Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου:
α. «Λιμένας» είναι η ζώνη ξηράς και θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των έργων και του εξοπλισμού, που υπάγεται σε καθορισμένο φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης και επιτρέπει κυρίως την υποδοχή κάθε είδους πλωτών μέσων και σκαφών αναψυχής, τη φορτοεκφόρτωση, αποθήκευση, παραλαβή και προώθηση των φορτίων τους, την εξυπηρέτηση επιβατών και οχημάτων και την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις θαλάσσιες μεταφορές.
β. «Πυρσός» είναι οποιοδήποτε ναυτιλιακό βοήθημα εκπέμπει ευδιάκριτο φως και επισημαίνει προκαθορισμένο γεωγραφικό σημείο. Οι πυρσοί διακρίνονται σε Φάρους, φανούς και Φωτοσημαντήρες.
γ. «Φάρος» είναι ο πυρσός που χρησιμεύει στην πελαγοδρομία, στην προσαιγιάλωση ή στην ακτοπλοΐα.
δ. «Φωτοσημαντήρας» είναι κάθε πυρσός που είναι τοποθετημένος σε αγκυροβολημένο σημαντήρα για την επισήμανση υφάλων κινδύνων, έργων ή εγκαταστάσεων.
ε. «Φανός» είναι ο πυρσός που χρησιμεύει στην ακτοπλοΐα, στην ένδειξη εισόδου όρμων, λιμένων, διαύλων και λιμενοβραχιόνων, καθώς και στην ένδειξη κεφαλής προβλητών ή κρηπιδωμάτων.
στ. «Λιμενικά έργα» είναι αυτά που εκτελούνται ολικώς ή μερικώς στον αιγιαλό, την όχθη, την παραλία ή την παρόχθια ζώνη, στη θάλασσα, στον πυθμένα της και στο υπέδαφος του βυθού, καθώς και εκείνα που επιφέρουν διαμόρφωση ή αλλοίωση των χώρων αυτών ή προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 21, 24, 35 και 36 του ν. 2932/2001 (ΦΕΚ Α΄145) και των κεφαλαίων Α΄ και Δ΄ του ΠΔ 14/19-1-1939 (ΦΕΚ Α’ 24).
ζ. «Αεροναυτικός φάρος» είναι ο πυρσός ναυτικού τύπου, στον οποίο μέρος της φωτεινής δέσμης εκτρέπεται κατά δέκα έως δεκαπέντε μοίρες (10°-15°) υπεράνω του ορίζοντα για τη χρήση του από αεροσκάφη.
η. «Ζώνη Ασφαλείας» είναι ο χώρος που περικλείεται από νοητό κύκλο ακτίνας διακοσίων (200) μέτρων από Φάρο.
θ. «Φαρικό δίκτυο» είναι το σύνολο των πυρσών.
ι. «Ναυάγιο» είναι:
(1) Κάθε πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα, νηολογημένο ή όχι, αν παύσει να έχει πλευστότητα και παραμένει, ολόκληρο ή κατά μέρος, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
(2) Η κατασκευή, η οποία έχει περιέλθει σε κατάσταση που κάνει αδύνατη την επαναχρησιμοποίηση κατά τον προορισμό της και παραμένει, ολόκληρη ή κατά μέρος, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
(3) Το φορτίο πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος ή το τμήμα ή παράρτημα πλοίου, πλωτού ναυπηγήματος ή κατασκευής, που παραμένει, ολόκληρο ή κατά μέρος, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.`
ια. «Ραδιοφάρος» είναι το ναυτιλιακό βοήθημα που είναι συγχρονισμένο με ηχητικό σηματοδότη και εκπέμπει μορσικό γράμμα αναγνωρίσεως κατευθυνόμενης πορείας.
ιβ. «Φαρική Εγκατάσταση» είναι το κτίσμα ή η κατασκευή μετά των φωτιστικών μηχανημάτων και λοιπών βοηθημάτων.
Οι ορισμοί του Λιμένα και των Λιμενικών Έργων υφίστανται ήδη στον Ν.2971/2001 περί αιγιαλού-παραλίας και δεν καταργούνται με το παρόν. Νομοτεχνικά αυτό είναι εσφαλμένο και θα δημιουργήσει σύγχιση. Εξάλλου το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν έχει αρμοδιότητα στη ρύθμιση των όρων αυτών.
Η ακτίνα των 200 μέτρων στη ζώνη ασφαλείας των φάρων είχε τεθεί και στον Ν.1629/1951 αυθαίρετα (δεν έχει αιτιολογηθεί καθόλου στην αιτιολογική του έκθεση) και εξακολουθεί να παραμένει ατεκμηρίωτα και χωρίς καμία επιστημονική ανάλυση. Υπάρχουν περιπτώσεις που απαιτείται ενδεχομένως μεγαλύτερη ακτίνα και άλλες που απαιτείται μικρότερη ή καθόλου. Το μέγεθος των 200 μέτρων τίθεται δίχως να λαμβάνεται υπόψη η γεωμορφολογία και το ανάγλυφο της περιοχής, το δομημένο περιβάλλον, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και οι αξίες γης που θα επηρεάσουν το ύψος της απαλλοτρίωσης. Επί παραδείγματι μία ακτίνα 100μ. αντί για 200μ. θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του εμβαδού της ζώνης ασφαλείας στο 1/4 σε σχέση με εκείνη των 200μ. πράγμα που συνεπάγεται μείωση στο 1/4 της δαπάνης των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων, που με τη σειρά του σημαίνει ότι με τα ίδια χρήματα θα μπορούσε κανείς να απαλλοτριώσει τις τετραπλάσιες ζώνες. Εκτιμώ ότι η ζώνη ασφαλείας των φάρων είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και πως θα έπρεπε ένα νέο νομοθέτημα να προβλέψει τη δυνατότητα εκπόνησης μελετών από πιστοποιημένους φορείς (π.χ. ΕΜΠ). Εκτιμώ επίσης ότι και σε πολλές από τις περιπτώσεις των φανών θα έπρεπε να προβλέπεται μία ελάχιστη ζώνη ασφαλείας.
Στην Ε.Ε αλλά και παγκόσμια τα ναυτιλιακά βοηθήματα (τμήμα των οποίων είναι και οι φάροι, φανοί, φωτοσημαντήρες κλπ) υπάγονται διοικητικά, λειτουργικά και επιχειρησιακά σε ένα ευρύτερο ναυτιλιακό σύστημα, σε μια ανεξάρτητη Αρχή. Οι ανεξάρτητες αυτές Αρχές διαχειρίζονται όλα τα συστήματα που αφορούν την ασφαλή ναυσιπλοΐα, τις θαλάσσιες μεταφορές, τις ατυχηματικές καταστροφές, την αποφυγή ρύπανσης του θαλάσσιου οικοσυστήματος κλπ.
Στην Ελλάδα αντίστοιχα η πολυνομοθεσία, επέβαλε τμήματα της διαχείρισης των συστημάτων αυτών να ανήκουν σε διάφορα υπουργεία και υπηρεσίες χωρίς κεντρικό συντονισμό. Στο ΥΠΕΘΑ/ΓΕΝ (φάροι, φανοί, φωτοσημαντήρες κλπ), ενώ στο ΥΕΝ/ΛΣ (AIS, VTS, DGNIS, κλπ) καθώς και σε άλλα υπουργεία (ΥΠΟ, Υπουργείο Μεταφορών, ΥΠΠΟΑ κλπ).
Στο παρόν νομοσχέδιο είναι προφανής η έλλειψη συντονισμού της ασφαλούς ναυσιπλοΐας και της κεντρικής διαχείρισης της και επιχειρείται μία «αναπροσαρμογή» του ισχύοντος Ν.1629/51 χωρίς να θίγονται συναρμοδιότητες υπουργείων και οικονομικά θέματα που αφορούν την είσπραξη και διαχείριση των τελών της ασφαλούς ναυσιπλοΐας δηλ των γνωστών «φαρικών τελών». Η δημιουργούμενη υπηρεσία Φάρων δεν έχει αυτοτελή οικονομική οντότητα ούτε καθορίζεται ο τρόπος χρηματοδότησης των καθηκόντων που της ανατίθενται. Σήμερα τα «φαρικά τέλη» που εισπράττονται μέσω του ΥΠΟ ανέρχονται περίπου σε 6.000.000 € ετήσια και δεν αποδίδονται ουσιαστικά στην ΥΦ. Τα εισπραττόμενα τέλη θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα εάν γίνει αναπροσαρμογή τόσο του τρόπου είσπραξης όσο και του τιμήματος σε σχέση με το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και την πρακτική που ακολουθείται στην Ε.Ε και παγκόσμια.
Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στην ελληνική επικράτεια είναι καταγεγραμμένοι 144 πέτρινοι παραδοσιακοί φάροι και φανοί, που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, είναι συνδεδεμένοι με την ναυτική παράδοση της Ελλάδας και αποτελούν σημείο αναφοράς για τους ναυτικούς. Οι φάροι αυτοί προστατεύονται από τον Ν.3028/02 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί με αποφάσεις του ΥΠΠΟΑ ως Νεώτερα Διατηρητέα Ιστορικά Μνημεία 46 εξ αυτών, περίπου το 1/3 δηλαδή του συνολικού αριθμού τους. Αποτελούν δε τουριστικό πόλο έλξης καθώς είναι τοπόσημα των περιοχών όπου είναι εγκατεστημένοι.
Ακόμη στο παρόν νομοσχέδιο και στον τρόπο αξιοποίησης των φάρων δεν γίνεται μνεία ούτε συμπεριλήφθηκαν απόψεις και συναρμοδιότητες του Υπουργείου Τουρισμού και του ΥΠΠΟΑ για την περαιτέρω αξιοποίηση του τεράστιου μνημειακού, πολιτιστικού και τουριστικού αποθέματος και χαρακτήρα των φάρων.
Πέραν τούτων με το παρόν νομοσχέδιο δεν επιλύονται χρόνια προβλήματα που αφορούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς, την απαλλοτρίωση, την χρήση, τις Ζώνες Ασφαλείας των Φάρων, την δήλωση στο Εθνικό κτηματολόγιο, την αξιοποίηση του αιγιαλού των Φάρων, τα κτίσματα εντός των Ζωνών ασφαλείας των Φάρων, την νομιμοποίηση τους μέσω της ισχύουσας νομοθεσίας περί αυθαιρέτων, καθώς και τον χαρακτηρισμό, διαχωρισμό και διάκριση των ήδη εγκατεστημένων πυρσών σε φάρους φανούς κλπ.
Η δέσμευση τεράστιων εκτάσεων Ζωνών Ασφαλείας των φάρων, οι οποίες κατά κύριο λόγο ανήκουν σε ιδιώτες, χωρίς να ακολουθείται η διεθνής πρακτική, η εμπειρία και οι προτάσεις της IALA, μελέτες του ΕΜΠ, προτάσεις συναρμόδιων φορέων κλπ, καθιστά αναχρονιστική, αναποτελεσματική και με ιδιαίτερο υψηλό κόστος για το κράτος την εφαρμογή της νομοθεσίας απαλλοτριώσεων τους.
Η θέσπιση ενός νέου νομοθετήματος «περί φάρων» θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει τις συναρμοδιότητες πολλών Υπουργείων και των υπ αυτών Υπηρεσιών και Οργανισμών τους με σκοπό την κεντρική διαχείριση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και των βοηθημάτων ναυσιπλοΐας, την είσπραξη «διαφυγόντων» φαρικών τελών από τις θάλασσες και τα λιμάνια της ελληνικής επικράτειας, των φάρων ως πολιτιστικών και τουριστικών αποθεμάτων, της κρατικής περιουσίας κτηρίων και των γηπέδων των φαρικών υποδομών και των ζωνών ασφαλείας των φάρων και την ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικών περιουσιών.
Δεν βλέπω να γίνεται καμμιά μνεία για «ΦΑΡΙΚΑ ΤΕΛΗ». Μπορεί αυτά να εισπράτονται από Λιμενικές ή Τελωνειακές αρχές και να αποδίδονται στο Υπουργείο Οικονομικών (ανεξαρτήτως ανταποδοτικότητας στην ΥΦ), αλλά η αύξηση αυτών γίνεται κατόπιν εισήγησης του ΓΕΝ (μετά από αίτημα της ΥΦ) προς ΥΕΝ, ώστε να βγεί ΚΥΑ μεταξύ ΥΕΝ και ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ !