38, παρ. 2, περ. α΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, βάσει του οποίου η διέλευση από το έδαφος τρίτης χώρας δεν μπορεί, αφεαυτής, να αποτελεί βάσιμο κριτήριο για την ύπαρξη συνδέσμου του αιτούντος με αυτή (ΔΕΕ, C-564/18 LH σκ. 45-50, C-924/19 και C-925/19 FMS, σκ. 158-159), εφόσον είναι συχνά το αποτέλεσμα τυχαίων περιστάσεων και δεν στοιχειοθετεί απαραίτητα κάποια σύνδεση του αιτούντος με τη χώρα. Καίτοι αναφερόμενη σε σειρά κριτηρίων, πολλά εκ των οποίων δεν ενδεικνύουν προσωπικό σύνδεσμο με μία τρίτη χώρα, η ισχύουσα νομοθεσία διατηρεί τη διέλευση ως πρωταρχικό κριτήριο για τον καθορισμό ενός επαρκούς συνδέσμου, αντίθετα με την ερμηνεία του εν λόγω κριτηρίου από το ΔΕΕ στις υποθέσεις LH και FMS.
Δέον όπως υπενθυμιστεί ότι το αρ. 86, παρ. 2 Ν 4636/2019 δεν προβλέπει καμία ρύθμιση σχετικά με τη μεθοδολογία που πρέπει να να ακολουθούν οι αρχές για να κρίνουν εάν μία χώρα είναι «ασφαλής τρίτη χώρα» για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, ήτοι τους κανόνες βάσει των οποίων αξιολογείται κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου στην ατομική περίπτωσή του. Κατά την αυθεντική ερμηνεία της Οδηγίας από το ΔΕΕ, η θέσπιση κανόνων μεθοδολογίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρήση της έννοιας ως λόγου απαράδεκτου (C-564/18 LH σκ. 48, C-924/19 και C-925/19 FMS, σκ. 158). Η νομολογία του ΔΕΕ διευκρινίζει ότι η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» βάσει της Οδηγίας απαιτεί τη θέσπιση ενός δικονομικού πλαισίου μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο για να καταστεί δυνατή η χρήση της από την αποφαινόμενη αρχή. Ελλείψει τέτοιων κανόνων, η χρήση της εν λόγω έννοιας δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο. Η ερμηνεία της Οδηγίας στις υποθέσεις LH και FMS συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με ανάλογες υποχρεώσεις θέσπισης νομοθετικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς χώρας καταγωγής» (C-404/17 A κατά Migrationsverket) δυνάμει του αρ. 36 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου και αυτή του «σοβαρού κινδύνου διαφυγής» (C-528/15 Al Chodor) δυνάμει των αρ. 2 και 28 του Κανονισμού του Δουβλίνου.
Στη μεθοδολογία για την «ασφαλή τρίτη χώρα» θα πρέπει να αναγράφεται πλήρως το διαδικαστικό πλαίσιο και τα βήματα τα οποία καλείται να ακολουθεί η αποφαινόμενη αρχή για να κρίνει κατά πόσο το σύστημα ασύλου και η πρακτική της τρίτης χώρας πληρούν τα κριτήρια του ενωσιακού δικαίου σε γενικό επίπεδο και στην ατομική περίπτωση του αιτούντος. Οι κανόνες μεθοδολογίας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις αξιόπιστες πηγές πληροφοριών στις οποίες θα πρέπει να στηρίζεται η κρίση της αποφαινόμενης αρχής ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στην ατομική περίπτωση του αιτούντος, στις οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται οι εκθέσεις αξιόπιστων οργανώσεων προάσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων σχετικά με την κατάσταση των αιτούντων άσυλο στην τρίτη χώρα, σε συμφωνία με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας, Ευρεία Σύνθεση, 47287/15, σκ. 99, 235).
Επομένως, είναι απαραίτητη μία σε βάθος τροποποίηση του αρ. 86 Ν 4636/2019, με στόχο την αναλυτική ρύθμιση των εν λόγω κανόνων μεθοδολογίας, όπου θα πρέπει να θεσπίζεται πλήρως το διαδικαστικό πλαίσιο και τα βήματα τα οποία καλείται να ακολουθεί η αποφαινόμενη αρχή για να κρίνει κατά πόσο το σύστημα ασύλου και η πρακτική της τρίτης χώρας πληρούν τα κριτήρια του αρ. 38 της Οδηγίας σε γενικό επίπεδο και στην ατομική περίπτωση του αιτούντος.
Δέον όπως επισημανθεί ότι, τον Νοέμβριο του 2020, συστάθηκε Ομάδα Εργασίας υπό το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου για τον καθορισμό των ασφαλών τρίτων χωρών εντός τριών μηνών από τη συγκρότησή της, το έργο της οποίας, ωστόσο, ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Τονίζεται, δε, ότι ούτε η ΚΥΑ 42799/2021, εκδοθείσα κατ’εξουσιοδότηση του αρ. 86, παρ. 3 Ν 4636/2019, συμμορφώνεται με την υποχρέωση της χώρας να θεσπίσει τους ανωτέρω κανόνες μεθοδολογίας.
Παραμένει λοιπόν επιτακτική η ανάγκη διεξαγωγή στοχευμένης διαβούλευσης με εξειδικευμένους φορείς, με στόχο τη θέσπιση ειδικότερων νομοθετικών διατάξεων που θα ενσωματώνουν ορθώς τους κανόνες μεθοδολογίας για την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας», σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αρ. 38, παρ. 2 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου. Μέχρι τη θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων, η εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στο ελληνικό δίκαιο δυνάμει του αρ. 86 Ν 4636/2019 πρέπει κατ’ελάχιστο να ανασταλεί με ειδική ρύθμιση στις μεταβατικές διατάξεις του αρ. 38 του παρόντος Σχεδίου Νόμου, εφόσον είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο και δεν μπορεί να εφαρμόζεται βάσει του ισχύοντος νόμου.
Προτείνεται η εισαγωγή νέας παρ. 7 στο αρ. 38 ως εξής:
«7. Η εφαρμογή του άρθρου 86 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) αναστέλλεται μέχρι την τροποποίησή του από μεταγενέστερο νόμο.»
(βλ. και τις «Παρατηρήσεις νομικών οργανώσεων επί του Σχεδίου Νόμου «Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών»», διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο https://rsaegean.org/el/paratiriseis-sn-anamorfosi-diadikasion-apelaseon-kai-epistrofon/)
Αναφορικά με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου:
Σύμφωνα με το άρθρο 61 περ. ε’ του ν. 4686/2020, καταργήθηκε το άρθρο 67 του ν. 4375/2016 σύμφωνα με το οποίο οι αρμόδιες Αρχές Απόφασης μπορούσαν να παραπέμπουν τους απορριφθέντες αιτούντες διεθνούς προστασίας αλλοδαπούς ή ανιθαγενείς για άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους εφόσον πιθανολογούσαν την συνδρομή των οικείων προϋποθέσεων. Η κατάργηση αυτή, παρότι ο νόμος δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2020, κατέλαβε όλες τις αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν από 1.1.2020 και εξής. Στην πράξη λοιπόν, υπήρξαν απορριφθέντες αλλοδαποί που παραπέμφθηκαν από την Αρχή Προσφυγών για άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει αποφάσεων που εκδόθηκαν ΜΕΤΑ την 1.1.2020 και ΠΡΙΝ την δημοσίευση του ν. 4686/2020 , οι οποίοι κατέθεσαν αίτηση για άδεια διαμονής στην Δ/νση μεταναστευτικής πολιτικής ΜΕΤΑ την δημοσίευση του ν. 4686/2020 και οι οποίοι κατελήφθησαν από την αναδρομική ισχύ της παρούσας ρύθμισης (δεν έλαβαν μπλε βεβαίωση). Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 38 του νομοσχεδίου, οι αιτήσεις των ως άνω περιπτώσεων δεν θα εξεταστούν.
Προκειμένου να θεραπευθεί η αντισυνταγματικότητα της αναδρομικής κατάργησης που εισήγαγε το άρθρο 61 περ. ε’ του ν. 4686/2020, προτείνεται να αναρμοφωθεί ως εξής το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του νομοσχεδίου: «Αιτήσεις για χορήγηση ή ανανέωση αδειών διαμονής που υποβλήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4686/2020 (Α’ 80) ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ Ν. 4686/2020 ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΑΝ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ Ν. 4686/2020, σύμφωνα με την περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 Α του ν. 4251/2014 (Α’ 80), την παρ. 47 του άρθρου 8 του ν. 4332/2015 (Α’ 76 και Α’ 88 -Διόρθωση σφαλμάτων) και την παρ. 2 του άρθρου 22 του ν.4375/2016 (Α΄51), και εκκρεμούν στις αρμόδιες υπηρεσίες, εξετάζονται βάσει των παραπάνω διατάξεων».
Σε περίπτωση μη εξέτασης των αιτήσεων, επιβεβλημένη κρίνεται η έκδοση ατομικής διοικητικής πράξης που απορρίπτει την αίτηση, προκειμένου ο αλλοδαπός να έχει το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των διοικητικων δικαστηρίων, και όχι απλά η μη εξέτασή τους και η άνευ απόφασης θέση αυτών στον αρχείο.
ΑΣΦΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ – αρ. 86 Ν 4636/2019
Επισημαίνονται εκ νέου οι επιφυλάξεις που είχαν εγερθεί κατά τη συζήτηση της αρχικής διάταξης του αρ. 86 Ν 4636/2019 και την τροποποίησή της από το αρ. 16 Ν 4686/2020 για την επιτακτική ανάγκη εναρμόνισης της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στην ελληνική νομοθεσία με το ενωσιακό δίκαιο.
Σχετικά με τα κριτήρια για την τεκμηρίωση της ύπαρξης συνδέσμου μεταξύ του αιτούντος και της τρίτης χώρας, βάσει του οποίου η επιστροφή σε αυτή θα ήταν εύλογη, το αρ. 86, παρ. 1, περ. στ΄ Ν 4636/2019 προβλέπει ότι η διέλευση μπορεί, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες οριζόμενες στο νόμο περιστάσεις, να στοιχειοθετεί τέτοιο σύνδεσμο. Η διάταξη αντιβαίνει συνεπώς στο αρ. 38, παρ. 2, περ. α΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, βάσει του οποίου η διέλευση από το έδαφος τρίτης χώρας δεν μπορεί, αφεαυτής, να αποτελεί βάσιμο κριτήριο για την ύπαρξη συνδέσμου του αιτούντος με αυτή (ΔΕΕ, C-564/18 LH σκ. 45-50, C-924/19 και C-925/19 FMS, σκ. 158-159), εφόσον είναι συχνά το αποτέλεσμα τυχαίων περιστάσεων και δεν στοιχειοθετεί απαραίτητα κάποια σύνδεση του αιτούντος με τη χώρα. Καίτοι αναφερόμενη σε σειρά κριτηρίων, πολλά εκ των οποίων δεν ενδεικνύουν προσωπικό σύνδεσμο με μία τρίτη χώρα, η ισχύουσα νομοθεσία διατηρεί τη διέλευση ως πρωταρχικό κριτήριο για τον καθορισμό ενός επαρκούς συνδέσμου, αντίθετα με την ερμηνεία του εν λόγω κριτηρίου από το ΔΕΕ στις υποθέσεις LH και FMS.
Δέον όπως υπενθυμιστεί ότι το αρ. 86, παρ. 2 Ν 4636/2019 δεν προβλέπει καμία ρύθμιση σχετικά με τη μεθοδολογία που πρέπει να να ακολουθούν οι αρχές για να κρίνουν εάν μία χώρα είναι «ασφαλής τρίτη χώρα» για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, ήτοι τους κανόνες βάσει των οποίων αξιολογείται κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου στην ατομική περίπτωσή του. Κατά την αυθεντική ερμηνεία της Οδηγίας από το ΔΕΕ, η θέσπιση κανόνων μεθοδολογίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρήση της έννοιας ως λόγου απαράδεκτου (C-564/18 LH σκ. 48, C-924/19 και C-925/19 FMS, σκ. 158). Η νομολογία του ΔΕΕ διευκρινίζει ότι η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» βάσει της Οδηγίας απαιτεί τη θέσπιση ενός δικονομικού πλαισίου μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο για να καταστεί δυνατή η χρήση της από την αποφαινόμενη αρχή. Ελλείψει τέτοιων κανόνων, η χρήση της εν λόγω έννοιας δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο. Η ερμηνεία της Οδηγίας στις υποθέσεις LH και FMS συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με ανάλογες υποχρεώσεις θέσπισης νομοθετικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς χώρας καταγωγής» (C-404/17 A κατά Migrationsverket) δυνάμει του αρ. 36 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου και αυτή του «σοβαρού κινδύνου διαφυγής» (C-528/15 Al Chodor) δυνάμει των αρ. 2 και 28 του Κανονισμού του Δουβλίνου.
Στη μεθοδολογία για την «ασφαλή τρίτη χώρα» θα πρέπει να αναγράφεται πλήρως το διαδικαστικό πλαίσιο και τα βήματα τα οποία καλείται να ακολουθεί η αποφαινόμενη αρχή για να κρίνει κατά πόσο το σύστημα ασύλου και η πρακτική της τρίτης χώρας πληρούν τα κριτήρια του ενωσιακού δικαίου σε γενικό επίπεδο και στην ατομική περίπτωση του αιτούντος. Οι κανόνες μεθοδολογίας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις αξιόπιστες πηγές πληροφοριών στις οποίες θα πρέπει να στηρίζεται η κρίση της αποφαινόμενης αρχής ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στην ατομική περίπτωση του αιτούντος, στις οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται οι εκθέσεις αξιόπιστων οργανώσεων προάσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων σχετικά με την κατάσταση των αιτούντων άσυλο στην τρίτη χώρα, σε συμφωνία με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας, Ευρεία Σύνθεση, 47287/15, σκ. 99, 235).
Επομένως, είναι απαραίτητη μία σε βάθος τροποποίηση του αρ. 86 Ν 4636/2019, με στόχο την αναλυτική ρύθμιση των εν λόγω κανόνων μεθοδολογίας, όπου θα πρέπει να θεσπίζεται πλήρως το διαδικαστικό πλαίσιο και τα βήματα τα οποία καλείται να ακολουθεί η αποφαινόμενη αρχή για να κρίνει κατά πόσο το σύστημα ασύλου και η πρακτική της τρίτης χώρας πληρούν τα κριτήρια του αρ. 38 της Οδηγίας σε γενικό επίπεδο και στην ατομική περίπτωση του αιτούντος.
Δέον όπως επισημανθεί ότι, τον Νοέμβριο του 2020, συστάθηκε Ομάδα Εργασίας υπό το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου για τον καθορισμό των ασφαλών τρίτων χωρών εντός τριών μηνών από τη συγκρότησή της, το έργο της οποίας, ωστόσο, ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Τονίζεται, δε, ότι ούτε η ΚΥΑ 42799/2021, εκδοθείσα κατ’εξουσιοδότηση του αρ. 86, παρ. 3 Ν 4636/2019, συμμορφώνεται με την υποχρέωση της χώρας να θεσπίσει τους ανωτέρω κανόνες μεθοδολογίας.
Παραμένει λοιπόν επιτακτική η ανάγκη διεξαγωγή στοχευμένης διαβούλευσης με εξειδικευμένους φορείς, με στόχο τη θέσπιση ειδικότερων νομοθετικών διατάξεων που θα ενσωματώνουν ορθώς τους κανόνες μεθοδολογίας για την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας», σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αρ. 38, παρ. 2 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου. Μέχρι τη θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων, η εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στο ελληνικό δίκαιο δυνάμει του αρ. 86 Ν 4636/2019 πρέπει κατ’ελάχιστο να ανασταλεί με ειδική ρύθμιση στις μεταβατικές διατάξεις του αρ. 38 του παρόντος Σχεδίου Νόμου, εφόσον είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο και δεν μπορεί να εφαρμόζεται βάσει του ισχύοντος νόμου.
Προτείνεται η εισαγωγή νέας παρ. 7 στο αρ. 38 ως εξής:
«7. Η εφαρμογή του άρθρου 86 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) αναστέλλεται μέχρι την τροποποίησή του από μεταγενέστερο νόμο.»
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ – αρ. 71, παρ. 4 Ν 4636/2019
Η διάταξη μεταφέρει πλημμελώς το αρ. 23, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον παραλείπει τη θέσπιση διαδικασιών «που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος», παρέχοντας σε διαπιστευμένους δικηγόρους πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, τις οποίες συνεκτιμά η αποφαινόμενη αρχή. Για το λόγο αυτό, προτείνονται οι εξής ρυθμίσεις:
Η παρ. 4 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 (Α΄169) τροποποιείται ως εξής:
«4. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι που εκπροσωπούν αιτούντες κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί η απόφαση, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 71 και υπό την προϋπόθεση ότι οι ανωτέρω πληροφορίες δεν σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Άλλοι εξουσιοδοτημένοι σύμβουλοι ή πρόσωπα κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος, που παρέχουν συνδρομή σε αιτούντες έχουν πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου τους, υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον αυτά σχετίζονται με την παρεχόμενη συνδρομή. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής, μετά από αιτιολογημένη πράξη του, απαγορεύει τη γνωστοποίηση πληροφοριών ή της πηγής αυτών, εφόσον πρόκειται για διαβαθμισμένες πληροφορίες που σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ενώ, δύναται, μετά από αιτιολογημένη πράξη του, να απαγορεύει τη γνωστοποίησή τους, εφόσον η αποκάλυψή τους ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή των προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων, τα οποία αφορούν οι πληροφορίες ή εάν θίγονται οι έρευνες σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες Αρχές των κρατών μελών ή οι διεθνείς σχέσεις των κρατών μελών. Η παραπάνω απαγόρευση δεν θα πρέπει να περιορίζει δυσανάλογα το δικαίωμα του αιτούντος σε εκπροσώπηση, νομική συμπαράσταση και υπεράσπιση. Η πρόσβαση στις εν λόγω απόρρητες πληροφορίες ή πηγές είναι δυνατή από πιστοποιημένους πληρεξούσιους δικηγόρους, από την Αρχή Προσφυγών, στο πλαίσιο εξέτασης προσφυγής και από το Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 108 του παρόντος αίτησης ακυρώσεως.»
Προστίθεται νέα παρ. 6 στο άρθρο 38 του παρόντος Σχεδίου Νόμου ως εξής:
«6. Η εφαρμογή του τέταρτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) αναστέλλεται μέχρι τη θέσπιση των απαραίτητων ρυθμίσεων για την εφαρμογή του έκτου εδαφίου της ίδιας διάταξης.»
Στην παράγραφο 4 γίνεται παραπομπή σε λανθασμένο άρθρο. Το ορθό είναι το άρθρο 34 και όχι το άρθρο 36.
«4.Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 36 σχετικά με τη διάρκεια της θητείας καταλαμβάνουν και τις ισχύουσες αποφάσεις τοποθέτησης και διορισμού των Διοικητών και Υποδιοικητών της Υπηρεσίας Ασύλου της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, καθώς και του Διοικητικού Διευθυντή της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.»