Όπως αναφέρεται και στις Κοινές Βασικές Αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πολιτική ένταξης «η ένταξη λαμβάνει χώρα σε τοπικό επίπεδο, ως μέρος της καθημερινής ζωής που ο καθένας έχει το ρόλο του. Για να είναι η ένταξη επιτυχής, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την κοινωνία υποδοχής στη δημιουργία ευκαιριών πλήρους συμμετοχής των πολιτών τρίτων χωρών. Η εμπλοκή των κοινοτήτων στην από κοινού δράση είναι σημαντική» . Αυτή η διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής σε επίπεδο Αυτοδιοίκησης χαρακτηρίζεται από διαμόρφωση προτάσεων και πολιτικών που ξεκινούν από την τοπική κοινωνία και υιοθετούνται από τις τοπικές αρχές, ενώ εγγράφονται στην ευρύτερη πολιτική ένταξης.
Οι δημοτικές αρχές, ανεξάρτητα ή σε συνεργασία με άλλους δημόσιους και μη κυβερνητικούς οργανισμούς, παρέχουν μεγάλο αριθμό κοινωνικών υπηρεσιών (όπως υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικής φροντίδας, κ.ά.). Επιπλέον, οι τοπικές αρχές έχουν καλύτερη γνώση της τοπικής κοινωνίας και των συνθηκών που επικρατούν, διότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες και οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας βιώνουν την καθημερινότητά τους, εργάζονται, συντηρούν την οικογένειά τους, ανατρέφουν τα παιδιά τους και γενικότερα δραστηριοποιούνται και συνάπτουν σχέσεις και δεσμούς με άλλους κυρίως, σε τοπικό επίπεδο. Επομένως, δεν χωρά αμφιβολία πως ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας και της Αυτοδιοίκησης ως προς υποδοχή, την ένταξη, την αποφυγή του κοινοτισμού και των εθνικών γκέτο και εθνοτικών συγκρούσεων είναι αποφασιστικός.
Πράγματι, το ζήτημα των μεταναστών/μεταναστριών και της ένταξής τους στις κοινωνίες υποδοχής αποτελεί μια από τις δυσκολότερες προκλήσεις για κάθε τοπική κοινωνία. Αυτό καθίσταται ακόμα πιο δύσκολο, όταν πρόκειται για Δήμους σε υποβαθμισμένες περιοχές, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα ανεργίας, φτώχειας και στέγασης. Παράλληλα, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες , διαπιστώνεται ότι ένα από τα ακανθώδη προβλήματα ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες πολίτες και τους μετανάστες/μετανάστριες είναι η έλλειψη πληροφόρησης, επαφής και αλληλογνωριμίας. Το παραπάνω γεγονός ενισχύεται ακόμα περισσότερο εξαιτίας του εμφανούς δισταγμού από την πλειοψηφία των δήμων για την ανάληψη των απαραίτητων πρωτοβουλιών για τη συγκρότηση πολιτικών και των απαραίτητων υποδομών για την υποδοχή και την ένταξη των μεταναστών και των μεταναστριών.
Η ομαλή κοινωνική ένταξη των μεταναστών/μεταναστριών, των αιτούντων/αιτουσών και των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στον τόπο που κατοικούν και εργάζονται, ωστόσο, μπορεί να επιφέρει πολλαπλά και αμφίδρομα θετικά αποτελέσματα τόσο για τους ίδιους/ίδιες όσο και για την τοπική κοινωνία υποδοχής. Οι μετανάστες, οι μετανάστριες, οι αιτούντες και οι αιτούσες και οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, μέσω της πρόσβασης τους στην τοπική αγορά εργασίας και των πρωτοβουλιών επιχειρηματικότητας. Ταυτόχρονα, συνδέουν τις τοπικές κοινωνίες με το γίγνεσθαι σε παγκόσμιο επίπεδο και συνεισφέρουν με το κοινωνικό και πολιτισμικό τους κεφάλαιο στην πρόοδο των κοινωνιών αυτών.
Η ένταξη των μεταναστών/μεταναστριών, των αιτούντων/αιτουσών και των δικαιούχων διεθνούς προστασίας σε τοπικό επίπεδο υπηρετεί, επίσης, την αρχή αποκέντρωσης πόρων και αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση στους φορείς της Αυτοδιοίκησης. Επομένως, είναι αναγκαίο να δοθεί η απαραίτητη καθοδήγηση και χρηματοδοτική υποστήριξη στους φορείς της Αυτοδιοίκησης προκειμένου να επιτευχθεί η ενεργός συμμετοχή τους στην υλοποίηση και τη χάραξη στοχευμένων πολιτικών υποδοχής και ένταξης, προσαρμοσμένων στο προφίλ των ατόμων που διαβιούν στη χωρική αρμοδιότητά τους.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, μάλιστα, κινούνται πρόσφατες θεσμικές και πολιτικές πρωτοβουλίες όπως είναι η σύσταση και λειτουργία των Κέντρων Ένταξης Μεταναστών (Κ.Ε.Μ.), ως παραρτήματα των Κέντρων Κοινότητας των δήμων (Ν.4368/2016). Ως προς την υλοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, οι νεοσύστατες αυτές δομές έχουν διπλό ρόλο. Αρχικά, όπως περιγράφεται στον αντίστοιχο νόμο (Ν.4368/16), μια από τις δράσεις των Κέντρων Κοινότητας αφορά στην κοινωνική ένταξη και κοινωνικοποίηση των μεταναστών και των μεταναστριών. Παράλληλα, στα Κέντρα αυτά, μπορούν να λειτουργούν ως Παραρτήματα με το κατάλληλο προσωπικό και τα Κέντρα Ένταξης Μεταναστών (Κ.Ε.Μ.), σύμφωνα με τις αρχές αφενός του Κώδικα Μετανάστευσης και αφετέρου όλων των Κανονισμών, Αποφάσεων και Ανακοινώσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στα Κέντρα Κοινότητας που δεν λειτουργεί Παράρτημα Κ.Ε.Μ. τις δράσεις που αφορούν στους μετανάστες/μετανάστριες τις αναλαμβάνει εκ του νόμου το ίδιο το κέντρο, το οποίο έχει ένα πλήθος δράσεων που αφορούν την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και την κοινωνική ένταξη των ευάλωτων ομάδων.
Πιο συγκεκριμένα, τα Κέντρα Κοινότητας, αποτελούν τον βασικό «πυρήνα» διευρυμένων υπηρεσιών τύπου «One Stop Shοp» (Υπηρεσίες Μιας Στάσης), με εξατομικευμένη ολιστική προσέγγιση, οι οποίες υποστηρίζοντας ή συνεργώντας με τη Διεύθυνση Κοινωνικών Υπηρεσιών του κάθε οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αποτελούν μια δράση «ομπρέλα» παρέχοντας υπηρεσίες οι οποίες ανταποκρίνονται και ενισχύουν τις πολιτικές που ήδη υλοποιούνται ή προγραμματίζονται, όπως είναι η καθολική εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος, το πρόγραμμα του Ταμείου Ευρωπαϊκής Βοήθειας για Άπορους (Τ.Ε.Β.Α.), οι ρυθμίσεις του Ν. 4320/2015 για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης σε συνεργασία με τον Ο.Α.Ε.Δ. και τη Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης.
Με τη λειτουργία τόσο των Κ.Ε.Μ. όσο και των Κέντρων Κοινότητας επιδιώκεται η ανάπτυξη ενός τοπικού σημείου αναφοράς για την υποδοχή, εξυπηρέτηση και διασύνδεση των πολιτών τρίτων χωρών με όλα τα κοινωνικά προγράμματα και υπηρεσίες που παρέχονται σε κάθε δήμο. Επιπλέον, στόχος της δημιουργίας των Κέντρων Κοινότητας είναι να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της απουσίας ολοκληρωμένης προσέγγισης σχεδιασμού και εφαρμογής της κοινωνικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο, στην αντιμετώπιση της αποσπασματικότητας των δράσεων μεμονωμένων φορέων χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και της άνισης χωρικής κατανομής των κοινωνικών υποδομών και υπηρεσιών στους δήμους. Ωφελούμενοι των Κ.Ε.Μ. είναι οι νόμιμα διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών, οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας και οι αιτούντες και αιτούσες αυτής.
Για την επίτευξη όλων των παραπάνω, κάθε Κ.Ε.Μ. – και κατ΄ επέκταση το Κέντρο Κοινότητας αναπτύσσει τις υπηρεσίες που παρέχει στη βάση μιας εξατομικευμένης προσέγγισης των μεταναστών/μεταναστριών, των αιτούντων/αιτουσών και των δικαιούχων διεθνούς προστασίας καθώς και της διασύνδεσης του δήμου με την περιφέρεια, τις κεντρικές υπηρεσίες του κράτους και των λοιπών φορέων που δραστηριοποιούνται στην κοινωνική ένταξη των ομάδων-στόχου. Απώτερος σκοπός, επομένως, είναι η επίτευξη συνέργειας και συμπληρωματικότητας συναφών δράσεων και υπηρεσιών με δράσεις που τυχόν υλοποιούνται από άλλους φορείς.
Επιπλέον, στον Οδηγό Εφαρμογής & Λειτουργίας των Κέντρων Κοινότητας επαναφέρεται, σε πολλούς δήμους, το απενεργοποιημένο Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών (Σ.Ε.Μ.) ως ένας θεσμός των δήμων ο οποίος θα μπορούσε εν δυνάμει να λειτουργήσει παράλληλα και επικουρικά με τα Κ.Ε.Μ..
Το Σ.Ε.Μ. αποτελεί ένα συμβουλευτικό όργανο του οποίου οι αρμοδιότητες περιγράφονται στο Ν.3852/10 (Πρόγραμμα «Καλλικράτης») και το οποίο συστήνεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Κύριος στόχος του Σ.Ε.Μ. είναι να λειτουργεί συμβουλευτικά για την ενίσχυση της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών/μεταναστριών στην τοπική κοινωνία, την προώθηση της συμμετοχής τους στα Κοινά καθώς και της επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Είναι συνεπώς σαφής η σημασία και ο καθοριστικός ρόλος του Σ.Ε.Μ. σε τοπικές κοινωνίες με μεγάλο μεταναστευτικό πληθυσμό, ιδιαίτερα όταν εκεί λειτουργεί και δομή Κ.Ε.Μ.. Αν και πρόκειται για σαφώς ανεξάρτητες οντότητες, αυτό που επισημαίνεται εδώ είναι η συνθήκη μιας παράλληλης δράσης σε τοπικό επίπεδο.
Παράλληλα, για την περίοδο 2014-2020, οι Περιφέρειες της χώρας καλούνται να διαχειριστούν τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (Π.Ε.Π.). Πρόκειται για προγράμματα, με πολύπλευρη στόχευση, στο πλαίσιο των οποίων κάθε μία από τις ελληνικές Περιφέρειες αποτελεί αντικείμενο ενός περιφερειακού προγράμματος που περιλαμβάνει έργα και δράσεις περιφερειακής κλίμακας, αξιοποιεί τα τοπικά πλεονεκτήματα και χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α.) και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ).
Το κοινό σημείο των Π.Ε.Π. είναι η ενίσχυση της δυνατότητας των περιφερειακών και τοπικών αρχών να εφαρμόσουν ένα πλήρες φάσμα δράσεων που στοχεύουν να εξυπηρετήσουν κύριες προτεραιότητες του Ε.Σ.Π.Α., συγκαταλέγοντας και δράσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, στην ενίσχυση της απασχόλησης και στην καταπολέμηση των διαφόρων μορφών της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Μάλιστα, στο πλαίσιο των Π.Ε.Π. χρηματοδοτήθηκε η σύσταση και η λειτουργία των πρώτα Κέντρα Ένταξης Μεταναστών, αποδεικνύοντας τη σημαντική εμπλοκή της Αυτοδιοίκησης στο σύνολό της στη προώθηση δράσεων ενταξιακού προσανατολισμού.
Υπό το φως των παραπάνω δεδομένων, καθίσταται εμφανές ότι οι δήμοι και οι περιφέρειες της χώρας μπορούν να αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για την άσκηση και την εφαρμογή της Μεταναστευτικής Πολιτικής. Στο πλαίσιο των Κέντρων Κοινότητας και των Κ.Ε.Μ. μπορεί να εκφραστεί και να λειτουργήσει επί της ουσίας η στενή συνεργασία της κεντρικής διοίκησης της Πολιτείας και των φορέων της Αυτοδιοίκησης αναφορικά με την ένταξη, η οποία προτείνεται και επιχειρείται μέσα από την παρούσα στρατηγική.