1. Ο επίτροπος επιμελείται του προσώπου του ασυνόδευτου ανηλίκου κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην ελληνική επικράτεια.
2. Ο επίτροπος προβαίνει σε κάθε ενέργεια που προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία, ιδίως για ζητήματα:
α) στέγασης, όπως είναι η αναζήτηση και ο καθορισμός του τόπου κατάλληλης και ασφαλούς διαμονής του ασυνόδευτου ανηλίκου, η υποβολή αιτήματος στέγασης, η συνεργασία με τις αρμόδιες για τη στέγαση ασυνόδευτων ανηλίκων αρχές, καθώς και με το προσωπικό των Δομών Μακροχρόνιας Φιλοξενίας και των Δομών Επείγουσας Φιλοξενίας, με σκοπό την ενημέρωση και τον έλεγχο της ποιότητας, της ασφάλειας και της καταλληλότητας των παρεχόμενων υποστηρικτικών υπηρεσιών, η εμπιστοσύνη της διαβίωσης και της πραγματικής φροντίδας του ασυνόδευτου ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, σύμφωνα με τα άρθρα 1655 έως 1665 του Αστικού Κώδικα και τον ν. 4538/2018 (Α’ 85), η συνεργασία και η επικοινωνία με τις αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Μετανάστευσης και Ασύλου και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και τις εισαγγελικές αρχές για τη φιλοξενία ασυνόδευτου ανηλίκου με αναπηρία ή με χρόνια πάθηση σε εξειδικευμένο και κατάλληλο ίδρυμα ή για την παροχή άλλης μορφής φιλοξενίας εξειδικευμένης φροντίδας,
β) ιατρικής φροντίδας, όπως είναι η πρόσβαση στις αρμόδιες υπηρεσίες υγείας για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στον εκπροσωπούμενο ασυνόδευτο ανήλικο, η καθημερινή φροντίδα της υγείας του ανηλίκου σε συνεργασία με το προσωπικό των δομών φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων και το ιατρικό προσωπικό των υπηρεσιών υγείας, η παροχή συναίνεσης σε ιατρικές πράξεις που αφορούν τρέχοντα θέματα υγείας του ανηλίκου, η έκδοση Προσωρινού Αριθμού Ασφάλισης και Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού (Π.Α.Α.Υ.Π.Α.) και Αριθμού Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (Α.Μ.Κ.Α.) ή Προσωρινού Αριθμού Κοινωνικής Ασφάλισης (Π.Α.Μ.Κ.Α.), η διαδικασία μετάπτωσης του Π.Α.Α.Υ.Π.Α. σε Α.Μ.Κ.Α., η πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο του εκπροσωπούμενου ανηλίκου, η εξασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου υγείας, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας, η πρόσβαση σε παροχές και υπηρεσίες κοινωνικής αλληλεγγύης, εφόσον ο εκπροσωπούμενος πληροί τις οικείες προϋποθέσεις,
γ) μόρφωσης και εκπαίδευσης, όπως είναι η εγγραφή του εκπροσωπούμενου ασυνόδευτου ανηλίκου στο σχολείο, η πρόσβαση σε υπηρεσίες μη τυπικής εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, η συνεργασία και η επικοινωνία με το διδακτικό προσωπικό, η μέριμνα για την εκμάθηση της μητρικής, της ελληνικής και άλλων ξένων γλωσσών,
δ) καθημερινής φροντίδας, όπως είναι η μέριμνα και εποπτεία για την εξασφάλιση επαρκούς και υγιεινής διατροφής που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ανηλίκου, στην ηλικία του και στην κατάσταση της υγείας του, κατάλληλης και αξιοπρεπούς ένδυσης του ασυνόδευτου ανηλίκου, ανάλογα με την εποχή του έτους, την ηλικία του, την ανάπτυξή του και το φύλο του, για την ατομική και καθημερινή καθαριότητα, τη σχολική προετοιμασία του παιδιού, την επίβλεψη επί των απασχολήσεων, δραστηριοτήτων και συναναστροφών του ασυνόδευτου ανηλίκου, καθώς και η προώθηση θετικών προτύπων συμπεριφοράς, η αποτροπή της παραβατικότητας και η ενίσχυση της συμμετοχής σε δραστηριότητες κατάλληλες για την ηλικία και τα ενδιαφέροντά του, η διαδικτυακή διαπαιδαγώγηση και ενημέρωση του ανηλίκου για τους κινδύνους στο διαδίκτυο, η συνεργασία και η τακτική επικοινωνία με το προσωπικό των δομών που αναδέχονται, επί τη βάσει των κανόνων που ισχύουν για το πλαίσιο λειτουργίας των δομών φιλοξενίας, καθώς και η εποπτεία αυτών, η δήλωση εξαφάνισης του ανηλίκου στην αρμόδια αστυνομική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 124 του π.δ. 141/1991 (Α’ 58) και την εκάστοτε κανονιστική διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας περί αναζητήσεων εξαφανισμένων προσώπων.
3. Εξαιρετικά, σε περίπτωση σοβαρού θέματος υγείας του ασυνόδευτου ανηλίκου που απαιτεί τη διενέργεια ιατρικής επέμβασης, ο Εισαγγελέας μπορεί, αν αρνείται αιτιολογημένα ο επίτροπος, να δώσει αυτός αμέσως την απαιτούμενη άδεια, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου για τη θεραπεία γιατρού ή του διευθυντή της κλινικής όπου νοσηλεύεται ο ασυνόδευτος ανήλικος ή οποιουδήποτε άλλου αρμόδιου υγειονομικού οργάνου, η οποία κοινοποιείται στη Μονάδα Θεσμικής Προστασίας. Ο Εισαγγελέας λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του επιτρόπου και, με την επιφύλαξη του άρθρου 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας [ν. 3418/2005, (Α’ 287)], τη γνώμη του ανηλίκου, εφόσον αυτός, κατά την κρίση του ιατρού, έχει την ηλικιακή, πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα να κατανοεί την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο, τις συνέπειες και τους κινδύνους της ιατρικής πράξης.
Άρθρο 13
Παρ. 1 Είναι μία ευκαιρία μέσα από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο να αποσαφηνιστούν οι αρμοδιότητες και ο ρόλος του επιτρόπου σε σχέση με τις αρμοδιότητες και ευθύνες αφενός των φορέων και φυσικών προσώπων που έχουν αναλάβει την καθημερινή φροντίδα των ασυνόδευτων παιδιών και αφετέρου των αρμοδίων αρχών που οφείλουν να εξασφαλίσουν τις υλικές συνθήκες διαβίωσης και τις υπηρεσίες που πρέπει να απολαμβάνει ο ασυνόδευτος ανήλικος. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 2 β) γ) και δ) υπάρχουν πολλές αναφορές σε αρμοδιότητες οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευθυνών των φορέων που είναι υπεύθυνοι για την καθημερινή φροντίδα του ασυνόδευτου ανηλίκου.
Όπως η εμπειρία του παρελθόντος έχει καταδείξει, πολλές φορές τα όρια των αρμοδιοτήτων μεταξύ επαγγελματιών των δομών φιλοξενίας (ιδίως αλλά όχι αποκλειστικά κοινωνικών λειτουργών) και επιτρόπων είναι δυσδιάκριτα. Θα πρέπει ρητώς να διευκρινιστεί ότι το σύνολο των αναφερόμενων στο παρόν καθηκόντων θα υλοποιείται από τους επιτρόπους (και ειδικότερα από τα φυσικά πρόσωπα – εντεταλμένους επιτρόπους) χωρίς παροχή εξουσιοδότησης στους επαγγελματίες των δομών φιλοξενίας προκειμένου να διεκπεραιώνουν τις εργασίες αντί των πρώτων. Σε αντίθετη περίπτωση ο θεσμός της επιτροπείας καθίσταται γράμμα κενό.
Η διενέργεια ιατρικής επέμβασης συχνά απαιτείται σε εξαιρετικά επείγοντα περιστατικά και στις περιπτώσεις αυτές, τίθεται θέμα διαθεσιμότητας του επιτρόπου.
Άρθρο 13: Είναι πολύ σημαντικό πως στην επιμέλεια αναφέρονται όλες οι πτυχές της καθημερινότητας του παιδιού. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη μέριμνα για την ανάπτυξη και το φύλο του παιδιού. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση ο/η επίτροπος να οριοθετήσει την ελεύθερη ανάπτυξη του φύλου του παιδιού, αλλά να συμβάλει στην διερεύνηση του εύρους και της διάστασης του φύλου.
Στην παρ.2 περ. δ τίθεται το ακανθώδες ζήτημα της σχέσης εντεταλμένου επιτροπείας και δομής φιλοξενίας. Αρκετά διαφωτιστικά ως προς αυτό είναι και όσα περιέχονται στο οικείο άρθρο της ανάλυσης συνεπειών της ρύθμισης, η οποία συνοδεύει το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Ως προς το ζήτημα αυτό πάγια θέση της ΑΡΣΙΣ αποτελεί ότι η συνεργασία όλων των επαγγελματιών που εμπλέκονται στην παιδική προστασία είναι εξαιρετικά σημαντική. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για ουσιώδη ζητήματα που αφορούν το ασυνόδευτο παιδί το ζήτημα πρέπει να λύνεται με θεσμικά άψογο τρόπο, όπως αναφέρεται και στη σχετική ρύθμιση του αρθ. 22 παρ. 4 για την επίλυση των διαφορών από το Σ.Ε.Α.Α.
Να προστεθεί επίσης η φράση στην τελευταία περίοδο της περ. δ “ή με τον συγγενή ή φίλο, στον οποίον έχει ανατεθεί με εισαγγελική διάταξη η καθημερινή φροντίδα κατ’ άρθρο 10 παρ 3.”
Άρθρο 13: Στο άρθρο αυτό εντοπίζεται μια σύγχυση ανάμεσα στα καθήκοντα/ αρμοδιότητες του επιτρόπου που ορίζονται ως «επιμέλεια», και στα καθήκοντα/υπηρεσίες που θα παρέχονται από τις δομές φιλοξενίας των ασυνόδευτων ανηλίκων και το προσωπικό αυτών. Σε περίπτωση επικάλυψης των αρμοδιοτήτων/υποχρεώσεων ο ρόλος του επιτρόπου θα είναι καθαρά εποπτικός ως προς τη δομή φιλοξενίας;
Άρθρο 13 παρ. 2 (γ): να προστεθεί «όπως είναι η πρόσβαση σε Κέντρα Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ).
Μετά την παράγραφο 3 να προστεθεί σε παράγραφο 4 το εξής:
«Σε περίπτωση θανάτου, ο επίτροπος έχει την εξουσία να προβεί σε ρυθμίσεις για την κηδεία και την εναπόθεση των λειψάνων, συμπεριλαμβανομένης της καύσης, του ενταφιασμού, του μνημοσύνου, ή του διασκορπισμού της στάχτης, εάν δεν γνωρίζει κάποιο άτομο που οριστεί να κάνει τέτοιες διευθετήσεις. Ο επίτροπος έχει την εξουσία να προβεί σε ρυθμίσεις για την κηδεία και τη διάθεση των λειψάνων μετά το θάνατο ενός παιδιού αφού προβεί καλή τη πίστη σε προσπάθειες να εντοπίσει τον πλησιέστερο συγγενή του παιδιού για να προσδιορίσει εάν ο πλησιέστερος συγγενής επιθυμεί να κάνει τέτοιες διευθετήσεις, ή εάν ο πλησιέστερος συγγενής δεν επιθυμεί να κάνει τις ρυθμίσεις ή δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στο κόστος αυτών ή αν ο πλησιέστερος συγγενής δεν μπορεί να εντοπιστεί. Η προσπάθεια καλής πίστης περιλαμβάνει την επικοινωνία με τον πλησιέστερο συγγενή που προσδιορίζεται στην αίτηση για διορισμό κηδεμόνα».
Στη 2η παράγραφο, στο (γ), έπειτα από τη φράση «μόρφωσης και εκπαίδευσης, όπως είναι η εγγραφή του εκπροσωπούμενου ασυνόδευτου ανηλίκου στο σχολείο, η πρόσβαση σε υπηρεσίες μη τυπικής εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, η συνεργασία και η επικοινωνία με το διδακτικό προσωπικό, η μέριμνα για την εκμάθηση της μητρικής, της ελληνικής και άλλων ξένων γλωσσών» να προστεθεί και η «σταθερή παραμονή του παιδιού στην τυπική εκπαίδευση και απρόσκοπτη παρακολούθηση καθόλη τη σχολική χρονιά. Ο εντεταλμένος επίτροπος συνεργάζεται με τον αρμόδιο Συντονιστή Εκπαίδευσης Προσφύγων ώστε να εντοπίζει και να αναφέρει οποιοδήποτε εμπόδιο στην παραμονή του παιδιού στην εκπαίδευση καθόλη τη σχολική χρονιά, συμπεριλαμβανομένων εμποδίων που οφείλονται στην αρνητική στάση της τοπικής κοινότητας, στη μη συμπεριληπτική συμπεριφορά του εκπαιδευτικού, ή στη διακριτική παρεμπόδιση πρόσβασης του παιδιού στο σχολείο με την επίκληση λόγων προστασίας της δημόσιας υγείας πχ. σε συνθήκες επιδημίας»