1. Μετά από κάθε αεροπορικό ατύχημα ή σοβαρό συμβάν που συμβαίνει σε αεροσκάφος, ελικόπτερο, μη επανδρωμένο σύστημα αέρος και κατευθυνόμενο βλήμα-πυραύλο των Ενόπλων Δυνάμεων, διενεργείται αυτεπαγγέλτως διοικητική διερεύνηση (διερεύνηση ασφάλειας πτήσεων), η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά στη σε βάθος και χωρίς χρονική καθυστέρηση εξακρίβωση των αιτιών και των συνθηκών πρόκλησής του, ώστε να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη συναφών περιστατικών στο μέλλον, και όχι στη διαπίστωση υπαιτιότητας, τον καταλογισμό ευθυνών ή την έγερση αξιώσεων, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή την αξιοποίηση των εξαγόμενων συμπερασμάτων της από τρίτους.
2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ως σοβαρό συμβάν νοείται κάθε γεγονός που δεν είναι ατύχημα, συνδέεται με τη χρησιμοποίηση των προαναφερόμενων μέσων, θέτει σε κίνδυνο ή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφαλή λειτουργία τους και συντελείται υπό συνθήκες από τις οποίες διαφαίνεται ότι παρολίγον να συνέβαινε ατύχημα.
3. Η διερεύνηση είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων, οι οποίες αναπτύσσονται με σκοπό την πρόληψη των ατυχημάτων και των σοβαρών συμβάντων και περιλαμβάνουν τη συλλογή και την ανάλυση πληροφοριών, μαρτυριών και τεκμηρίων, τη σύνταξη των σχετικών εκθέσεων, τον προσδιορισμό των αιτιών και, ανάλογα με την περίπτωση, τη διατύπωση συστάσεων για λήψη των απαραίτητων μέτρων πρόληψης.
4. Κάθε διερεύνηση αεροπορικού ατυχήματος ή σοβαρού συμβάντος, που συμβαίνει στα προαναφερόμενα μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων διενεργείται από επιτροπή κατάλληλων αξιωματικών, η οποία διέπεται από διοικητική ανεξαρτησία κατά τη διεξαγωγή της διερεύνησης και διαθέτει εξουσία απρόσκοπτης διενέργειάς της, χωρίς να υπόκειται σε διοικητικούς περιορισμούς. Η επιτροπή επιλαμβάνεται κατά προτεραιότητα, έναντι κάθε φορέα που διερευνά το ίδιο ατύχημα/σοβαρό συμβάν στο πλαίσιο έρευνας, που διεξάγεται για σκοπούς διαφορετικούς από τους δικούς της. Οι αρμοδιότητες και το έργο των εισαγγελικών, δικαστικών και λοιπών κρατικών αρχών ασκούνται, κατά το μέρος που δεν παρεμποδίζεται το έργο της επιτροπής διερεύνησης ασφάλειας πτήσεων.
5. Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που κατατίθενται στην επιτροπή από τους κατά περίπτωση μάρτυρες, και τα οποία αυτοί γνωρίζουν είτε ως αυτόπτες μάρτυρες, είτε στο πλαίσιο των καθηκόντων που εκτελούν ή έχουν εκτελέσει στο παρελθόν, είτε επειδή έχουν υποπέσει κατά οποιονδήποτε τρόπο στην αντίληψή τους, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του φακέλου διερεύνησης, δεν κοινοποιούνται σε τρίτους και δεν χρησιμοποιούνται για τον πειθαρχικό ή τον ποινικό έλεγχο του προσωπικού.
6. Μετά το πέρας της διερεύνησης και με βάση το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου που καταθέτει η επιτροπή, συντάσσεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων, η έκθεση επί του αεροπορικού ατυχήματος/ σοβαρού συμβάντος, στην οποία περιλαμβάνονται τα αίτια αυτού, καθώς και τα επιβαλλόμενα μέτρα πρόληψης και καθορίζονται οι αρμόδιοι φορείς που θα τα υλοποιήσουν. Η έκθεση αυτή μετά τη σύνταξή της εμπεριέχεται στο φάκελο διερεύνησης.
7. Το περιεχόμενο του φακέλου της διερεύνησης, καθώς και η ως άνω έκθεση αποτελούν διαβαθμισμένο υλικό, που εμπίπτει στην έννοια του στρατιωτικού απορρήτου και διαφυλάσσεται, ώστε να μην περιέρχεται σε αναρμόδια και μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, οργανισμούς ή κράτη.
H Ένωση, ως αρμόδιος επιστημονικός φορέας για την έκφραση απόψεων επί ζητημάτων που άπτονται της απονομής ποινικής δικαιοσύνης στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, οφείλει να επισημάνει τον μάλλον περιττό και δυνάμει επιζήμιο χαρακτήρα της προτεινόμενης διάταξης, που τελεί σε εμφανή δυσαρμονία με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τις θεμελιώδεις αρχές του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης της χώρας.
Κατ’αρχάς, η διατύπωση της παρ. 4 ότι «οι αρμοδιότητες και το έργο των εισαγγελικών, δικαστικών και λοιπών κρατικών αρχών ασκούνται, κατά το μέρος που δεν παρεμποδίζεται το έργο της επιτροπής διερεύνησης ασφάλειας πτήσεων» προκαλεί την απορία κάθε καλόπιστου αναγνώστη, ο οποίος αποκομίζει την αίσθηση ότι η δικαστική έρευνα στιγματίζεται ως μια ανταγωνιστική και ενδεχομένως παρακωλυτική διαδικασία.
Περαιτέρω, η πρόβλεψη της παρ. 5, σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία και οι πληροφορίες που κατατίθενται στην επιτροπή από τους κατά περίπτωση μάρτυρες, δεν κοινοποιούνται σε τρίτους και δεν χρησιμοποιούνται για τον πειθαρχικό ή τον ποινικό έλεγχο του προσωπικού, τυγχάνει παντελώς ασύμβατη με την κυριαρχική εξουσία της δικαστικής αρχής ως προς τη διερεύνηση αξιοποίνων πράξεων και άσκηση δίωξης κατά των υπαιτίων προσώπων. Δεν νοείται, επομένως, προκαταβολική εξαίρεση-δίκην «αμνήστευσης»-συγκεκριμένου κύκλου προσώπων από τη δικαστική έρευνα, ούτε απαγόρευση χρήσης νομίμων αποδεικτικών μέσων στο όνομα οποιασδήποτε-όσο θεμιτή κι αν είναι αυτή-σκοπιμότητας.
Μοναδικός σύννομος σκοπός κάθε διερευνητικής διαδικασίας-είτε διοικητικού είτε δικαστικού χαρακτήρα-δεν μπορεί παρά να είναι η κατά το δυνατόν πληρέστερη διακρίβωση των αιτιών και συνθηκών πρόκλησης βλάβης ή διακινδύνευσης προστατευομένων από την Πολιτεία εννόμων αγαθών (ζωή, σωματική ακεραιότητα, ασφάλεια υλικού και εγκαταστάσεων κλπ.), ώστε να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή αναλόγων συμβάντων στο μέλλον, ως και η παραπομπή στη δικαιοσύνη των υπευθύνων της προσβολής τους, αν και εφόσον βέβαια προκύπτουν σχετικές ενδείξεις. Η δικαστική και η διοικητική διερεύνηση οφείλουν να έχουν παραπληρωματικό χαρακτήρα. Ό,τι εισφέρεται στη διαδικασία διοικητικής διερεύνησης (μαρτυρικές καταθέσεις, εκθέσεις αυτοψίας-πραγματογνωμοσύνης κλπ.) μπορεί και πρέπει ν’αποτελεί υλικό προσιτό στις αρμόδιες δικαστικές αρχές αλλά και αντίστροφα, στο πλαίσιο της αξιοποίησης της δυνατότητας που παρέχει το άρ. 147 ΚΠΔ για χορήγηση στοιχείων της δικαστικής έρευνας στις λοιπές κρατικές υπηρεσίες που διενεργούν διοικητική έρευνα.
Στις περιπτώσεις που τίθεται ζήτημα προστασίας κρατικού απορρήτου, οι υφιστάμενες προβλέψεις (άρ. 261-262 ΚΠΔ) παρέχουν τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλίδες, αναθέτοντας τη λήψη της σχετικής τελικής απόφασης στον αρμόδιο Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
Μετάλλια και Βαθμοί τιμής ένεκεν στους Πεσόντες προ του 7ου 1974 και πρό του 1980
΄Αρθρο 34 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου του ΥΠΕΘΑ
Α) Επειδή δεν είναι δυνατόν το κράτος να δημιουργεί Πεσόντες Α΄ κατηγορίας και Πεσόντες Β΄ κατηγορίας, να ψηφισθεί η απονομή μεταλλίου και στους πριν τον Ιούλιο 1974 Πεσόντες σε αυξημένου κινδύνου διατεταγμένες υπηρεσίες (πτώσεις αεροσκαφών, αλεξιπτωτιστών, εκρήξεις βομβών κ.τ.λ.), καθώς επίσης και η απονομή τιμής ένεκεν του καταληκτικού της κατηγορίας τους βαθμού και στους πριν το 1980 Πεσόντες. Είναι η ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΗΘΙΚΗ ΑΜΟΙΒΗ από την πολιτεία. Την δικαιούνται. Και δεν έχει καμιά οικονομική επιβάρυνση για το Δημόσιο, αφού όλες οι οικογένειες συνταξιοδοτούνται βάσει των Νόμων 1977/91, 3234/2004 και 3648/2008, με καταληκτικού βαθμού σύνταξη.
Β) Το απόρρητο του φακέλου της διερεύνησης του αεροπορικού δυστυχήματος (ή θανάτου σε αυξημένου κινδύνου διατεταγμένες υπηρεσίες και θανάτων σε «ειρηνευτικές» αποστολές εξωτερικού), να μην ισχύει για την οικογένεια του αποβιώσαντος, διότι έχει έννομο συμφέρον να μάθει κάθε λεπτομέρεια των συνθηκών που προηγήθηκαν του θανάτου. Εκτός και εάν δεν υφίστανται οι οικογένειες των αποβιωσάντων την βάσανο των δικαστηρίων για να τους χορηγηθούν οι αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη (είναι απαράδεκτο κατακρεουργημένες ψυχολογικά οικογένειες να οδηγούνται στα δικαστήρια για να αποδείξουν ότι δεν έφταιγε ο γιός, ή σύζυγος, ή πατέρας για το δυστύχημα, ενώ δεν τους δίδονται στοιχεία του απόρρητου φακέλου διερεύνησης ) και ψηφισθεί τροπολογία να τους χορηγούνται συγκεκριμένα ποσά (σύμφωνα με τα ποσά των πτητικών ή άλλων επιδομάτων,), ώστε να μην είναι απαραίτητη η επεξεργασία του απόρρητου φακέλου διερεύνησης, όπως ακριβώς νομοθετήθηκε από τη Βουλή η αποζημίωση για ψυχική οδύνη στην Μητέρα και την Αδελφή του αείμνηστου υφυπουργού εξωτερικών Κρανιδιώτη και δεν χρειάσθηκε η κατακρεουργημένη Μητέρα του να σέρνεται στα δικαστήρια για το αυτονόητο. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζονται και οι οικογένειες των φονευθέντων εν υπηρεσία και ένεκα ταύτης σε αυξημένου κινδύνου διατεταγμένες υπηρεσίες.
Η συζήτηση περί της δημοσίευσης ή μη των περιεχομένων του φακέλλου διερεύνησης και της δυνατότητας πρόσβασης είναι ατέλειωτη συνήθως. Έχοντας δει πως έχει λειτουργήσει και με το καθεστώς απορρήτου (όπου παρεμποδίζεται η ενημέρωση ακόμα και του κοινού που επιβάλλεται να γνωρίζει) και με την πλήρη δημοσίευση (πχ ατύχημα F-16 στο Albacete, όπου το κοινό αποθαρύνεται να διαβάσει ογκώδη πορίσματα και να εμβαθύνει σε τεχνικές έννοιες/ορολογίες), θεωρώ ότι η πλέον πρόσφορη λύση θα είναι μετά το πέρας της διερεύνησης να αναρτάται στο διαδίκτυο μια ολιγοσέλιδη σύνοψη των αιτιών του ατυχήματος συνοδευόμενη από ενέργειες για πρόληψη παρόμοιων περιστατικών.
Συμφωνώ πλήρως με το σχόλιο του κ. Τσουρού.Οι συντάκτες της ρύθμισης (που απ’ό,τι φαίνεται αντέγραψαν κάποιες αμφιλεγόμενης νομιμότητας διατάξεις στρατιωτικών κανονισμών) εμφανίζονται να μην έχουν λάβει υπόψη τους στοιχειώδεις αρχές και κανόνες του ελληνικού ποινικοδικονομικού συστήματος καθώς και της έκτασης και του περιεχομένου του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, κατ’άρ. 20 του Συντάγματος.
Κατ’αρχάς, το άρ. 37 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υποχρεώνει κάθε δημόσιο υπάλληλο (συνεπώς και τους στρατιωτικούς) να κοινοποιούν αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη που υποπίπτει στην αντίληψή τους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, στην έννοια δε των τελευταίων αναμφίβολα εμπίπτει και η διερεύνηση των πάσης φύσεως ατυχημάτων.Ρωγμή στην ανωτέρω υποχρέωση δεν είναι ανεκτή συνταγματικά, ούτε με επίκληση δήθεν κανόνων περί απορρήτου, ενδεχομένως δε συνεπάγεται για τον δράστη ποινική ευθύνη για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας ή/και της υπόθαλψης εγκληματία.
Οι ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ρυθμίζουν τα της διαδικασίας γνωστοποίησης εγγράφων που χαρακτηρίζονται ως «απόρρητα» κρίνονται υπερεπαρκείς για να παράσχουν προστασία στο έννομο αγαθό της εθνικής ασφάλειας και της διαφύλαξης του απορρήτου.
Η επιθυμητή ισορροπία μεταξύ της υποχρέωσης παροχής πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας αφενός και διαφύλαξης κρατικών εννόμων αγαθών αφετέρου ουδόλως εξυπηρετείται από παρόμοιες άστοχες νομοθετικές πρωτοβουλίες
@Αγαθοκλής Μιχάλης: Τι προτείνεις;
Δεν είναι δυνατόν να αποτελεί διαβαθμισμένο υλικό η διερεύνηση θεμάτων που άπτονται της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής. Είναι ντροπή για σύγχρονη δημοκρατική χώρα να αποκρύπτονται κρίσιμα στοιχεία που σχετίζονται με το χειρισμό μηχανών από στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και για το πως επισυμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις το ατύχημα, καθώς φαίνεται με τον τρόπο αυτό να υποτιμάται η αξία και η αξιοπρέπεια των εμπλεκομένων στο ατύχημα, του λοιπού προσωπικού που θέλει να γνωρίζει τους όρους χρήσης και την επικινδυνότητα αυτών που η υπηρεσία τους εμπιστεύεται για να προασπίσουν το έργο τους, αλλά και και των ίδιων των συγγενών και πολιτών αυτής της χώρας. Ας παραδειγματιστούμε από το πρόσφατο αεροπορικό ατύχημα της Ισπανίας, όπου το πόρισμα των αρμοδίων φορέων δόθηκε σε πλήρη δημοσιότητα, χωρίς υπεκφυγές περί δήθεν διαβάθμισης της πληροφορίας και κινδύνου πρόσβασης σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα. Ειδικά το τελευταίο ακούγεται σαν ο απόλυτος εμπαιγμός όταν είναι γνωστό και στον έχοντα την ελάχιστη περί των τοιούτων γνώση ότι, τη στιγμή που θα κατέχεις τέτοια πληροφορία θα σου έχει παραχωρηθεί ή δοθεί με κάποιο τρόπο και άρα η μη εξουσιοδότηση είναι απλώς πρόφαση εν αμαρτία. Τέλος, ουδόλως πρέπει να παραγνωρισθεί η εμπλοκή της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής, που πρέπει να είναι «παρούσα» σε όλη τη διαδικασία διερεύνησης και όχι «κατά το μέρος που δεν παρεμποδίζεται το έργο της επιτροπής…» άλλως οδηγούμεθα στην παράλογη παραδοχή ότι η διοικητική αρχή έχει προβάδισμα στην έρευνα συμπεριφορών και περιστατικών που συνήθως σχετίζονται με απώλεια ανθρώπινης ζωής, έναντι των «φυσικών» εκ του συντάγματος «εντολοδόχων» της διερεύνησης αυτών που είναι οι δικαστικοί λειτουργοί και συνεπώς οι τελυταίοι μπορεί και ποτέ να μη γνωρίσουν κρίσιμες πτυχές για την απόδοση ευθυνών, με βάση μια ανεδαφική και προσβλητική αντίληψη περί απορρήτου. Έτσι πρέπει, απλά, να γίνουν οι παρακάτω τροποποιήσεις στο άρθρο 34:
Στην παρ. 4:
4. Κάθε διερεύνηση αεροπορικού ατυχήματος ή σοβαρού συμβάντος, που συμβαίνει στα προαναφερόμενα μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων διενεργείται από επιτροπή κατάλληλων αξιωματικών, η οποία διέπεται από διοικητική ανεξαρτησία κατά τη διεξαγωγή της διερεύνησης και διαθέτει εξουσία απρόσκοπτης διενέργειάς της, χωρίς να υπόκειται σε διοικητικούς περιορισμούς. Η επιτροπή επιλαμβάνεται κατά προτεραιότητα, έναντι κάθε φορέα που διερευνά το ίδιο ατύχημα/σοβαρό συμβάν στο πλαίσιο έρευνας, που διεξάγεται για σκοπούς διαφορετικούς από τους δικούς της. Οι αρμοδιότητες των λοιπών κρατικών αρχών ασκούνται, κατά το μέρος που δεν παρεμποδίζεται το έργο της επιτροπής διερεύνησης ασφάλειας πτήσεων, ενώ οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές έχουν τη δυνατότητα πάντοτε να ελέγχουν τη σχετική διαδικασία σε όλα τα στάδια αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν υποβολής αιτήματος από κάθε φυσικό πρόσωπο ή υπηρεσιακό φορέα. Μετά το πέρας του διερευνητικού έργου η τελική έκθεση που συντάσσεται για τα αίτια του ατυχήματος κοινοποιείται ξεχωριστά στον αρμόδιο στρατιωτικό εισαγγελέα που μπορεί να τη χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο εξέτασης και απόδοσης ποινικών ευθυνών με βάση και τη σχηματισθείσα δικογραφία ΕΔΕ ή προκαταρκτικής εξετάσεως.
Στην παρ. 7:
7. Το περιεχόμενο του φακέλου της διερεύνησης, καθώς και η ως άνω έκθεση δεν αποτελούν διαβαθμισμένο υλικό, αλλά δημοσιοποιούνται πλήρως μέσω διαδικτύου και άλλων πρόσφορων μέσων, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του έργου των αρμοδίων φορέων.
Οι ΕΔ διενεργούν κατά το ΣΠΚ ανακριτικές ή προανακριτικές πράξεις σε σοβαρά συμβάντα όπως τα ατυχήματα Α/Φ. Η διάταξη που προβλέπει πως «Οι αρμοδιότητες και το έργο των εισαγγελικών, δικαστικών και λοιπών κρατικών αρχών ασκούνται, κατά το μέρος που δεν παρεμποδίζεται το έργο της επιτροπής διερεύνησης ασφάλειας πτήσεων.» έρχεται σε αντίθεση με την αρχή ότι τα ανακριτικό έργο δεν πρέπει να παρεμποδίζεται. Η ανακριτική αρχή ρυθμίζεται στο άρθρο 33 ΚΔΔ. Αποτελεί ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής εγγυήσεως για αποτελεσματική δικαστική προστασία κατά το άρθρο 20 παρ.1 Σ.1975.Για το λογο αυτό, ο πυρήνας της ανακριτικής αρχής συνίσταται στο ότι αυτή δυνάμει της αυθεντίας της δημιουργεί τη δυνατότητα εισροής δεδομένων και στοιχείων στη δικαστική διαδικασία. Ο διαχωρισμός λοιπόν κατά το σύνταγμα των εξουσιών δίνει μάλλον το προβάδισμα στις δικαστικές αρχές επί της προασπίσεως της ανθρώπινης ζωής και του δημοσίου συμφέροντος που πρέπει σε ένα διαλευκανθεί σε ένα ατύχημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στρεβλών αντιλήψεων το κατά την αντίληψή μας «απόρρητο» πόρισμα της ΠΑ για το ατύχημα στην Ισπανία και ο τρόπος αξιοποίησής του από τις ανακριτικές αρχές…. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και το κοινοτικό δίκαιο που αυτή τη στιγμή διέπει κυρίως την δικαστική συνδρομή.