Οι πρόσφατες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό της συνολικής ενταξιακής πολιτικής του κράτους καθώς και των μέτρων και των δράσεων που καλείται η Πολιτεία να λάβει προκειμένου να την υλοποίησει.
Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη αντιμετωπίζει την ενταξιακή πολιτική ως μια διαδικασία πολυδιάστατη και διαφορετικών ταχυτήτων, η οποία διαμορφώνεται γύρω από δύο επίπεδα και τρεις ομάδες-στόχο:
1. Υποδοχή, η οποία αφορά στους αιτούντες και στις αιτούσες διεθνούς προστασίας και στους οποίους η Πολιτεία καλείται να παρέχει προστασία καθώς και βασικές υλικές συνθήκες υποδοχής (όπως στέγαση, οικονομικό βοήθημα, πρόσβαση στην υγεία, κ.τ.λ.), αμέσως μετά την καταγραφή τους στα σημεία εισόδου. Οι δράσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο θέτουν τα θεμέλια για την μετέπειτα επιτυχημένη ενσωμάτωση του εν λόγω πληθυσμού στην κοινωνία υποδοχής και λειτουργεί και ως ένα είδος πρώιμης ένταξης.
2. Ένταξη, η οποία αφορά στους/στις δικαιούχους διεθνούς προστασίας και στους μετανάστες και στις μετανάστριες στους οποίους η Πολιτεία καλείται να εξασφαλίσει όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την επιτυχή ένσωμάτωσή τους στην κοινωνία υποδοχής (όπως, στέγαση, πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στην υγεία, στην εκπαίδευση, δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά, έγκυρη ενημέρωση). Οι δράσεις και τα μέτρα που στοχεύουν στην ένταξη του εν λόγω πληθυσμού είναι διαφορετικές και σχετίζονται με τις ανάγκες κάθε ομάδας.
Στην περίπτωση του νεοεισερχόμενου πληθυσμού που έχει λάβει καθεστώς διεθνούς προστασίας, η ένταξη στοχεύει στην ομαλή μετάβασή από το καθεστώς προστασίας του αιτούντος/της αιτούσας στην είσοδο στην κοινωνία υποδοχής, μέσω προγραμμάτων που συνδυάζουν την προσωρινή στέγασή τους με την παράλληλη παροχή οικονομικού βοηθήματος, μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, τη δυνατότητα εισόδου στην αγορά εργασίας, κ.ά.
Αντίστοιχα, στην περίπτωση του μεταναστευτικού πληθυσμού, η ένταξη στοχεύει στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αδειοδότησή τους, στην επαναφορά τους σε καθεστώς νομιμότητας, στην εξασφάλιση της χωρίς διακρίσεις πρόσβασής τους στην υγεία, την ασφάλιση, την εργασία και την εκπαίδευση, στη βελτίωση των παρεχόμενων προς αυτούς υπηρεσιών καθώς και στη διασφάλιση της συμμετοχής τους στα κοινά.
Επί της ουσίας ο μόνος διαχωρισμός ενταξιακών αναγκών που κάνει το κείμενο είναι αυτός μεταξύ προσφύγων και μεταναστών. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι ιδίως ο μεταναστευτικός πληθυσμός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ενιαία, καθώς υπάρχουν μέσα στο σώμα του σημαντικές διαιρέσεις που αντιστοιχούν σε πολύ διαφορετικές ενταξιακές ανάγκες. Οι διαιρέσεις αυτές μπορεί να αντιστοιχούν στην διάκριση “παλαιοί – νεοεισελθόντες” μετανάστες, αλλά μπορεί να αφορούν και στην ηλικία των μεταναστών, στις χώρες προέλευσης, στο φύλο κλπ. Απαιτείται προφανώς μια διαφορετική προσέγγιση για καθεμιά κατηγορία και η αξιοποίηση της εμπειρίας των ήδη ενταγμένων μεταναστών στην ένταξη νέων. Τέλος, η έμφαση που – ορθά κατ’αρχάς – δίνεται στην ηλεκτρονική πληροφόρηση, δεν πρέπει να παραβλέπει το γεγονός ότι το 10% των δικαιούχων διεθνούς προστασίας είναι αναλφάβητοι και το 22 % απόφοιτοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Σε σχέση με την φιλοξενία υπό 1.4.3 ανησυχία μας προκαλεί ο πολύ μικρός αριθμός των 5000 θέσεων.
Το θεωρητικό πλαίσιο κρίνεται επαρκές. Ωστόσο, κατά την υλοποίηση πολιτικών ένταξης, παρατηρούνται πολλές προκλήσεις που αναιρούν τις προσπάθειες εφαρμογής τους. Προτείνεται η αναφορά συγκεκριμένων μέτρων για τη διαχείριση των προκλήσεων. Επίσης, προτείνουμε και με δεδομένη την αξιοσημείωτη καθυστέρηση της εξέτασης του αιτήματος ασύλου, να συμπεριληφθεί η κατηγορία των αιτούντων/σων διεθνούς προστασίας και στο επίπεδο της ένταξης