Αρχική Ρυθμίσεις Μέριμνας Προσωπικού Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας, Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και άλλες διατάξειςΆρθρο 37 – Τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (ν. 2304/1995, Α΄ 83)Σχόλιο του χρήστη Αργύριος Τσουρούς | 9 Μαρτίου 2019, 19:14
Με τις διατάξεις του προτεινομένου σχεδίου νόμου, επιχειρείται μεν η επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων και η διευθέτηση θεσμικών εκκρεμοτήτων, παράλληλα όμως παρατηρείται και εισχώρηση διατάξεων που περιέχουν οπισθοδρόμηση και εναντίωση στην ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου των στρατιωτικών δικαστηρίων, προκαλώντας έτσι ρωγμές στο 24 χρόνων οικοδόμημα της στρατιωτικής δικαιοσύνης που παρά τις ατέλειές του, περιέχει ήδη μια ιστορία δικαιοδοτικού έργου που είναι απολύτως σεβαστή κοινωνικά και θεσμικά, με συνέπεια, κάθε νομοθετική πρωτοβουλία που το αφορά(απ’ όπου κι αν εκπορεύεται), να πρέπει να προσβλέπει υποχρεωτικά στη διατήρηση και απόλυτη εξασφάλιση των εγγυήσεων της συνταγματικά κατοχυρωμένης προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Ως εκ τούτου οφείλω να εκφράσω τους προβληματισμούς και τις επιφυλάξεις μου για μια σειρά ρυθμίσεων που δεν κινούνται προς την κατεύθυνση που οι προαναφερθείσες σκέψεις καθορίζουν. Ειδικότερα: Α) Με την παρ 18 του άρθρου 18 του σχεδίου προβλέπεται η διαφοροποίηση των λόγων μεταθέσεων, ώστε να μετατίθενται όσοι συμπλήρωσαν τρία έτη υπηρεσίας στο ίδιο δικαστήριο. Είναι απορίας άξιον, με ποια κριτήρια, παρουσιάζονται προς αποδοχήν τοιούτου είδους νομοθετικές προτάσεις που απτόμενες της προσωπικής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων, θα απαιτούσαν έναν ελάχιστο προβληματισμό για το τι εξυπηρετούν και κατά πόσο συμβάλλουν στην προστασία του δικαστή από μονόπλευρες ενέργειες της υπηρεσίας, συνιστάμενες στη δυνατότητα μεταθέσεων με μόνη αιτιολογία τη συμπλήρωση της τριετίας που, σημειωτέον, λόγω της αόριστης διατύπωσης, μπορεί να μην νοείται ως συνεχόμενη. Σε συνέχεια της προβληματικής που εισάγει η συγκεκριμένη πρόταση για τις μεταθέσεις, έρχεται και η προτεινόμενη ρύθμιση της μετάθεσης λόγω υπηρεσιακών αναγκών, χωρίς να επιβάλλεται ρητά η εξειδίκευση αυτών των αναγκών και η συναφής υποχρέωση των αρμοδίων οργάνων να τις στοιχειοθετούν πλήρως στις σχετικές αποφάσεις των θεσμικών οργάνων. Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, ανεξήγητα, η προτεινόμενη αλλαγή δεν ευθυγραμμίζεται με την υπάρχουσα (έτοιμη) ρύθμιση του άρθρου 50 του νόμου 1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ), την οποία απλώς πρέπει να αντιγράψουμε κατά περίπτωση (χωρίς να πληρώσουμε πνευματικά δικαιώματα). Β) Με την περ. 26 του άρθρου 37 του σχεδίου, αντιμετωπίζονται τα όρια ηλικίας και η θητεία Προέδρου και Εισαγγελέα. Eφόσον αποφασισθεί αύξηση της θητείας Προέδρου και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού πέραν των δύο ετών, αυτό πρέπει, αδηρίτως, να συνδυασθεί με αύξηση του ορίου ηλικίας των στρατιωτικών δικαστών και Αναθεωρητών του σώματος, κατά την υπάρχουσα βαθμολογική εξομοίωση με τους πολιτικούς δικαστές. Ειδικότερα, πρέπει να αποκατασταθεί με ρητή διάταξη και οπωσδήποτε ανεξάρτητα από αποφάσεις κυβερνητικών οργάνων, η συνταγματικώς έκτοπη σημερινή κατάσταση που καθορίζει διαφορετικό ηλικιακό όριο (62ο έτος) για τους Αναθεωρητές και διαφορετικό (60ο) μέχρι το βαθμό του Στρατ. Δικαστή Α΄, κατά πλήρη αντίθεση με την προβλεπόμενη από τον ΚΔΣΕΔ αντιστοιχία στρατιωτικών δικαστών και Αναθεωρητών, με τους πολιτικούς δικαστές. Η αναφυόμενη δε προβληματική ως εκ του τελευταίου τούτου, συνυπάρχει με την, περαιτέρω μειώνουσα την ουσιαστική έννοια της ισοβιότητας, διατήρηση σε ισχύ, της ασύμβατης προς τη λειτουργική ανεξαρτησία, υπάρχουσας ρύθμισης που αφορά στη συμπλήρωση οκταετίας, συνολικά στους βαθμούς του Αναθεωρητή Γ΄ και Β΄, ως όρου για την αποχώρηση ενός Αναθεωρητή. Συνεπώς, πρέπει να ευθυγραμμισθεί το χρονικό περιεχόμενο της ισοβιότητας και για τους στρατιωτικούς δικαστές και Αναθεωρητές με το, αυστηρώς εκ του συντάγματος απορρέον πλαίσιο καθορισμού της, που είναι το 67ο έτος για τους Αναθεωρητές και το 65ο έτος για τους λοιπούς στρατιωτικούς δικαστές, με παράλληλη κατάργηση των διατάξεων περί οκταετίας και 60ου έτους ως λόγων αποχώρησης Αναθεωρητών και στρατιωτικών δικαστών. Στη βάση αυτή μπορεί να αυξηθεί και η χρονική διάρκεια της θητείας Προέδρου και Εισαγγελέα. Με τον τρόπο αυτό αποκτά νόημα και έχει πρακτική αξία η προβλεφθείσα και ήδη ισχύουσα με τον ΚΔΣΕΔ αντιστοίχιση δικαστών των ενόπλων δυνάμεων με τους ομοίους τους των πολιτικών δικαστηρίων. Επί του σημείου αυτού όμως πρέπει να τονισθεί ότι η υπάρχουσα σήμερα σύνθεση του δικαστικού σώματος (απόφοιτοι εκ της ΣΣΑΣ και προερχόμενοι εκ διαγωνισμών), απαιτεί μια διαφοροποίηση στη χρονική κλίμακα καθορισμού του έτους ηλικίας που ο δικαστής των ενόπλων δυνάμεων θα αποχωρήσει, με οροφή τα 67 χρόνια. Κατά τούτο και δεδομένου ότι οι δεύτεροι (εκ διαγωνισμών προερχόμενοι), θεωρούν (δικαίως) την, ήδη διανυθείσα υπηρεσιακή διαδρομή των πρώτων (αποφοίτων ΣΣΑΣ), ως βαρίδιο και σε όχι πολύ μακρινό μέλλον, ως φραγή στην επαγγελματική τους ανέλιξη, η αναφερόμενη (επιβεβλημένη) ως άνω κλιμάκωση πρέπει να τεθεί ως εξής: 67 έτη υπηρεσίας για τους εκ διαγωνισμών προερχόμενους, όσον αφορά στους Αναθεωρητές και 65 χρόνια υπηρεσίας για τους στρατιωτικούς δικαστές, ενώ για τους προερχομένους εκ της ΣΣΑΣ, 63 έτη υπηρεσίας και για τους Αναθεωρητές και για τους στρατιωτικούς δικαστές. Βεβαίως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες απόψεις, επισημαίνεται εκ νέου ότι οι εν λόγω κλιμακώσεις πρέπει να συμβαδίσουν με κατάργηση των υφισταμένων διατάξεων για αποχώρηση ενός Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ στο 60 έτος της ηλικίας του και αποχώρηση ενός Αναθεωρητή με τη συμπλήρωση οκταετίας συνολικά στο βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄ και Β΄. Η προτεινόμενη, συνεπώς, ρύθμιση που κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, πρέπει να επαναδιατυπωθεί-τροποποιηθεί- (με συνεκτίμηση των προαναφερομένων επισημάνσεων), ως εξής: «Άρθρο 63 Αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας 1. Οι δικαστικοί λειτουργοί, μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α`, που έχουν ενταχθεί, με διαγωνισμό, στο σώμα των δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους. Οι ίδιοι υπηρετούντες εφόσον προαχθούν στο βαθμό του Αναθεωρητή αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους. Οι προερχόμενοι εκ της ΣΣΑΣ δικαστικοί λειτουργοί των Ενόπλων Δυνάμεων, μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ και οι ίδιοι υπηρετούντες, ως Αναθεωρητές, αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 63ο έτος της ηλικίας τους. Όλοι οι παραπάνω αποχωρούν από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους προαγόμενοι στον επόμενο βαθμό ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυπικών προσόντων, εφόσον κριθούν προακτέοι με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Δεν προάγονται σε επόμενο βαθμό οι Αναθεωρητές Α΄. 2. Ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου αποχωρούν από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το οριζόμενο, κατά τις διακρίσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, έτος της ηλικίας τους. Η θητεία αμφοτέρων στις αντίστοιχες θέσεις δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών ετών ακόμη και αν οι παραπάνω κατέχοντες τις θέσεις αυτές δεν καταλαμβάνονται από το, κατά περίπτωση, όριο ηλικίας. 3. Δεν αποτελεί κώλυμα επιλογής Προέδρου και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ο μικρότερος των τριών ετών υπολειπόμενος χρόνος για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, κατά τις διακρίσεις των προηγουμένων παραγράφων». Γ) Με την παρ 31 του άρθρου 37 του σχεδίου προβλέπεται η θέσπιση διάταξης (νέο άρθρο 65Β §4) για την περιοδική υγειονομική (και ψυχιατρική) εξέταση μόνο των στρατιωτικών δικαστών και όχι των Αναθεωρητών (ενώ στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου -65Β- γίνεται λόγος για Στρατιωτικούς Δικαστές και Αναθεωρητές όσον αφορά τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας). Με την προτεινόμενη ρύθμιση: Κατά πρώτον: Εάν δεν πρόκειται για νομοτεχνική αστοχία του εδ. α΄ της παρ. 4 της προτεινόμενης διάταξης (65Β), εισάγεται αδικαιολόγητος διαχωρισμός μεταξύ των υπηρετούντων στο δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων, που υποδαυλίζει την προσωπική αντιπαλότητα και πλήττει ευθέως την αποδιδόμενη στον καθένα εξ αυτών λειτουργική ανεξαρτησία και την εγγενή εγγύηση της δυνατότητας να παράσχει δικαστικό έργο που, στην περίπτωση αποδοχής και νομοθέτησης τέτοιων ρυθμίσεων, θα τίθεται (το δικαστικό έργο) ετησίως υπό (ιατρική) κρίση, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νομικοί, υπηρεσιακοί και κοινωνικοί λόγοι. Κατά δεύτερον: Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχό της στο χώρο της κοινής δικαιοσύνης, το μόνον που θα μπορούσε κάποιος να σκεφθεί είναι μια (νέα) προσπάθεια ενσωμάτωσης των δικαστών των ενόπλων δυνάμεων σε υπηρεσιακές δομές που αφορούν τα λοιπά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, που εκ της φύσεως του έργου των είναι απαραίτητη η διατήρηση μιας διαβαθμισμένης μαχητικής ικανότητας που συνάπτεται και με τον αποτρεπτικό ρόλο του στρατεύματος και επιτρέπει στα στελέχη να συνεχίζουν τη σταδιοδρομία τους με πλήρη ή ελαττωμένη σωματική ικανότητα, τοποθετούμενα σε ανάλογες θέσεις. Όπως γίνεται, επομένως, αντιληπτόν, κάτι ανάλογο για τους λειτουργούς της στρατιωτικής δικαιοσύνης κρίνεται απολύτως περιττό και εν ταυτώ ξένο προς το θεσμικό τους προορισμό και ρόλο. Συνεπώς, οι υφιστάμενες ρυθμίσεις για την οριστική παύση των δικαστών λόγω νόσου ή αναπηρίας σωματικής ή πνευματικής υπερκαλύπτουν την αντιμετώπιση οποιασδήποτε περίπτωσης ακαταλληλότητας μέλους του Δικαστικού Σώματος των Ε.Δ. για λόγους υγείας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί ακούσιας νοσηλείας. Δ) Με την παρ 32 του άρθρου 37 του σχεδίου προβλέπεται η καθιέρωση, ως πειθαρχικού παραπτώματος, της παραβίασης των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις προθεσμιών επεξεργασίας και διεκπεραίωσης δικογραφιών. Για μια ακόμη φορά κι ενώ παρέχεται η ευκαιρία να ευθυγραμμισθούμε απλώς με τα ισχύοντα, σε ανάλογες περιπτώσεις, για τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης, εισερχόμαστε αναίτια σε κατασκευασμένες ατραπούς με αυθαίρετη αναφορά σε «κείμενες διατάξεις προθεσμιών επεξεργασίας και διεκπεραίωσης δικογραφιών», αφού η μόνη αναφορά σε όλη την ποινική δικονομία έχει να κάνει με τις προθεσμίες σύνταξης πρακτικών και καθαρογραφής των αποφάσεων. Τα οριζόμενα δε στο άρθρο 6 του Π.Δ. 21/2002 για υποχρέωση του δικαστή να αιτιολογήσει και στο άρθρο 27 του Π.Δ. 21/2002, περί χρέωσης δικογραφιών, σχετίζονται αφενός μεν με την αυτονόητη υποχρέωση του δικαστή να ολοκληρώσει το έργο του (αιτιολόγηση) εν όψει της καθαρογραφής της απόφασης, αφετέρου δε με εσωτερικές λειτουργίες των εισαγγελιών των στρατιωτικών δικαστηρίων. Οι «κείμενες διατάξεις» λοιπόν για τη διαχείριση των δικογραφιών που χρεώνονται οι στρατιωτικοί δικαστές, δεν είναι παρά μια πρόβλεψη, από τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας των στρατιωτικών δικαστηρίων, προθεσμιών στη διακίνηση των δικογραφιών, που εύκολα, όπως αντιλαμβάνεται κάποιος, μπορεί να αλλάζουν κατά την περίσταση. Συνεπώς, η ήδη ισχύουσα διάταξη (άρθρο 6 του ΠΔ 21/2002) είναι επαρκής ενώ η νέα προτεινόμενη μπορεί να οδηγήσει σε πειθαρχικές διώξεις συναδέλφων από εικαζόμενη καθυστέρηση, εφόσον δεν θα έχει ληφθεί υπόψιν μια δικαιολογημένη, λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητας μιας υπόθεσης, καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τον υπόλοιπο (υπηρεσιακό και μόνον) φόρτο εργασίας του συγκεκριμένου δικαστή. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και αποτελεί μονόδρομο η αναγωγή στην αντίστοιχη διάταξη του Ν. 1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ), που έχοντας προβλέψει την ανωτέρω προβληματική, την ενσωματώνει στην ακόλουθη διατύπωση που απλώς πρέπει να αντιγράψουμε: «2. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού είναι: ... ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα της υπόθεσης, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. ...» (άρθρο 91§2). Ε) Με την παρ 36 του άρθρου 37 του σχεδίου προβλέπεται η επέκταση του «φέρειν στολήν» και σε περιόδους γενικής επιστράτευσης, ένοπλης στάσης και πολιορκίας, πέραν της ήδη ισχύουσας πρόβλεψης για περίοδο πολέμου, ενώ ταυτόχρονα έχει απαλειφθεί η τήβεννος. Στη σύγχρονη δημοκρατία μας που συμπορεύεται με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, η προτεινόμενη στο σημείο αυτό ρύθμιση, δεν δείχνει κάτι τέτοιο, μια και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επαναφέρει, βαθμηδόν, την ένστολη κατάσταση του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων ώστε να περιχαρακωθεί και τυπικά η ζητούμενη ιδιότητα του στρατιωτικού. Στο σημείο αυτό, κατά τη γνώμη μου, επιλεκτικώς, «λησμονείται» η αναγκαιότητα προόδου και εκσυγχρονισμού, ενώ δεν γίνεται το ίδιο όταν πρόκειται για τους όρους αποδοχής ως δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλογενών, όπου γίνεται λόγος (αιτιολογική έκθεση) «για ανάγκη συμπόρευσης με τις ισχύουσες αντιλήψεις……….κατ’ εφαρμογήν αντίστοιχων ευρωπαϊκών οδηγιών». Η κατάργηση της τηβέννου λοιπόν μπορεί να φαίνεται «αθώα» αρχικώς (άλλωστε ποτέ δεν υλοποιήθηκε -ως ένδυμα δικαστηριακής έδρας, στην 25χρονη περίπου θητεία της «νέας στρατιωτικής δικαιοσύνης»), δεν παύει όμως να μαρτυρεί, ως ενέργεια, την απάλειψη ενός ισχυρού συμβολισμού προς την κατεύθυνση της επιθυμίας μας για πλήρη εξομοίωση με τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης. Με βάση το τελευταίο, δεν απαιτείται συνεπώς η «προσαύξηση» των υπαρχόντων όρων υπό τους οποίους φέρεται η στολή από τους στρατιωτικούς δικαστές και συναφώς δεν έχει λόγο ύπαρξης η μνεία περί στολής στην περ. 37 του άρθρου 37 του σχεδίου νόμου, στην οποία, σημειωτέον, ουδεμία αναφορά γίνεται και για την αναγκαιότητα έκδοσης ΠΔ, μεταξύ των άλλων, που θα ρυθμίζει την είσοδο και φοίτηση των δικαστών των ενόπλων δυνάμεων στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Παρεμπιπτόντως, επιβάλλεται η τροποποίηση του άρ. 10 παρ. 3 και του άρ. 11 του Ν. 2304/1995 (στρατιωτικός όρκος παρέδρων), καθώς η «υποταγή στους ανωτέρους και εκτέλεση άνευ αντιλογίας των διαταγών τους» τελεί σε ευθεία αντίθεση με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Είναι κάτι περισσότερο από αυτονόητο ότι με τέτοιες διατάξεις που μπορεί να προκαλέσουν υπόνοιες για καθοδήγηση των στρατιωτικών δικαστών, ως οι τελευταίοι να ανήκουν σε μια ιεραρχική εξάρτηση προς τρίτους, διαρρηγνύεται κάθε έννοια εμπιστοσύνης των προσφευγόντων ή των υπαγομένων στη δικαιϊκή τους κρίση. Συναφώς, δημιουργεί σύγχυση ως προς το λειτουργικό status των μελών του Δικαστικού Σώματος των Ε.Δ. και αφήνει, ευκόλως, διόδους στους πολέμιους αυτού του σώματος, για να κινούν την έωλη επιχειρηματολογία περί διττής ιδιότητας και επίκλησης, κατά περίπτωση, από τους δικαστές των ενόπλων δυνάμεων, της μιας ή της άλλης (ιδιότητας). Συνεπώς, ο όρκος πρέπει να είναι ένας και όχι διττός αντανακλώντας μια δυσερμήνευτη (ειδικά από τους νεοδιοριζόμενους δικαστές των ενόπλων δυνάμεων) αποδοχή ιδιότητας ως στρατιωτικού με σύγχρονη τοιαύτη του ανεξάρτητου δικαστή και κατ’ επέκταση τούτου, ως πρέπον, προτείνεται να συμπεριληφθεί στο παρόν νομοσχέδιο και η αντίστοιχη αλλαγή, με τη σχετική διάταξη να διατυπώνεται ως ακολούθως:« άρθρο 10, παρ.3. Ο αποδεχόμενος τον διορισμό του δίνει τον όρκο του επόμενου άρθρου. Ο τελευταίος δίνεται ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίασή του». «Άρθρο 11. Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα, τους νόμους και τα ψηφίσματα του κράτους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου ως δικαστικού λειτουργού των Ενόπλων Δυνάμεων». Μια ακόμη ευκαιρία παρουσιάζεται, ας μην πάει χαμένη. Ας δρομολογήσουμε τα πράγματα στο ζητούμενο και ποθούμενο. Την πραγματική δικαστική ιδιότητα των δικαστών των ενόπλων δυνάμεων. Κάθε άλλη ενέργεια που αντιβαίνει σε μια τέτοια προοπτική, εντείνει τη σύγχυση και αναδεικνύει ξανά αυτό που χρόνια συζητείται και επικυρώνεται, δυστυχώς, από την αιτιολογική έκθεση του παρόντος σχεδίου: Την αταίριαστη, στην ευνομούμενη πολιτεία μας, καθιέρωση της διπλής ιδιότητας εκτελεστικού και δικαστικού οργάνου σε ένα πρόσωπο (δικαστή ενόπλων δυνάμεων), που αξιώνει συνάμα την ανεξαρτησία του. Γρίφος που ούτε το παρόν σχέδιο νόμου φέρει προς λύση. Τελικά, δεν μπορούμε να ανακατεύουμε το αψέντι με τη γιάμπολη!........ .