1. Ο οικονομικός φορέας κηρύσσεται υποχρεωτικά έκπτωτος από την ανάθεση που έγινε στο όνομά του και από κάθε δικαίωμα που απορρέει από αυτήν, με απόφαση του αποφαινόμενου οργάνου της αναθέτουσας αρχής κατόπιν γνωμοδότησης της αρμόδιας ΚΓΕΠ/ΠΓΕΠ:
α. στην περίπτωση της παρ. 6 του άρθρου 89,
β. σε περίπτωση σύμβασης προμηθειών, εφόσον δε φόρτωσε, παρέδωσε ή αντικατέστησε τα συμβατικά υλικά ή δεν επισκεύασε ή συντήρησε αυτά μέσα στον συμβατικό χρόνο ή στο χρόνο παράτασης που του δόθηκε,
γ. στην περίπτωση σύμβασης υπηρεσιών:
αα. αν δεν εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή δεν συμμορφωθεί με τις γραπτές εντολές της υπηρεσίας, που είναι σύμφωνες με τη σύμβαση ή τις κείμενες διατάξεις και
ββ. αν υπερέβη υπαίτια τη συνολική προθεσμία εκτέλεσης της σύμβασης, λαμβανομένων υπόψη των παρατάσεων.
2. Στην περίπτωση συνδρομής λόγου έκπτωσης του αναδόχου από σύμβαση υπηρεσιών κατά την περίπτ. γ της παρ. 1, η αναθέτουσα αρχή κοινοποιεί στον ανάδοχο ειδική όχληση, η οποία μνημονεύει τις διατάξεις του άρθρου αυτού και περιλαμβάνει συγκεκριμένη περιγραφή των ενεργειών στις οποίες οφείλει να προβεί ο ανάδοχος θέτοντας προθεσμία για τη συμμόρφωσή του. Η τασσόμενη προθεσμία πρέπει να είναι εύλογη και ανάλογη της διάρκειας της σύμβασης και πάντως όχι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών. Αν η προθεσμία, που τέθηκε με την ειδική όχληση, παρήλθε χωρίς ο ανάδοχος να συμμορφωθεί, κηρύσσεται έκπτωτος μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας συμμόρφωσης, με απόφαση της αναθέτουσας αρχής. Στην απόφαση αιτιολογείται η έκπτωση με αναφορά στους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν.
3. Ο οικονομικός φορέας δεν κηρύσσεται έκπτωτος από την κατακύρωση ή ανάθεση ή την σύμβαση όταν:
α. Η σύμβαση δεν υπογράφηκε ή το υλικό δεν φορτώθηκε ή παραδόθηκε ή αντικαταστάθηκε με ευθύνη της αναθέτουσας αρχής.
β. Συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.
γ. Επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν τη συνέχιση της σύμβασης, εφόσον υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για την ίδια την ύπαρξη ενός ευρύτερου προγράμματος άμυνας ή ασφάλειας το οποίο είναι θεμελιώδες για τα συμφέροντα ασφαλείας του κράτους.
4. Στον οικονομικό φορέα που κηρύσσεται έκπτωτος από την κατακύρωση, ανάθεση ή σύμβαση, επιβάλλονται, με απόφαση του αποφαινόμενου οργάνου, το οποίο υποχρεωτικά καλεί τον ενδιαφερόμενο προς παροχή εξηγήσεων, αθροιστικά ή διαζευκτικά, οι παρακάτω κυρώσεις:
α. Κατάπτωση ολική ή μερική της εγγύησης συμμετοχής ή καλής εκτέλεσης της σύμβασης.
β. Προμήθεια του αντικειμένου της σύμβασης είτε από τους επόμενους οικονομικούς φορείς που είχαν λάβει μέρος στο διαγωνισμό είτε με διενέργεια νέας διαδικασίας σύναψης σύμβασης, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και με καταλογισμό σε βάρος του της μεγαλύτερης διαφοράς τιμής του αντικειμένου της σύμβασης και κάθε άμεσης ή έμμεσης προκαλούμενης ζημίας του Δημοσίου που εισπράττεται, είτε από όσα του οφείλει το Δημόσιο είτε σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Ο καταλογισμός αυτός γίνεται ακόμη και στην περίπτωση που δεν πραγματοποιείται νέα προμήθεια του αντικειμένου της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, ο υπολογισμός του καταλογιζόμενου ποσού γίνεται με βάση κάθε στοιχείο, κατά την κρίση του αρμόδιου φορέα και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
γ. Η είσπραξη εντόκως της ενδεχόμενης προκαταβολής που χορηγήθηκε στον έκπτωτο από τη σύμβαση οικονομικό φορέα, είτε από ποσό που δικαιούται να λάβει είτε με κατάθεση του ποσού από τον ίδιο είτε με κατάπτωση της εγγύησης προκαταβολής. Ο υπολογισμός των τόκων γίνεται από την ημερομηνία λήψης της προκαταβολής από τον οικονομικό φορέα μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κήρυξής του ως εκπτώτου, με το ισχύον δικαιοπρακτικό επιτόκιο, από την ημερομηνία δε αυτή και μέχρι της επιστροφής της, με το ισχύον κάθε φορά επιτόκιο για τόκο υπερημερίας.
δ. Αποκλεισμός έως τρία (3) έτη του οικονομικού φορέα από το σύνολο των συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου.
5. Η μη παράσταση του οικονομικού φορέα κατά τη συνεδρίαση του αρμόδιου γνωμοδοτικού οργάνου δεν αποτελεί λόγο αναστολής της εξέτασης του θέματος και της επ’ αυτού γνωμοδότησης.
6. Εάν η προμήθεια του αντικειμένου της σύμβασης σε βάρος του έκπτωτου οικονομικού φορέα γίνεται με τροποποίηση όρων ή τεχνικών προδιαγραφών της κατακύρωσης, της ανάθεσης ή της σύμβασης, από τις οποίες κηρύχθηκε έκπτωτος, κατά περίπτωση, κατά τον υπολογισμό του διαφέροντος σε βάρος του, λαμβάνεται υπόψη η διαφορά που προκύπτει από την τροποποίηση των σχετικών όρων ή τεχνικών προδιαγραφών, η οποία συμψηφίζεται με το προς καταλογισμό ποσό.
7. Οι παραπάνω κυρώσεις είναι ανεξάρτητες από την αξίωση της ενδιαφερόμενης για τη σύμβαση υπηρεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων για θετική ζημία που προήλθε από την άρνηση ή αδυναμία του οικονομικού φορέα να πραγματοποιήσει έγκαιρα τη σύμβαση που του κατακυρώθηκε, με την επιφύλαξη του άρθρου 126.
Παράγραφος 4.δ. Θα πρέπει ο αποκλεισμός από το σύνολο των συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών να είναι δυνητικός και όχι υποχρεωτικός κατ΄αναλογία των άρθρων 74 και 203 του ν. 4412/16 .
Δεν υπάρχει παρ. 6 στο άρθρο 89. Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναφέρεται μάλλον στην παρ. 5 του άρθρου 89.
Με βάση την υποχρεωτικότητα της έκπτωσης του παρόντος άρθρου, κινδυνεύουν προμηθευτές να κηρύσσονται έκπτωτοι για ασήμαντες αιτίες (βλέπετε παράδειγμα στο σχόλιό μου επί άρθρου 106 για σακουλάκι με βίδες), η να γίνεται συνεχώς επίκληση της §3.γ, καθιστώντας πρακτικά άκυρη την υποχρεωτική έκπτωση.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ ότι η υποχρεωτικότητα της έκπτωσης χωρίς διακρίσεις θα πρέπει να αντικατασταθεί με δυνατότητα εξέτασης της έκπτωσης και τελική απόφαση από τον ΕΟΕ. Επίσης, η παραπομπή του προμηθευτή για έκπτωση θα πρέπει να γίνεται για σοβαρές αιτίες (π.χ. κρίσιμα συμβατικά αντικείμενα ή υψηλού κόστους), οι οποίες θα καθορίζονται από την Αναθέτουσα Αρχή στα έγγραφα της σύμβασης.
Πέραν των ανωτέρω, το παρόν άρθρο συνδέει την έκπτωση αποκλειστικά με τις παραλαβές των συμβατικών αντικειμένων. Σε μία πολύπλοκη σύμβαση όμως ο προμηθευτής μπορεί να υποπέσει και σε άλλα σοβαρά παραπτώματα [π.χ. μη τήρηση σημαντικών οροσήμων (milestones) ιδιαίτερα σε προγράμματα που περιλαμβάνουν φάσεις ανάπτυξης ή ενσωμάτωσης (integration) συστημάτων], που να καθιστούν τη συνέχιση της σύμβασης ασύμφορη για την Αναθέτουσα Αρχή. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει επίσης να προβλέπεται εξέταση έκπτωσης του προμηθευτή.