1.Στην παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 (Α’ 169) διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 68
(Άρθρο 9 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ)
Δικαίωμα παραμονής αιτούντων – Εξαιρέσεις
1. Οι αιτούντες επιτρέπεται να παραμένουν στη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας στον πρώτο βαθμό και απαγορεύεται η απομάκρυνσή τους με οποιονδήποτε τρόπο.
2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις:
α) υποβολής μεταγενέστερης αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 89 του παρόντος,
β) όπου οι αρμόδιες Αρχές είτε παραδίδουν τον αιτούντα σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (Α` 127), είτε εκδίδουν αυτόν σε τρίτη χώρα, με την εξαίρεση της χώρας καταγωγής του αιτούντος, ή σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η παράδοση ή η έκδοση δεν πρέπει να οδηγεί σε έμμεση ή άμεση επαναπροώθηση του ενδιαφερόμενου κατά παράβαση του άρθρου 33 παράγραφος 1 της Σύμβασης της Γενεύης ή σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος νόμου, του άρθρου 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, του άρθρου 3 της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης κατά των Βασανιστηρίων, του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, των άρθρων 4 και 19 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 5 του Συντάγματος. Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αίτησής του, εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος.
3. Το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος στη χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1, δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής.
4. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 έχει εφαρμογή το άρθρο 104 του παρόντος.»
2.Στην παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 104
Δικαίωμα παραμονής
1. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής και έως την έκδοση απόφασης επί αυτής, ο αιτών επιτρέπεται να παραμείνει στο έδαφος της Χώρας. Στην περίπτωση αυτή, αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης, επανεισδοχής ή επιστροφής του προσφεύγοντος.
2. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, στις περιπτώσεις που η προσβαλλόμενη απόφαση έχει απορρίψει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας με την αιτιολογία ότι: α) άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε. έχει χορηγήσει στον αιτούντα καθεστώς διεθνούς προστασίας ή β) άλλο κράτος – μέλος που δεσμεύεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου έχει αναλάβει την ευθύνη εξέτασης της σχετικής αίτησης, κατ` εφαρμογή του Κανονισμού αυτού ή γ) ο αιτών απολαμβάνει επαρκούς προστασίας από χώρα που θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για αυτόν ή δ) η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων ή είναι προδήλως αβάσιμη, καθώς και ε) στις περιπτώσεις που η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί κατά την ταχύρρυθμη διαδικασία πλην των περιπτώσεων α` και η` της παραγράφου 9 και της παραγράφου 10 του άρθρου 83, η παραμονή διατάσσεται με απόφαση που φέρει συνοπτική αιτιολογία της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή ή του δικαστή, σε περίπτωση μονομελούς σύνθεσης, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η προσφυγή, κατόπιν ειδικού αιτήματος του προσφεύγοντος. Μέτρο απέλασης, επανεισδοχής ή επιστροφής δεν μπορεί να εκτελεστεί σε βάρος του προσφεύγοντος πριν την έκδοση αποφάσεως επί της κατά το προηγούμενο εδάφιο αιτήσεώς του. Η εξέταση του αιτήματος αυτού γίνεται σε συνεδρίαση της Επιτροπής, εν συμβουλίω, ή από τον δικαστή, σε περίπτωση μονομελούς σύνθεσης χωρίς να απαιτείται κλήση του αιτούντος να παρασταθεί. Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων αυτών υπολογίζονται καθ` υπέρβαση του συνολικού, κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 95, αριθμού ανατιθέμενων ανά μήνα και ανά εισηγητή υποθέσεων.
3. Η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παράγραφο 1, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις του άρθρου 90 του παρόντος μόνο εφόσον ο αιτών έχει την απαραίτητη συνδρομή διερμηνέα και νομική συνδρομή και προθεσμία τουλάχιστον μίας εβδομάδας, ώστε να προετοιμάσει την αίτηση και να υποβάλει στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, τα επιχειρήματα υπέρ της αναγνώρισης του δικαιώματος παραμονής του στο έδαφος της χώρας, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής.
4. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των διεθνών και ευρωπαϊκών υποχρεώσεων του κράτους.»
Το αρ. 18 προτείνει την απάλειψη της ρητής αναφοράς στην υποχρέωση των αρμόδιων αρχών ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό να διατάσσουν την αναβολή της απομάκρυνσης, σε περίπτωση που παραβιάζεται η αρχή της επαναπροώθησης.
Υπενθυμίζεται ότι η παραπομπή του ενδιαφερομένου σε διαδικασία χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, την οποία επιτρέπει το αρ. 6, παρ. 4 της Οδηγίας επιστροφών, αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική δικλείδα ασφαλείας για την τήρηση των υποχρεώσεων της χώρας προς τους ανθρώπους, η απομάκρυνση των οποίων κωλύεται λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης ή άλλων λόγων, όπως η προστασία της οικογενειακής ζωής και της ανηλικότητας, λόγοι υγείας και η αποφυγή της δημιουργίας ενός πληθυσμού σε καθεστώς παρατεταμένης ανασφάλειας και διακινδύνευσης (https://bit.ly/3qnFRpi). Κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά της ρύθμισης, την οποία κατήργησε ο Ν 4686/2020.
Ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, επαναλαμβάνεται η ανάγκη της πλήρους επαναφοράς του δικαιώματος παραμονής των προσφευγόντων μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε δεύτερο βαθμό (https://bit.ly/2TJcH7W; https://bit.ly/2SbuN25). Εφόσον ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει με το αρ. 2 του παρόντος Σχεδίου Νόμου την ενσωμάτωση της απόφασης απέλασης ή επιστροφής στην απορριπτική απόφαση επί της αίτησης ασύλου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, κατά την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ (ΔΕΕ, Υπόθεση C-181/16 Gnandi, 19 Ιουνίου 2018, σκ. 56).
Προσέτι, η διάταξη του αρ. 104, παρ. 2 Ν 4636/2019 διατηρεί την κατάθεση χωριστής αίτησης παραμονής ως περιττό διαδικαστικό στάδιο στη δευτεροβάθμια εξέταση των αιτήσεων ασύλου, το οποίο προσθέτει δυσανάλογο φόρτο στους προσφεύγοντες και στις Επιτροπές Προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη και του σύντομου των προθεσμιών που τους επιβάλλονται από το νόμο για τη συζήτηση των προσφυγών. Ενδεικτική του προβληματικού χαρακτήρα της ρύθμισης παραμένει η συστηματική πρακτική της απόρριψης της σχετικής αίτησης παραμονής ως άνευ αντικειμένου, κατόπιν της έκδοσης απόφασης επί της προσφυγής (μεταξύ άλλων, 4η ΕπΠροσ 12645/2020, 6η ΕπΠροσ 5692/2020, 10η ΕπΠροσ 7465/2020, 13η ΕπΠροσ 2727/2020, 14η ΕπΠροσ 4334/2020, 19η ΕπΠροσ 19883/2020).
Κατ’ ελάχιστον, κρίνεται απαραίτητη η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με το αρ. 46, της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το αρ. 26 Ν 4686/2020, δεν μεταφέρει ορθώς το αρ. 46, παρ. 7 της Οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται το αρ. 46, παρ. 6 της Οδηγίας στις διαδικασίες των συνόρων. Καίτοι η Οδηγία διευκρινίζει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη η παρέκκλιση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών στη διαδικασία των συνόρων μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις της παρ. 6, το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019 δεν παραπέμπει στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως μεταφέρονται στο αρ. 104, παρ. 2 του νόμου. Αντιθέτως, η διάταξη προβλέπει ότι «η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παραγραφό 1» ισχύει για τις διαδικασίες των συνόρων, τηρουμένων των εγγυήσεων της παρ. 3. Συνακολούθως, ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, ότι η παρέκκλιση από το δικαίωμα παραμονής του προσφεύγοντος στο έδαφος δύναται να επιβληθεί σε οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας των συνόρων. Όπως καταδεικνύεται από την εφαρμογή του νόμου στις διαδικασίες του αρ. 90, παρ. 3 Ν 4636/2019 μέχρι σήμερα, στερούνται ανασταλτικού αποτελέσματος και οι προσφυγές κατά αποφάσεων απαράδεκτου δυνάμει της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» ή απόρριψης αίτησης ως αβάσιμης, σε πλήρη αντίθεση με την Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου.
Προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου ως εξής:
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος, η αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει τη συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και χορηγεί βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης.»
2. Η παρ. 2, η παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) καταργούνται.
3. Προστίθεται νέο άρθρο 105α στον ν. 4636/2019 (Α΄ 169) ως εξής:
«Άρθρο 105α – Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους
Στην περίπτωση που αίτηση διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενή έχει απορριφθεί τελεσίδικα και η Επιτροπή προσφυγών πιθανολογεί ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραπέμπει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 19Α, παρ. 1, περ. στ΄ του ν. 4251/2014 (Α΄ 80) όπως ισχύει, οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή χορηγεί σχετική βεβαίωση στον ενδιαφερόμενο.»
Το αρ. 18 προτείνει την απάλειψη της ρητής αναφοράς στην υποχρέωση των αρμόδιων αρχών ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό να διατάσσουν την αναβολή της απομάκρυνσης, σε περίπτωση που παραβιάζεται η αρχή της επαναπροώθησης.Υπενθυμίζεται ότι η παραπομπή του ενδιαφερομένου σε διαδικασία χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, την οποία επιτρέπει το αρ. 6, παρ. 4 της Οδηγίας επιστροφών, αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική δικλείδα ασφαλείας για την τήρηση των υποχρεώσεων της χώρας προς τους ανθρώπους, η απομάκρυνση των οποίων κωλύεται λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης ή άλλων λόγων, όπως η προστασία της οικογενειακής ζωής και της ανηλικότητας, λόγοι υγείας και η αποφυγή της δημιουργίας ενός πληθυσμού σε καθεστώς παρατεταμένης ανασφάλειας και διακινδύνευσης (https://bit.ly/3qnFRpi). Κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά της ρύθμισης, την οποία κατήργησε ο Ν 4686/2020.
Ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, επαναλαμβάνεται η ανάγκη της πλήρους επαναφοράς του δικαιώματος παραμονής των προσφευγόντων μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε δεύτερο βαθμό (https://bit.ly/2TJcH7W; https://bit.ly/2SbuN25). Εφόσον ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει με το αρ. 2 του παρόντος Σχεδίου Νόμου την ενσωμάτωση της απόφασης απέλασης ή επιστροφής στην απορριπτική απόφαση επί της αίτησης ασύλου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, κατά την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ (ΔΕΕ, Υπόθεση C-181/16 Gnandi, 19 Ιουνίου 2018, σκ. 56).
Προσέτι, η διάταξη του αρ. 104, παρ. 2 Ν 4636/2019 διατηρεί την κατάθεση χωριστής αίτησης παραμονής ως περιττό διαδικαστικό στάδιο στη δευτεροβάθμια εξέταση των αιτήσεων ασύλου, το οποίο προσθέτει δυσανάλογο φόρτο στους προσφεύγοντες και στις Επιτροπές Προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη και του σύντομου των προθεσμιών που τους επιβάλλονται από το νόμο για τη συζήτηση των προσφυγών. Ενδεικτική του προβληματικού χαρακτήρα της ρύθμισης παραμένει η συστηματική πρακτική της απόρριψης της σχετικής αίτησης παραμονής ως άνευ αντικειμένου, κατόπιν της έκδοσης απόφασης επί της προσφυγής (μεταξύ άλλων, 4η ΕπΠροσ 12645/2020, 6η ΕπΠροσ 5692/2020, 10η ΕπΠροσ 7465/2020, 13η ΕπΠροσ 2727/2020, 14η ΕπΠροσ 4334/2020, 19η ΕπΠροσ 19883/2020).
Κατ’ ελάχιστον, κρίνεται απαραίτητη η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με το αρ. 46, της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το αρ. 26 Ν 4686/2020, δεν μεταφέρει ορθώς το αρ. 46, παρ. 7 της Οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται το αρ. 46, παρ. 6 της Οδηγίας στις διαδικασίες των συνόρων. Καίτοι η Οδηγία διευκρινίζει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη η παρέκκλιση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών στη διαδικασία των συνόρων μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις της παρ. 6, το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019 δεν παραπέμπει στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως μεταφέρονται στο αρ. 104, παρ. 2 του νόμου. Αντιθέτως, η διάταξη προβλέπει ότι «η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παραγραφό 1» ισχύει για τις διαδικασίες των συνόρων, τηρουμένων των εγγυήσεων της παρ. 3. Συνακολούθως, ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, ότι η παρέκκλιση από το δικαίωμα παραμονής του προσφεύγοντος στο έδαφος δύναται να επιβληθεί σε οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας των συνόρων. Όπως καταδεικνύεται από την εφαρμογή του νόμου στις διαδικασίες του αρ. 90, παρ. 3 Ν 4636/2019 μέχρι σήμερα, στερούνται ανασταλτικού αποτελέσματος και οι προσφυγές κατά αποφάσεων απαράδεκτου δυνάμει της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» ή απόρριψης αίτησης ως αβάσιμης, σε πλήρη αντίθεση με την Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου.
Προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου ως εξής:
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος, η αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει τη συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και χορηγεί βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης.»
2. Η παρ. 2, η παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) καταργούνται.
3. Προστίθεται νέο άρθρο 105α στον ν. 4636/2019 (Α΄ 169) ως εξής:
«Άρθρο 105α – Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους
Στην περίπτωση που αίτηση διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενή έχει απορριφθεί τελεσίδικα και η Επιτροπή προσφυγών πιθανολογεί ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραπέμπει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 19Α, παρ. 1, περ. στ΄ του ν. 4251/2014 (Α΄ 80) όπως ισχύει, οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή χορηγεί σχετική βεβαίωση στον ενδιαφερόμενο.»
Το αρ. 18 προτείνει την απάλειψη της ρητής αναφοράς στην υποχρέωση των αρμόδιων αρχών ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό να διατάσσουν την αναβολή της απομάκρυνσης, σε περίπτωση που παραβιάζεται η αρχή της επαναπροώθησης. Υπενθυμίζεται ότι η παραπομπή του ενδιαφερομένου σε διαδικασία χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, την οποία επιτρέπει το αρ. 6, παρ. 4 της Οδηγίας επιστροφών, αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική δικλείδα ασφαλείας για την τήρηση των υποχρεώσεων της χώρας προς τους ανθρώπους, η απομάκρυνση των οποίων κωλύεται λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης ή άλλων λόγων π.χ. οικογενειακή ζωή, ανηλικότητα, λόγοι υγείας και την αποφυγή της δημιουργίας ενός πληθυσμού σε καθεστώς παρατεταμένης ανασφάλειας και διακινδύνευσης. Συνακολούθως, κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά της ρύθμισης, την οποία κατήργησε ο Ν 4686/2020.
Παράλληλα, επισημαίνονται σημαντικές αντιφάσεις στις ρυθμίσεις που διαπνέουν το Σχέδιο Νόμου, οι οποίες καθιστούν μεν τις αρχές ασύλου συναρμόδιες για την κίνηση της διαδικασίας επιστροφής, τους αφαιρούν ωστόσο τη δυνατότητα διαταγής της αναβολής απομάκρυνσης.
Ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, επαναλαμβάνεται η ανάγκη της πλήρους επαναφοράς του δικαιώματος παραμονής των προσφεύγοντων μέχρι την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας διαδικασίας. Εφόσον ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει με το αρ. 2 του παρόντος Σχεδίου Νόμου την ενσωμάτωση της απόφασης απέλασης ή επιστροφής στην απορριπτική απόφαση επί της αίτησης ασύλου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, κατά την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ (C-181/16 Gnandi, σκ. 56). Στην υπόθεση Gnandi, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι «η προστασία που συνεπάγονται αυτοδικαίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και η αρχή της μη επαναπροωθήσεως πρέπει να διασφαλίζεται με την αναγνώριση υπέρ του αιτούντος διεθνή προστασία δικαιώματος πραγματικής προσφυγής έχουσας αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ενώπιον ενός δικαστηρίου» (C-181/16 Gnandi, σκ. 58).
Προσέτι, η διάταξη του αρ. 104, παρ. 2 Ν 4636/2019 διατηρεί την κατάθεση χωριστής αίτησης παραμονής ως περιττό διαδικαστικό στάδιο στη δευτεροβάθμια εξέταση των αιτήσεων ασύλου, το οποίο προσθέτει δυσανάλογο φόρτο στους προσφεύγοντες και στις Επιτροπές Προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη και του σύντομου των προθεσμιών που τους επιβάλλονται από το νόμο για τη συζήτηση των προσφυγών. Ενδεικτική του προβληματικού χαρακτήρα της ρύθμισης παραμένει η συστηματική πρακτική της απόρριψης της σχετικής αίτησης παραμονής ως άνευ αντικειμένου, κατόπιν της έκδοσης απόφασης επί της προσφυγής (ενδεικτικά 4η ΕπΠροσ 12645/2020, 6η ΕπΠροσ 5692/2020, 10η ΕπΠροσ 7465/2020, 13η ΕπΠροσ 2727/2020, 14η ΕπΠροσ 4334/2020, 19η ΕπΠροσ 19883/2020).
Κατ’ελάχιστον, κρίνεται απαραίτητη η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με το αρ. 46, της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το αρ. 26 Ν 4686/2020, δεν μεταφέρει ορθώς το αρ. 46, παρ. 7 της Οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται το αρ. 46, παρ. 6 της Οδηγίας στις διαδικασίες των συνόρων. Καίτοι η Οδηγία διευκρινίζει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη η παρέκκλιση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών στη διαδικασία των συνόρων μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις της παρ. 6, το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019 δεν παραπέμπει στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως μεταφέρονται στο αρ. 104, παρ. 2 του νόμου. Αντιθέτως, η διάταξη προβλέπει ότι «η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παραγραφό 1» ισχύει για τις διαδικασίες των συνόρων, τηρουμένων των εγγυήσεων της παρ. 3. Συνακολούθως, ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, ότι η παρέκκλιση από το δικαίωμα παραμονής του προσφεύγοντος στο έδαφος δύναται να επιβληθεί σε οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας των συνόρων. Όπως καταδεικνύεται από την εφαρμογή του νόμου στις διαδικασίες του αρ. 90, παρ. 3 Ν 4636/2019 μέχρι σήμερα, στερούνται ανασταλτικού αποτελέσματος και οι προσφυγές κατά αποφάσεων απαράδεκτου δυνάμει της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» ή απόρριψης αίτησης ως αβάσιμης, σε πλήρη αντίθεση με την Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου.
Για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 18 ως εξής:
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος, η αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει τη συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και χορηγεί βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης.»
2. Η παρ. 2, η παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) καταργούνται.
3. Προστίθεται νέο άρθρο 105α στον ν. 4636/2019 (Α΄ 169) ως εξής:
«Άρθρο 105α – Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους
Στην περίπτωση που αίτηση διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενή έχει απορριφθεί τελεσίδικα και η Επιτροπή προσφυγών πιθανολογεί ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραπέμπει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 19Α, παρ. 1, περ. στ΄ του ν. 4251/2014 (Α΄ 80) όπως ισχύει, οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή χορηγεί σχετική βεβαίωση στον ενδιαφερόμενο.»
(βλ. και τις «Παρατηρήσεις νομικών οργανώσεων επί του Σχεδίου Νόμου «Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών»», διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο https://rsaegean.org/el/paratiriseis-sn-anamorfosi-diadikasion-apelaseon-kai-epistrofon/)
Το αρ. 18 προτείνει την απάλειψη της ρητής αναφοράς στην υποχρέωση των αρμόδιων αρχών ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό να διατάσσουν την αναβολή της απομάκρυνσης, σε περίπτωση που παραβιάζεται η αρχή της επαναπροώθησης.
Υπενθυμίζεται ότι η παραπομπή του ενδιαφερομένου σε διαδικασία χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, την οποία επιτρέπει το αρ. 6, παρ. 4 της Οδηγίας επιστροφών, αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική δικλείδα ασφαλείας για την τήρηση των υποχρεώσεων της χώρας προς τους ανθρώπους, η απομάκρυνση των οποίων κωλύεται λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης ή άλλων λόγων, όπως η προστασία της οικογενειακής ζωής και της ανηλικότητας, λόγοι υγείας και η αποφυγή της δημιουργίας ενός πληθυσμού σε καθεστώς παρατεταμένης ανασφάλειας και διακινδύνευσης (https://bit.ly/3qnFRpi). Κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά της ρύθμισης, την οποία κατήργησε ο Ν 4686/2020.
Ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, επαναλαμβάνεται η ανάγκη της πλήρους επαναφοράς του δικαιώματος παραμονής των προσφευγόντων μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε δεύτερο βαθμό (https://bit.ly/2TJcH7W; https://bit.ly/2SbuN25). Εφόσον ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει με το αρ. 2 του παρόντος Σχεδίου Νόμου την ενσωμάτωση της απόφασης απέλασης ή επιστροφής στην απορριπτική απόφαση επί της αίτησης ασύλου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, κατά την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ (ΔΕΕ, Υπόθεση C-181/16 Gnandi, 19 Ιουνίου 2018, σκ. 56).
Προσέτι, η διάταξη του αρ. 104, παρ. 2 Ν 4636/2019 διατηρεί την κατάθεση χωριστής αίτησης παραμονής ως περιττό διαδικαστικό στάδιο στη δευτεροβάθμια εξέταση των αιτήσεων ασύλου, το οποίο προσθέτει δυσανάλογο φόρτο στους προσφεύγοντες και στις Επιτροπές Προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη και του σύντομου των προθεσμιών που τους επιβάλλονται από το νόμο για τη συζήτηση των προσφυγών. Ενδεικτική του προβληματικού χαρακτήρα της ρύθμισης παραμένει η συστηματική πρακτική της απόρριψης της σχετικής αίτησης παραμονής ως άνευ αντικειμένου, κατόπιν της έκδοσης απόφασης επί της προσφυγής (μεταξύ άλλων, 4η ΕπΠροσ 12645/2020, 6η ΕπΠροσ 5692/2020, 10η ΕπΠροσ 7465/2020, 13η ΕπΠροσ 2727/2020, 14η ΕπΠροσ 4334/2020, 19η ΕπΠροσ 19883/2020).
Κατ’ ελάχιστον, κρίνεται απαραίτητη η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με το αρ. 46, της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το αρ. 26 Ν 4686/2020, δεν μεταφέρει ορθώς το αρ. 46, παρ. 7 της Οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται το αρ. 46, παρ. 6 της Οδηγίας στις διαδικασίες των συνόρων. Καίτοι η Οδηγία διευκρινίζει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη η παρέκκλιση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών στη διαδικασία των συνόρων μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις της παρ. 6, το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019 δεν παραπέμπει στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως μεταφέρονται στο αρ. 104, παρ. 2 του νόμου. Αντιθέτως, η διάταξη προβλέπει ότι «η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παραγραφό 1» ισχύει για τις διαδικασίες των συνόρων, τηρουμένων των εγγυήσεων της παρ. 3. Συνακολούθως, ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, ότι η παρέκκλιση από το δικαίωμα παραμονής του προσφεύγοντος στο έδαφος δύναται να επιβληθεί σε οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας των συνόρων. Όπως καταδεικνύεται από την εφαρμογή του νόμου στις διαδικασίες του αρ. 90, παρ. 3 Ν 4636/2019 μέχρι σήμερα, στερούνται ανασταλτικού αποτελέσματος και οι προσφυγές κατά αποφάσεων απαράδεκτου δυνάμει της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» ή απόρριψης αίτησης ως αβάσιμης, σε πλήρη αντίθεση με την Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου.
Προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου ως εξής:
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος, η αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει τη συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και χορηγεί βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης.»
2. Η παρ. 2, η παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) καταργούνται.
3. Προστίθεται νέο άρθρο 105α στον ν. 4636/2019 (Α΄ 169) ως εξής:
«Άρθρο 105α – Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους
Στην περίπτωση που αίτηση διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενή έχει απορριφθεί τελεσίδικα και η Επιτροπή προσφυγών πιθανολογεί ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραπέμπει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 19Α, παρ. 1, περ. στ΄ του ν. 4251/2014 (Α΄ 80) όπως ισχύει, οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή χορηγεί σχετική βεβαίωση στον ενδιαφερόμενο.»
Το αρ. 18 προτείνει την απάλειψη της ρητής αναφοράς στην υποχρέωση των αρμόδιων αρχών ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό να διατάσσουν την αναβολή της απομάκρυνσης, σε περίπτωση που παραβιάζεται η αρχή της επαναπροώθησης. Υπενθυμίζεται ότι η παραπομπή του ενδιαφερομένου σε διαδικασία χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, την οποία επιτρέπει το αρ. 6, παρ. 4 της Οδηγίας επιστροφών, αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική δικλείδα ασφαλείας για την τήρηση των υποχρεώσεων της χώρας προς τους ανθρώπους, η απομάκρυνση των οποίων κωλύεται λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης ή άλλων λόγων π.χ. οικογενειακή ζωή, ανηλικότητα, λόγοι υγείας και την αποφυγή της δημιουργίας ενός πληθυσμού σε καθεστώς παρατεταμένης ανασφάλειας και διακινδύνευσης. Συνακολούθως, κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά της ρύθμισης, την οποία κατήργησε ο Ν 4686/2020.
Παράλληλα, επισημαίνονται σημαντικές αντιφάσεις στις ρυθμίσεις που διαπνέουν το Σχέδιο Νόμου, οι οποίες καθιστούν μεν τις αρχές ασύλου συναρμόδιες για την κίνηση της διαδικασίας επιστροφής, τους αφαιρούν ωστόσο τη δυνατότητα διαταγής της αναβολής απομάκρυνσης.
Ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, επαναλαμβάνεται η ανάγκη της πλήρους επαναφοράς του δικαιώματος παραμονής των προσφεύγοντων μέχρι την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας διαδικασίας. Εφόσον ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει με το αρ. 2 του παρόντος Σχεδίου Νόμου την ενσωμάτωση της απόφασης απέλασης ή επιστροφής στην απορριπτική απόφαση επί της αίτησης ασύλου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, κατά την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ (C-181/16 Gnandi, σκ. 56). Στην υπόθεση Gnandi, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι «η προστασία που συνεπάγονται αυτοδικαίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και η αρχή της μη επαναπροωθήσεως πρέπει να διασφαλίζεται με την αναγνώριση υπέρ του αιτούντος διεθνή προστασία δικαιώματος πραγματικής προσφυγής έχουσας αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ενώπιον ενός δικαστηρίου» (C-181/16 Gnandi, σκ. 58).
Προσέτι, η διάταξη του αρ. 104, παρ. 2 Ν 4636/2019 διατηρεί την κατάθεση χωριστής αίτησης παραμονής ως περιττό διαδικαστικό στάδιο στη δευτεροβάθμια εξέταση των αιτήσεων ασύλου, το οποίο προσθέτει δυσανάλογο φόρτο στους προσφεύγοντες και στις Επιτροπές Προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη και του σύντομου των προθεσμιών που τους επιβάλλονται από το νόμο για τη συζήτηση των προσφυγών. Ενδεικτική του προβληματικού χαρακτήρα της ρύθμισης παραμένει η συστηματική πρακτική της απόρριψης της σχετικής αίτησης παραμονής ως άνευ αντικειμένου, κατόπιν της έκδοσης απόφασης επί της προσφυγής (ενδεικτικά 4η ΕπΠροσ 12645/2020, 6η ΕπΠροσ 5692/2020, 10η ΕπΠροσ 7465/2020, 13η ΕπΠροσ 2727/2020, 14η ΕπΠροσ 4334/2020, 19η ΕπΠροσ 19883/2020).
Κατ’ελάχιστον, κρίνεται απαραίτητη η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με το αρ. 46, της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το αρ. 26 Ν 4686/2020, δεν μεταφέρει ορθώς το αρ. 46, παρ. 7 της Οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται το αρ. 46, παρ. 6 της Οδηγίας στις διαδικασίες των συνόρων. Καίτοι η Οδηγία διευκρινίζει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη η παρέκκλιση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών στη διαδικασία των συνόρων μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις της παρ. 6, το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019 δεν παραπέμπει στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως μεταφέρονται στο αρ. 104, παρ. 2 του νόμου. Αντιθέτως, η διάταξη προβλέπει ότι «η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παραγραφό 1» ισχύει για τις διαδικασίες των συνόρων, τηρουμένων των εγγυήσεων της παρ. 3. Συνακολούθως, ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, ότι η παρέκκλιση από το δικαίωμα παραμονής του προσφεύγοντος στο έδαφος δύναται να επιβληθεί σε οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας των συνόρων. Όπως καταδεικνύεται από την εφαρμογή του νόμου στις διαδικασίες του αρ. 90, παρ. 3 Ν 4636/2019 μέχρι σήμερα, στερούνται ανασταλτικού αποτελέσματος και οι προσφυγές κατά αποφάσεων απαράδεκτου δυνάμει της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» ή απόρριψης αίτησης ως αβάσιμης, σε πλήρη αντίθεση με την Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου.
Για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 18 ως εξής:
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος, η αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει τη συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και χορηγεί βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης.»
2. Η παρ. 2, η παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) καταργούνται.
3. Προστίθεται νέο άρθρο 105α στον ν. 4636/2019 (Α΄ 169) ως εξής:
«Άρθρο 105α – Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους
Στην περίπτωση που αίτηση διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενή έχει απορριφθεί τελεσίδικα και η Επιτροπή προσφυγών πιθανολογεί ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραπέμπει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 19Α, παρ. 1, περ. στ΄ του ν. 4251/2014 (Α΄ 80) όπως ισχύει, οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή χορηγεί σχετική βεβαίωση στον ενδιαφερόμενο.»