ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄ – ΔΙΑΜΟΝΗ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Άρθρο 134
Άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους
(άδεια διαμονής τύπου «Α»)
1. Με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής κατά περίπτωση/ad hoc για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως σε πολίτες τρίτων χωρών που βρίσκονται στην Ελλάδα (άδεια διαμονής τύπου «Α.1» – Ad Hoc Residence Permit) και ιδίως σε θύματα και ουσιώδεις μάρτυρες εγκληματικών πράξεων, σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, σε θύματα εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, σε πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας, σε θύματα εργατικών ατυχημάτων, σε όσους παρακολουθούν εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, σε μέλη της οικογένειας Έλληνα πολίτη που πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής (άδεια διαμονής τύπου «Ο.2») του άρθρου 90, καθώς και σε πολίτες τρίτων χωρών που με κίνδυνο της ζωής τους, προέβησαν σε πράξεις κοινωνικής αρετής, προσφοράς και αλληλεγγύης που προάγουν τις αξίες του ανθρωπισμού. Ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου δύναται να παραπέμπει την υπόθεση στην Επιτροπή Μετανάστευσης του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου για παροχή γνώμης.
2. Με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου χορηγείται άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε πολίτες τρίτων χωρών που βρίσκονται στην Ελλάδα και εμπίπτουν σε κάποια από τις παρακάτω κατηγορίες:
α. θύματα εμπορίας ανθρώπων που υπάγονται στις διατάξεις του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο που κυρώθηκε με τον ν. 3875/2010 (Α΄158) και δεν υπάγονται στα άρθρα 135 έως 142 του παρόντος (άδεια διαμονής τύπου «Α.2»),
β. πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι απασχολήθηκαν είτε με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας, είτε ως ανήλικοι, σύμφωνα με το άρθρο 89 του ν. 4052/2012 (Α` 41) (άδεια διαμονής τύπου «Α.3»),
3. Η άδεια διαμονής που χορηγείται σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 έχει διάρκεια ισχύος ένα (1) έτος και ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης. Η άδεια διαμονής μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκαν.
4. Με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης χορηγείται άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε πολίτες τρίτων χωρών που βρίσκονται στην Ελλάδα και εμπίπτουν σε κάποια από τις παρακάτω κατηγορίες:
αα. Ενήλικοι πολίτες τρίτων χωρών, ανίκανοι να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους εξαιτίας λόγων υγείας ή ανήλικοι που αποδεδειγμένα χρήζουν προστατευτικών μέτρων και φιλοξενούνται από ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, εφόσον η επιστροφή τους σε ασφαλές περιβάλλον είναι αδύνατη,
αβ. ανήλικοι, η επιμέλεια των οποίων έχει ανατεθεί με απόφαση ελληνικού δικαστηρίου ή αλλοδαπού δικαστηρίου που αναγνωρίζεται από τις ελληνικές αρχές, σε οικογένειες Ελλήνων ή οικογένειες πολιτών τρίτων χωρών με νόμιμη διαμονή στη χώρα ή για τα οποία είναι εκκρεμής διαδικασία υιοθεσίας ενώπιον των ελληνικών αρχών,
αγ. ανήλικοι πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια είτε με δικαστική απόφαση είτε κατόπιν κατάρτισης έγγραφης σύμβασης των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου ή του φορέα που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου με τους ανάδοχους γονείς (άδεια διαμονής τύπου «Α.4»).
Η άδεια διαμονής που χορηγείται στις περ. αα), αβ), αγ) έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης. Η άδεια διαμονής μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε.
β. ανήλικοι φιλοξενούμενοι σε οικοτροφεία που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων (άδεια διαμονής τύπου «Α.5»). Η άδεια διαμονής έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης. Η άδεια διαμονής μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε,
γ. πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας ή είναι γονείς ανήλικου ημεδαπού και προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το/τα τέκνο/α και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας (άδεια διαμονής τύπου «Α.6»). Η άδεια διαμονής χορηγείται άπαξ, έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και μπορεί να ανανεώνεται σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος Κώδικα. Σε πολίτες τρίτων χωρών που αποδεικνύουν ότι διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συναπτά έτη, χορηγείται απόδειξη παραλαβής αιτήματος στην οποία αναγράφεται ότι κωλύεται η έκδοση απόφασης επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3907/2011 (Α` 7) για τον χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι την εξέταση του αιτήματος. Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας.
5. Προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε πρόσωπα που υπάγονται στο παρόν είναι η κατοχή διαβατηρίου, έστω και εάν αυτό έχει λήξει. Άδεια διαμονής χορηγείται και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται αντικειμενική αδυναμία εφοδιασμού του ενδιαφερόμενου με διαβατήριο, εφόσον αυτό διαπιστώνεται, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του ενδιαφερομένου και γνώμης της αρμόδιας Επιτροπής Μετανάστευσης.
6. Για την εξέταση αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν καταβάλλεται παράβολο, με την εξαίρεση της περ. γ΄ της παρ. 4, για την οποία καταβάλλεται παράβολο ύψους τριακοσίων (300) ευρώ.
6. Αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής ανηλίκων ή ενηλίκων που αδυνατούν να επιληφθούν των υποθέσεών τους και φιλοξενούνται σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή σε νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, υποβάλλονται από τον οριζόμενο εκπρόσωπο του ιδρύματος ή του νομικού προσώπου.
Άρθρο 134, παρ. 4γ
«…και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας… Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας».
Τιμωρητικού χαρακτήρα ρυθμίσεις που «ποινικοποιούν» την προσφυγή των ΥΤΧ στη διαδικασία ασύλου, και ξαφνιάζουν με την πλήρη αντίθεση τους με τη βούληση του Έλληνα νομοθέτη διαχρονικά μέχρι και σήμερα.
Ορθά επιχειρείται ρύθμιση μέσω της εποχιακής εργασίας αλλά δυστυχώς παραβλέπονται οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις της χώρας όπως έχουν διαμορφωθεί στο παρόν. Θα πρέπει να απαλειφθούν καθώς έρχονται σε αντίθεση με εσωτερικό, ενωσιακό και διεθνές δίκαιο.
Άρθρο 134, παρ. 4γ, να απαλειφθεί η λέξη «άπαξ» και να προστεθεί η προϋπόθεση «παρέλευσης τουλάχιστον 3 ετών από τη λήξη της προηγούμενης αντίστοιχης άδειας» ή «μεσολάβησης έκδοσης νέας άδειας, ανανέωσης, μετά από αυτήν για εξαιρετικούς λόγους». Επίσης, στην ίδια κατηγορία, να προβλεφθεί η χορήγηση όμοιας με τις άλλες κατηγορίες βεβαίωσης και όχι απλού αποδεικτικού προστασίας από την επιστροφή. Τέλος, να απαλειφθεί το τελευταίο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, καθώς φαίνεται να θέτει εκτός διαδικασίας τους αιτούντες άσυλο, γεγονός το οποίο δεν θα οδηγήσει σε εν γένει θετικά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τους συντάκτες του, στο Σχέδιο Νόμου επιχειρείται «ο εξορθολογισμός των υφιστάμενων κατηγοριών αδειών διαμονής, με την απαλοιφή όσων αποτελούν εθνικές ρυθμίσεις και την υπαγωγή τους σε συναφείς κατηγορίες αδειών διαμονής που προβλέπονται στο Ενωσιακό Δίκαιο, καθώς και την ομαδοποίησή τους με βάση τον σκοπό και τη συνάφεια…» Τούτο, ωστόσο, όχι μόνον δεν υπηρετείται αλλά αντιθέτως αποδομείται με το αρ. 134.
Κατ’ αρχάς, η χορήγηση άδειας διαμονής σε θύματα και ουσιώδεις μάρτυρες εγκληματικών πράξεων, σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, σε θύματα εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, σε πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας, σε θύματα εργατικών ατυχημάτων, σε όσους παρακολουθούν εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, σε μέλη της οικογένειας Έλληνα πολίτη που πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής, προβλέπεται κατά περίπτωση (ad hoc) και τελεί υπό την διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, παρότι η χορήγηση άδειας διαμονής στις περιπτώσεις αυτές συνιστά δεσμευτική υποχρέωση, προβλεπόμενη από άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας αλλά και διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, όπως η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, κυρωθεία με τον Ν 4531/2018 (ΦΕΚ Α΄ 62/05.04.2018).
Ο εξοβελισμός των προσώπων που είχαν ενταχθεί στην διαδικασία ασύλου από την δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, που αποσκοπεί στην «τακτοποίηση» μιας αντικειμενικής κατάστασης προσώπων τα οποία έχουν δημιουργήσει ισχυρούς βιοτικούς δεσμούς στη χώρα μας λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους, εισάγει κατ’ αρχάς διάκριση η οποία αντίκειται στο Σύνταγμα, σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και δη, στα άρθρα 8 και 14 ΕΣΔΑ, σε καταστατικές διατάξεις ενωσιακού δικαίου και στο Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου αλλά και στο πνεύμα και στο γράμμα της ίδιας της εισαχθείσης διάταξης. Η απουσία πρόβλεψης άδειας διαμονής για τους απορριφθέντες αιτούντες άσυλο των οποίων η επιστροφή απαγορεύεται λόγω της συνδρομής των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης, είτε είναι ανέφικτη για άλλους, αντικειμενικούς λόγους, στερεί την πρόσβαση σε έγγραφα διαμονής και θέτει στο περιθώριο της κοινωνίας, πρόσωπα τα οποία προστατεύονται από διατάξεις διεθνούς και ενωσιακού δικαίου.
Η μερική αναφορά ιδρυμάτων και δομών προστασίας ανηλίκων και η σύνδεση της χορήγησης άδειας διαμονής με τον «τύπο» των ως άνω δομών, αποκλείει από την πρόσβαση σε έγγραφα και προστασία μεγάλο αριθμό παιδιών, τα οποία, θεωρητικά, τελούν υπό την προστασία της Ελληνικής Πολιτείας και εισάγει διακρίσεις, αντιβαίνουσες στην Διεθνή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
Η RSA κρίνει απαραίτητη την τροποποίηση της παρ. 1 του αρ. 134 ως εξής:
«1. Με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής κατά περίπτωση/ad hoc για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως σε πολίτες τρίτων χωρών που βρίσκονται στην Ελλάδα (άδεια διαμονής τύπου «Α.1» – Ad Hoc Residence Permit) και ιδίως σε θύματα και ουσιώδεις μάρτυρες εγκληματικών πράξεων, σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, σε θύματα εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, σε πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας, σε θύματα εργατικών ατυχημάτων, σε όσους παρακολουθούν εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, σε μέλη της οικογένειας Έλληνα πολίτη που πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής (άδεια διαμονής τύπου «Ο.2») του άρθρου 90, σε απορριφθέντες αιτούντες διεθνή προστασία των οποίων η επιστροφή απαγορεύεται λόγω της συνδρομής των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης είτε είναι ανέφικτη για άλλους αντικειμενικούς λόγους, καθώς και σε πολίτες τρίτων χωρών που με κίνδυνο της ζωής τους, προέβησαν σε πράξεις κοινωνικής αρετής, προσφοράς και αλληλεγγύης που προάγουν τις αξίες του ανθρωπισμού. Ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου δύναται να παραπέμπει την υπόθεση στην Επιτροπή Μετανάστευσης του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου για παροχή γνώμης.»
Η RSA κρίνει απαραίτητη την τροποποήση της παρ. 3 ως εξής:
«3. Η άδεια διαμονής που χορηγείται σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης. Η άδεια διαμονής μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκαν.»
Στην παρ. 4, περ. β΄, η RSA προτείνει την συμπερίληψη όλων των δομών φιλοξενίας ανηλίκων, συμπεριλαμβανομένων των δομών ημιαυτόνομης διαβίωσης.
Τέλος, η RSA συνιστά την τροποποίηση της παρ. 4, περ. γ΄ ως εξής:
«γ. πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας ή είναι γονείς ανήλικου ημεδαπού και προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το/τα τέκνο/α (άδεια διαμονής τύπου «Α.6»). Η άδεια διαμονής έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και μπορεί να ανανεώνεται σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος Κώδικα. Σε πολίτες τρίτων χωρών που αποδεικνύουν ότι διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συναπτά έτη, χορηγείται απόδειξη παραλαβής αιτήματος στην οποία αναγράφεται ότι κωλύεται η έκδοση απόφασης επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3907/2011 (Α` 7) για τον χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι την εξέταση του αιτήματος.»
Σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους επαγόμαστε και από αυτή τη θέση τα ακόλουθα: είναι απόλυτη ανάγκη να επαναφερθεί το σύστημα της χορήγησης καθεστώτος ανθρωπιστικών λόγων μετά από απόρριψη αιτήματος ασύλου στο δεύτερο βαθμό ή έστω η παραπομπή για τη χορήγηση τέτοιας άδειας από τις δευτεροβάθμιες επιτροπές ασύλου της Αρχής Προσφυγών που καταργήθηκε με τα νομοθετήματα 4686/2020 και 4825/2021. Πολλοί αιτούντες άσυλο με σοβαρότατα προβλήματα υγείας, σωματικής ή και ψυχικής και με μη πραγματική δυνατότητα επιστροφής τους στην χώρα καταγωγής ή στην Τουρκία απορρίπτονται από τις Αρχές Ασύλου, με αποτέλεσμα να παραμένουν στην Ελλάδα χωρίς καμία άδεια παραμονής και χωρίς πρόσβαση στην υγεία και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι άνθρωποι αυτοί πλέον έχουν συγκροτήσει μια κατηγορία ευαλώτων ασθενών χωρίς χαρτιά και χωρίς καμία δυνατότητα νομιμοποίησης κατά παράβαση της Οδηγίας Επιστροφής, (2008/115/ΕΚ) και του Νόμου 3907/2011, εκτός από την επανειλημμένη κατάθεση μεταγενέστερων αιτημάτων ασύλου που δεν τους προσφέρουν καμία προστασία, ούτε καν επανενεργοποίηση του ΠΑΑΥΠΑ παρά μόνο με θετική απόφαση επί του παραδεκτού. Αντί ο νομοθέτης να λύσει αυτό το πρόβλημα, αντίθετα προχωράει επιπλέον σε μια αδικαιολόγητα «τιμωρητική» διάταξη στην παράγραφο 4 του άρθρου 134, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω άδεια χορηγείται «μόνο αν δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας» και επίσης προβλέπει ότι «Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας.»: Παρακαλούμε να λάβετε υπόψη το γεγονός ότι η πρόβλεψη για μη λήψη υπόψη του χρόνου παραμονής των αιτούντων άσυλο στη χώρα για τη νομιμοποίησή τους να αιτούνται αδείας για εξαιρετικούς λόγους είναι αντιφατική και ανεπιεικής, όπως και η προϋπόθεση να μην έχει εκδοθεί αρνητική απόφαση για την αίτηση ασύλου προκειμένου για τη χορήγηση άδειας εξαιρετικών λόγων. Πράγματι, η παραμονή των αιτούντων άσυλο στη χώρα μετά την πλήρη καταγραφή τους και για όσο διάστημα διαρκέσει μέχρι την κρίση επί του αιτήματος ασύλου τους είναι καθόλα νόμιμη, δίνει δικαίωμα σε εργασία μετά από έξι μήνες από την πλήρη καταγραφή, πλήρη κοινωνικά δικαιώματα και πιθανότητες ένταξης και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την θεμελίωση δικαιώματος αδείας παραμονής για εξαιρετικούς λόγους τόσο για λόγους νομιμότητας όσο και ουσίας.
Άρθρο 134:
Παρ 2β: Να διευκρινιστούν οι καταχρηστικοί όροι εργασίας και εάν αφορούν τον τόπο προ της αφίξεως στην Ελλάδα. Αν αφορούν τον τόπο προ της αφίξεως στην Ελλάδα, να διευκρινιστεί πώς θα αποδειχτεί εάν υπήρχαν ή όχι καταχρηστικοί όροι εργασίας.
4α. Να διευκρινιστεί ποιος ο τρόπος απόδειξης πως η επιστροφή τους σε ασφαλές περιβάλλον είναι αδύνατη και τί ακριβώς σημαίνει “ασφαλές περιβάλλον” όταν πρόκειται για ασυνόδευτα παιδιά
4αγ. Είναι προβληματικό ότι αναφέρεται ο επίτροπος ενώ ο νόμος της επιτροπείας δεν έχει ακόμα εφαρμοσθεί. Επίσης δεν είναι ξεκάθαρο ποιο πρόσωπο του φορέα που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου θα είναι υπεύθυνο για την έγγραφη σύμβαση περί αναδοχής.
4β. Πρέπει να διευκρινιστεί πώς ερμηνεύονται τα οικοτροφεία και να συμπεριληφθούν οι δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανήλικων, οι ξενώνες και τα διαμερίσματα ημι-αυτόνομης διαβίωσης, προκειμένου να αφορά και τα ασυνόδευτα παιδιά με το υπάρχον πλαίσιο στέγασης και φιλοξενίας στην Ελλάδα.
4γ. Δεν είναι σαφές εάν η τελεσίδικη απορριπτική απόφαση αφορά τη Β’ απορριπτική από την αρχή προσφυγών ή την απόφαση μετά το μεταγενέστερο. Παράλληλα παρότι προαπαιτείται η συνεχής επταετής διαμονή στην Ελλάδα, τα χρόνια που οι αιτούντες/σες και δικαιούχοι/ες διεθνούς προστασίας διαμένουν στη χώρα ως αιτούντες/σες διεθνούς προστασίας δεν προσμετρώνται στη συγκεκριμένη άδεια και ουσιαστικά δεν είναι εφικτή η συμπλήρωση επτά ετών στη χώρα εφόσον από τη στιγμή της εισόδου αιτούνται διεθνούς προστασίας. Να απαλειφθεί η τελευταία πρόταση και η συγκεκριμένη ρύθμιση.
5. Η κατοχή διαβατηρίου δεν πρέπει να αφορά και αιτούντες/σες και δικαιούχους/ες διεθνούς προστασίας, που υποχρεούνται να παραδώσουν το διαβατήριό τους με την αίτηση διεθνούς προστασίας (εφόσον το έχουν).
6. Λάθος αρίθμηση, καθώς θα έπρεπε να συνεχίζει ως 7. Στο σημείο: «φιλοξενούνται σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή σε νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού» πρέπει να προστεθούν οι δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανήλικων, οι ξενώνες και τα διαμερίσματα ημι-αυτόνομης διαβίωσης, ώστε να αφορά τα ασυνόδευτα παιδιά με βάση το πλαίσιο στέγασης στην Ελλάδα.
Άρθρο 134
Αδεείς διαμονής ανθρωπιστικών λόγων: Το προτεινόμενο άρθρο 134 παράγραφος 1, αναμορφώνει το πρώην άρθρο 19Α του Κώδικα Μετανάστευσης, έτσι ώστε πλέον για σειρά περιπτώσεων αδειών αυτής της κατηγορίας η σχετική υποχρέωση χορήγησης να μετατρέπεται σε δυνατότητα χορήγησης κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου Υπουργού. Έτσι στις κατωτέρω περιπτώσεις η σχετική άδεια θα χορηγείται μόνο κατά περίπτωση / ad hoc κατά τη χαρακτηριστική νέα διάταξη του προτεινόμενου Κώδικα:
Α) Στην περίπτωση των θυμάτων και ουσιωδών μαρτύρων εγκληματικών πράξεων, οι οποίες προβλέπονταν στην περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 19Α. Σημειώνεται ότι σε αυτή την κατηγορία ανήκουν κατεξοχήν οι περιπτώσεις θυμάτων εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά του άρθρου 82Α του ΠΚ, όπου προηγούμενα η σχετική άδεια χορηγείτο κατόπιν διαπιστωτικής πράξης του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών.
Β) Στην περίπτωση των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, μια υποχρέωση που επιβαλλόταν και από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 4531/2018, στο πλαίσιο παροχής προστασίας σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Γ) Στην περίπτωση των προσώπων που παρακολουθούν εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, θέτοντας πλέον πρόσωπα που κατεξοχήν έχουν ανάγκη κοινωνικής αρωγής εκτός οποιουδήποτε προστατευτικού πλαισίου με κινδύνους όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας.
Δ) Σε θύματα εργατικών ατυχημάτων, τα οποία παρότι δικαιούνται παροχές κοινωνικής ασφάλισης χωρίς καμία προϋπόθεση, η νομιμότητα της παραμονής τους στην Ελλάδα θα τίθεται πλέον υπό διαρκή αμφιβολία.
Ε) Σε πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας, οι οποίοι πλέον θα προστατεύονται και πάλι κατά περίπτωση, κατά παράβαση της υποχρέωσης παροχής προστασίας υγείας στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας.
Ο ως άνω περιορισμός των περιπτώσεων παροχής ανθρωπιστικής προστασίας έρχεται σε συνέχεια της κατάργησης της δυνατότητας παραπομπής από τις Επιτροπές Προσφυγών για χορήγηση αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους με την περίπτωση ε΄ του άρθρου 61 του ν. 4686/2020, καθώς και της οριστικής κατάργησης με το άρθρο 20 του ν. 4825/2021 και αυτής της δυνατότητας αλλά και της δυνατότητας χορήγησης καθεστώτος αναβολής απομάκρυνσης που είχε με τα άρθρα 68 παρ. 3 και 104 παρ. 4 του ν. 4636/2019.
Σημειώνεται ότι η πρόβλεψη της δυνατότητας χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε απορριφθέντες αιτούντες άσυλο κατόπιν παραπομπής τους από τις αρμόδιες Επιτροπές Προσφυγών, σε περίπτωση «αντικειμενικής αδυναμία απομάκρυνσης ή επιστροφής του πολίτη τρίτης χώρας στη χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής του για λόγους ανωτέρας βίας, όπως σοβαροί λόγοι υγείας του ιδίου ή μέλους της οικογενείας του, ή συνδρομή στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου της ρήτρας μη επαναπροώθησης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή του άρθρου 3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1984 κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης», αποτελούσε τον βασικό και σε ορισμένες περιπτώσεις τον μόνο τρόπο προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων, μετά την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας. Η κατάργηση της διάταξης το 2020 δημιούργησε σοβαρό κενό και έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο, καθότι παρότι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας καθιστούν αντικειμενικά αδύνατη την απομάκρυνση των προσώπων που προηγούμενος υπάγοντας στο καθεστώς αυτό ή επιβάλλουν την παραμονή τους στην Ελλάδα, δεν υπάρχει προβλεπόμενο καθεστώς διαμονής και τύπος άδειας προκειμένου να επιτευχθεί αυτό.
Εν όψει τον ανωτέρω προτείνεται:
– η αναδιατύπωση των παραγράφων 1 και 2 του προτεινόμενου άρθρου 134 σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 Α του ισχύοντος Κώδικα Μετανάστευσης
– η επαναφορά της διάταξης του άρθρου 19 Α στ όπως ίσχυε μέχρι και την κατάργηση της με το άρθρο 20 του ν. 4825/2021, όπως και της δυνατότητας παραπομπής των Επιτροπών Προσφυγών για τη χορήγηση της άδειας αυτής.
Αδεείς διαμονής εξαιρετικών λόγων: Σε συνέχεια των ως άνω περιορισμών ως προς τη χορήγηση αδειών παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, με την παράγραφο 4 περίπτωση γ της προτεινόμενης διάταξης, περιορίζεται και η δυνατότητα χορήγησης αδείας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους που μεριμνούσε για την ανάγκη προστασίας μιας διαμορφωθείσας κατάστασης προηγούμενης μακρόχρονης διαμονής με τη δημιουργία ισχυρών βιοτικών δεσμών με τη χώρα.
Ήδη με το άρθρο 12 του ν. 4825/2021 είχε προβλεφθεί κατά τρόπο περιοριστικό η άπαξ και μόνο δυνατότητα χορήγησης τέτοιας αδείας, και είχε απαλειφθεί και η δυνατότητα εξέτασης χορήγησης τέτοιας άδειας στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, παρά την πρόβλεψη της Οδηγίας Επιστροφής (παρ. 4 άρθρου 6 οδηγίας 2008/115/ΕΚ) για την ‘ανά πάσα στιγμή’ δυνατότητα χορήγησης αδείας διαμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας ή ανθρωπιστικούς.
Με την προτεινόμενη διάταξη στερείται η δυνατότητα τακτοποίησης με την αυτού του τύπου άδεια διαμονής, στην περίπτωση που έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση επί αιτήματος διεθνούς προστασίας, ενώ επίσης προβλέπεται πλέον ότι ο χρόνος παραμονής στη χώρα με βάση τέτοιο αίτημα διεθνούς προστασίας δεν θα προσμετράται για τη συμπλήρωση της βασικής προϋπόθεσης προηγούμενης συνεχούς διαμονής επί 7έτη.
Η ως άνω πρόβλεψη έρχεται σε αντίθεση με το σύνολο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου και το πλαίσιο οδηγιών και κανονισμών που ορίζουν ότι η υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας είναι δικαίωμα του πολίτη τρίτης χώρας και δεν θα πρέπει αυτό να παρακωλύεται ή να επιβαρύνεται με δυσμενείς συνέπειες, όπως εν προκειμένω.
Επιπλέον, η ως άνω πρόβλεψη συνιστά δυσανάλογο και «μη αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία» περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, έννομο αγαθό το οποίο αποσκοπεί να προστατεύσει ο συγκεκριμένος τύπος άδειας διαμονής και το οποίο σε κάθε περίπτωση ο νομοθέτης αναγνωρίζει ως διαμορφωθείσα κατάσταση εκ της επταετούς συνεχούς διαμονής στη χώρα.
Εν όψει των ανωτέρω προτείνεται:
– η απάλειψη των δύο ως άνω όρων που εισάγονται με το άρθρο 134 (4) γ καθώς επίσης και
– η κατάργηση της άπαξ δυνατότητας υποβολής της αίτησης για τη λήψη άδειας διαμονής της άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους.
Τέλος, στην περίπτωση της παραγράφου 4 περίπτωση β (άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ανηλίκων που φιλοξενούνται σε οικοτροφεία) θα πρέπει να προστεθεί πλέον των ανηλίκων που διαβιούν σε οικοτροφεία και οι ανήλικοι που διαβιούν σε δομές ή κέντρα μακροπρόθεσμης φιλοξενίας υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει επί της ουσίας διαφοροποίηση μεταξύ οικοτροφείων και δομών ή κέντρων μακροπρόθεσμης φιλοξενίας ανηλίκων (ξενώνες ή εποπτευόμενα διαμερίσματα) ούτε και αντικειμενικός λόγος για τη διαφορετική μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων, θα πρέπει εν προκειμένω η εν λόγω διάταξη να συμπεριλάβει ρητά για το ενιαίο της ρύθμισης τις ως άνω δομές φιλοξενίας ανηλίκων και να αναδιατυπωθεί ως εξής: “β. ανήλικοι φιλοξενούμενοι σε οικοτροφεία, άλλες δομές ή κέντρα μακροπρόθεσμης φιλοξενίας ανηλίκων που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων (άδεια διαμονής τύπου «Α.5»)”. Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης σε άλλα νομοθετήματα χρησιμοποιεί τους όρους διαζευκτικά ως ισοδύναμους (βλ. λ.χ. αρ. 68 ν. 4486/2017 […] “σε ξενώνες ή οικοτροφεία”).
Για την πρακτική δε εφαρμογή της εδώ προτεινόμενης διάταξης θα πρέπει επιπλέον να συμπεριληφθεί στη διάταξη της παραγράφου 5 εξαίρεση ως προς την προϋπόθεση κατοχής διαβατηρίου για τη χορήγηση της άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους για την περίπτωση των ασυνόδευτων παιδιών, σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης αυτού.
Aκολουθούν κάποιες κοινές παρατηρήσεις που συγκεντρώσαμε ως οργανώσεις- μέλη του Δικτύου Συνηγορίας για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Child Rights Advocacy Network – CRAN), δηλώντας παράλληλα, όπως έχουμε δηλώσει και με επιστολή μας στην αρμόδια Υφυπουργό, ότι είμαστε στη διάθεση των αρχών να συμβάλουμε στην τελική διαμόρφωση του νομοθετήματος:
Άρθρο 134: Άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους (άδεια διαμονής τύπου «Α»)
Στο άρθρο 134, παρ. 4αα, που προβλέπει άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε ανήλικους πολίτες τρίτων χωρών, ανίκανους να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους εξαιτίας λόγων υγείας ή ανήλικους που αποδεδειγμένα χρήζουν προστατευτικών μέτρων και φιλοξενούνται από ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, εφόσον η επιστροφή τους σε ασφαλές περιβάλλον είναι αδύνατη, προτείνουμε να συμπεριληφθούν οι ανήλικοι που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ήτοι σε ξενώνες και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης.
Επίσης, στο άρθρο 134, παρ 4β, που προβλέπει άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε ανήλικους φιλοξενούμενους σε οικοτροφεία που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων, προτείνουμε να συμπεριληφθούν, εκτός από τα οικοτροφεία, και οι δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ήτοι ξενώνες και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης.
Στην παρ. 4 περ. γ του αρ. 134 σημειώνουμε ότι παρότι προαπαιτείται η συνεχής επταετής διαμονή στην Ελλάδα, τα χρόνια που οι αιτούντες/σες και δικαιούχοι/ες διεθνούς προστασίας διαμένουν στη χώρα ως αιτούντες/σες διεθνούς προστασίας δεν προσμετρώνται στη συγκεκριμένη άδεια και ουσιαστικά δεν είναι εφικτή η συμπλήρωση επτά ετών στη χώρα εφόσον από τη στιγμή της εισόδου αιτούνται διεθνούς προστασίας. Προτείνουμε να απαλειφθεί η τελευταία πρόταση και η συγκεκριμένη ρύθμιση.
Στην παρ.5, αναφορικά με τις περιπτώσεις που οι αιτούντες άδεια διαμονής κατ’ άρθρο 134 δεν διαθέτουν και δεν μπορούν να διαθέτουν διαβατήριο, έχει παρατηρηθεί ότι η σχετική γνώμη της Επιτροπής Μετανάστευσης αργεί πολύ να διατυπωθεί. Επίσης, οι, κατά κανόνα, ανυπέρβλητες αντικειμενικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει το ασυνόδευτο παιδί τόσο στη χώρα καταγωγής (αδυναμία απόλαυσης δικαιωμάτων, πρόσβασης σε σύστημα προστασίας κλπ) όσο και στο ταξίδι του προς την Ευρώπη (π.χ. υφαρπαγή/παρακράτηση τυχόν υφιστάμενου διαβατηρίου από διακινητές), οδηγούν τη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών να στερείται διαβατηρίου κατά την είσοδο στη χώρα. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ως άνω πρότασή μας για την περ. 4β, είναι απολύτως αναγκαίο να συμπεριληφθεί στη διάταξη της παρ. 5 εξαίρεση ως προς τα ασυνόδευτα παιδιά και να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε πρόσωπα που υπάγονται στο παρόν, με εξαίρεση τους ανηλίκους, είναι η κατοχή διαβατηρίου, έστω και εάν αυτό έχει λήξει. Η αντικειμενική αδυναμία κατοχής διαβατηρίου να δηλώνεται με υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος και σε περιπτώσεις ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένεια τους παιδιών με υπεύθυνη δήλωση του εντεταλμένου επιτροπείας και αν δεν υφίσταται τέτοιος από το νόμιμο εκπρόσωπο του ανηλίκου. Άλλως η αντικειμενική αδυναμία να διαπιστώνεται με τρόπο που θα είναι λιγότερο χρονοβόρος και από όργανο διάφορο της Επιτροπής Μετανάστευσης».
Σε σχέση με τη παράγραφο 6 του άρθρου 134 που ορίζει ότι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής ανηλίκων ή ενηλίκων που αδυνατούν να επιληφθούν των υποθέσεών τους και φιλοξενούνται σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή σε νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, υποβάλλονται από τον οριζόμενο εκπρόσωπο του ιδρύματος ή του νομικού προσώπου, προτείνουμε να τροποποιηθεί, ώστε να ορίζει: «Σε περιπτώσεις ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένειά τους ανηλίκων φιλοξενούμενων σε οποιαδήποτε μορφή στέγασης από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 65 παρ.1 Ν.4939/2022 τη σχετική αίτηση θα μπορεί να την καταθέσει η εντεταλμένος επίτροπος ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου».
Η νέα διατύπωση του αρ. 134 παρ. 4 περίπτωση γ θέτει δυσανάλογους περιορισμούς στη δυνατότητα χορήγησης της άδειας για εξαιρετικούς λόγους
α) δύναται να χορηγηθεί ΜΟΝΟ εφόσον “δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική
απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας”
β) “Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς
προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας”.
Αυτές οι δύο διατυπώσεις θα πρέπει να απαλειφθούν, καθώς θέτουν αυτομάτως
εκποδών τη συντριπτική πλειονότητα πτχ χωρίς χαρτιά, οι οποίοι είχαν υποβάλει στο παρελθόν αίτηση ασύλου κατά την είσοδό τους στη χώρα και τώρα πλέον τεκμηριώνουν καλόπιστα επταετία.
Με δεδομένο δε ότι ο νομοθέτης στο άρθρο 66 δεν έχει συμπεριλάβει καμία πρόβλεψη για τους πτχ εργάτες γης, που ήδη διαμένουν και εργάζονται χρόνια στη χώρα χωρίς να έχει ρυθμιστεί το καθεστώς διαμονής τους, είναι αντιφατικό να αντιμετωπίζεται το σημαντικό πρόβλημα έλλειψης εργατικού δυναμικού με αποκλεισμό από κάθε δυνατότητα νομιμοποίησης όσων ζουν και εργάζονται εντός της ελληνικής επικράτειας. Αυτός ο πληθυσμός εργάζεται αδήλωτα, όντας αόρατος για την ελληνική πολιτεία διαχρονικά. Δυνατότητα τακτοποίησης διαμονής δόθηκε πρόσφατα μόνο σε υπηκόους Μπαγκλαντές σε συνέχεια διακρατικής συμφωνίας για χορήγηση προσωρινής άδειας διαμονής και προφανώς δεν επαρκεί, καθώς είναι αναγκαίο να ύφίσταται ένας διαρκής μηχανισμός χορήγησης νομικού καθεστώτος που θα διασφαλίζει τη διαμονή καιεργασία πτχ στον αγροτικό τομέα και σε άλλους κλάδους εργασίας. Ειδάλλως η αδήλωτη εργασία σε διάφορους κλάδους δημιουργεί τις προύποθέσεις ανάπτυξης φαινομένων εργασιακής εκμετάλλευσης καθώς και εμπορίας ανθρώπων, όπως απέδειξε το πρόσφατο παρελθόν
Ι. Με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 1 σχετικά με τις κατηγορίες δικαιούχων προσώπων για τη χορήγηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, είναι εμφανές ότι επιδιώκεται η θέσπιση ενός σαφώς πιο περιοριστικού και ασαφούς πλαισίου χορήγησης αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, σε αντίθεση με το ισχύον πλαίσιο του άρθρου 19Α του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης. Ειδικότερα, σε αντίθεση με τις ισχύουσες κατηγορίες δικαιούχων προσώπων που αποτυπώνονται με σαφήνεια στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 19Α ν. 4251/2014, η διαμόρφωση των οποίων αποτέλεσε μια πολύ σημαντική και θετική μέχρι σήμερα νομοθετική εξέλιξη παρέχοντας τη δυνατότητα σε μεγάλο αριθμό κατηγοριών πολιτών τρίτων χωρών που δεν μπορούσαν να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους με άλλο τρόπο, να υπαχθούν σε αυτή, η δυνατότητα αυτή πλέον ανατρέπεται σε μεγάλο βαθμό με βάση τις νέες ρυθμίσεις που εισάγει η συγκεκριμένη διάταξη. Έτσι, για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα θύματα εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, τους πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας, τα θύματα εργατικών ατυχημάτων, όσους παρακολουθούν εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, καθώς και τα μέλη της οικογένειας Έλληνα πολίτη που πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής, προβλέπεται η κατά περίπτωση/ad hoc άδεια διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως. Η δυνατότητα αυτή, ωστόσο, δεν διασφαλίζεται στα δικαιούχα πρόσωπα, αλλά τελεί υπό προϋποθέσεις με βάση τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε περίπτωσης, γεγονός το οποίο αντίκειται στη μέχρι σήμερα φιλοσοφία και το σκεπτικό του νομοθέτη ο οποίος προέβη σε μια επί μακρόν διαδικασία διεύρυνσης και εξειδίκευσης των κατηγοριών αυτών με γνώμονα την ανάγκη προστασίας των προσώπων αυτών. Σε αυτό το περιοριστικό πλαίσιο έρχεται να προστεθεί η δυνατότητα παραπομπής της εκάστοτε υπόθεσης στην Επιτροπή Μετανάστευσης του Υπουργείου για την παροχή γνώμης. Έτσι, ελλοχεύει ο κίνδυνος απόρριψης ενός αιτήματος κατόπιν γνώμης της Επιτροπής ακόμη και σε περιπτώσεις που εκ προοιμίου οι δυνητικά δικαιούχοι πολίτες τρίτων χωρών έχουν όλες τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη συγκεκριμένη ρύθμιση.
Σε αντίθεση με τις κατηγορίες της παραγράφου 1 του άρθρου 134, η δεύτερη παράγραφος της ίδιας διάταξης προβλέπει τη χορήγηση άδειας διαμονής α) στα θύματα εμπορίας ανθρώπων που υπάγονται στις διατάξεις του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο που κυρώθηκε με τον ν. 3875/2010 (Α΄158) και δεν υπάγονται στα άρθρα 135 έως 142 του παρόντος (άδεια διαμονής τύπου «Α.2»), και β) πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι απασχολήθηκαν είτε με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας, είτε ως ανήλικοι, σύμφωνα με το άρθρο 89 του ν. 4052/2012 (Α` 41) (άδεια διαμονής τύπου «Α.3»). Στις περιπτώσεις αυτές, σε αντίθεση προς τις προαναφρθείσες προβλέπεται η χορήγηση άδειας διαμονής δίχως παραπομπή σε Επιτροπή. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται εν τοις πράγμασι ένας μηχανισμός δικαιούχων προσώπων δύο ταχυτήτων, ήτοι των δικαιούχων της παραγράφου 1 και των υπολοίπων περιπτώσεων (παράγραφοι 2 και 4).
Θετικά κρίνεται η επαύξηση του χρόνου ισχύος των αδειών διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως σύμφωνα με τις περιπτώσεις αα, αβ και αγ, με ισόχρονη δυνατότητα ανανέωσης, σε αντίθεση προς τη διετή διάρκεια ισχύος που ισχύει σήμερα για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
ΙΙ. Με την επιδιωκόμενη ρύθμιση σχετικά με τις άδειες διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, ενσωματώνεται η διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους σε εκείνη για τους δικαιούχους ανθρωπιστικού καθεστώτος, όπως σήμερα αποτυπώνεται στο ισχύον 19Α του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης. Η εν τοις πράγμασι επιχειρούμενη κατάργηση της αυτοτέλειας του νυν άρθρου 19 του ν. 4251/2014 και η αντικατάστασή του με τη νέα αυτή διάταξη ενιαίου χαρακτήρα για τους δικαιούχους άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς και συναφείς λόγους, διαμορφώνει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για τα δικαιούχα πρόσωπα αυτής της κατηγορίας το οποίο δείχνει εκ προοιμίου να δημιουργεί σύγχυση, καθώς το άρθρο 134 τιτλοφορείται μεν «άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους», ωστόσο πουθενά στο κείμενο της διάταξης του άρθρου 134 δεν γίνεται λόγος για άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους και η διάκριση που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών αδειών διαμονής. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους πολίτες τρίτων χωρών που με κίνδυνο της ζωής τους, προέβησαν σε πράξεις κοινωνικής αρετής, προσφοράς και αλληλεγγύης που προάγουν τις αξίες του ανθρωπισμού, καθώς ο εξαιρετικός χαρακτήρας της συγκεκριμένης ρύθμισης ενσωματώνεται στο ρυθμιστικό πεδίο της παραγράφου 1 σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως.
Επιπρόσθετα, η ρητή πρόβλεψη περί μη έκδοσης τελεσίδικης αρνητικής απόφασης χορήγησης διεθνούς προστασίας για τα δικαιούχα πρόσωπα αυτής της κατηγορίας, οδηγεί στον άδικο αποκλεισμό μεγάλου αριθμού πολιτών τρίτων χωρών που μέχρι σήμερα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τον υφιστάμενο μηχανισμό για την απόκτηση νομιμοποιητικών εγγράφων στη χώρα και οι οποίοι έχουν -σε ένα σημαντικό βαθμό- αποκτήσει ένα πιο ενταξιακό προφίλ δεδομένης της μακρόχρονης διαμονής τους στη χώρα είτε εξαιτίας της γονεϊκής τους σχέσης με ανήλιο ημεδαπό τέκνο. Για τον λόγο αυτό άλλωστε είχε θεσπιστεί εξαρχής το αντικειμενικό κριτήριο της επταετούς διαμονής στη χώρα ως προϋπόθεση υπαγωγής στη συγκεκριμένη ρύθμιση. Υπό το ίδιο πρίσμα, ο νομοθέτης εντελώς αναιτιολόγητα εξαιρεί τα πρόσωπα που είχαν υποβάλει αίτημα ασύλου στο παρελθόν από τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος νομιμοποίησης με βάση τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Τούτο δε τη στιγμή που σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 19 του ν. 4251/2014 προβλέπεται ρητά η δυνατότητα χρήσης του αποδεικτικού υποβολής αιτήματος για χορήγηση τίτλου προσωρινής ή οριστικής διαμονής ή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως νομιμοποιητικού για την υποβολή της σχετικής αίτησης. Η πρακτική αυτή σε βάρος των αιτούντων διεθνή προστασία συνιστά ξεκάθαρη διάκριση σε βάρος των τελευταίων και είναι αντίθετη στη μέχρι σήμερα φιλοσοφία του νομοθέτη περί θέσπισης ενός σταθερού μηχανισμού νομιμοποίησης-επαναφοράς στη νομιμότητα για τα πρόσωπα τα οποία είχαν εκπέσει αυτής για οιονδήποτε λόγο, και οδηγώντας τους στην ουσία σε ένα καθεστώς παράτυπης διαμονής. Η δε ρύθμιση αυτή έρχεται ως συνέχεια της ήδη καταργηθείσας δυνατότητας χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς σε περιπτώσεις απορριφθέντων αιτημάτων ασύλου, κατόπιν παραπομπής της σχετικής υπόθεσης από τις αρμόδιες αρχές απόφασης και τις Επιτροπές Προσφυγών (πρώην άρθρο 19Α παρ. 1 περ. στ΄ν. 4251/2014), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4686/2020. Ως PRAKSIS θεωρούμε ότι η εξαίρεση των αιτούντων διεθνή προστασία από τη δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση αυτής, εξαιτίας της μη συμπερίληψης του δελτίου ασύλου στα νομιμοποιητικά έγγραφα αποτελεί μια αναμφίβολα δυσμενή εξέλιξη η οποία θα πρέπει να επαναξιολογηθεί συνολικά.
Άρθρο 134 παρ. 4 σημείο αα : Προβληματική διάταξη καθώς κρίνεται δυσχερής και ασαφής ο τρόπος που θα αποδεικνύεται ότι είναι αδύνατη η επιστροφή τους σε ασφαλές περιβάλλον καθώς και ότι χρήζουν προστατευτικών μέτρων. Προτείνεται και μόνο η φιλοξενία από ιδρύματα να αποτελεί τεκμήριο ότι δικαιούνται να λάβουν άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Άρθρο 134 παρ. 4 σημείο β : Δεδομένου ότι η προστασία των παιδιών σύμφωνα και με τα οριζόμενα και στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού πρέπει να είναι ενιαία και να μην υπάρχουν διακρίσεις, προτείνεται ως φιλοξενούμενοι να προστεθούν και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι οι οποίοι διαβιούν στα Κέντρα Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του άρθρου 66ΚΣΤ του Ν. 4939/2022 και στα Εποπτευόμενα Διαμερίσματα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης του άρθρου 66ΚΖ του Ν. 4939/2022.
Συνεπώς προτείνεται η εξής αναδιατύπωση :
β. ανήλικοι φιλοξενούμενοι σε οικοτροφεία που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων και ασυνόδευτοι ανήλικοι οι οποίοι διαβιούν στα Κέντρα Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του άρθρου 66ΚΣΤ του Ν. 4939/2022 και στα Εποπτευόμενα Διαμερίσματα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης του άρθρου 66ΚΖ του Ν. 4939/2022 (άδεια διαμονής τύπου «Α.5»). Η άδεια διαμονής έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης. Η άδεια διαμονής μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε,…
Άρθρο 134 παρ. 4 σημείο γ : η φράση : «και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας» πρέπει να απαλειφθεί, καθώς αποτελεί προϋπόθεση με ξεκάθαρη παραβίαση των δικαιωμάτων το πολιτών τρίτων χωρών. Με την πρόταση αυτή οι αιτούντες διεθνούς προστασίας σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης στερούνται τη δυνατότητα να καταθέσουν αίτημα για εξαιρετικούς λόγους. Το αίτημα διεθνούς προστασίας κατατίθεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στη Σύμβαση της Γενεύης και την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλείει τον αιτούντα από την απολαβή άλλων δικαιωμάτων και τη στέρηση της δυνατότητας χορήγησης άδειας διαμονής.
Περαιτέρω η τελευταία περίοδος πρέπει να αλλάξει σε «Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, θα προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας», διαφορετικά να καταργηθεί. Ο αιτών άσυλο με την κατάθεση του αιτήματός του για διεθνή προστασία συνδέεται με τη χώρα όπου υποβάλλει το αίτημά του, εν προκειμένω την Ελλάδα, ενώ έως ότου κριθεί το αίτημά του δε συνδέεται με καμία άλλη χώρα συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής. Μάλιστα, το διάστημα αυτό, ο αιτών άσυλο καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να ενταχθεί και να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα. Συνακόλουθα, ο χρόνος μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της χορήγησης διεθνούς προστασίας κρίνεται επιβεβεβλημένο να προσμετράται στον υπολογισμό της επατετίας, καθώς πρόκειται για διάστημα που συμβάλλει στη δημιουργία δεσμών με τη χώρα.
Άρθρο 134 παρ. 5: Προτείνεται η εξαίρεση των ασυνόδευτων παιδιών (άρθρο 5 παρ. β, αφού πρώτα γίνει δεκτό ότι θα συμπεριληφθούν τα ΚΦΑΑ και τα ΕΔΗΔ) από την κατοχή διαβατηρίου. Λόγω της αντικειμενικής πολλές φορές αδυναμίας έκδοσης ή κατοχής διαβατηρίου στις περιπτώσεις των ασυνόδευτων παιδιών, η διάταξη θα τύχει κενή περιεχομένου και δεν θα προσφέρει καμία προστασία. Τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά δεν έχουν εκδώσει ποτέ ή αδυνατούν να εκδώσουν διαβατήριο πριν την είσοδο τους στη χώρα.
α. Η προσθήκη της προϋπόθεσης να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης αίτησης διεθνούς προστασίας, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους σε γονέα ανήλικου ημεδαπού, πρέπει να απαλειφθεί καθ’ όσον παραβιάζει και τις διεθνείς συμβάσεις που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα που παιδιού. β. Πρέπει να απαλειφθεί η πρόβλεψη ότι ο χρόνος παραμονής ως αιτούντων διεθνούς προστασίας δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της απαιτούμενης επταετίας για τη χορήγηση της άδειας παραμονής εξαιρετικών λόγων.
Τούτο διότι η προτεινόμενη διάταξη θέτει σε δυσμενέστερη θέση τους υπηκόους τρίτων χωρών που αιτούνται διεθνούς προστασίας, και επομένως είναι κάτοχοι νόμιμου τίτλου, σε σχέση με τους υπηκόους τρίτων χωρών που στερούνται πλήρως νομιμοποιητικών εγγράφων.
γ. Πρέπει να επανεισαχθεί το προσωποπαγές πενταετές δικαίωμα παραμονής (αντί της προτεινόμενης άδειας ανθρωπιστικών λόγων) για τα μέλη οικογένειας Έλληνα που έχουν δικαίωμα αυτοτελούς άδειας παραμονής.
δ. Επιπλέον, θεωρούμε σκόπιμο η περίπτωση του γονέα ανηλίκου ημεδαπού να προστεθεί στις περιπτώσεις αδείας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (αντί των εξαιρετικών λόγων, όπως προβλέπεται σήμερα), προς το σκοπό πληρέστερης κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του αιτούντος.
ε. Με δεδομένο ότι στο προτεινόμενο άρθρο 134, επαναλαμβάνεται η ατυχής, ανελαστική ρύθμιση που του άρθρου 12 ν. 4825/2021 για άπαξ χορήγηση άδειας παραμονής για εξαιρετικούς λόγους, προτείνουμε να προβλεφθεί η δυνατότητα εκ νέου χορήγησης άδειας παραμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν εκπέσει της νομιμότητας, εφόσον έχει μεσολαβήσει τουλάχιστον μία ανανέωση μετά τη χορήγηση της αρχικής άδειας παραμονής. Σε κάθε περίπτωση, και προς αποφυγή καταστρατηγήσεων το αίτημα πρέπει να κρίνεται ad hoc
ΑΡΘΡΟ 134
Ανθρωπιστικοί λόγοι
Με την παρ. 1, οι άδειες διαμονής των ανθρωπιστικών λόγων (για λόγους υγείας κλπ) θα εκδίδονται πλέον από το Υπουργείο και θα κρίνονται ad hoc. Στην εν λόγω κατηγορία συμπεριλαμβάνονται τα μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη που πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής του άρθρου 90. Ουσιαστικά καταργείται το προσωποπαγές δικαίωμα διαμονής. Πλέον, θα χορηγείται άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς για ένα έτος και μετά θα μεταβαίνουν στην εξαρτημένη εργασία ή σε άλλη άδεια διαμονής.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, τα μέλη οικογένειας Έλληνα, αντιμετωπίζονται δυσχερέστερα από τα μέλη οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας και των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι συνεχίζουν να απολαμβάνουν τα δικαιώματα της αυτοτελούς άδειας ή του προσωποπαγούς αντίστοιχα, σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου.
Είναι προφανής η τιμωρητική βούληση αναφορικά με τα μέλη οικογένειας, λόγω του φαινομένου της εικονικότητας κυρίως στα σύμφωνα συμβίωσης και στις αναγνωρίσεις τέκνων. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η εν λόγω διάταξη επιφέρει βαρύτατες συνέπειες όχι μόνο στους συζύγους αλλά και στους ανιόντες και κατιόντες, που λαμβάνουν άδεια διαμονής ως μέλη οικογένειας και μετέβαιναν κι αυτοί στο καθεστώς του προσωποπαγούς. Πλέον οι ανιόντες κυρίως, οι οποίοι είναι συνήθως μεγάλης ηλικίας, θα πρέπει αναγκαστικά να μεταβούν στην εξαρτημένη εργασία – αν δεν έχουν τις προϋποθέσεις για άλλη άδεια διαμονής (για λόγους υγείας ή οικονομικά ανεξάρτητα άτομα (πλέον επαρκείς πόροι).
Εξαιρετικοί λόγοι
Γονείς ανήλικου ημεδαπού.
Αναφέρεται ότι λαμβάνουν άδεια διαμονής γονείς ανήλικου ημεδαπού, που προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το τέκνο και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας!!
Η ανωτέρω αρνητική προϋπόθεση, ουσιαστικά αποκλείει δια παντός γονείς Έλληνα ημεδαπού, να λάβουν άδεια διαμονής αν στο παρελθόν είχαν καταθέσει αίτημα διεθνούς προστασίας. Είναι προφανές, ότι μία τέτοια αρνητική προϋπόθεση και μάλιστα σε γονέα Έλληνα δεν έχει καμία λογική.
Επτά έτη διαμονής
Αναφέρεται ότι πολίτες τρίτων χωρών που αποδεικνύουν διαμονή στην χώρα για 7 έτη, λαμβάνουν άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, χωρίς να προσμετράται ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στην χώρα σύμφωνε με το άρθρο 73 του ν. 4939/2022!!!Με την σχετική προτεινόμενη ρύθμιση, η δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων εάν δεν καταργείται εν τοις πράγμασι, τουλάχιστον συρρικνώνεται έντονα, με αποτέλεσμα να χάνει κάθε νόημα ύπαρξης, ενώ δεν εξυπηρετεί ούτε καν τον σκοπό θέσπισής της.
Ως προς το «άπαξ»
Στην προτεινόμενη ρύθμιση παραμένει η προβληματική πρόβλεψη περί άπαξ χορήγησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, που εισήχθη στον ν. 4251/2014, με το αρ. 12 του ν. 4825/2021.Η εν λόγω πρόβλεψη, είναι σαφώς τιμωρητική και αποκλείει από την επαναφορά στη νομιμότητα, πολλούς υπηκόους τρίτων χωρών, που μάλιστα είχαν λάβει άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων, σε πολύ προγενέστερο χρόνο (πχ. Με το άρθρο 44 του νόμου 3386/05). Έτσι, αν για παράδειγμα κάποιος «ξεχαστεί» να ανανεώσει την άδεια ή δε διαθέτει ένσημα, τιμωρείται δια παντός, με αποτέλεσμα να διαμένει στην χώρα παράνομα, ενώ διέμενε νόμιμα, εργάζεται και έχει αποκτήσει οικογένεια.
Θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα εκ νέου χορήγησης, όταν έχουν μεσολαβήσει κάποια έτη ανανέωσης της αρχικής άδειας διαμονής των εξαιρετικών λόγων.
Αρ. 134 παρ. 4 περ. γ’
Η προτεινόμενη ρύθμιση αναδιαμορφώνει το καθεστώς της άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, του αρ. 19 του ν. 4251/2014.
Tα ζητήματα που ανακύπτουν είναι ποικίλα. Ειδικότερα:
Α) Ως προς την χορήγηση άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων σε γονέα ανηλίκου ημεδαπού
Στην διάταξη διαβάζουμε ότι χορηγείται άδεια διαμονής της εν λόγω κατηγορίας σε «πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας ή είναι γονείς ανήλικου ημεδαπού και προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το/τα τέκνο/α και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας».
Από το γράμμα της προτεινόμενης διάταξης, συνάγεται ότι η μη έκδοση τελεσίδικης αρνητικής απόφασης χορήγησης διεθνούς προστασίας, ορίζεται πλέον ως αρνητική προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων σε γονέα ανήλικου ημεδαπού. Αρχικά προκειμένου να εξάγεται σαφώς το εν λόγω νόημα, και να μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια ότι η εν λόγω αρνητική προϋπόθεση δεν καταλαμβάνει και την περίπτωση της επταετούς διαμονής, κρίνεται χρήσιμη η προσθήκη κόμματος πριν από το «…ή είναι γονείς…».
Το αρ. 19 του ν. 4251/2014 προσέφερε την δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, σε γονείς ανήλικου ημεδαπού που δεν διέθεταν νόμιμο τίτλο διαμονής για την Ελλάδα, ώστε να μπορέσουν να αποκαταστήσουν την νομιμότητά τους σύμφωνα με το αρ. 82 του ν. 4251/2014. Με τον τρόπο αυτό παρεχόταν επαρκής προστασία σε μία σειρά περιπτώσεων πτχ, και προασπιζόταν εμπράκτως το δικαίωμα τόσο του ανηλίκου ελληνικής ιθαγένειας, όσο και του αλλοδαπού γονέα αυτού, στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.
Εξετάζοντας τα πραγματικά δεδομένα υπό τα οποία καλείται να εφαρμοσθεί η εν λόγω διάταξη, και το ρυθμιστικό εύρος αυτής, δύναται να εξαχθούν τα εξής. Πτχ ο οποίος ήταν αιτών άσυλο, το αίτημά του απορρίπτεται τελεσίδικα, και κατόπιν (ίσως και έτη μετά την σχετική του απόρριψη) συνάπτει σχέση με Έλληνα/δα πολίτη, από τον/την οποίο/α αποκτά τέκνο που φέρει και την ελληνική ιθαγένεια, δεν δύναται να αποκτήσει άδεια διαμονής. Ως εκ τούτου, δεν δύναται και να εργαστεί ώστε να προσφέρει τα αναγκαία στο ελληνικής ιθαγένειας τέκνο του, ενώ παραμένει έκθετος στον κίνδυνο διοικητικής κράτησης και επιστροφής, ήτοι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να αποκοπεί από το τέκνο του, ενώ το τελευταίο κινδυνεύει ούτως να ανατραφεί δίχως την συνδρομή του ενός εκ των γονέων του. Ως εκ τούτου η ρύθμιση εγείρει ιδιαίτερα ζητήματα ως προς την προστατευτέα αρχή του βέλτιστου συμφέροντος των ανηλίκων, αλλά και ως προς το προστατευτέο δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ημεδαπών ανηλίκων.
Υπό την προτεινόμενη ρύθμιση, πτχ ανάλογης περίπτωσης θα δύναται να αποκτήσει άδεια διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα του αρ. 93 του νομοσχεδίου, μόνο εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και κατορθώσει να επανέλθει στην Ελλάδα με θεώρηση εισόδου, η έκδοση της οποίας καθίσταται όλως απίθανη σε περιπτώσεις αλλοδαπών που έχουν διαμείνει και εξέλθει παρανόμως από την Ελλάδα. Επομένως πτχ με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αρκετά γενναίος ώστε να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, δύναται και να μην κατορθώσει να επιστρέψει στην χώρα ώστε να λάβει άδεια διαμονής κατά το 93, ήτοι να χωριστεί οριστικά από το ημεδαπό τέκνο του.
β) Ως προς την μη προσμέτρηση του χρόνου παραμονής βάσει του δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, για τη συμπλήρωση της επταετίας
Με την σχετική προτεινόμενη ρύθμιση, οφείλει να γίνει δεκτό ότι η δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων εάν δεν καταργείται εν τοις πράγμασι, τουλάχιστον συρρικνώνεται έντονα.
Αξίζει να εξετασθεί το πραγματικό status επί του οποίου καλείται σε εφαρμογή το αρ. 19 του ν. 4251/2014, και θα κληθεί σε εφαρμογή και η προτεινόμενη διάταξη. Δεδομένων των μεταναστευτικών ροών που δέχεται το ελληνικό κράτος, αλλά και της επί μακρόν αδυναμίας των ελληνικών αρχών στον επιτυχή έλεγχο των πολιτών τρίτων χωρών που εισέρχονται στην Ελλάδα, η άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων, ως αύτη έχει ισχύσει διαχρονικά και μέσω από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, έχει αποτελέσει το νόμιμο μέσο επαναφοράς στην νομιμότητα αλλοδαπών που έχουν εκπέσει της νόμιμης διαμονής τους, ή απόκτησης νόμιμου καθεστώτος αλλοδαπών που έχουν διαμείνει επί μακρόν στην χώρα παρανόμως. Σύμφωνα με το πνεύμα του ν. 4251/2014, ο νομοθέτης κρίνει ότι τέτοιες περιπτώσεις αλλοδαπών που έχουν διαμείνει παρανόμως στην χώρα επί μακρόν, έχουν αναπτύξει με αυτήν έναν βιοτικό κύκλο αυξημένης έντασης, ο οποίος και δικαιολογεί την από πλευράς τους απόκτηση έννομου καθεστώτος, προς προστασία του δικαιώματός τους στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, και προς αποφυγή διάσπασης των δεσμών που επί μακρόν έχουν διαμορφώσει στην Ελλάδα. Αναλογιζόμενων των μεταναστευτικών ροών που έχει δεχτεί το ελληνικό κράτος, αλλά και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, εξάγεται ότι μέσω της εξαιρετικής διαδικασίας του αρ. 19 του ν. 4251/2014 (το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να κριθεί ότι λειτουργεί θεραπευτικά τόσο για τους ίδιους τους αλλοδαπούς δίχως νομικό καθεστώς, όσο και για το ίδιο το ελληνικό κράτος), αποκτούν καθεστώς νόμιμης διαμονής, αλλοδαποί που έχουν διαμείνει στην χώρα άνευ τίτλων διαμονής, ή με διαφόρων ειδών νομιμοποιητικούς τίτλους.
Τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και η διοικητική πρακτική, καταδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των σχετικών αιτημάτων υποβάλλονται από αιτούντες, που κατά το διάστημα της τουλάχιστον επταετούς διαμονής τους είχαν υποβάλει αιτήσεις διεθνούς προστασίας, οι οποίες και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ευδοκίμησαν. Μέσω δε των σχετικών δελτίων ασύλου, εξάγεται εύλογα ότι οι ενδιαφερόμενοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, ΑΜΑ, να υποβάλλουν εκκαθαριστικά, να διαθέτουν ένσημα, αλλά και να εργαστούν επί μακρόν.
Ναι μεν πλέον και ιδίως από το έτος 2022 και έπειτα, αίτημα διεθνούς προστασίας δύναται να απορρίπτεται σε β΄βαθμό σε διάστημα ολίγων μηνών (πολλές φορές εώς και τέσσερίς μήνες χονδρικά), όμως η Υπηρεσία Ασύλου δεν είχε πάντοτε την ίδια ταχύτητα στην ολοκλήρωση των σχετικών αιτημάτων. Οφείλει να σημειωθεί ότι στο άμεσο μέλλον, η προτεινόμενη ρύθμιση θα εφαρμοσθεί σε όσους υπέβαλλαν σχετικά αιτήματα από το έτος 2017 και μετά, και φυσικά σε όσους αποφασίσουν να υπαχθούν στους εξαιρετικούς λόγους και οι οποίοι είχαν αίτημα ασύλου ακόμα και σε έτι προγενέστερα έτη. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά το παρελθόν η Υπηρεσία Ασύλου ή οι αστυνομικές αρχές δύναται να είχε εκκρεμές αίτημα ασύλου και επί 5 και παραπάνω έτη, σε κάποιες περιπτώσεις. Ας υποτεθεί έστω ότι οι τελευταίοι σπεύσουν και υποβάλλουν τα αιτήματα τους πριν την έναρξη ισχύος του ψηφιζόμενου νόμου.
Παρόλα αυτά για όσους υπέβαλλαν αίτημα ασύλου από το έτος 2017 (και συμπληρώνουν την επταετία το έτος 2024- έναρξη ισχύος του νέου νόμου), και έπειτα, καθίσταται στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρακτικά αδύνατο να αποκτήσουν καθεστώς εξαιρετικών λόγων. Για το διάστημα 2017 έως και 2021, ένα αίτημα ασύλου θα παρέμενε εκκρεμές χονδρικά γύρω στα δύο με τρία έτη. Επιπρόσθετα, αίτημα ασύλου, ή μεταγενέστερο αίτημα ασύλου, δύναται να έχει υποβληθεί όχι μόνο κατά την έναρξη της παρουσίας πτχ στην Ελλάδα, αλλά και ενδιάμεσα αυτής, λόγου χάρη έπειτα από δύο ή τρία χρόνια διαμονής στην χώρα. Αποτέλεσμα θα είναι πολλοί αλλοδαποί που έχουν διαμείνει και εργαστεί στην χώρα επί έτη, να συνεχίζουν να εμποδίζονται από την απόκτηση καθεστώτος νόμιμης διαμονής, και να εγκλωβίζονται σε καθεστώς παρανομίας.
Οφείλει να ληφθεί υπόψιν ποιοι θα είναι οι αλλοδαποί που θα δύνανται εκ των πραγμάτων να υπαχθούν στην εν λόγω άδεια, έτσι όπως διαμορφώνεται. Κυρίως η εν λόγω άδεια, θα δύναται να καλύψει πρόσωπα εργαζόμενα ως οικόσιτο προσωπικό (λχ κυρίες από την Γεωργία ή άλλες χώρες), που εργάζονται ανασφάλιστες επί μακρόν, δεν έχουν υποβάλει ποτέ αίτημα ασύλου, και αποδεικνύουν την διαμονή τους αποκλειστικά μέσω της αποστολής εμβασμάτων.
Οφείλει να ληφθεί υπόψιν επίσης και ποιοι θα είναι οι αλλοδαποί οι οποίοι θα αναγκάζονται να παραμένουν στην χώρα δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα, λόγω προγενέστερης απόρριψης αίτησης ασύλου. Κατά κύριο λόγο θα είναι οι υπήκοοι Μπανγκλαντές, Πακιστάν, Αιγύπτου, Αλβανίας, και εν μέρει Γεωργίας, ήτοι πτχ που απασχολούνται έντονα και ιδιαίτερα τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως η αγροτική οικονομία, οι οικοδομικές εργασίες, ο τουρισμός και η εστίαση, ήτοι τομείς της οικονομίας όπου ήδη όσοι τους εξασκούν παραπονιούνται ότι τα τελευταία έτη δυσκολεύονται να ανεύρουν εργατικά χέρια. Επίσης δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα θα είναι και πολίτες προερχόμενοι από αφρικανικές ή αραβικές χώρες (που τα τελευταία έτη έχουν εισέλθει στην χώρα σε μεγάλο βαθμό), και οι οποίοι δεν έχουν κατορθώσει να λάβουν διεθνή προστασία.
Ο νομοθέτης θα έπρεπε να αναλογισθεί ποιος θα στελεχώσει τις ως άνω θέσεις (τις οποίες δεν θα ήταν υπερβολή να κριθεί ότι απαξιώνονται από τους Έλληνες πολίτες), όταν τα άτομα που απασχολούνται σε αυτές κατά κύριο λόγο, δηλαδή οι μετανάστες πρώτης γενιάς, δεν θα έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν άδεια διαμονής στην Ελλάδα (ήτοι να αναπτύξουν με σταθερότητα και ασφάλεια τους δεσμούς τους). Η κάλυψη δε των αναγκών εργατικού δυναμικού, μέσω της διαδικασίας των μετακλήσεων και των εποχικά εργαζόμενων τις οποίες και φαίνεται να ευνοεί το νομοσχέδιο, είναι όλως αμφίβολο εάν θα μπορούν να καλυφθούν μόνο βάσει αυτών.
Αποτέλεσμα αυτού του εγκλωβισμού αλλά και της αδυναμίας απόκτησης σταθερής νόμιμης διαμονής σε εύλογο διάστημα, μεταξύ άλλων θα είναι:
•Διαιώνιση του ζητήματος ανεύρεσης επαρκούς αριθμού εργατικού δυναμικού για σειρά βασικών τομέων της ελληνικής οικονομίας.
•Μαύρη εργασία.
•Απώλεια εσόδων για το ελληνικό κράτος, τα οποία και θα μπορούσαν να προκύψουν από την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών πτχ (αναγκαία προϋπόθεση για την ανανέωση άδειας διαμονής) και παραβόλων για την χορήγηση/ ανανέωση άδειας διαμονής.
•Υποβολή καταχρηστικών αιτήσεων χορήγησης άδειας διαμονής, χρήσης παράνομων μέσων για την απόκτηση άδειας διαμονής.
•Διαμονή μεγάλης μερίδας πτχ στην χώρα κατ’ ουσίαν ως φαντάσματα (παρά τους συχνότατες αστυνομικούς ελέγχους που διενεργούνται τελευταία, και τις αθρόες συλλήψεις αλλοδαπών δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα, η μερίδα αυτών που το ελληνικό κράτος είναι σε θέση να επιστρέψει στις χώρες καταγωγής τους είναι ιδιαίτερα μικρή, με αποτέλεσμα αλλοδαποί να παραμένουν διοικητικά κρατούμενοι υπό συχνά αμφίβολες και αναξιοπρεπείς συνθήκες, επί σειρά μηνών, συχνά έξι και εννέα, δαπάνη του ελληνικού δημοσίου).
•Εγκληματικότητα πάσης φύσης (στην οποία κάποια μερίδα πτχ δύναται να στραφεί προς επιβίωση, όταν δεν είναι σε θέση να διαμείνει και εργαστεί νόμιμα).
Γ) Ως προς την δυνατότητα άπαξ χορήγησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων
Στην προτεινόμενη ρύθμιση παραμένει η προβληματική πρόβλεψη περί άπαξ χορήγησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, που εισήχθη στον ν. 4251/2014, με το αρ. 12 του ν. 4825/2021.
Οφείλει να υπομνησθεί ότι η νομοθετική ρύθμιση περί δυνατότητας άπαξ χορήγησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, δημιουργεί ιδιαίτερα ζητήματα στους γονείς ανήλικων ημεδαπών (οι οποίοι υπάγονται και αυτοί στην κατηγορία των εξαιρετικών λόγων). Σε περίπτωση που πτχ έχει λάβει κατά το παρελθόν άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων, κατόπιν εκπέσει της νόμιμης διαμονής του (πχ. λόγω απόρριψης σχετικής αίτησης ή λόγω μη εμπρόθεσμης ανανέωσης της άδειάς του), κατόπιν αποκτήσει τέκνο ελληνικής ιθαγένειας, δεν είναι σε θέση να λάβει άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων ως γονέας ανήλικου ημεδαπού, με την διαδικασία του εν λόγω άρθρου. Δυνατότητα νομιμοποίησης έχει μόνο βάσει του αρ. 93 του νομοσχεδίου, ήτοι μόνο εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και κατορθώσει να επανέλθει στην Ελλάδα με θεώρηση εισόδου. Επομένως η εν λόγω ρύθμιση δεν φαίνεται σύμφωνη με το προστατευτέο δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των ανηλίκων ημεδαπών και των μελών της οικογένειάς τους, όπως και στην αρχή του βέλτιστου συμφέροντος των ανηλίκων.
Ως προς τους πτχ που αιτούνται την χορήγηση της εν λόγω άδειας, βάσει της τουλάχιστον επταετούς διαμονής τους, οι προβληματικές είναι οι εξής.
Η χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους του αρ. 19 του 4251/2014, αποτελεί το μόνο μέσο που αναγνωρίζει η εθνική έννομη τάξη, δια του οποίου δύνανται να λάβουν έννομης προστασίας και να αποκτήσουν καθεστώς νόμιμης διαμονής, πολίτες τρίτων χωρών που έχουν διαμείνει επί μακρόν στην ελληνική επικράτεια δίχως νομιμοποιητικούς τίτλους, και οι οποίοι έχουν αναπτύξει εν τοις πράγμασι ισχυρούς δεσμούς με αυτήν μέσω της πολετούς διαμονής τους, όπως και το μόνο μέσο για την επαναφορά στην νομιμότητα, για πτχ που έχουν εκπέσει για διάφορους λόγους από αυτήν. Ήτοι το αρ. 19 αποτελεί σήμερα το μόνο εργαλείο που αναγνωρίζει και προβλέπει ο Έλληνας νομοθέτης για την αποκατάσταση και νομιμοποίηση μίας σημαντικής μερίδας πτχ που διαμένουν στην Ελλάδα, της οποίας το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή θα παρέμενε δίχως ουσιαστική προστασία, εφόσον η σχετική διάταξη εξέλειπε ή το ρυθμιστικό της πεδίο περιοριζόταν δραστικά. Λαμβανομένης υπόψιν και της φύσης των μεταναστευτικών ροών που ευρίσκονται στην χώρα, του γεγονότος ότι η πλειοψηφία αυτών έχει δεν εισέλθει στην χώρα τηρουμένων των νόμιμων διαδικασιών και προϋποθέσεων, της χρόνιας αδυναμίας του ελληνικού κράτους να ασκήσει καθοριστικό έλεγχο στην εισροή μεταναστών, αλλά και του όγκου ροών που η χώρα έχει δεχθεί τα τελευταία έτη, συνάγεται ότι το αρ. 19 αποτελεί θεσμό που αναγνωρίζει η ελληνική πολιτεία με καθοριστική σημασία, τόσο για τα έννομα συμφέροντα της ίδιας, όσο και για τα ίδια τα πρόσωπα που η εν λόγω διάταξη αφορά.
Δεδομένης της πρόβλεψης περί δυνατότητας άπαξ χορήγησης της εν λόγω άδειας, πτχ που δύναται να έχει λάβει άδεια εξαιρετικών λόγων κατά το παρελθόν, την οποία και ανανέωνε επί έτη, και ο οποίος εξέπεσε της νομιμότητας της διαμονής του (πχ λόγω μη εμπρόθεσμης ανανέωσης, λόγω μη κατοχής των αναγκαίων ενσήμων για την ανανέωση της άδειάς του κλπ), να μην δύναται να αποκαταστήσει το νόμιμο καθεστώς του στην χώρα λαμβάνοντας εκ νέου άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων. Οφείλει να σημειωθεί ότι στην πρακτική εφαρμογή της εν λόγω δυνατότητας, έχει παρατηρηθεί ότι η εν λόγω πρόβλεψη έχει αποκλείσει από καθεστώς νόμιμης διαμονής πολίτες τρίτων χωρών που έχουν διαμείνει στην Ελλάδα επί σειρά ετών (πολλές φορές πλέον των είκοσι), έχουν εργαστεί στην χώρα επί μακρόν, έχουν διανύσει σε αυτήν το σύνολο της ενήλικης ζωής τους, έχουν γεννήσει και αναθρέψει στην Ελλάδα τα τέκνα τους, και οι οποίοι δεδομένης της πρόβλεψης περί άπαξ χορήγησης της εν λόγω άδειας, αναγκάζονται να παραμείνουν σε καθεστώς παρανομίας στην χώρα όπου έχουν αναπτύξει επί έτη το σύνολο των βιοτικών τους δεσμών.
ΑΡΘΡΟ 134
Πέρα από τον υπέρμετρο περιορισμό για τους λόγους χορήγησης της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους καθώς και την προβληματική διατύπωση για μεγάλο αριθμό περιπτώσεων χορήγησης αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, η πρόβλεψη για κατά περίπτωση / ad hoc και μόνο χορήγηση άδειας διαμονής για λόγους υγείας σε προηγούμενα νόμιμα διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών αποστερεί από αυτούς τη δυνατότητα λήψης επιδομάτων και εν γένει της προστασίας που δικαιούνται, από την στέρηση της ικανότητας να εργάζονται και να απασχολούνται όπως προηγούμενα. Θα έπρεπε να δίνεται η δυνατότητα κατάθεσης για την άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους σε όλους όσοι είχαν στο παρελθόν οποιονδήποτε οριστικό τίτλο διαμονής και ύστερα εξέπεσαν της νομιμότητας και μπορούν να αποδείξουν με οποιοδήποτε τρόπο πως διέμεναν στην Ελλάδα τα τελευταία 7 χρόνια.
Άρθρο 134 Άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους (άδεια διαμονής τύπου «Α»)
•Η διατύπωση της παραγράφου 1 φέρει τον κίνδυνο η χορήγηση της συγκεκριμένης άδειας διαμονής να εναπόκειται πλέον μόνο στην διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε υπουργού.
•Στην παράγραφο 4, στην υποπερίπτωση β προτείνουμε την προσθήκη «φιλοξενούμενοι σε οικοτροφεία που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων, σε ξενώνες φιλοξενίας ασυνόδευτών ανηλίκων και σε διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης που λειτουργούν από Μ.Κ.Ο.» καθώς κρίνουμε ότι η προηγούμενη διατύπωση περιορίζει εξαιρετικά τους δικαιούχους της συγκεκριμένης άδειας.
•Στην ίδια παράγραφο, στην υποπερίπτωση γ προτείνουμε να αφαιρεθεί η φράση «και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας (άδεια διαμονής τύπου «Α.6»)», καθώς καταστρατηγεί το νόημα της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους που στοχεύει στην επαναφορά στη νομιμότητα ατόμων που διαμένουν επί σειρά ετών στην χώρα μετά την απόρριψη αιτήματος για διεθνή προστασία και έχουν αναπτύξει κοινωνικούς και βιοτικούς δεσμούς. Στην ίδια υποπερίπτωση προτείνουμε να αφαιρεθεί και η λέξη «άπαξ» καθώς δεν επιτρέπει σε πολίτες τρίτων χωρών που εξέπεσαν της νομιμότητας να επανενταχθούν στο σύστημα αδειών διαμονής, με τις επακόλουθες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που ένας τέτοιος αποκλεισμός επιφέρει.
•Ομοίως στην ίδια υποπερίπτωση προτείνουμε να τροποποιηθεί η φράση «Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την αρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας.» Ο χρόνος αυτός θα πρέπει να προσμετράται, καθώς ο αιτών διεθνή προστασία διαμένει καθόλα νόμιμα στη χώρα κατά το διάστημα κατά το οποίο εκκρεμεί η εξέταση της αίτησής του. Άλλωστε, τα έγγραφα που εκδίδονται από την Υπηρεσία Ασύλου αποτελούν έγγραφα βέβαιης χρονολογίας. Προτείνουμε λοιπόν να προστεθεί ρητώς ότι «Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την αρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, θα προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας.»
•Προτείνουμε επίσης να αφαιρεθεί η παράγραφος 5. Ως οργάνωση παιδικής προστασίας, από την εμπειρία μας στο πεδίο έχουμε παρατηρήσει ότι οι περισσότεροι ασυνόδευτοι ανήλικοι στερούνται διαβατηρίου και άλλων ταυτοποιητικών εγγράφων, τόσο λόγω της ιδιότητάς τους ως αιτούντες διεθνή προστασία, όσο και εξαιτίας των συνθηκών στην χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής.
Άρθρο 134: Άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους (άδεια διαμονής τύπου «Α»):
Ενώ το άρθρο τιτλοφορείται “άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους”, δεν αναφέρεται στο κείμενο αυτού ποιες είναι οι άδειες διαμονής για εξαιρετικούς λόγους (δεν είναι σαφές αν αναφέρεται,σε αυτές της παραγράφου 4 γ, κατ’ αναλογία με όσα σήμερα ισχύουν υπό άρθρο 19 Ν.4251/2014.
Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει ξεχωριστό άρθρο για τους εξαιρετικούς και ξεχωριστό για τους ανθρωπιστικούς, όπως συμβαίνει και σήμερα με τα αρθ. 19 και 19Α Ν.4251/2014.
Η διαφορά στη διατύπωση ανάμεσα στην παράγραφο 1 όπου αναγράφεται “μπορεί να χορηγείται” και στην παράγραφο 2 όπου αναγράφεται “”χορηγείται” σημαίνει ότι στην παράγραφο 1 υπάρχει διακριτική ευχέρεια του Υπουργού ενώ στην παράγραφο 2 δέσμια αρμοδιότητα; Παρακαλούμε να αποσαφηνιστεί.
Στην παράγραφο 3, εδάφιο β’ η τελευταία λέξη να αντικατασταθεί από “χορηγήθηκαν” σε “χορηγήθηκε”.
Στην παράγραφο 4 γ εδάφιο τελευταίο, η μη συμπερίληψη στην επταετία του χρόνου που διένυσε ο αιτών τη συγκεκριμένη άδεια διαμονής ως αιτών διεθνή προστασία παρίσταται παντελώς ανεπιεικής και εντελώς αδικαιολόγητη.
Στην παράγραφο 5 δεν είναι σαφές ποια είναι τα πρόσωπα που “υπάγονται στο παρόν”. Εννοεί όλες τις αιτήσεις που περιέχονται στο συγκεκριμένο άρθρο, μόνο τις αιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 ή μόνο τις αιτήσεις της παραγράφου 4;
Στην παράγραφο 5, αναφορικά με τις περιπτώσεις που οι αιτούντες άδεια διαμονής κατ’αρθρο 134 δεν διαθέτουν και δεν μπορούν να διαθέτουν διαβατήριο, έχει παρατηρηθεί ότι η σχετική γνώμη της Επιτροπής Μετανάστευσης αργεί πολύ να διατυπωθεί. Επομένως προτείνουμε, τουλάχιστον για τις υποπεριπτώσεις της παρ.4 αα έως αγ και β, η αντικειμενική αδυναμία κατοχής διαβατηρίου να δηλώνεται με υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος και σε περιπτώσεις ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένεια τους παιδιών με υπεύθυνη δήλωση του εντεταλμένου επιτροπείας και αν δεν υφίσταται τέτοιος από το νόμιμο εκπρόσωπο του ανηλίκου. Άλλως η αντικειμενική αδυναμία να διαπιστώνεται με τρόπο που θα είναι λιγότερο χρονοβόρος και από όργανο διάφορο της Επιτροπής Μετανάστευσης.
Η παράγραφος 6 είναι δυνατόν να τροποποιηθεί ως εξής:
“6. Αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής ανηλίκων ή ενηλίκων που αδυνατούν να επιληφθούν των υποθέσεών τους και φιλοξενούνται σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή σε νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, υποβάλλονται από τον οριζόμενο εκπρόσωπο του ιδρύματος ή του νομικού προσώπου. Σε περιπτώσεις ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένειά τους ανηλίκων φιλοξενούμενων σε Κ.Φ.Α.Α. η αίτηση υποβάλλεται από τον εντεταλμένο επίτροπο και αν δεν υφίσταται τέτοιος από τον νόμιμο εκπρόσωπο του ανηλίκου, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθ.1 ιε’ Ν. 4939/2022”
Η διάταξη της παρ. 4γ) για τους λεγόμενους ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ είναι προβληματική. Από τη μία θέτει ως προϋπόθεση να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας και από την άλλη ορίζει ότι ο χρόνος παραμονής βάσει αιτήματος διεθνούς προστασίας στη Χώρα δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας. Με άλλα λόγια ζητάει ουσιαστικά από τους αιτούντες διεθνή προστασία να παραιτηθούν από το αίτημά τους και να μείνουν εντελώς παράνομα στη χώρα για επτά χρόνια πριν καταθέσουν για την κατηγορία Α.6. Επίσης για ποιο λόγο η αρνητική απόφαση επί της αίτησης ασύλου (εκτός αν είναι για λόγους δημόσιας τάξης) να είναι λόγος απόρριψης ως απαράδεκτου του αιτήματος κατηγορίας Α.6 ;
Προβληματική κρίνεται επίσης και η χορήγηση της άδεια εξαιρετικών λόγων άπαξ. Από την άλλη, για να μην υπάρχει κατάχρηση, θα μπορούσαν να μπουν περιορισμοί π.χ. να πρέπει να έχουν περάσει 7 ή 10 χρόνια από τη χορήγηση όμοιας άδειας. Ομοίως πρέπει να μπουν περιορισμοί που να μειώνουν το κίνητρο χρήσης πλαστών δικαιολογητικών (όπως πχ αλλοδαπός που αιτήθηκε άδεια Α.6 και απορριφθηκε λόγω πλαστών να μην μπορεί να ξανακατεθέσει για 5 ή 7 έτη) Αυτό θα μπορούσε να είναι και γενικότερη ρύθμιση, για όλες τις κατηγορίες άδειας
Χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία του Υπουργείου μετανάστευσης και Ασύλου για την αναμόρφωση του ισχύοντος Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (ν. 4251/2014, Α΄ 80), με τον οποίο προβλέπονται διατάξεις για την αναθεώρηση των αδειών διαμονής που χορηγεί η Ελλάδα σε πολίτες τρίτων χωρών και την αναμόρφωση της διαδικασίας χορήγησής τους.
Με το παρόν νομοσχέδιο επιχειρείται στο άρθρο 134, παρ. 4γ, μία συρρίκνωση του δικαιώματος άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους κατά το προηγούμενο άρθρο 19Α, του Ν. 4251/2014. Σκοπός της διάταξης κατά την αρχική εισαγωγή της ήταν η νομιμοποίηση της διαμονής ή η επαναφορά στη νομιμότητα πολιτών τρίτης χώρας που αποδεικνύουν επταετή συνεχή διαμονή στη χώρα. Για την έκδοση της άδειας αυτής ο νομοθέτης ζητά την προσκόμιση εγγράφων βεβαίας χρονολογίας, που αποδεικνύουν την συνεχή επταετή παραμονή στη χώρα. Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου εισάγεται μια πρωτοφανής καινοτομία σύμφωνα με την οποία «Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας». Συνεπώς κατά τον νομοθέτη τα χρόνια κατά τα οποία ο πολίτης τρίτης χώρας βρισκόταν με φυσική παρουσία στην Ελλάδα και μάλιστα υπό την ιδιότητα του αιτούντος άσυλο δεν θα προσμετρώνται στην επταετία. Αυτό άραγε σημαίνει ότι τα έγγραφα που εκδίδονται από την υπηρεσία ασύλου δεν αποτελούν έγγραφα βεβαίας χρονολογίας που αποδεικνύουν την επταετή διαμονή; Στο σημείο αυτό εύλογα τίθεται το ερώτημα τι διαχωρίζει αυτά τα έγγραφα από άλλα δημόσια έγγραφα βεβαίας χρονολογίας που προσμετρώνται στην συμπλήρωση της επταετίας.
Επίσης κατά την άποψή μας η προσθήκη αυτή στο νόμο εισάγει μια δυσμενή διάκριση καθιστώντας δυσχερέστερη τη θέση ενός πολίτη τρίτης χώρας που κατείχε έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα προσωρινό τίτλο νομιμότητας, όπως είναι το δελτίο ασύλου, έναντι άλλου που δεν έκανε καμία απόπειρα νομιμοποίησής του κατά τα τελευταία επτά έτη. Αντιλαμβανόμαστε το κίνητρο της διάταξης αυτής που εισάγεται, σε συνδυασμό με την προσθήκη της φράσης «και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας», η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό των -κατά τη γνώμη σας- καταχρηστικών αιτήσεων ασύλου αλλά στην πραγματικότητα, οι άνω διατάξεις επιφέρουν τιμωρητικές συνέπειες σε πολίτες τρίτης χώρας που ασκούν το δικαίωμά τους να αιτηθούν διεθνή προστασία.
Επιπλέον η προσθήκη της προϋπόθεσης να μη έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας για την κατάθεση αίτησης για άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων χρήζει περαιτέρω διευκρίνισης καθώς δεν αποσαφηνίζεται τι γίνεται αν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας. Στην τελευταία περίπτωση ο πολίτης τρίτης χώρας θα απωλέσει οριστικά το δικαίωμά του στην κατάθεση αίτησης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους? Η διάταξη σχετικά με τον περιορισμό του δικαιώματος των αιτούντων άσυλο που το αίτημά τους έχει απορριφθεί σε Β’ Βαθμό, να αιτηθούν την άδεια για εξαιρετικούς λόγους, προσκρούει σε θεμελιώδεις διατάξεις της ΕΣΔΑ και ειδικότερα στις διατάξεις για το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Αναφορικά με την έννοια του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, αυτό περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ανθρώπου να ιδρύει και να αναπτύσσει σχέσεις με άλλα πρόσωπα. Ειδικότερα μπορεί να περιλαμβάνει πλευρές της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου και αποτελείται από ένα δίκτυο προσωπικών, κοινωνικών, οικονομικών σχέσεων ή δεσμών μεταξύ του εγκατεστημένου πολίτη τρίτης χώρας και της τοπικής κοινότητας (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Uner V. The Netherlands, No 46410/99, παρ. 59 και 69, από 18.10.2006). Η ως άνω εισαγόμενη διάταξη στο σημείο αυτό του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, επιδιώκει έτι περαιτέρω τον διαχωρισμό αιτούντων άσυλο και μεταναστών, η οποία με σαφήνεια και συνέπεια έχει εκφραστεί σε όλα τα προηγούμενα νομοθετήματα, άλλοτε ως προς τις διαδικασίες υποδοχής και εξέτασης του αιτήματος ασύλου και άλλοτε ως προς τις διατάξεις που αφορούν στην ένταξη. Αυτή την φορά εισβάλει στον πυρήνα της «ένταξης», καθιστώντας ανενεργή και μη συνεκτιμώμενη την προσπάθεια ένταξης των αιτούντων άσυλο όσο χρόνο διαρκεί η εξέταση του αιτήματος ασύλου τους, παρακάμπτοντας έτσι το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Κατά την ίδια λογική, διαφωνούμε με την διάταξη που ορίζει ότι το δικαίωμα σε άδειας διαμονή για εξαιρετικούς λόγους χορηγείται άπαξ καθώς, συχνά, οι πολίτες τρίτης χώρας εκπίπτουν από τη νομιμότητα για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά τους (λόγου χάρη γιατί δεν έχουν αρκετά ένσημα να ανανεώσουν την άδεια διαμονής) και η δυνατότητα επαναφοράς στη νομιμότητα είναι σημαντική, αφενός γιατί εμποδίζει τις καταστάσεις legal limbo και αφετέρου γιατί διασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχιση της ενταξιακής διαδικασίας.
Στο άρθρο 134, παρ. 4αα, που προβλέπει άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε ανήλικους πολίτες τρίτων χωρών, ανίκανους να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους εξαιτίας λόγων υγείας ή ανήλικους που αποδεδειγμένα χρήζουν προστατευτικών μέτρων και φιλοξενούνται από ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, εφόσον η επιστροφή τους σε ασφαλές περιβάλλον είναι αδύνατη, προτείνουμε να συμπεριληφθούν οι ανήλικοι που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ήτοι σε ξενώνες και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης.
Επίσης στο άρθρο 134, παρ 4β, που προβλέπει άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε ανήλικους φιλοξενούμενους σε οικοτροφεία που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων, προτείνουμε να συμπεριληφθούν οι ανήλικοι που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ήτοι σε ξενώνες και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης.
Σε σχέση με τη παράγραφο 6 του άρθρου 134 που ορίζει ότι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής ανηλίκων ή ενηλίκων που αδυνατούν να επιληφθούν των υποθέσεών τους και φιλοξενούνται σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή σε νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, υποβάλλονται από τον οριζόμενο εκπρόσωπο του ιδρύματος ή του νομικού προσώπου, προτείνουμε να τροποποιηθεί, ώστε να ορίζει: «Σε περιπτώσεις ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένειά τους ανηλίκων φιλοξενούμενων σε οποιαδήποτε μορφή στέγασης από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 65 παρ.1 Ν.4939/2022 τη σχετική αίτηση θα μπορεί να την καταθέσει η εντεταλμένος επίτροπος ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου».
Άρθρο 134 : Άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους
-> παρ. 4β. Στην εν λόγω διάταξη θα πρέπει να διευκρινιστεί αν στα οικοτροφεία περιλαμβάνονται οι δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανήλικων παιδιών.
->παρ. 4γ. -> Το εν λόγω άρθρο είναι άκρως προβληματικό, καθώς προβλέπει πώς υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να υποβάλουν αίτημα 3 ετούς άδειας διαμονής, μόνο εάν δεν έχει απορριφθεί η αίτηση ασύλου τους.Επιπρόσθετα και σε αντίθεση με τον προηγούμενο νόμο, προβλέπει ότι για τη συμπλήρωση της 7ετίας, δεν θα προσμετράται ο χρόνος παραμονής των υπηκόων τρίτων χωρών ως αιτούντων άσυλο.
-> Προτείνουμε να απαλειφθεί η προϋπόθεση της μη έκδοσης τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης ασύλου καθώς και το τελευταίο εδάφιο αναφορικά με τη μη προσμέτρηση του χρόνου παραμονής τους, ως αιτούντων άσυλο.
Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, προϋπόθεση για την απόκτηση της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους είναι να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας ενώ, μάλιστα, διευκρινίζεται πως σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας!
Από κανένα σημείο του παρόντος, ούτε από την αιτιολογική έκθεση αλλά ούτε και από το άρθρο πρώτο του νομοσχεδίου όπου αποτυπώνεται ο σκοπός αυτού, δεν προκύπτει η ανάγκη επιπλέον συρρίκνωσης έως ουσιαστικής κατάργησης της ΜΟΝΗΣ δυνατότητας ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ νομιμοποίησης υτχ, αυτή της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο, ο σκοπός του νομοσχεδίου «είναι η αναμόρφωση του Κώδικα Μετανάστευσης και η συμπερίληψη σε αυτόν του συνόλου των αδειών διαμονής που χορηγούνται από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές σε πολίτες τρίτων χωρών ώστε να διασφαλίζονται η πληρέστερη ανταπόκριση της μεταναστευτικής πολιτικής στις σύγχρονες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας, καθώς και η απλούστευση, η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των διαδικασιών». Με ποιον ακριβώς τρόπο η εξαίρεση από την προσμέτρηση της 7ετίας του χρονικού διαστήματος που κάποιος έμενε νόμιμα στη χώρα έστω με προσωρινό τίτλο, ήτοι αυτόν του ΔΑΔΠ και συνεπώς εργαζόταν νόμιμα, πλήρωνε φόρους, ασφαλιζόταν εξυπηρετεί τη μεταναστευτική πολιτική της χώρας;
Η ως άνω εισαγόμενη διάκριση παραβιάζει ευθέως την καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας που αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Πώς είναι δυνατό να μην θεωρείται ότι η ρύθμιση αυτή εισάγει διάκριση στο πρόσωπο των πρώην αιτούντων άσυλο όταν ένας πολίτης τρίτης χώρας που δεν αιτήθηκε ποτέ άσυλο στη χώρα, ήτοι έμεινε 7 χρόνια τελείως παράτυπα, θα δικαιούται να νομιμοποιηθεί σε αντίθεση με έναν που διέμενε έστω προσωρινά νόμιμα σε αυτή;
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- συρρίκνωση του δικαιώματος νομιμοποίησης το πρώτον υτχ που διαμένουν χρόνια στη χώρα και δη η εισαγωγή διακριτικής μεταχείρισης στο πρόσωπο των υτχ που στο παρελθόν συνιστούσαν αιτούντες άσυλο και διέμεναν στη χώρα ως τέτοιοι πέραν του ότι εγείρει σημαντικούς προβληματισμούς σε σχέση με τη συνταγματικότητά της, θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ελληνική κοινωνία αφού θα εξωθήσει χιλιάδες υτχ που όλο αυτό το διάστημα διέμεναν στην ελληνική επικράτεια περιμένοντας να νομιμοποιηθούν οριστικά στην παρανομία. Δεν υπάρχει υτχ που από το 2016 να μην έχει διαμείνει στην Ελλάδα ένα – μεγαλύτερο ή μικρότερο – διάστημα της ζωής του ως αιτών άσυλο, απεναντίας, το σύνηθες είναι σημαντικό κομμάτι της 7ετίας – αν όχι όλο – να αποδεικνύεται από έγγραφα που κάποιος έχει εκδώσει ως αιτών άσυλο, τα οποία μάλιστα αποτελούσαν μέχρι και σήμερα τα πιο ισχυρά έγγραφα «βέβαιης χρονολογίας». Η εξώθηση στην παρανομία χιλιάδων αλλοδαπών θα δημιουργήσει έντονες πιέσεις στην ελληνική κοινωνία (επιβάρυνση φορολογικού και κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, εγκληματικότητα, μαύρη εργασία που οδηγεί σε συνολική πτώση των ημερομισθίων, γκετοποίηση, ριζοσπαστισμός) αλλά και θα βυθίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους σε ακόμη πιο ευάλωτη θέση (ενίσχυση των δικτύων διακινητών για μετεγκατάστασή τους σε άλλη χώρα της Ευρώπης, εργασιακή εκμετάλλευση – μαύρη εργασία, trafficking, φτώχεια).
Δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε την περίπτωση χορήγησης/ανανέωσης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους – εργατικό ατύχημα/λόγοι υγείας
Επί της αρχής, παρατηρείται υπέρμετρος περιορισμός στη χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους. Επίσης, νομοτεχνικά παρατηρείται κακή διατύπωση, ασάφειες και λάθη σε αρκετά σημεία του παρόντος άρθρου (πχ. η λανθασμένη αρίθμηση των περιπτώσεων της παρ. 4). Τέλος, δεν έχει προβλεφθεί ρητώς ότι για τις άδειες διαμονής που χορηγούνται στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου παρέχεται πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Ειδικότερα:
-παρ 1, Ανθρωπιστικοί λόγοι σε αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 19Α του Ν. 4251/2014, όπως ισχύει: Η νέα διατύπωση “μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής κατά περίπτωση/ad hoc για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως” δημιουργεί τον κίνδυνο η παροχή της εν λόγω άδειας διαμονής να είναι δυνητική και να εναπόκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού.
Επίσης, είναι λιγότερο αναλυτική από την προηγούμενη όσον αφορά την περιγραφή των κατηγοριών. Με βάση τις δύο παραπάνω παρατηρήσεις χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί με βάση όσα προβλέπονται στο ισχύον άρθρο 19Α. Παρόλα αυτά, είναι θετική η τροποποίηση ότι πλέον οι σοβαροί λόγοι υγείας προτείνεται να συμπεριλαμβάνονται στην παρ. 1. Μέσω αυτής της πρόβλεψης δύνανται να διασφαλιστούν ως προς το καθεστώς διαμονής τους ευάλωτες ομάδες πτχ, που με το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν εμπίπτουν σε καμία άδεια διαμονής.
-παρ 4, περίπτωση γ, Εξαιρετικοί λόγοι σε αντικατάσταση του άρθρου 19 του Ν.4251/2014, όπως ισχύει. Η νέα διατύπωση θέτει δυσανάλογους περιορισμούς στη δυνατότητα χορήγησης της εν λόγω άδειας:
α) δύναται να χορηγηθεί ΜΟΝΟ εφόσον “δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας”
β) “Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας”.
Αυτές οι δύο διατυπώσεις θα πρέπει να απαλειφθούν, καθώς θέτουν αυτομάτως εκτός της διαδικασίας τη συντριπτική πλειονότητα πτχ χωρίς χαρτιά, οι οποίοι είχαν υποβάλει στο παρελθόν αίτηση ασύλου κατά την είσοδό τους στη χώρα και τώρα πλέον τεκμηριώνουν επταετία βάσει και αυτών των χρόνων.
Επίσης, να απαλειφθεί το “άπαξ”, το οποίο έχει ήδη θέσει αδίκως εκτός διαδικασίας πτχ που είχαν λάβει άδεια για εξαιρετικούς λόγους κάποια στιγμή κατά το παρελθόν (ακόμα και σε αυτούς που είχαν λάβει άδειες πριν τον Ν. 4251/2014, βάσει της παρ. 2 του αρ. 44 του Ν.3386/2005). Ενδεικτικά, το “απαξ” έχει λειτουργήσει ως ανυπέρβλητο εμπόδιο για όσες/όσους εξέπεσαν για διάφορους λόγους της νόμιμης διαμονής τους, ειδικά μετά τα δύο έτη πανδημίας, και πλέον δεν έχουν τη δυνατότητα να καταθέσουν για καμία άδεια διαμονής.
Τέλος, μια βελτιωτική προσθήκη που προτείνεται να προβλεφθεί είναι η εξής: Κατά την κατάθεση της αίτησης, αντί για χορήγηση απλής απόδειξης παραλαβής αιτήματος πρέπει να χορηγείται κανονική βεβαίωση κατάθεσης, σε όσους είχαν κατά το παρελθόν οποιονδήποτε οριστικό τίτλο διαμονής και ύστερα εξέπεσαν της νομιμότητας. Αυτή η δυνατότητα, άλλωστε, προβλεπόταν και βάσει των σχετικών διατάξεων του Ν. 4332/2015 έως το 2018.
Μέρος Ζ. Άρθρο 134. Παράγραφος 4.
Στο άρθρο αυτό ορίζεται η διαμονή για εξαιρετικούς ανθρωπιστικούς λόγους. Ωστόσο, στην παράγραφο 4, αναφέρεται που ορίζονται οι ειδικές κατηγορίες και ειδικά στο στοιχείο γ’, ορίζεται πως ενόσω τούτο μπορεί να συμβαίνει για «πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη», στο τέλος του στοιχείου γ’, συμπληρώνεται πως «Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022 , δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας». Θεωρούμε αυτή τη προσέγγιση εντελώς λανθασμένη και εντελώς παράλογη – ένα πρόσωπο που διατελεί αιτών διεθνούς προστασίας διαμένει απολύτως νομίμως στη χώρα, και κρίνουμε ως απαραίτητο να προσμετράται ο χρόνος που το πρόσωπο είχε κάνει αίτημα ασύλου στην επταετία. Προτείνουμε την τροποποίηση του τέλους του στοιχείο γ’ ως ακολούθως:
[…] Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας.
Άρθρο 134 παρ. 4β
Θεωρούμε ότι απαραίτητο είναι να συμπεριλαμβάνονται στη διάταξη και οι ξενώνες και τα διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης για ασυνόδευτα ανήλικα άτομα που λειτουργούν στο πλαίσιο προγραμμάτων των ΜΚΟ. Προτείνουμε αυτό να διατυπώνεται σαφώς στη διάταξη η οποία να συμπληρωθεί ως εξής:
Ανήλικοι φιλοξενούμενοι σε οικοτροφεία που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων συμπεριλαμβανομένων των ξενώνων και των διαμερισμάτων ημιαυτόνομης διαβίωσης για ασυνόδευτα ανήλικα άτομα που διαχειρίζονται οι Μ.Κ.Ο.
Άρθρο 134 παρ. 5
Αναφορικά με τα ασυνόδευτα ανήλικα άτομα, από την εμπειρία μας στο πεδίο γνωρίζουμε ότι στην πλειοψηφία τους στερούνται διαβατηρίων ή άλλων νομιμοποιητικών εγγράφων και θεωρούμε ότι αυτή η προϋπόθεση θα έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από μια ομαλή κοινωνική ένταξη.
Είναι προβληματικό να χορηγείται άπαξ η άδεια διαμονής για Εξαιρετικους λόγους. Μπορεί για οποιαδήποτε αιτία να μην μπόρεσε να ανανεώσει την άδεια διαμονής του ή να την έχει απωλέσει για λόγους όπως είναι η μη προσκόμιση κάποιου δικαιολογητικού που του ζητήθηκε να καταθέσει. Έχουμε ήδη πολλούς πολίτες που είχαν καταθέσει μια φορά για Εξαιρετικους και δεν μπορούν να λάβουν ξανά άδεια διαμονής και μένουν στη χώρα παράνομα. Θα πρέπει να γίνει αλλαγή της ρύθμισης και να έχουν δικαίωμα να ξανά καταθέτουν μετά την πάροδο τουλάχιστον 4 ετών από τότε που είχαν λάβει την προηγούμενη άδεια διαμονής για Εξαιρετικους λόγους. Είναι ένας εύλογος χρόνος και αποδεικνύει ο πολίτης τρίτης χώρας ότι δεν έχει διακόψει τους δεσμούς με την χώρα.
Άρθρο 134 – Άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους
Άρθρο 134 παρ. 4γ «πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας ή είναι γονείς ανήλικου ημεδαπού και προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το/τα τέκνο/α και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας (άδεια.
Αντί το προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το τέκνο, ορίστε υποχρεωτικά να προσκομίζουν DNA που τεκμηριώνει τη γονική σχέση με το τέκνο. Από την αρχή χωρίς γραφειοκρατία.
αρθρο 134
Δεν προσμετράται στην 7ετία για Εξαιρετικούς λόγους η παραμονή ως αιτών άσυλο. Δεν είναι κατανοητή αυτή η διάκριση, όταν το πνεύμα του νόμου είναι αυτή καθαυτή η παραμονή και ένταξη στην ελληνική κοινωνία.
άρθρο 134
Η απόλυτη ευχέρεια του Υπουργού να χορηγεί άδεια για ανθρωπιστικούς λόγους είναι προβληματική αν προηγουμένως δεν υπάρχει υποχρεωτική εισήγηση από την Επιτροπή
Να προβλεφθεί ρήτρα για τους αιτούντες άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους η οποίοι καταθέτουν και απορρίπτονται επειδή χρησιμοποιούν πλαστά έγγραφα και στην συνέχεια ξανακαταθέτουν σε άλλη υπηρεσία της χώρας αίτηση και λαμβάνουν άδεια είτε απορρίπτονται εκ νέου για χρήση πλαστού εγγράφου. Δυστυχώς υπάρχουν αιτούντες οι οποίοι επαναλαμβανόμενα καταθέτουν τέτοιες αιτήσεις.