ΑΔΕΙΕΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΓΙΑ ΛΟΙΠΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
(ΑΔΕΙΕΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΥΠΟΥ «Ι»)
Άρθρο 164
Λοιποί λόγοι χορήγησης άδειας διαμονής
(άδειες διαμονής τύπου «Ι»)
Στον πολίτη τρίτης χώρας, που έχει λάβει θεώρηση εισόδου για έναν από τους λόγους του παρόντος άρθρου, χορηγείται αντίστοιχη άδεια διαμονής.
1. Άδεια διαμονής προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (άδεια διαμονής τύπου «Ι.1»): Με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει δημόσιο συμφέρον, ιδίως στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, άμυνας, δημόσιας ασφάλειας, οικονομίας και ανάπτυξης, επενδύσεων, εκπαίδευσης, πολιτισμού. Ο κατά περίπτωση αρμόδιος φορέας δύναται να γνωμοδοτήσει σχετικώς. Η ανωτέρω άδεια διαμονής (άδεια διαμονής τύπου «Ι.1») παρέχει στον πολίτη τρίτης χώρας δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Η άδεια διαμονής χορηγείται για χρονικό διάστημα έως τριών (3) ετών και μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα. Οι παραπάνω πολίτες τρίτης χώρας μπορούν να συνοδεύονται και από τα μέλη της οικογένειάς τους, στα οποία χορηγείται, ύστερα από αίτησή τους, ατομική άδεια διαμονής που λήγει ταυτόχρονα με την άδεια διαμονής του συντηρούντος.
2. Άδειες διαμονής (α) ενηλίκων, άνω του εικοστού έτους της ηλικίας τους, τέκνων μελών του διπλωματικού και του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού διπλωματικής αποστολής εφόσον συγκατοικούν με τους γονείς τους, (β) τέκνων προξενικών λειτουργών και ειδικών προξενικών υπαλλήλων που υπηρετούν στην Ελλάδα, καθώς και (γ) εξαρτώμενων μελών οικογένειας, ανιόντων πρώτου βαθμού συγγένειας, μελών του διπλωματικού και του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού διπλωματικής αποστολής, καθώς και προξενικών λειτουργών και ειδικών προξενικών υπαλλήλων που υπηρετούν στην Ελλάδα (άδεια διαμονής τύπου «Ι.2»). Η άδεια διαμονής χορηγείται με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης για χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο υπηρεσίας των προσώπων αυτών.
3. Άδειες διαμονής σε εργαζόμενους ως ιδιωτικούς υπηρέτες μελών διπλωματικών αποστολών, σύμφωνα με την παρ. η΄ του άρθρου 1 της Σύμβασης της Βιέννης του 1961 «Περί των Διπλωματικών Σχέσεων», η οποία έχει κυρωθεί με το ν.δ. 503/1970 (Α’ 108), οι οποίοι βρίσκονται στο εξωτερικό και καλούνται στην Ελλάδα (άδεια διαμονής τύπου «Ι.3»). Η άδεια διαμονής χορηγείται με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης για χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο που διαρκεί η σχέση τους με το μέλος της διπλωματικής αποστολής και δεν παρέχει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
4. α. Άδεια διαμονής για λήψη ιατρικής – νοσηλευτικής και παρηγορητικής φροντίδας (άδεια διαμονής τύπου «Ι.4»). Με απόφαση του Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής (άδεια διαμονής τύπου «Ι.4») σε πολίτες τρίτων χωρών που εισέρχονται στη χώρα με εθνική θεώρηση εισόδου, προκειμένου να τους παρασχεθεί ιατρική – νοσηλευτική και παρηγορητική φροντίδα. Όταν πρόκειται για ανήλικο παιδί ή για ενήλικα πολίτη που λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει έχει την ανάγκη συνοδού/ών, μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής και στους γονείς ή τους έχοντες την επιμέλεια του ανήλικου και στον/στην σύζυγο ή σε συνοδό/ούς για τον ενήλικα πολίτη τρίτης χώρας, ύστερα από αίτησή τους.
β. Η χορήγηση της εθνικής θεώρησης εισόδου και της άδειας διαμονής της παρούσας προϋποθέτει:
βα. την προσκόμιση βεβαίωσης αποδοχής για νοσηλεία ή θεραπεία από νοσηλευτικό ίδρυμα της χώρας, στην οποία αναγράφονται ο εκτιμώμενος χρόνος και το εκτιμώμενο κόστος νοσηλείας θεραπείας και, όταν πρόκειται για ενήλικα, και η αναγκαιότητα ή μη συνοδείας του στη χώρα,
ββ. την ύπαρξη ασφάλισης για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Στην περίπτωση μη ύπαρξης επαρκούς ασφάλισης για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, δύναται να γίνεται αποδεκτή η προσκόμιση στοιχείων απόδειξης επαρκών πόρων για την αντιμετώπιση εξ ιδίων όλων των εξόδων νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης,
βγ. την απόδειξη επαρκών πόρων διαβίωσης, για το διάστημα διαμονής στη χώρα του ιδίου και του/των συνοδού/ών του, όπου απαιτείται.
γ. Η εν λόγω άδεια διαμονής δεν παρέχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε μορφή εργασίας, ούτε δυνατότητα προσφυγής στο ασφαλιστικό ή προνοιακό σύστημα της Χώρας. Η άδεια διαμονής είναι ετήσια και μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονη διάρκεια, εφόσον πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις και μέχρι τέσσερα (4) έτη, κατ’ ανώτατο όριο. Αλλαγή σκοπού της άδειας διαμονής της παρούσας δεν επιτρέπεται και ο πολίτης τρίτης χώρας, καθώς και ο/οι συνοδός/οί του, μετά το πέρας του προγράμματος νοσηλείας θεραπείας, και σε κάθε περίπτωση πριν τη λήξη ισχύος της άδειας διαμονής, οφείλουν να αναχωρήσουν από τη χώρα.
5. Άδειες διαμονής σε πολίτες Καναδά που συμμετέχουν στο πρόγραμμα για την κινητικότητα των νέων, βάσει της Συμφωνίας Ελλάδας και Καναδά (Work and Holiday Visa) που κυρώθηκε με τον ν. 4091/2012 (Α` 219) (άδεια διαμονής τύπου «Ι.5»).
6. Άδειες διαμονής ανταποκριτών ξένου τύπου που έχουν διαπιστευθεί στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών ή η διαδικασία διαπίστευσής τους βρίσκεται σε εξέλιξη, εφόσον προσκομίσουν στην αρμόδια προξενική αρχή βεβαίωση ότι έχουν διαπιστευθεί στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών (άδεια διαμονής τύπου «Ι.6»).
7. α. Άδεια διαμονής για σπουδή ή γνωριμία του Αγιορείτικου μοναχικού βίου (άδεια διαμονής τύπου «Ι.7»), ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου προς μία από τις είκοσι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και εισήγηση της Ιεράς Κοινότητας, εφόσον:
αα. Η φιλοξενούσα Ιερά Μονή βεβαιώνει ότι αναλαμβάνει να του παρέχει κατάλυμα, τροφή και λοιπά έξοδα διαβίωσης και να τον ασφαλίσει για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και πλήρους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης,
αβ. η φιλοξενούσα Ιερά Μονή του Αγίου Όρους διαβιβάζει στην αρμόδια διεύθυνση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης την εισήγηση της Ιεράς Κοινότητας με την παραπάνω αίτηση του ενδιαφερομένου.
Η άδεια διαμονής χορηγείται με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, έχει ισχύ ένα (1) έτος, μπορεί να ανανεώνεται κάθε φορά για ίσο χρονικό διάστημα και δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε (5) έτη.
β. Άδεια διαμονής για γνωριμία του μοναχικού βίου – μοναχισμό (άδεια διαμονής τύπου «Ι.7»): Πολίτες τρίτων χωρών που επιθυμούν να γνωρίσουν τον μοναχικό βίο ή να μονάσουν, εφόσον προσκομισθεί βεβαίωση της οικείας Ιεράς Μονής ή Ησυχαστηρίου και σύμφωνη γνώμη του επιχώριου Μητροπολίτη, ότι έχουν γίνει δεκτοί για να γνωρίσουν τον μοναχικό βίο ή να μονάσουν. Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας διαμονής συνοδεύεται από αντίστοιχη βεβαίωση ανάληψης των εξόδων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η άδεια διαμονής (άδεια διαμονής τύπου «Ι.7») χορηγείται με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης για ένα (1) έτος, που μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα.
8. Άδειες διαμονής πολιτών τρίτων χωρών με επαρκείς πόρους διαβίωσης (άδεια διαμονής τύπου «Ι.8»)
α. Με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης χορηγείται άδεια διαμονής σε πολίτες τρίτης χώρας, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι διαθέτουν επαρκείς πόρους, σε επίπεδο σταθερού ετήσιου εισοδήματος για την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης. Η άδεια διαμονής έχει διάρκεια τρία (3) έτη και μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο χρονικό διάστημα.
β. Οι παραπάνω πολίτες τρίτης χώρας μπορούν να συνοδεύονται και από τα μέλη της οικογένειάς τους, στα οποία χορηγείται, ύστερα από αίτησή τους, ατομική άδεια διαμονής που λήγει ταυτόχρονα με την άδεια διαμονής του συντηρούντος. Η προϋπόθεση των επαρκών πόρων διαβίωσης πρέπει να συντρέχει είτε στο πρόσωπο του κάθε μέλους της οικογένειας είτε αθροιστικά για όλα τα μέλη αυτής.
γ. Η άδεια αυτή δεν παρέχει δικαίωμα εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας οιασδήποτε μορφής στην Ελλάδα, τόσο για τον συντηρούντα, όσο και για τον/την σύζυγό ή σύντροφό του και τα μέλη της οικογένειάς του.
δ. Πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν νόμιμα με άδεια διαμονής στη χώρα μας και λαμβάνουν σύνταξη από ελληνικό δημόσιο ασφαλιστικό φορέα, ανεξαρτήτως ποσού, μπορούν να ανανεώσουν την άδειά τους, ως πολίτες τρίτων χωρών με επαρκείς πόρους διαβίωσης, χωρίς τη συνδρομή της προϋπόθεσης των επαρκών πόρων των περ. α΄ και β΄.