Η διετία 2015-2016 σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή στην έκφραση του φαινομένου της μετανάστευσης στην Ελλάδα. Η μαζική ροή μεικτών ρευμάτων κυρίως αιτούντων διεθνούς προστασίας και, δευτερευόντως, παράτυπων μεταναστών και μεταναστριών από τη Μέση Ανατολή, τις εμπόλεμες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής και της Βόρειας Αφρικής, στα ελληνικά νησιά μέσω της Τουρκίας, οδήγησε στην υπέρβαση των ορίων δυνατότητας υποδοχής και φιλοξενίας από μια χώρα με υφεσιακή οικονομία και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες, λόγω της προσπάθειας αντιμετώπισης των πολλαπλών εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία των αιτούντων/αιτουσών διεθνούς προστασίας μετακινήθηκε προς τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, ενώ ένας σημαντικός αριθμός ατόμων (περίπου 62.000) παραμένει στη χώρα σε συνέχεια του κλεισίματος των συνόρων από τις γειτονικές βαλκανικές και κεντροευρωπαϊκές χώρες, καθώς και της απροθυμίας ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους στο πλαίσιο του Προγράμματος Μετεγκατάστασης .
Παρά τις προσπάθειες της Κυβέρνησης, των διεθνών οργανισμών και της κοινωνίας των πολιτών, τα προβλήματα της φιλοξενίας των αιτούντων/αιτουσών διεθνούς προστασίας, της έγκαιρης απόδοσης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και της ένταξης των ατόμων στα οποία έχει αναγνωριστεί το εν λόγω καθεστώς στην κοινωνία υποδοχής παραμένουν ανοικτά μέχρι σήμερα, ακόμα και μετά τις σημαντικές διαχειριστικές βελτιώσεις που έχουν συντελεστεί.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, η έμφαση που δίνεται μέσω της νέας Εθνικής Στρατηγικής στην προστασία αφενός των αιτούντων/αιτουσών διεθνούς προστασίας και στην ένταξη των δικαιούχων αυτής καθίσταται πρωταρχικής σημασίας και αποτελεί βασική προτεραιότητα και πρόκληση για την Ελληνική Πολιτεία τόσο λόγω του μαζικού χαρακτήρα και των ξεχωριστών ποιοτικών χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου πληθυσμού όσο και λόγω των ιδιαίτερων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών υπό τις οποίες θα συνεχίσει να συντελείται.
Σημειώνεται ότι η πρόθεση της πολιτείας για ένταξη των αιτούντων/αιτουσών και των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στην ελληνική κοινωνία συνάδει επίσης με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της χώρας για την προφύλαξη και τη διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους.
Για τον επιτυχημένο σχεδιασμό της Εθνικής Στρατηγικής θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη οι διεθνείς και ευρωπαϊκές προκλήσεις σε ζητήματα ασύλου και μετανάστευσης. Η ίδια η χρήση του όρου «προσφυγική κρίση» προκειμένου να παρουσιαστεί ως η νέα πρόκληση για τη στρατηγική της ένταξης, παραβλέπει το γεγονός, ότι όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω η Ελλάδα αντιμετώπισε ήδη και παλαιότερα προσφυγικά ρεύματα, ως προς τα οποία θα έπρεπε να αναπτύξει πολιτική ένταξης. Επιπλέον, θα πρέπει να αποτυπωθεί σε μια Εθνική Στρατηγική για την ένταξη ότι αν και ο αριθμός των δικαιούχων διεθνούς προστασίας ήταν ιδιαίτερα μεγάλος για τα δεδομένα της Ελλάδας, εντούτοις ο αριθμός αυτός δεν ήταν δυσανάλογος για το μέγεθος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ώστε τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες προστασίας τους. Συνεπώς θα πρέπει στο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής να αποτυπώνεται η ανάγκη χάραξης μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής για την ένταξη, ανεξάρτητα από συγκυριακές μεταβολές.
Στη συνέχεια, η Στρατηγική συνδέει τις προκλήσεις της Ένταξης για ένα «σημαντικό αριθμό προσώπων που παρέμειναν στην Ελλάδα» μετά το 2015 με «το κλείσιμο των συνόρων από τις γειτονικές βαλκανικές και κεντροευρωπαϊκές χώρες, καθώς και την απροθυμία ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους στο πλαίσιο του Προγράμματος Μετεγκατάστασης». Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσο διατηρείται το κριτήριο καθορισμού του πρώτου κράτους μέλους εισόδου στην ΕΕ ως υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεων ασύλου, τόσο η Ελλάδα θα αναλαμβάνει δυσανάλογο μερίδιο της ευθύνης χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει –μεταξύ άλλων- δυνατότητες ένταξης στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Όπως εξάλλου αναφέρει και η ίδια η Στρατηγική, τους τελευταίους δώδεκα μήνες, η Ελλάδα υπήρξε σταθερά η τέταρτη ευρωπαϊκή χώρα σε αριθμό υποβληθείσων αιτήσεων διεθνούς προστασίας μετά τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, και πριν από χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία και η Ισπανία (υπό 2.3). Επομένως η βάση του προβλήματος εντοπίζεται στη μη αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου και όχι στο κλείσιμο των συνόρων (τα οποία σημειώνεται ότι οι γειτονικές βαλκανικές χώρες δεν είχαν νομική υποχρέωση να διατηρήσουν ανοιχτά). Σε αυτό το πλαίσιο, η μη τήρηση των δεσμεύσεων του προγράμματος μετεγκατάστασης αναδεικνύει εντονότερα την ανάγκη καθιέρωσης μόνιμου νομικά δεσμευτικού μηχανισμού που να διασφαλίζει αφενός τον σεβασμό των δικαιωμάτων και αφετέρου την δίκαιη κατανομή της ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Τέλος, η αναφορά στατιστικών στοιχείων στο σύνολο του κειμένου θα πρέπει να ειδωθεί ξανά, ενόψει παρόδου σημαντικού χρόνου από η συγγραφή του κειμένου έως την ανάρτησή της σε διαβούλευση. Σημαντική πηγή θα μπορούσε να αποτελέσει η συλλογή στατιστικών στοιχείων της ΥΑ/ΟΗΕ, στο πλαίσιο συλλογής στοιχείων για την κατάσταση στη Μεσόγειο (https://data2.unhcr.org/en/situations/mediterranean/location/5179).
Κρίνεται απαραίτητο να δοθεί έμφαση και στις προκλήσεις, που εντοπίζονται μετά την απόδοση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.