ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ AΔΕΙΩΝ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
(ΑΔΕΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΤΥΠΟΥ «Ο»)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄
ΕΙΣΔΟΧΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2003/86/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 22ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003
(ΑΔΕΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΤΥΠΟΥ «Ο.1»)
Άρθρο 83
Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 3 Οδηγίας 2003/86)
1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται όταν ο συντηρών κατέχει άδεια διαμονής που έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, διάρκειας ισχύος τουλάχιστον δύο (2) ετών, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εφόσον τα μέλη της οικογένειάς του είναι πολίτες τρίτης χώρας, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους.
2. Τα άρθρα 84 έως 90 δεν εφαρμόζονται όταν ο συντηρών:
α. έχει υποβάλει αίτηση να του αναγνωρισθεί η ιδιότητα του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, επί της οποίας δεν έχει ακόμα εκδοθεί η σχετική απόφαση,
β. έχει λάβει άδεια διαμονής δυνάμει προσωρινής προστασίας ή ζητεί άδεια να διαμείνει με αυτό το καθεστώς και αναμένει την έκδοση σχετικής απόφασης,
γ. έχει λάβει άδεια διαμονής στην Ελλάδα δυνάμει επικουρικών μορφών προστασίας ή ζητεί άδεια να διαμείνει με αυτό το καθεστώς και αναμένει την έκδοση σχετικής απόφασης.
3. Τα άρθρα 84 έως 90 δεν εφαρμόζονται στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Τα άρθρα 84 έως 90 εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων:
α. διμερών και πολυμερών συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών – μελών της, αφενός, και τρίτων χωρών, αφετέρου,
β. του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη της 18ης Οκτωβρίου 1961 [ν. 1426 /1984, (Α’ 32)].
Άρθρο 84
Προϋποθέσεις για την οικογενειακή επανένωση
(άρθρα 5, 7 και, 8 Οδηγίας 2003/86)
1. Ο πολίτης τρίτης χώρας που κατοικεί νόμιμα στην Ελλάδα για διάστημα δύο (2) ετών δικαιούται να ζητήσει, κατόπιν αίτησής του, την είσοδο και διαμονή στη χώρα των μελών της οικογένειάς του. Η αίτηση υποβάλλεται και εξετάζεται όταν τα μέλη αυτά διαμένουν εκτός της ελληνικής επικράτειας. Τυχόν διαμονή των μελών αυτών στην ελληνική επικράτεια, πριν την υποβολή της αίτησης για οικογενειακή επανένωση, δεν αποτελεί λόγο που παρακωλύει την υποβολή της αίτησης.
2. Για την άσκηση του δικαιώματος της παρ. 1, ο συντηρών αποδεικνύει την οικογενειακή σχέση με τα μέλη της οικογένειάς του για τα οποία ζητεί την επανένωση στην Ελλάδα, καθώς και ότι πληροί ο ίδιος, σωρευτικά, τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
α. διαθέτει κατάλυμα ικανό να καλύψει τις ανάγκες του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του για τα οποία ζητεί την επανένωση,
β. διαθέτει προσωπικό εισόδημα σταθερό και τακτικό, επαρκές για τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του, το οποίο δεν προέρχεται από προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής της χώρας. Το εισόδημα αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τις ετήσιες απολαβές του αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) για τον ή τη σύζυγο και κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για κάθε τέκνο. Η ανωτέρω προσαύξηση του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για κάθε τέκνο δεν απαιτείται αν και οι δύο (2) σύζυγοι διαμένουν νομίμως στην Ελλάδα,
γ. διαθέτει πλήρη ασφάλιση ασθενείας ως προς το σύνολο των κινδύνων που καλύπτονται για τις αντίστοιχες κατηγορίες εργαζομένων ημεδαπών, η οποία να μπορεί να καλύψει και τα μέλη της οικογένειας του.
3. Σε περίπτωση πολυγαμίας, αν ο συντηρών έχει ήδη σύζυγο που ζει μαζί του στην Ελλάδα, δεν επιτρέπεται η οικογενειακή επανένωση με άλλη σύζυγο.
Δεν επιτρέπεται η οικογενειακή επανένωση ανήλικων τέκνων του συντηρούντος και άλλης συζύγου, εκτός των περιπτώσεων που του έχει ανατεθεί νομίμως η επιμέλεια.
4. Για τη διακρίβωση ύπαρξης της οικογενειακής σχέσης, το αρμόδιο όργανο μπορεί να καλεί τον συντηρούντα σε προσωπική συνέντευξη και να διενεργεί οποιαδήποτε άλλη έρευνα κρίνεται αναγκαία και η αίτηση του συντηρούντος να συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, όπως ορίζονται στην απόφαση της παρ. 1 του άρθρου 178.
Άρθρο 85
Υποβολή και εξέταση της αίτησης για έγκριση της οικογενειακής επανένωσης
(άρθρα 5, 6 και 13 Οδηγίας 2003/86)
1. Ο συντηρών καταθέτει, μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, αίτηση οικογενειακής επανένωσης, που συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά σύμφωνα με το άρθρο 10.
2. Η Υπηρεσία που είναι αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος υποχρεούται να ζητήσει άμεσα τη γνώμη της οικείας αστυνομικής αρχής για θέματα που αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, καθώς και τη γνώμη της αρμόδιας ελληνικής προξενικής αρχής, με σκοπό τη διακρίβωση ύπαρξης της οικογενειακής σχέσης, ιδίως μέσω προσωπικών συνεντεύξεων με τα μέλη της οικογένειας και την εξέταση κινδύνων που προκύπτουν για τη δημόσια υγεία. Μη εμφάνιση των μελών της οικογένειας, των οποίων την είσοδο έχει αιτηθεί ο συντηρών, σε κλήση για συνέντευξη, στην οικεία προξενική αρχή καθιστά το αίτημα μη παραδεκτό. Οι ανωτέρω γνώμες παρέχονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με τον σύνθετο χαρακτήρα της εξέτασης, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παρατείνεται για διάστημα τριάντα (30) ημερών. Ο πλήρης φάκελος του αιτούντος οικογενειακή επανένωση αποστέλλεται στο οικείο Προξενείο από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποστέλλονται σε κάθε περίπτωση, προς τα οικεία προξενεία και κατάλογοι με τους πολίτες, οι οποίοι έχουν καταθέσει αίτηση για οικογενειακή επανένωση. Η αρμόδια Υπηρεσία εξετάζει την αίτηση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 84. Κατά την εξέταση της αίτησης για οικογενειακή επανένωση εκτιμάται ιδιαιτέρως το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων.
3. Η αρμόδια Υπηρεσία, αφού λάβει υπόψη τις ανωτέρω γνώμες, εκδίδει σχετική απόφαση έγκρισης για οικογενειακή επανένωση και τη διαβιβάζει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην οικεία ελληνική προξενική αρχή, η οποία, εφόσον το αίτημα έχει γίνει δεκτό και πληρούνται οι λοιποί όροι εισόδου, χορηγεί, στα μέλη της οικογένειας, τις απαιτούμενες ειδικές θεωρήσεις εισόδου, με την επιφύλαξη του άρθρου 82 του ν. 3386/2005 (Α’ 212), περί απαγόρευσης εισόδου.
Άρθρο 86
Χορήγηση της άδειας διαμονής
(άρθρο 5 Οδηγίας 2003/86)
1. Κάθε μέλος της οικογένειας, μετά από την είσοδό του στη χώρα και πριν από τη λήξη της θεώρησης εισόδου, υποβάλλει αίτηση για χορήγηση της οικείας άδειας διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 10. Για τα ανήλικα τέκνα, η αίτηση υποβάλλεται από εκείνον που ασκεί την επιμέλεια και χορηγείται ατομική άδεια διαμονής.
2. Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας διαμονής συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά της απόφασης της παρ. 1 του άρθρου 178. Η άδεια διαμονής χορηγείται με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά περίπτωση.
3. Η διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης ολοκληρώνεται το αργότερο μέσα σε εννέα (9) μήνες αφότου υποβλήθηκε η αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 85 για την έγκριση της οικογενειακής επανένωσης. Σε περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών λόγων, η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να παρατείνεται έως τρεις (3) μήνες ακόμη.
Άρθρο 87
Διάρκεια και ανανέωση άδειας διαμονής
(άρθρα 13 και 16 Οδηγίας 2003/86)
1. Στα μέλη της οικογένειας χορηγείται αρχική άδεια διαμονής με ημερομηνία λήξης αυτήν της άδειας διαμονής του συντηρούντος. Κατά την ανανέωση, η άδεια διαμονής των μελών ακολουθεί την τύχη της άδειας διαμονής του συντηρούντος.
Αν ο συντηρών αποκτήσει την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος, η άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας του ανανεώνεται ανά τριετία.
Αν ο συντηρών έχει ήδη αποκτήσει την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος, η αρχική άδεια διαμονής στα μέλη της οικογένειάς του για τα οποία έχει αιτηθεί οικογενειακής επανένωσης χορηγείται για τρία (3) έτη και ανανεώνεται ανά τριετία.
2. Για την ανανέωση της άδειας διαμονής, ο συντηρών αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να διατηρεί την οικογενειακή σχέση με τα συντηρούμενα μέλη της οικογένειάς του και ότι έχει εκπληρώσει τις ασφαλιστικές και φορολογικές του υποχρεώσεις.
3. Το μέλος της οικογένειας, που επιθυμεί την ανανέωση της άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης υποχρεούται, πριν από τη λήξη της, να καταθέσει αίτηση στο αρμόδιο, κατά περίπτωση, όργανο, που συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.
Άρθρο 88
Απόρριψη αίτησης, ανάκληση ή μη ανανέωση άδειας διαμονής
(άρθρα 5, 6, 16, 17 Οδηγίας 2003/86)
1. Η άδεια διαμονής για οικογενειακή επανένωση δεν χορηγείται, ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Συντρέχει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η εξέταση λόγων που αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια αποτελεί προαπαιτούμενο στοιχείο κατά την έγκριση της οικογενειακής επανένωσης και την αρχική χορήγηση της άδειας διαμονής στα μέλη της οικογένειας,
β. συντρέχουν λόγοι δημόσιας υγείας,
γ. ο συντηρών και τα μέλη της οικογένειάς του έπαυσαν να διάγουν πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο,
δ. αποδειχθεί, από επίσημο έγγραφο αρμόδιας ελληνικής αρχής ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα, ότι διαπράχθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο απάτη ή χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα,
ε. διαπιστωθεί ότι η οικογενειακή σχέση, ιδίως ο γάμος, η υιοθεσία ή η αναγνώριση τέκνων έχει συναφθεί με σκοπό την καταστρατήγηση του παρόντος, προκειμένου να επιτευχθεί η είσοδος ή διαμονή στη χώρα ή η διαμονή του συντηρούντος τερματισθεί και το μέλος της οικογένειας δεν διαθέτει αυτοτελές δικαίωμα διαμονής.
2. Κατά την ανάκληση ή τη μη ανανέωση της άδειας διαμονής μέλους της οικογένειας του συντηρούντος για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, εξετάζονται, πέραν των περιπτώσεων της παρ. 1, καθώς και του άρθρου 8, η σοβαρότητα ή το είδος του αδικήματος που διαπράχθηκε και οι κίνδυνοι που προέρχονται από αυτό το άτομο.
3. Έλεγχοι μπορούν να διενεργούνται σε κάθε περίπτωση που περιέρχεται στη γνώση των υπηρεσιών και για οποιοδήποτε περιστατικό που μπορεί να δικαιολογήσει ανάκληση της άδειας διαμονής.
4. Για την απόρριψη αίτησης, την ανάκληση ή την άρνηση ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του, συνεκτιμώνται ο χαρακτήρας και η σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου, η διάρκεια διαμονής του στη χώρα, καθώς και η ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του.
Άρθρο 89
Δικαιώματα και υποχρεώσεις μελών οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας
(άρθρο 14 Οδηγίας 2003/86)
1. Τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος έχουν, εξίσου με αυτόν, δικαίωμα:
α. πρόσβασης στην εκπαίδευση,
β. πρόσβασης σε εξαρτημένη εργασία,
γ. πρόσβασης στον επαγγελματικό προσανατολισμό, τη βασική και περαιτέρω κατάρτιση, καθώς και την επανακατάρτιση.
2. Οι κάτοχοι αδειών διαμονής για οικογενειακή επανένωση υπόκεινται στα γενικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών τρίτων χωρών, σύμφωνα με τον παρόντα.
Άρθρο 90
Αυτοτελής άδεια διαμονής μελών οικογένειας
(άδεια διαμονής τύπου «Ο.2»)
(άρθρο 15 Οδηγίας 2003/86)
1. Το αργότερο έπειτα από πέντε (5) έτη διαµονής στην Ελλάδα και εφόσον στο µέλος της οικογένειας δεν έχει χορηγηθεί άδεια διαµονής για άλλους λόγους εκτός της οικογενειακής επανένωσης, ο/η σύζυγος ή σύντροφος και το τέκνο που έχει ενηλικιωθεί δικαιούνται, κατόπιν αίτησής τους, να αποκτήσουν αυτοτελή άδεια διαμονής στην Ελλάδα.
2. Αυτοτελής άδεια διαμονής μπορεί να χορηγείται στα πρόσωπα που έχουν εισέλθει στη χώρα δυνάμει οικογενειακής επανένωσης στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. θανάτου του συντηρούντος, εφόσον τα μέλη της οικογένειας διαμένουν στη χώρα τουλάχιστον επί ένα (1) έτος πριν τον θάνατο του,
β. σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή αποδεδειγμένης διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, εφόσον:
βα. Ο γάμος διήρκεσε, έως την έναρξη της δίκης έκδοσης διαζυγίου ή τη λύση του γάμου στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου, σύμφωνα με το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα, ή ακύρωσης του γάμου ή αποδεδειγμένης διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, επί τρία (3), τουλάχιστον, έτη από τα οποία το ένα (1) έτος έχει διανυθεί στη χώρα,
ββ. συντρέχουν ιδιαιτέρως δυσχερείς καταστάσεις, όπως σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας υπήρξε θύμα οικογενειακής βίας, ενόσω υφίστατο ο γάμος.
3. Η διάρκεια της αυτοτελούς άδειας διαμονής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. Κάτοχοι αυτοτελούς άδειας διαμονής δύνανται να υποβάλουν οποτεδήποτε εντός του διαστήματος ισχύος της, αίτηση για μεταβολή κατηγορίας, σύμφωνα με το άρθρο 12.
4. Το δικαίωμα διαμονής των ανήλικων τέκνων ακολουθεί την τύχη του δικαιώματος διαμονής του γονέα, στον οποίον έχει ανατεθεί η επιμέλεια.
5. Για τα τέκνα που ενηλικιώνονται, η αυτοτελής άδεια διαμονής είναι τριετής και ανανεώνεται για άλλα τρία (3) έτη, με μόνη υποχρέωση την προσκόμιση της προηγούμενης αυτοτελούς άδειας διαμονής. Περαιτέρω ανανέωσή της επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 11.
6. Η αίτηση για τη χορήγηση αυτοτελούς άδειας διαμονής υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 85 και συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά της απόφασης της παρ. 1 του άρθρου 178.
7. Η αυτοτελής άδεια διαμονής παρέχει στον κάτοχό της δικαίωμα άμεσης πρόσβασης στην εξαρτημένη εργασία, καθώς και σε σπουδές σε οποιαδήποτε βαθμίδα εκπαίδευσης.
8. Η παρ. 5 καταλαμβάνει κάθε πολίτη τρίτης χώρας που κατά την ενηλικίωσή του διέμενε νόμιμα στην Ελλάδα με οριστικό τίτλο νόμιμης διαμονής, ανεξάρτητα από την αρχή έκδοσής του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄ – ΕΘΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ
Άρθρο 91
Εξαιρετικές προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής
Η παρ. 5 του άρθρου 90 καταλαμβάνει κάθε πολίτη τρίτης χώρας που κατά την ενηλικίωσή του διέμενε νόμιμα στην Ελλάδα με οριστικό τίτλο νόμιμης διαμονής, ανεξάρτητα από την αρχή έκδοσής του.
Άρθρο 92
Ρυθμίσεις οικογενειακής επανένωσης με σύσταση της οικογένειας στην Ελλάδα
1. Σε περιπτώσεις τέλεσης γάμου ή σύναψης συμφώνου συμβίωσης στην Ελλάδα μεταξύ πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα με άδεια διαμονής, στον ένα εκ των συζύγων ή συντρόφων και στα μέλη της οικογένειάς τους, που διαμένουν ήδη νόμιμα στη χώρα μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής για οικογενειακή επανένωση.
2. Η διαμονή των ανήλικων τέκνων που γεννώνται στην Ελλάδα καλύπτεται από την άδεια διαμονής του συντηρούντος γονέα μέχρις ότου υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αυτά.
Άρθρο 93
Αρχική χορήγηση Δελτίου Διαμονής σε μέλη οικογένειας Έλληνα
(άδεια διαμονής τύπου «Ο.3»)
1. Σε πολίτες τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογένειας Έλληνα, σύμφωνα με την περ. λζ’ του άρθρου 4 και εισέρχονται στην Ελλάδα, με ομοιόμορφη θεώρηση εισόδου ή θεώρηση εισόδου περιορισμένης εδαφικής ισχύος, όπου αυτή απαιτείται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 1.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 539/2001 χορηγείται «Δελτίο Διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα» (άδεια διαμονής τύπου «Ο.3»), υπό την προϋπόθεση σταθερής διαμονής τους στη χώρα.
2. Δελτίο διαμονής (άδεια διαμονής τύπου «Ο.3») χορηγείται και σε γονείς ανήλικων ημεδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως του τρόπου κτήσης εκ μέρους των τέκνων τους της ελληνικής ιθαγένειας. Το ίδιο δελτίο διαμονής χορηγείται και σε ανήλικα αδέλφια των ως άνω ημεδαπών. Το δικαίωμα διαμονής των αδελφών Έλληνα ηλικίας μικρότερης του εικοστού πρώτου έτους είναι τα πέντε (5) έτη. Εφόσον η αίτηση υποβάλλεται είτε ταυτόχρονα με αυτή του συντηρούντος είτε μεταγενέστερα, στο τέκνο χορηγείται δελτίο διαμονής διάρκειας πέντε (5) ετών, μετά τη λήξη του οποίου μπορεί να μεταβεί στην άδεια διαμονής τύπου «Μ.2» του άρθρου 162. Το δελτίο διαµονής χορηγείται για πέντε (5) έτη, ανεξαρτήτως εάν η λήξη του υπερβαίνει τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας των τέκνων. Εάν η λήξη του δελτίου διαμονής υπολείπεται της συμπλήρωσης του εικοστού πρώτου έτους και ως εκ τούτου υπολείπεται χρονικό διάστηµα για τη συµπλήρωση της πενταετίας που οδηγεί στην άδεια διαμονής τύπου «Μ.2» του άρθρου 162, το δελτίο διαµονής ανανεώνεται για µία (1) επιπλέον πενταετία.
3. Ο/η σύζυγος ή ο/η συμβίος, με τον/την οποίο/α, ο/η Έλληνας/Ελληνίδα πολίτης έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης, εφόσον τούτο καταρτίστηκε στην Ελλάδα ή ενώπιον ελληνικής προξενικής αρχής, και που επιθυμεί τη χορήγηση δελτίου διαμονής, κατά την παρ. 1, οφείλει να καταθέσει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 10 στην αρμόδια υπηρεσία, σε διάστημα τριών (3) μηνών, από την ημερομηνία εισόδου στη χώρα ή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία σύναψης του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης που καταρτίστηκε στην Ελλάδα, εφόσον αποδεικνύει εγγράφως την οικογενειακή του σχέση με τον Έλληνα πολίτη. Σε περίπτωση μη υποβολής της αίτησης εντός διαστήματος ενός (1) έτους από την ημερομηνία εισόδου ή την ημερομηνία του ληξιαρχικού γεγονότος του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης ή της γέννησης τέκνου, επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο ύψους πενήντα (50) ευρώ.
4. Τα κατά τα οριζόμενα στις υποπερ. λζγ’, λζδ’, λζε’ της περ. λζ’ του άρθρου 4, μέλη της οικογένειας του Έλληνα οφείλουν να καταθέσουν αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 10, σε διάστημα τριών (3) μηνών από την ημερομηνία εισόδου στη χώρα ή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία σύναψης του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης που καταρτίστηκε στην Ελλάδα και πάντως, μεταγενέστερα της υποβολής αίτησης από το μέλος της οικογένειας του Έλληνα από το οποίο αντλούν δικαίωμα διαμονής, εφόσον:
α. αποδεικνύουν εγγράφως την οικογενειακή τους σχέση με τον Έλληνα,
β. αποδεικνύουν ότι συντρέχει η προϋπόθεση του συντηρούμενου μέλους, δηλαδή ότι υποστηρίζεται υλικά από τον Έλληνα ή τον έτερο των συζύγων που είναι πολίτης τρίτης χώρας. Ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύουν ότι συντηρούνται από τον Έλληνα και ότι συντηρούνταν ή ζούσαν υπό τη στέγη του ετέρου των συζύγων που είναι πολίτης τρίτης χώρας στη χώρα καταγωγής ή ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι υγείας που καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του μέλους της οικογένειας από τον Έλληνα.
5. Το δελτίο διαμονής είναι ατομικό και χορηγείται στα μέλη της οικογένειας της παρ. 6, με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, υπό την επιφύλαξη εξέτασης λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας και συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 8.
6. Αρμόδια για την εξέταση της αίτησης είναι η Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης του τόπου κατοικίας του αιτούντος, η οποία και χορηγεί το δελτίο διαμονής.
7. Το δελτίο διαμονής έχει διάρκεια πέντε (5) έτη. Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι (6) μήνες ετησίως, ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία (1) απουσία δώδεκα (12) συναπτών μηνών κατ’ ανώτατο όριο, για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος-μέλος ή τρίτη χώρα.
8. Απόρριψη της σχετικής αίτησης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του προσώπου που αφορά. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αυτοτελώς λόγους για τη λήψη τέτοιας απόφασης. Η προσωπική συμπεριφορά του προσώπου που αφορά στο μέτρο πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, που στρέφεται κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές.
9. Υπό την επιφύλαξη της παρ. 7, το δελτίο διαμονής ανανεώνεται σύμφωνα με το άρθρο 162 στην κατηγορία άδεια διαμονής «Μ.2» του παρόντος Κώδικα.
10. Υπό την επιφύλαξη της παρ. 4, σε περίπτωση μη συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 7, το δελτίο διαμονής ανανεώνεται για πέντε (5) έτη κάθε φορά.
11. Τα μέλη οικογένειας Έλληνα που είναι πολίτες τρίτων χωρών, δύνανται να αιτηθούν υπαγωγή στην παρ. 1 του άρθρου 134, και στην κατηγορία άδειας διαμονής « Α.1» λόγω:
α) θανάτου του συντηρούντος, εφόσον τα μέλη της οικογένειας διαμένουν στη Χώρα τουλάχιστον επί ένα έτος πριν το θάνατο του,
β) έκδοσης αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου και εφόσον ο γάμος διήρκεσε, έως την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής διαζυγίου ή της αγωγής ακύρωσης του γάμου, επί τρία, τουλάχιστον, έτη από τα οποία το ένα έτος έχει διανυθεί στην Ελλάδα,
γ) συνδρομής ιδιαιτέρως δυσχερών καταστάσεων, όπως σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας κατέστη θύμα οικογενειακής βίας, ενόσω υφίστατο ο γάμος.
12. Ο/η σύζυγος/σύντροφος ανεξαρτήτως ιθαγένειας και οι κατιόντες, συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή, των συζύγων/συμβίων, που κατέχουν δελτίο διαμονής έχουν πρόσβαση σε εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου και επαγγελματική δραστηριότητα.
13. Το δελτίο διαμονής δεν χορηγείται, ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 και στις περιπτώσεις που:
α. Αποδειχθεί από επίσημο έγγραφο ελληνικής αρχής ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα ή ότι διαπράχθηκε με οποιονδήποτε τρόπο απάτη ή ότι χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα και γενικά ότι στοιχειοθετείται κατάχρηση δικαιώματος ή απάτη, όπως στην περίπτωση εικονικού γάμου.
β. Ο Έλληνας και τα μέλη της οικογένειάς του έπαυσαν να διάγουν πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο.
γ. Διαπιστωθεί ότι η οικογενειακή σχέση, ιδίως ο γάμος, η υιοθεσία ή η αναγνώριση τέκνων έχει συναφθεί με κύριο σκοπό την καταστρατήγηση του παρόντος, προκειμένου να αποκτηθεί το δελτίο διαμονής.
Η οικογενειακή σχέση θεωρείται ότι έχει συναφθεί για τον σκοπό αυτόν, ιδίως όταν δεν υπάρχει συμβίωση των μελών της οικογένειας ή δεν υφίσταται δυνατότητα επικοινωνίας τους ή όταν ο ένας σύζυγος αγνοεί στοιχεία της ταυτότητας του ετέρου συζύγου.
14. Εφόσον αίτημα χορήγησης ή ανανέωσης άδειας διαμονής απορρίπτεται, ή χορηγηθείσα άδεια διαμονής ανακαλείται, οι αρμόδιες κατά περίπτωση υπηρεσίες εκδίδουν απόφαση επιστροφής σύμφωνα με τα άρθρα 16 έως 41 του ν. 3907/2011 (Α’ 7).
Οικογενειακή επανένωση δικαιούχων διεθνούς προστασίας: άρθρα 83 επ.
Η ρύθμιση των προϋποθέσεων και διαδικασιών οικογενειακής επανένωσης των δικαιούχων διεθνούς προστασίας εξακολουθεί να στηρίζεται στο ΠΔ 131/2006, εκτός του πεδίου εφαρμογής του Ν 4251/2014 (Άρθρο 139, παρ. 3 Ν 4251/2014). Ωστόσο, το εν λόγω νομοθέτημα εξεδόθη και τροποποιήθηκε σε χρόνο προγενέστερο των σημαντικών νομοθετικών και θεσμικών εξελίξεων στον τομέα της διεθνούς προστασίας στη χώρα και δη την ίδρυση Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και τη λειτουργία της Υπηρεσίας Ασύλου, ως αρμόδιας αρχής για το άσυλο, στην οποία έχει ήδη ανατεθεί, άλλωστε, η αρμοδιότητα για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης (Άρθρο 29, παρ. 2, περ. ζ΄ ΠΔ 106/2020, ΦΕΚ Α΄ 255/23.12.2020, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ΠΔ 77/2022, ΦΕΚ Α΄ 212/17.11.2022). Η επικείμενη θέσπιση νέου Κώδικα Μετανάστευσης αποτελεί μία δυνατότητα για την αναγκαία επικαιροποίηση του σχετικού πλαισίου. Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχο ζήτημα απασχόλησε τον νομοθέτη του Κώδικα Ασύλου ως προς τις διατάξεις του ΠΔ 80/2006 για την προσωρινή προστασία (ΦΕΚ Α΄ 82/14.04.2006), οι οποίες κωδικοποιήθηκαν στο ενιαίο νομοθέτημα κατόπιν απαραίτητων τροποποιήσεων, ιδίως ως προς τα αρμόδια όργανα.
Πεδίο εφαρμογής: άρθρο 83, παρ. 2 / άρθρο 3, παρ. 2 ΠΔ 131/2006
Η Οδηγία 2003/86/ΕΚ για την οικογενειακή επανένωση δεν εφαρμόζεται ρητώς στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας (Άρθρο 3, παρ. 1, περ γ΄ Οδηγίας 2003/86/EK), ωστόσο τα κράτη μέλη, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ (ΔΕΕ C-635/17 Ε κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 13 Μαρτίου 2019, σκ. 32-42) και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορούν να ρυθμίσουν τη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης των δικαιούχων επικουρικής προστασίας, αντιστοίχως προς την διαδικασία για τους πρόσφυγες. «Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ανάγκες ανθρωπιστικής προστασίας των προσώπων που τυγχάνουν επικουρικής προστασίας δεν διαφέρουν από εκείνες των προσφύγων, και ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες που παρέχουν παρόμοια δικαιώματα στους πρόσφυγες και στους δικαιούχους προσωρινής ή επικουρικής προστασίας. Η σύγκλιση των δύο καθεστώτων προστασίας επιβεβαιώνεται επίσης στην αναδιατυπωμένη οδηγία για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση 2011/95/ΕΕ» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οδηγίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, COM(2014) 210, 3 Απριλίου 2014, σκ. 6.2). Ουδεμία διάκριση επιβάλλεται από τον ενωσιακό και εθνικό νομοθέτη μεταξύ των δύο καθεστώτων όσον αφορά τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας βάσει του αρ. 23 της Οδηγίας για την αναγνώριση και του αρ. 22 του Κώδικα Ασύλου.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση την Ελλάδα, τη Μάλτα και την Κύπρο, έχουν θεσπίσει δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης υπέρ των δικαιούχων επικουρικής προστασίας, μάλιστα με ίσους όρους προς πρόσφυγες στην περίπτωση των περισσότερων χωρών – ενδεικτικά, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Σουηδία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κροατία, Πολωνία (ECRE, Not there yet: Family reunification for beneficiaries of international protection, Φεβρουάριος 2023, σ. 9, https://bit.ly/41VzDzh).
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει σαφώς από την επίκαιρη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ότι ο απόλυτος και άνευ όρων αποκλεισμός των κατόχων επικουρικής προστασίας από το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, χωρίς την παροχή δυνατότητας εξατομικευμένης εξέτασης της κάθε υπόθεσης, δεν συμμορφώνεται με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και δη με το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή (ΕΔΔΑ Μ.Α. κατά Δανίας, Προσφυγή 6697/18, 9 Ιουλίου 2021, Μ.Τ. κατά Σουηδίας, Προσφυγή 22105/18, 20 Οκτωβρίου 2022).
Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, η HIAS ΕΛΛΑΔΟΣ προτείνει:
Να συμπεριληφθούν στο Κεφάλαιο ΙΔ΄ του Κώδικα Μετανάστευσης οι διατάξεις του ΠΔ 131/2006 αναφορικά με την οικογενειακή επανένωση των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και ενότητας του νομοθετικού κεκτημένου.
Να διαγραφεί το αρ. 83, παρ. 2, περ. γ΄ ώστε να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής της οικογενειακής επανένωσης οι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας.
Αντικειμενική αδυναμία προσκόμισης δικαιολογητικών: άρθρο 14 ΠΔ 131/2006
Η αιτ. σκ. 8 της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ για την οικογενειακή επανένωση απαιτεί «να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχήστην κατάσταση των προσφύγων, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εµποδίζουν να διεξάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο» και αξιώνει τη θέσπιση ευνοϊκότερων κανόνων για την άσκηση του δικαιώματός τους στην οικογενειακή επανένωση.
Σοβαρό εμπόδιο στην αποτελεσματική λειτουργία της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης αποτελεί η εν τω αρ. 14, παρ. 1, περ. γ΄ ΠΔ 131/2006 υποχρέωση προσκόμισης ακριβούς αντιγράφου των ταξιδιωτικών εγγράφων των μελών της οικογένειας του πρόσφυγα, ήδη κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης στην Υπηρεσία Ασύλου. Ωστόσο, αφενός δεν προβλέπεται στην περ. γ΄ του αρ. 14, παρ. 1 ΠΔ 131/2006 αντίστοιχη ρύθμιση με αυτή της περ. β΄, κατά την οποία, «Εφόσον ο πρόσφυγας δεν μπορεί να προσκομίσει τα παραπάνω έγγραφα, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης ασύλου λαμβάνουν υπόψη τους άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία. Απόφαση απόρριψης της αίτησης δεν μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην μη ύπαρξη των εν λόγω δικαιολογητικών.» Αφετέρου, η αξίωση προσκόμισης ακριβούς αντιγράφου των ταξιδιωτικών εγγράφων των μελών της οικογένειας του πρόσφυγα ήδη κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης στην Υπηρεσία Ασύλου, ως εκ των προαπαιτούμενων δικαιολογητικών της αίτησης, δημιουργεί, στην ουσία, ανεπίτρεπτο πρόσκομμα και περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, δεδομένου του ότι στερεί από τον πρόσφυγα – όπως και από τον ανιθαγενή – του οποίου τα μέλη αδυνατούν να εκδώσουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα, το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Η συμπερίληψη, δε, των ως άνω εγγράφων δεν είναι αναγκαία στα προαπαιτούμενα δικαιολογητικά για την έγκριση της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, αλλά για την έλευση των μελών της οικογένειας και για τούτο, σε περίπτωση αδυναμίας έκδοσης εθνικών ταξιδιωτικών εγγράφων προβλέπεται, εφόσον έχει εγκριθεί η οικογενειακή επανένωση, η έκδοση προσωρινών ταξιδιωτικών εγγράφων της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) και ταξιδιωτικά έγγραφα διέλευσης απλής «μιας» διαδρομής από τις οικείες – εν προκειμένω ελληνικές – αρχές.
Έχει, μάλιστα, ήδη επισημανθεί από τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων ότι, η μη προσκόμιση επικυρωμένων αντιγράφων των ταξιδιωτικών εγγράφων των μελών της οικογένειας ή άλλων σχετικών δικαιολογητικών, όχι μόνο δεν αρκεί για την η απόρριψη της αίτησης οικογενειακής επανένωσης από τη Διοίκηση (ΔΠρΑθ 493/2020, σκ. 7), αλλά επιτάσσει την έμπρακτη αναζήτηση εναλλακτικών και εν τοις πράγμασι εφικτών μέσων για τη έλευση των μελών της οικογένειας στην Ελλάδα – ενδεικτικά, δεν αποτελεί τέτοιο η απαίτηση από τους πρόσφυγες να απευθυνθούν στις αρχές τρίτης χώρας για να εφοδιαστούν με έγγραφα αν δεν έχουν λάβει προσφυγικό καθεστώς από αυτήν (ΔΠρΑθ 861/2022, σκ. 8).
Η, δε, Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει, στις οδηγίες της επί της εφαρμογής της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ, ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση και να διευκολύνουν την απόκτηση ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεων για διαμονή μακράς διαρκείας, ώστε οι πρόσφυγες να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά το δικαίωμά τους στην οικογενειακή επανένωση. Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατο για τους πρόσφυγες, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους, να λάβουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα και θεωρήσεις μακράς διαρκείας, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να αναγνωρίζουν και να δέχονται τα προσωρινά ταξιδιωτικά έγγραφα της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) και ταξιδιωτικά έγγραφα προβλεπόμενα σε συμβάσεις, να εκδίδουν έγγραφα διέλευσης απλής διαδρομής, και να προσφέρουν στα μέλη της οικογένειας τη δυνατότητα να τους χορηγείται θεώρηση κατά την άφιξή τους στο κράτος μέλος.» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οδηγίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, COM(2014) 210, 3 Απριλίου 2014, σκ. 6.1.2)
Η ρητή αναφορά στις περιπτώσεις αντικειμενικής αδυναμίας των μελών της οικογένειας προσφύγων να εφοδιαστούν με ταξιδιωτικά έγγραφα από τη χώρα τους παρίσταται επιτακτική για την παροχή σαφών κατευθύνσεων προς τις αρμόδιες διοικητικές αρχές και τη συμμόρφωση της Διοίκησης με την ακυρωτική νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων.
Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, η HIAS ΕΛΛΑΔΟΣ συνιστά κατ’αρχάς την τροποποίηση του αρ. 14, παρ. 1, περ. γ΄ ΠΔ 131/2006 ως εξής:
γ. Ακριβές αντίγραφο των ταξιδιωτικών εγγράφων του μέλους ή των μελών της οικογένειας, εφόσον υπάρχει δυνατότητα προσκόμισης των ως άνω εγγράφων κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης. Σε περίπτωση που είναι αδύνατο για τα μέλη της οικογένειας να λάβουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα ή/και θεωρήσεις εισόδου ή/και να τα προσκομίσουν κατά το στάδιο εξέτασης της αίτησης, τούτο δεν συνιστά κώλυμα για τον έλεγχο των λοιπών δικαιολογητικών από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Απόφαση απόρριψης της αίτησης δεν μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην μη ύπαρξη των εν λόγω δικαιολογητικών.
Συνιστά, επίσης, την τροποποίηση του αρ. 15, παρ. 1 ΠΔ 131/2006
1.Η Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας διαβιβάζει την απόφαση για την οικογενειακή επανένωση, μέσω της Υπηρεσίας Διεκπεραίωσης του Υπουργείου Εξωτερικών, στην οικεία ελληνική προξενική αρχή, η οποία χορηγεί την απαιτούμενη θεώρηση εισόδου με την επιφύλαξη των διατάξεων περί απαγόρευσης εισόδου του άρθρου 8 του ν.3386/2005 (Α’- 212). Στη θεώρηση αναγράφεται ο σκοπός άφιξης του αλλοδαπού, καθώς επίσης και ο αριθμός πρωτοκόλλου της απόφασης για την οικογενειακή επανένωση. Σε περίπτωση που είναι αδύνατο για τα μέλη της οικογένειας να λάβουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα ή/και θεωρήσεις εισόδου, οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν προσωρινά ταξιδιωτικά έγγραφα διέλευσης απλής, «μιας» διαδρομής ή/και διευκολύνουν την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) και μεριμνούν για τη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου από τις αρμόδιες προξενικές αρχές ή/και χορηγούν τις αναγκαίες θεωρήσεις κατά την άφιξή των μελών της οικογένειας στη χώρα.
Άρθρο 93(1)
Η διάταξη καταργεί τη δυνατότητας χορήγησης δελτίου διαμονής σε μέλη οικογένειας Έλληνα, που βρίσκονται στη διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας, κατά παραβίαση του δικαιώματος στην προστασία της οικογενειακής ζωής
ΑΡΘΡΑ 83 ΕΠ.
Η ρύθμιση των προϋποθέσεων και διαδικασιών οικογενειακής επανένωσης των δικαιούχων διεθνούς προστασίας εξακολουθεί να στηρίζεται στο ΠΔ 131/2006, εκτός του πεδίου εφαρμογής του Ν 4251/2014 (Άρθρο 139, παρ. 3 Ν 4251/2014). Ωστόσο, το εν λόγω νομοθέτημα εξεδόθη και τροποποιήθηκε σε χρόνο προγενέστερο των σημαντικών νομοθετικών και θεσμικών εξελίξεων στον τομέα της διεθνούς προστασίας στη χώρα και δη την ίδρυση Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και τη λειτουργία της Υπηρεσίας Ασύλου, ως αρμόδιας αρχής για το άσυλο, στην οποία έχει ήδη ανατεθεί, άλλωστε, η αρμοδιότητα για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης (Άρθρο 29, παρ. 2, περ. ζ΄ ΠΔ 106/2020, ΦΕΚ Α΄ 255/23.12.2020, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ΠΔ 77/2022, ΦΕΚ Α΄ 212/17.11.2022). Η επικείμενη θέσπιση νέου Κώδικα Μετανάστευσης αποτελεί μία δυνατότητα για την αναγκαία επικαιροποίηση του σχετικού πλαισίου. Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχο ζήτημα απασχόλησε τον νομοθέτη του Κώδικα Ασύλου ως προς τις διατάξεις του ΠΔ 80/2006 για την προσωρινή προστασία (ΦΕΚ Α΄ 82/14.04.2006), οι οποίες κωδικοποιήθηκαν στο ενιαίο νομοθέτημα κατόπιν απαραίτητων τροποποιήσεων, ιδίως ως προς τα αρμόδια όργανα.
Πεδίο εφαρμογής: άρθρο 83, παρ. 2 / άρθρο 3, παρ. 2 ΠΔ 131/2006
Η Οδηγία 2003/86/ΕΚ για την οικογενειακή επανένωση δεν εφαρμόζεται ρητώς στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας (Άρθρο 3, παρ. 1, περ γ΄ Οδηγίας 2003/86/EK), ωστόσο τα κράτη μέλη, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ (ΔΕΕ C-635/17 Ε κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 13 Μαρτίου 2019, σκ. 32-42) και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορούν να ρυθμίσουν τη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης των δικαιούχων επικουρικής προστασίας, αντιστοίχως προς την διαδικασία για τους πρόσφυγες. «Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ανάγκες ανθρωπιστικής προστασίας των προσώπων που τυγχάνουν επικουρικής προστασίας δεν διαφέρουν από εκείνες των προσφύγων, και ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες που παρέχουν παρόμοια δικαιώματα στους πρόσφυγες και στους δικαιούχους προσωρινής ή επικουρικής προστασίας. Η σύγκλιση των δύο καθεστώτων προστασίας επιβεβαιώνεται επίσης στην αναδιατυπωμένη οδηγία για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση 2011/95/ΕΕ» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οδηγίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, COM(2014) 210, 3 Απριλίου 2014, σκ. 6.2). Ουδεμία διάκριση επιβάλλεται από τον ενωσιακό και εθνικό νομοθέτη μεταξύ των δύο καθεστώτων όσον αφορά τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας βάσει του αρ. 23 της Οδηγίας για την αναγνώριση και του αρ. 22 του Κώδικα Ασύλου.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση την Ελλάδα, τη Μάλτα και την Κύπρο, έχουν θεσπίσει δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης υπέρ των δικαιούχων επικουρικής προστασίας, μάλιστα με ίσους όρους προς πρόσφυγες στην περίπτωση των περισσότερων χωρών – ενδεικτικά, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Σουηδία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κροατία, Πολωνία (ECRE, Not there yet: Family reunification for beneficiaries of international protection, Φεβρουάριος 2023, σ. 9, https://bit.ly/41VzDzh).
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει σαφώς από την επίκαιρη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ότι ο απόλυτος και άνευ όρων αποκλεισμός των κατόχων επικουρικής προστασίας από το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, χωρίς την παροχή δυνατότητας εξατομικευμένης εξέτασης της κάθε υπόθεσης, δεν συμμορφώνεται με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και δη με το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή (ΕΔΔΑ Μ.Α. κατά Δανίας, Προσφυγή 6697/18, 9 Ιουλίου 2021, Μ.Τ. κατά Σουηδίας, Προσφυγή 22105/18, 20 Οκτωβρίου 2022).
Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, η RSA προτείνει:
Να συμπεριληφθούν στο Κεφάλαιο ΙΔ΄ του Κώδικα Μετανάστευσης οι διατάξεις του ΠΔ 131/2006 αναφορικά με την οικογενειακή επανένωση των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και ενότητας του νομοθετικού κεκτημένου.
Να διαγραφεί το αρ. 83, παρ. 2, περ. γ΄ ώστε να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής της οικογενειακής επανένωσης οι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας.
Αντικειμενική αδυναμία προσκόμισης δικαιολογητικών: άρθρο 14 ΠΔ 131/2006
Η αιτ. σκ. 8 της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ για την οικογενειακή επανένωση απαιτεί «να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχήστην κατάσταση των προσφύγων, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εµποδίζουν να διεξάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο» και αξιώνει τη θέσπιση ευνοϊκότερων κανόνων για την άσκηση του δικαιώματός τους στην οικογενειακή επανένωση.
Σοβαρό εμπόδιο στην αποτελεσματική λειτουργία της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης αποτελεί η εν τω αρ. 14, παρ. 1, περ. γ΄ ΠΔ 131/2006 υποχρέωση προσκόμισης ακριβούς αντιγράφου των ταξιδιωτικών εγγράφων των μελών της οικογένειας του πρόσφυγα, ήδη κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης στην Υπηρεσία Ασύλου. Ωστόσο, αφενός δεν προβλέπεται στην περ. γ΄ του αρ. 14, παρ. 1 ΠΔ 131/2006 αντίστοιχη ρύθμιση με αυτή της περ. β΄, κατά την οποία, «Εφόσον ο πρόσφυγας δεν μπορεί να προσκομίσει τα παραπάνω έγγραφα, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης ασύλου λαμβάνουν υπόψη τους άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία. Απόφαση απόρριψης της αίτησης δεν μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην μη ύπαρξη των εν λόγω δικαιολογητικών.» Αφετέρου, η αξίωση προσκόμισης ακριβούς αντιγράφου των ταξιδιωτικών εγγράφων των μελών της οικογένειας του πρόσφυγα ήδη κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης στην Υπηρεσία Ασύλου, ως εκ των προαπαιτούμενων δικαιολογητικών της αίτησης, δημιουργεί, στην ουσία, ανεπίτρεπτο πρόσκομμα και περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, δεδομένου του ότι στερεί από τον πρόσφυγα – όπως και από τον ανιθαγενή – του οποίου τα μέλη αδυνατούν να εκδώσουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα, το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Η συμπερίληψη, δε, των ως άνω εγγράφων δεν είναι αναγκαία στα προαπαιτούμενα δικαιολογητικά για την έγκριση της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, αλλά για την έλευση των μελών της οικογένειας και για τούτο, σε περίπτωση αδυναμίας έκδοσης εθνικών ταξιδιωτικών εγγράφων προβλέπεται, εφόσον έχει εγκριθεί η οικογενειακή επανένωση, η έκδοση προσωρινών ταξιδιωτικών εγγράφων της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) και ταξιδιωτικά έγγραφα διέλευσης απλής «μιας» διαδρομής από τις οικείες – εν προκειμένω ελληνικές – αρχές.
Έχει, μάλιστα, ήδη επισημανθεί από τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων ότι, η μη προσκόμιση επικυρωμένων αντιγράφων των ταξιδιωτικών εγγράφων των μελών της οικογένειας ή άλλων σχετικών δικαιολογητικών, όχι μόνο δεν αρκεί για την η απόρριψη της αίτησης οικογενειακής επανένωσης από τη Διοίκηση (ΔΠρΑθ 493/2020, σκ. 7), αλλά επιτάσσει την έμπρακτη αναζήτηση εναλλακτικών και εν τοις πράγμασι εφικτών μέσων για τη έλευση των μελών της οικογένειας στην Ελλάδα – ενδεικτικά, δεν αποτελεί τέτοιο η απαίτηση από τους πρόσφυγες να απευθυνθούν στις αρχές τρίτης χώρας για να εφοδιαστούν με έγγραφα αν δεν έχουν λάβει προσφυγικό καθεστώς από αυτήν (ΔΠρΑθ 861/2022, σκ. 8).
Η, δε, Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει, στις οδηγίες της επί της εφαρμογής της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ, ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση και να διευκολύνουν την απόκτηση ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεων για διαμονή μακράς διαρκείας, ώστε οι πρόσφυγες να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά το δικαίωμά τους στην οικογενειακή επανένωση. Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατο για τους πρόσφυγες, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους, να λάβουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα και θεωρήσεις μακράς διαρκείας, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να αναγνωρίζουν και να δέχονται τα προσωρινά ταξιδιωτικά έγγραφα της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) και ταξιδιωτικά έγγραφα προβλεπόμενα σε συμβάσεις, να εκδίδουν έγγραφα διέλευσης απλής διαδρομής, και να προσφέρουν στα μέλη της οικογένειας τη δυνατότητα να τους χορηγείται θεώρηση κατά την άφιξή τους στο κράτος μέλος.» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οδηγίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, COM(2014) 210, 3 Απριλίου 2014, σκ. 6.1.2)
Η ρητή αναφορά στις περιπτώσεις αντικειμενικής αδυναμίας των μελών της οικογένειας προσφύγων να εφοδιαστούν με ταξιδιωτικά έγγραφα από τη χώρα τους παρίσταται επιτακτική για την παροχή σαφών κατευθύνσεων προς τις αρμόδιες διοικητικές αρχές και τη συμμόρφωση της Διοίκησης με την ακυρωτική νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων.
Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, η RSA συνιστά κατ’αρχάς την τροποποίηση του αρ. 14, παρ. 1, περ. γ΄ ΠΔ 131/2006 ως εξής:
γ. Ακριβές αντίγραφο των ταξιδιωτικών εγγράφων του μέλους ή των μελών της οικογένειας, εφόσον υπάρχει δυνατότητα προσκόμισης των ως άνω εγγράφων κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης. Σε περίπτωση που είναι αδύνατο για τα μέλη της οικογένειας να λάβουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα ή/και θεωρήσεις εισόδου ή/και να τα προσκομίσουν κατά το στάδιο εξέτασης της αίτησης, τούτο δεν συνιστά κώλυμα για τον έλεγχο των λοιπών δικαιολογητικών από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Απόφαση απόρριψης της αίτησης δεν μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην μη ύπαρξη των εν λόγω δικαιολογητικών.
Συνιστά, επίσης, την τροποποίηση του αρ. 15, παρ. 1 ΠΔ 131/2006
1.Η Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας διαβιβάζει την απόφαση για την οικογενειακή επανένωση, μέσω της Υπηρεσίας Διεκπεραίωσης του Υπουργείου Εξωτερικών, στην οικεία ελληνική προξενική αρχή, η οποία χορηγεί την απαιτούμενη θεώρηση εισόδου με την επιφύλαξη των διατάξεων περί απαγόρευσης εισόδου του άρθρου 8 του ν.3386/2005 (Α’- 212). Στη θεώρηση αναγράφεται ο σκοπός άφιξης του αλλοδαπού, καθώς επίσης και ο αριθμός πρωτοκόλλου της απόφασης για την οικογενειακή επανένωση. Σε περίπτωση που είναι αδύνατο για τα μέλη της οικογένειας να λάβουν εθνικά ταξιδιωτικά έγγραφα ή/και θεωρήσεις εισόδου, οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν προσωρινά ταξιδιωτικά έγγραφα διέλευσης απλής, «μιας» διαδρομής ή/και διευκολύνουν την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) και μεριμνούν για τη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου από τις αρμόδιες προξενικές αρχές ή/και χορηγούν τις αναγκαίες θεωρήσεις κατά την άφιξή των μελών της οικογένειας στη χώρα.
Στο άρθρο 93 πρέπει να προστεθούν και οι κάτοχοι Ειδικού Δελτίου Ομογενούς, οι αναγνωρισμένοι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας ,οι αιτούντες διεθνή προστασία και οι κάτοχοι Ειδικής βεβαίωσης νόμιμης διαμονής.
ΑΡΘΡΟ 93
Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 του νόμου 4251/14, χορηγείτο άδεια διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα, εφόσον ήταν κάτοχος α) θεώρησης εισόδου, β) ειδικής βεβαίωσης νόμιμης διαμονής, γ) Βεβαίωσης τύπου Α’ δ) δελτίου αιτούντος διεθνούς προστασίας και (με την προϋπόθεση διαμονής τουλάχιστον ενός έτους) δ) άδειας διαμονής δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Πλέον, αίτημα χορήγησης άδειας διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα, μπορούν να υποβάλουν μόνο οι κάτοχοι θεώρησης εισόδου και οριστικού τίτλου διαμονής (εξαιρουμένων των δικαιούχων διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 περ. ε του παρόντος νομοσχεδίου). Ο περιορισμός αυτός, έρχεται σε αντίθεση με την 2004/38/ΕΚ οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και με το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών ΕΕ και των μελών της οικογένειάς τους, τα άρθρα 8 και 9 της ΕΣΔΑ και τα άρθρο 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 του Συντάγματος.
Επιπλέον η κατάργηση του προσωποπαγούς δικαιώματος διαμονής και η πρόβλεψη χορήγησης άδειας διαμονής ανθρωπιστικών λόγων στα μέλη οικογένειας Έλληνα, σε περίπτωση διαζυγίου, θανάτου κλπ, έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται δυσχερέστερα, ουσιαστικά να τιμωρούνται, σε σύγκριση με τα μέλη υπηκόων τρίτων χωρών ή των Ευρωπαίων πολιτών.
Επίσης, προβλέπεται δυνατότητα κατάθεσης της αίτησης σε χρονικό διάστημα 3 μηνών από την είσοδο ή την σύναψη του γάμου και η δυνατότητα κατάθεσης αιτήματος πέραν του έτους με πρόστιμο. Το πρόστιμο αυτό αναφέρεται μόνο για του συζύγους και όχι για τα υπόλοιπα μέλη.
Εντύπωση προκαλεί, η παράγραφος 14 του άρθρου 93, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται σε περίπτωση απόρριψης άδειας διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα, η έκδοση απόφασης επιστροφής !!!, ενώ σύμφωνα με το νόμο 3907/11 τα μέλη οικογένειας Έλληνα προστατεύονται από την επιστροφή, σύμφωνα με το νόμο 3907/11.
Τέλος, στο άρθρο 172, τα μέλη οικογένειας Έλληνα, δεν έχουν εξαιρεθεί από την καταβολή παραβόλου.
Αρ. 93 παρ. 1
Από τον συνδυασμό του εν λόγω άρθρου, και των αρ. 12 παρ. 2 και αρ. 3 παρ. 3 περ. ε, συνάγεται ότι υπό τον νέο Κώδικα δικαίωμα απόκτησης δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Έλληνα, καταλείπεται πλέον μόνο σε κατόχους οριστικού τίτλου διαμονής, σε όσους εισέρχονται με θεώρηση εισόδου, και στους κατόχους άδειας διαμονής ομογενούς.
Το αρ. 82 παρ. 1 του ν. 4251/2014 αναγνώριζε δικαίωμα απόκτησης δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Έλληνα και σε α) κατόχους προσωρινού τίτλου διαμονής (Βεβαίωση Τύπου Α’, Ειδική Βεβαίωση Νόμιμης Διαμονής), β) δικαιούχους διεθνούς προστασίας, και γ) κατόχους δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία (82 παρ. 1. «Σε πολίτες τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογένειας Έλληνα και εισέρχονται στην Ελλάδα, με ομοιόμορφη θεώρηση εισόδου ή θεώρηση εισόδου περιορισμένης εδαφικής ισχύος, όπου αυτή απαιτείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 1.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 539/2001 του Συμβουλίου ή διαμένουν νόμιμα, με οριστικό ή προσωρινό τίτλο διαμονής, ο οποίος έχει χορηγηθεί από τις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας ή την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών χορηγείται «Δελτίο Διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα», υπό την προϋπόθεση σταθερής διαμονής τους στη χώρα. Το παραπάνω Δελτίο Διαμονής χορηγείται και σε πολίτες τρίτων χωρών που ήταν κάτοχοι Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς, ως αλλογενείς σύζυγοι Ομογενούς, σε αναγνωρισμένους δικαιούχους διεθνούς προστασίας, καθώς και σε αιτούντες διεθνή προστασία υπό τον όρο της προηγούμενης παραίτησής τους από την αίτηση διεθνούς προστασίας και της προηγούμενης σταθερής διαμονής τους στη χώρα επί ένα τουλάχιστον έτος προ της σύναψης της οικογενειακής σχέσης»).
Το αρ. 10 της με αρ. 2004/38/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ορίζει ότι: «1. Τα κράτη µέλη χορηγούν στα µέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους δελτίο διαµονής, εφόσον η προβλεπόµενη διάρκεια παραµονής τους υπερβαίνει τους τρεις µήνες. 2. Προκειµένου να χορηγήσουν δελτίο διαµονής, τα κράτη µέλη απαιτούν την προσκόµιση των ακόλουθων εγγράφων: α) ισχύον διαβατήριο· β) έγγραφο το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη δεσµού συγγένειας ή καταχωρισµένης συµβίωσης· γ) τη βεβαίωση εγγραφής ή, ελλείψει συστήµατος εγγραφής, οιαδήποτε άλλη απόδειξη διαµονής στο κράτος µέλος υποδοχής του πολίτη της Ένωσης που συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν· δ) στις περιπτώσεις που εµπίπτουν στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία γ’ και δ’ δικαιολογητικά ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία γ’ και δ’· ε) στις περιπτώσεις που εµπίπτουν στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α’ έγγραφο χορηγηθέν από την αρµόδια αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης το οποίο πιστοποιεί ότι συντηρούνται από τον πολίτη της Ένωσης ή ότι ζούσαν υπό τη στέγη του στην εν λόγω χώρα ή απόδειξη της ύπαρξης σοβαρών λόγων υγείας, οι οποίοι καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του µέλους της οικογένειας από τον πολίτη της Ένωσης· στ) στις περιπτώσεις που εµπίπτουν στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β’ απόδειξη της ύπαρξης διαρκούς σχέσης µε τον πολίτη της Ένωσης».
Εξάγεται ότι κατά την Οδηγία (η οποία καταλαμβάνει και τα μέλη οικογένειας Έλληνα) για την απόκτηση άδειας διαμονής μέλους οικογένειας πολίτη ΕΕ, αρκεί ο αιτών πτχ να κατέχει οποιονδήποτε τίτλο νόμιμης διαμονής, πρόβλεψη σχετιζόμενη και με την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των πολιτών ΕΕ και των μελών της οικογένειάς τους, την οποία επιχειρεί να διασφαλίσει η Οδηγία. Εξάλλου, σύμφωνα με την σκέψη 5 της Οδηγίας: «Το δικαίωµα όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών, προκειµένου να ασκείται υπό αντικειµενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να παρέχεται και στα µέλη της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους».
Η νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων εξάλλου (ΔΠρΑθ 311/2019, ΤρΔΠρΑθ 666/2018, ΔΠρΑθ 311/2019) έχει κρίνει ότι τα αρ. 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 του Συντάγματος, με τα οποία κατοχυρώνεται η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, διασφαλίζεται το απαραβίαστο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και ανάγονται σε αντικείμενα κρατικής προστασίας ο γάμος και η οικογένεια, συνάγεται και το δικαίωμα των Ελλήνων να συνάπτουν γάμο με αλλοδαπούς, και να εξασφαλίζουν κοινή μετά του αλλοδαπού συζύγου διαβίωση στην Ελλάδα. Μόνο μέσω της χορήγησης σχετικής άδειας διαμονής καθίσταται δυνατή η ουσιαστική και αποτελεσματική απόλαυση του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του Έλληνα πολίτη και του αλλοδαπού συζύγου του ή μέλους της οικογένειάς του εν γένει, ενώ ταυτόχρονα μέσω αυτής πραγματώνεται κατά τρόπο αποτελεσματικό η υποχρέωση της πολιτείας περί σεβασμού των ανωτέρω προστατευτέων δικαιωμάτων, αλλά και περί έμπρακτης προώθησης και προστασίας του θεσμού της οικογένειας και του γάμου.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, οι κάτοχοι Βεβαίωσης Τύπου Α’, Ειδικής Βεβαίωσης Νόμιμης Διαμονής, οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, και οι κάτοχοι δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία αδυνατούν να αποκτήσουν άδεια διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα (τόσο συζύγου, όσο και γονέα). Καταλείπονται ούτως εκτός προστασίας, πολλές κατηγορίες πτχ, και μαζί με αυτούς και τα ελληνικής ιθαγένειας μέλη της οικογένειάς τους. Τα δε τελευταία εμποδίζονται από την ομαλή άσκηση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.
Ο εν λόγω αποκλεισμός δεν φαίνεται σύμφωνος με τις ως άνω διατάξεις της Οδηγίας και του Συντάγματος. Ειδικότερα δε ως προς τους κατόχους Βεβαίωσης Τύπου Α’, Ειδικής Βεβαίωσης Νόμιμης Διαμονής, και τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας, ο εν λόγω αποκλεισμός δεν φαίνεται σύμφωνος και με την γενικότερη πρόβλεψη του αρ. 12 του νομοσχεδίου, περί δυνατότητας μεταβολής κατηγορίας άδειας διαμονής.
Τυχόν προσπάθεια του νομοθέτη να περιορίσει το φαινόμενο απόκτησης άδειας διαμονής, κατόπιν καταχρηστικής- εικονικής σύναψης οικογενειακής σχέσης με Έλληνα, οφείλει να γίνει δεκτό ότι δεν επιτυγχάνεται μέσω του ανωτέρω αποκλεισμού κατά τρόπο επιτυχή και αναλογικό. Αρχικά, η ήδη υπάρχουσα δυνατότητα εξέτασης της αληθούς οικογενειακής σχέσης κατόπιν εξέτασης από τις αρμόδιες Επιτροπές Μετανάστευσης, οφείλει να κριθεί επαρκής για την αποφυγή κατάχρησης δικαιωμάτων. Πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι ο οριζόντιος αποκλεισμός των ανωτέρω κατηγοριών, οδηγεί στο αποτέλεσμα όχι μόνο σύζυγος (όπου κυρίως παρατηρούνται περιπτώσεις εικονικότητας), αλλά ακόμα και γονέας ανήλικου Έλληνα να μην μπορεί να λάβει άδεια διαμονής γονέα Έλληνα, υπό τις ευεργετικές διατάξεις του αρ. 93.
Αρ. 93 παρ. 11
Η προτεινόμενη ρύθμιση αναδιαμορφώνει το καθεστώς της προσωποπαγούς άδειας διαμονής, του αρ. 84 του ν. 4251/2014.
Το αρ. 84 του ν. 4251/2014 ορίζει ότι: «1. Τα μέλη οικογένειας Έλληνα διατηρούν προσωποπαγές δικαίωμα διαμονής όταν:
α. Ο Έλληνας αποβιώσει και τα μέλη της οικογένειας διαμένουν στην Ελλάδα επί ένα έτος τουλάχιστον πριν από το θάνατό του.
β. Εκδοθεί απόφαση διαζυγίου ή ο γάμος λυθεί με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου ή λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης και ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης διήρκεσε τρία τουλάχιστον έτη, πριν την υποβολή αίτησης αγωγής διαζυγίου των συζύγων, ή πριν τη λύση του γάμου στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου, σύμφωνα με το άρθρο 1441 του Α.Κ., όπως ισχύει, ή πριν τη λύση του συμφώνου συμβίωσης των συντρόφων, εκ των οποίων το ένα έτος στην Ελλάδα ή η επιμέλεια των τέκνων έχει ανατεθεί νομίμως σε έναν από τους συζύγους/ συντρόφους που είναι πολίτης τρίτης χώρας.
γ. συντρέχουν ιδιαιτέρως δυσχερείς καταστάσεις, όπως σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας κατέστη θύμα οικογενειακής βίας, ενόσω υφίστατο ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης,
δ. ο ένας εκ των συζύγων ή συντρόφων απολαύει νομίμως του δικαιώματος επικοινωνίας με ανήλικο τέκνο, υπό τον όρο ότι από τη σχετική δικαστική απόφαση ή την έγγραφη συμφωνία των συζύγων ή συντρόφων προκύπτει ότι οι επισκέψεις πρέπει να πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και για όσο διάστημα απαιτείται. …. 5. Η προσωποπαγής άδεια διαμονής έχει διάρκεια πέντε (5) έτη και ανανεώνεται για πέντε (5) έτη κάθε φορά».
Υπό τον 4251/2014 λοιπόν πτχ που χονδρικά είναι χήροι Έλληνα πολίτη, ή έχουν διαζευχθεί από Έλληνα πολίτη, δικαιούνταν να λάβουν άδεια διαμονής πενταετούς διάρκειας, την οποία και μπορούσαν να ανανεώνουν σε ομοίως πενταετή άδεια. Υπό τον ν. 4251/2014 γίνεται λόγος για διατήρηση δικαιώματος διαμονής, και οι ενδιαφερόμενοι ανανέωναν τα δελτία διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα που κατείχαν, λαμβάνοντας μετά την λήξη αυτών προσωποπαγή άδεια διαμονής, ή αιτούνταν την αλλαγή σκοπού της άδειάς τους, υποβάλλοντας σχετικό αίτημα κατά την διάρκεια ισχύος της άδειάς του δελτίου διαμονής τους. Ως εκ τούτου δεν διακοπτόταν το συνεχές της νόμιμης διαμονής τους.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση πτχ που είναι χήροι Έλληνα, ή έχουν διαζευχθεί από Έλληνα, λαμβάνουν την ad hoc άδεια διαμονής ανθρωπιστικών λόγων του αρ. 134 παρ. 1 του νομοσχεδίου. Ήτοι μία άδεια ενός έτους. Μετά την λήξη της εν λόγω άδειας, το νομοσχέδιο φαίνεται να τους επιτρέπει την ανανέωση άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία (δηλαδή μόνο εφόσον εργάζονται), ή την ανανέωση για άλλο ένα έτος, σύμφωνα με το αρ. 134 παρ. 3 του νομοσχεδίου «εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης», πρόβλεψη που προκαλεί απορία ως προς την πιθανή ερμηνεία και εφαρμογή από την Διοίκηση, εφόσον πιθανολογείται εύλογα ότι η αρμόδια αρχή θα κρίνει ότι εφόσον πτχ έλαβε μία φορά την την εν λόγω ad hoc άδεια λόγω πχ θανάτου του Έλληνα συζύγου, δεν συνεχίζουν να συντρέχουν οι ανθρωπιστικοί λόγοι για την συνέχιση απόλαυσης δικαιώματος διαμονής. Αποτέλεσμα είναι η μόνη δυνατότητα ανανέωσης να καταλείπεται στην κατηγορία της εξαρτημένης εργασίας, εκτός των λίγων περιπτώσεων που θα δύνανται να υπαχθούν στο επί μακρόν ή την δεκαετία. Προβληματική επίσης δημιουργεί και η πρόβλεψη ότι η ad hoc άδεια διαμονής ανθρωπιστικών λόγων «χορηγείται» με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου. Κατ’ αποτέλεσμα υπό την προτεινόμενη ρύθμιση, οι εν λόγω πτχ δεν ανανεώνουν/ προχωρούν σε αλλαγή σκοπού, αλλά λαμβάνουν άδεια διαμονής το πρ΄τον. Ως εκ τούτου δεν διαθέτουν συνεχή νόμιμη διαμονή, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω αποκλεισμό/ δυσχέρεια απόκτησης καθεστώτος επί μακρόν, δεκαετίας, πολιτογράφησης.
Επίσης οφείλει να ληφθεί υπόψιν και το αρ. 163 του νομοσχεδίου, το οποίο και παραπέμπει στο πδ 106/2007 για την ρύθμιση των ζητημάτων αδειών διαμονής πολιτών ΕΕ. Στα αρ. 11 έως 12 του πδ ρυθμίζονται τα ζητήμτα απόκτησης προσωποπαγούς δικαιώματος διαμονής σε μέλη οικογένειας πολίτη ΕΕ. Η προσωποπαγής άδεια διαμονής των ανωτέρω ορίζεται ως πενταετούς διάρκειας. Αποτέλεσμα της προτεινόμενης ρύθμισης είναι ο νόμος να αναγνωρίζει μεγαλύτερη προστασία στον χήρο πολίτη ΕΕ και στον πτχ που έχει διαζευχθεί πολίτη ΕΕ, από ότι στον χήρο ή τον πρώην σύζυγο Έλληνα. Τα ανωτέρω δεν φαίνονται σύμφωνα και με την αρχή της ισότητας.
Αρ. 93 παρ. 14
Στην με αρ. 2004/38/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στις κάτωθι σκέψεις του προοιμίου της διαβάζουμε ότι:
«(23) Η απέλαση των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας αποτελεί µέτρο το οποίο ενδέχεται να βλάψει σοβαρά πρόσωπα τα οποία, κάνοντας χρήση των δικαιωµάτων και των ελευθεριών που τους απονέµει η συνθήκη, έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος µέλος υποδοχής. Για το λόγο αυτόν, θα πρέπει να περιορισθεί το πεδίο εφαρµογής των σχετικών µέτρων, σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, προκειµένου να λαµβάνονται υπόψη ο βαθµός ένταξης των ενδιαφεροµένων, η διάρκεια της παραµονής τους στο κράτος µέλος υποδοχής, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας τους, η οικογενειακή και η οικονοµική τους κατάσταση, καθώς και οι δεσµοί τους µε τη χώρα καταγωγής του.
(24) Κατά συνέπεια, όσο µεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους στο κράτος µέλος υποδοχής, τόσο µεγαλύτερη προστασία θα πρέπει να παρέχεται έναντι απέλασης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δηµόσιας ασφάλειας, θα πρέπει να λαµβάνεται µέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης οι οποίοι διαµένουν επί µακρόν στην επικράτεια του κράτους µέλους υποδοχής, ιδίως όταν έχουν γεννηθεί και διαµείνει εκεί όλη τους τη ζωή. Επιπλέον, οι εν λόγω εξαιρετικές περιστάσεις θα πρέπει επίσης να ισχύουν και για τα µέτρα απέλασης που λαµβάνονται κατά ανηλίκων, προκειµένου να προστατεύονται οι δεσµοί µε την οικογένειά τους, σύµφωνα µε τη σύµβαση για τα δικαιώµατα του παιδιού των Ηνωµένων Εθνών της 20ής Νοεµβρίου 1989».
Στα κάτωθι άρθρα της ανωτέρω Οδηγίας, ορίζεται ότι:
«Αρ. 27 παρ. 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη µέλη µπορούν να επιβάλλουν περιορισµούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαµονής των πολιτών της Ένωσης και των µελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δηµόσιας τάξης, δηµόσιας ασφάλειας ή δηµόσιας υγείας. ∆εν µπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονοµικών σκοπών.
2. Κάθε µέτρο που λαµβάνεται για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεµελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συµπεριφορά του αφορώµενου ατόµου. Προηγούµενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων µέτρων. Η προσωπική συµπεριφορά του αφορώµενου ατόµου πρέπει να συνιστά πραγµατική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόµενη κατά θεµελιώδους συµφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται µε τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιµήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές.
Αρ. 28 παρ. 1. Πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας, το κράτος µέλος υποδοχής λαµβάνει υπόψη εκτιµήσεις όπως η διάρκεια παραµονής του αφορώµενου ατόµου στην επικράτειά του, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονοµική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωµάτωσή του στο κράτος µέλος υποδοχής και το εύρος των δεσµών του µε τη χώρα καταγωγής. 2. Το κράτος µέλος υποδοχής δεν µπορεί να λαµβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή µέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωµα µόνιµης διαµονής στην επικράτειά του, παρά µόνο για σοβαρούς λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας».
Από τα ανωτέρω εξάγεται ότι κατά την Οδηγία η έκδοση απόφασης επιστροφής δεν επιτρέπεται στα μέλη οικογένειας πολίτη ΕΕ, παρά μόνο σε περιπτώσεις επιτακτικών λόγων δημοσίας τάξης και ασφάλειας, και κατόπιν ειδικής αιτιολογίας. Η προστασία αυτή εκτείνεται και στα μέλη οικογένειας Έλληνα. Η πρόβλεψη του νομοσχεδίου περί δυνατότητας έκδοσης απόφασης επιστροφής σε περιπτώσεις απόρριψης/ ανάκλησης άδειας διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα, δεν φαίνεται σύμφωνη με τους ορισμούς της Οδηγίας.
Επίσης οφείλει να ληφθεί υπόψιν και το αρ. 163 του νομοσχεδίου, το οποίο και παραπέμπει στο πδ 106/2007 για την ρύθμιση των ζητημάτων αδειών διαμονής πολιτών ΕΕ. Στα αρ. 21 έως 24 παρέχονται ειδικές εγγυήσεις αναφορικά με την έκδοση απόφασης επιστροφής μέλους οικογένειας πολίτη ΕΕ, οι οποίες, στο ίδιο πλαίσιο με την ανωτέρω Οδηγία, προβλέπουν την δυνατότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής μόνο σε περιπτώσεις που συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου. Αποτέλεσμα της προτεινόμενης ρύθμισης είναι ο νόμος να αναγνωρίζει μεγαλύτερη προστασία στο μέλος οικογένειας πολίτη ΕΕ, από ότι στο μέλος οικογένειας Έλληνα. Τα ανωτέρω δεν φαίνονται σύμφωνα και με την αρχή της ισότητας.
Το άρθρο 93 καταργεί την παλιά κατηγορία άδεια ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΕΣ. Παρατηρείται έτσι το εξής παράλογο : τα μέλη οικογένειας πολιτών τρίτων χωρών μπορούν μετά τη λήξη του γάμου ή το θάνατο του συντηρούντα αλλοδαπού να παραμείνουν νόμιμα στη χώρα με τριετή άδεια διαμονής (ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ Ο.2) αλλά μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη με τις ίδιες προϋποθέσεις (θάνατος του Ελληνα, διαζύγιο κλπ) μπορούν να λάβουν μόνο μια άδεια ετήσιας διάρκειας (ΑΔΕΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ Α.1) η οποία μάλιστα δεν εκδίδεται από τις κατά τόπους υπηρεσίες μετανάστευσης αλλά κεντρικά από το Υπουργείο. Αυτό είναι ασύμμετρο και άδικο για τα μέλη οικογένειας Ελλήνων πολιτών.
Άρθρο 93 – Αρχική χορήγηση Δελτίου Διαμονής σε μέλη οικογένειας Έλληνα
Παρατηρείται ότι έχουν τροποποιηθεί ορισμένες από τις προϋποθέσεις χορήγησης της εν λόγω άδειας προς συρρίκνωση των δικαιωμάτων των ΠΤΧ. Ειδικότερα:
1)Έχει απαλειφθεί ότι οι αιτούντες/σες άσυλο έχουν δικαίωμα να αιτηθούν για την εν λόγω άδεια εφόσον έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με Έλληνα/Ελληνίδα πολίτη και έχουν αιτηθεί για άσυλο πάνω από ένα έτος.
2)Το προσωποπαγές δικαίωμα που διατηρούσαν οι σύζυγοι μετά από διαζύγιο ή θάνατο του/της Έλληνα/Ελληνίδας συζύγου καταργείται και βάσει των εν λόγω προβλέψεων μπορούν να καταθέσουν μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους. Η άδεια αυτή δεν αποτελεί ισχυρό καθεστώς όπως το προσωποπαγές (Βάσει του άρ. 134 του παρόντος είναι άδεια ad hoc και η χορήγησή της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Μετανάστευσης. Έχει διάρκεια ένα έτος αντί του προσωποπαγούς που διαρκεί 5 έτη).
3)Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ρητώς εξαίρεση από την καταβολή παραβόλων για αυτή την άδεια διαμονής, εάν οι διατυπώσεις του παρόντος μελετηθούν συνδυαστικά με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 162 (άδεια διαμονής δεκαετούς διάρκειας) και 172 (παράβολα) προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: πτχ, σύζυγος ή σύντροφος Έλληνίδας/Έλληνα κατά την αρχική χορήγηση θα υποχρεωθεί σε πληρωμή παραβόλου ύψους 500 ευρώ και κατά την ανανέωση σε άδεια δεκαετούς διαμονής σε παράβολο ύψους 900 ευρώ, ενώ αντίθετα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο αυτές οι κατηγορίες δεν υποχρεούνται στην καταβολή παραβόλων, όπως συμβαίνει και για μέλη οικογένειας πολιτών Ε.Ε.
Οι ανωτέρω 3 τροποποιήσεις πρέπει να απαλειφθούν και να συνεχίσουν να προβλέπονται, όσα ορίζονται στον Ν. 4251/2014, όπως ισχύει.
Τέλος, η γενική διατύπωση της παρ. 2 του παρόντος άρθρου “γονείς ανήλικων ημεδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα”, χωρίς να τίθεται ρητώς η προϋπόθεση της ήδη νόμιμης διαμονής τους στη χώρα, επικαλύπτει την άδεια διαμονής του άρθρου 134 (νυν εξαιρετικοί λόγοι σε γονείς ανήλικων ημεδαπών).
Άρθρο 85 παρ. 3
– Προκειμένου να τηρηθεί η προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 του υπό διαβούλευση Κώδικα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης το αργότερο εντός 12 μηνών από την κατάθεση της αίτησης του άρθρου 85 παρ. 1,
– Με δεδομένο ότι οι γνώμες της οικείας αστυνομικής αρχής και της αρμόδιας ελληνικής προξενικής αρχής (άρθρο 85 παρ. 2) θα παρέχονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 4 μηνών, και
– Με την παραδοχή ότι η διοικητική διεκπεραίωση εξέτασης της αίτησης οικογενειακής επανένωσης (διεξαγωγή συνεντεύξεων, πλήρωση στοιχείων φακέλου, έκδοση και διαβίβαση/επίδοση απόφασης κτλ.) θα καταλαμβάνει σημαντικό χρονικό διάστημα,
Προτείνω να προστεθεί ανάλογη πρόβλεψη για την χορήγηση των απαιτούμενων ειδικών θεωρήσεων εισόδου, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, εντός εύλογης αποκλειστικής προθεσμίας (π.χ. 4 μηνών).
Μέρος Δ. Άρθρο 86. Παράγραφος 1.
Στο άρθρο αυτό ενσωματώνεται το άρθρο 5 της Οδηγίας 2003/86 (δημιουργεί, βεβαίως, απορίες πώς ενσωματώνεται και στα προηγούμενα 84 & 85), και αφορά τη οικογενειακή επανένωση. Ένα σημείο που δεν ενσωματώνεται καθόλου απ’ το εν λόγω άρθρο της οδηγίας και το θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό (ιδίως όταν μιλάμε για πολίτες τρίτων χωρών που ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και ακόμη περισσότερο σε αυτές που το στάτους τους είναι παράνομο), είναι το ακόλουθο που εμπεριέχεται στην παράγραφο 2, 3ο στοιχείο του άρθρου της Οδηγίας και αναφέρει ότι: «Κατά την εξέταση αίτησης που αφορά τον εκτός γάµου σύντροφο του συντηρούντος, τα κράτη µέλη λαµβάνουν υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο της οικογενειακής σχέσης, παράγοντες, όπως η ύπαρξη κοινού τέκνου, η προηγούμενη συγκατοίκηση, η καταχώριση της σχέσης συμβίωσης και κάθε άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό µέσο». Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας για τα ΛΟΑΤΚΙ πρόσωπα, προτείνουμε την κατά λέξη συμπερίληψη αυτής της αναφοράς στο τέλος της 1ης παραγράφου αυτού του άρθρου. Προτείνουμε εν ολίγοις την διατύπωση:
1. Κάθε μέλος της οικογένειας, μετά από την είσοδό του στη χώρα και πριν από τη λήξη της θεώρησης εισόδου, υποβάλλει αίτηση για χορήγηση της οικείας άδειας διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 10. Για τα ανήλικα τέκνα, η αίτηση υποβάλλεται από εκείνον που ασκεί την επιμέλεια και χορηγείται ατομική άδεια διαμονής. Κατά την εξέταση αίτησης που αφορά τυχόν εκτός γάµου σύντροφο του συντηρούντος, (τα κράτη µέλη λαµβάνουν υπόψη,- να αφαιρεθεί και να μπει) – λαμβάνεται υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο της οικογενειακής σχέσης, παράγοντες, όπως η ύπαρξη κοινού τέκνου, η προηγούμενη συγκατοίκηση, η καταχώριση της σχέσης συμβίωσης και κάθε άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό µέσο.
Άρθρο 92 – Ρυθμίσεις οικογενειακής επανένωσης με σύσταση της οικογένειας στην Ελλάδα
Άρθρο 92 παρ.1 : «Σε περιπτώσεις τέλεσης γάμου ή σύναψης συμφώνου συμβίωσης στην Ελλάδα μεταξύ πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα με άδεια διαμονής, στον ένα εκ των συζύγων ή συντρόφων και στα μέλη της οικογένειάς τους, που διαμένουν ήδη νόμιμα στη χώρα μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής για οικογενειακή επανένωση».
Να απαλειφθεί η φράση «στην Ελλάδα», νόμιμα διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών επιλέγουν τις περισσότερες φορές να παντρευτούν στη χώρα τους, άρα αυτή η φράση «στην Ελλάδα», μόνο προβλήματα δημιουργεί, αφού αυτό που ενδιαφέρει είναι αν υφίσταται γάμος και όχι που έγινε αυτός.