Η οργανωμένη υποδοχή και ένταξη των μεταναστών/μεταναστριών, των αιτούντων/ αιτουσών και των δικαιούχων διεθνούς προστασίας για πολλά χρόνια δεν αποτελούσε προτεραιότητα της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής. Το κύριο βάρος έπεφτε στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών με έμφαση στη φύλαξη των συνόρων, τις νομιμοποιήσεις των παράτυπων μεταναστών και μεταναστριών και την έκδοση αδειών διαμονής. Η διαδικασία της ένταξης επαφιόταν κυρίως στην ατομική προσπάθεια των μεταναστών/μεταναστριών και του μικρού αριθμού προσφύγων μέσω των δικτύων υποστήριξης των ήδη εγκατεστημένων ομοεθνών τους. Η ένταξη των πρώτων ροών διευκολυνόταν από την άμεση πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας της – αναπτυσσόμενης τότε– ελληνικής οικονομίας. Το 2008 επιχειρήθηκε ο σχεδιασμός μιας πολιτικής ένταξης, στο Ολοκληρωμένο Σχέδιο «Εστία», το οποίο δεν περιλάμβανε προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να μείνει ανεφάρμοστο.
Η πρώτη ουσιαστική και συντονισμένη προσπάθεια που έγινε για την ένταξη, πέρα από τις διάσπαρτες και ad hoc δράσεις αρμόδιων για την ένταξη των μεταναστών Υπουργείων (Παιδείας, Εργασίας), ξεκίνησε με το συγχρηματοδοτούμενο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ένταξης (Ε.Τ.Ε.) για την περίοδο 2007-2013 (με περίοδο εφαρμογής 2009-2015), στο πλαίσιο του οποίου η Υπεύθυνη Αρχή, η Διεύθυνση Κοινωνικής Ένταξης του Υπουργείου Εσωτερικών, σχεδίασε, συντόνισε και χρηματοδότησε, 92 δράσεις που κάλυπταν το σύνολο των αξόνων της ένταξης, συνολικού ύψους 15.224.616,57 €.
Παρά το γεγονός ότι οι δράσεις αυτές υποκατέστησαν εν μέρει την απουσία ενός συνολικού επιχειρησιακού σχεδίου ένταξης, υπήρξαν αποσπασματικές, βραχείας διάρκειας και χωρίς συνέχεια.
Η απουσία στοιχείων και ερευνών στη φάση έναρξης του σχεδιασμού των δράσεων οδήγησε σε αδυναμία αξιολόγησης της συνεισφοράς τους στην ένταξη των μεταναστών/μεταναστριών στη χώρα και στον εντοπισμό αδυναμιών και κενών των σχετικών τομεακών πολιτικών.
Σε ό,τι αφορά την ένταξη των προσφύγων και των γυναικών προσφύγων, το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων (Ε.Τ.Π.) είχε μικρό προϋπολογισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου απορροφήθηκε για την υποδοχή και στέγασή τους. Η έλλειψη στρατηγικής και στοχοθεσίας αφορούσε και αυτήν την ομάδα με ανάλογες συνέπειες στην ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία.
Η Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη (2013) προέκυψε ως απάντηση σε αίτημα της Ε.Ε. για το σχεδιασμό εθνικών στρατηγικών από όλα τα κράτη-μέλη με στόχο την επιβεβαίωση της συνάφειας μεταξύ των στρατηγικών στόχων και των δράσεων του Ε.Τ.Ε., καθώς και την ανίχνευση αξόνων πολιτικής προς χρηματοδότηση του υπό σχεδιασμού Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (Τ.Α.Μ.Ε.) για τη περίοδο 2014-2020.
Η Εθνική Στρατηγική του 2013 βασίσθηκε σε κείμενα της Ε.Ε., όπως το Κοινό Πρόγραμμα για την Ένταξη (COM 389/2005) που περιλαμβάνει τις Κοινές Βασικές Αρχές για την Πολιτική Ένταξης των Μεταναστών, η Διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Υπουργικής Διάσκεψης της Σαραγόσα για την Ένταξη (Απρίλιος 2010) και το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης (2009) καθώς και στο Ν.3386/2005 σύμφωνα με τον οποίο «Η κοινωνική ένταξη αποσκοπεί στη χορήγηση δικαιωμάτων στους Πολίτες Τρίτων Χωρών, τα οποία διασφαλίζουν αφενός την αναλογικά ισότιμη συμμετοχή τους στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας και αφετέρου αποβλέπουν στην υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών κανόνων και αξιών της ελληνικής κοινωνίας» (αρ.65, παρ. 1) .
Σήμερα, η Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη λαμβάνει υπόψη της και νεότερες τοποθετήσεις της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρώπης για την Ένταξη επί Ελληνικής Προεδρίας της Ένωσης (Ιούνιος 2014), το πρόσφατο Σχέδιο Δράσης για την Ένταξη Πολιτών Τρίτων Χωρών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , το πολυετές πρόγραμμα του Τ.Α.Μ.Ε., τη σχετικά πρόσφατη εθνική νομοθετική ρύθμιση για την ένταξη που περιλαμβάνεται στον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (Ν. 4251/2014), καθώς και τη θεσμοθέτηση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, το οποίο συγκεντρώνει όλες τις υπηρεσίες που ασχολούνται με τη μετανάστευση και άσυλο και το οποίο έχει κεντρικό ρόλο στο σχεδιασμό δράσεων αναφορικά με την υποδοχή και την ένταξη, καθώς και στο συντονισμό, την εποπτεία και την αξιολόγηση της υλοποίησης τους.