1. Αν το υλικό φορτωθεί – παραδοθεί ή αντικατασταθεί μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου και μέχρι λήξης του χρόνου της παράτασης που χορηγήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 106, εκτός από τις προβλεπόμενες συνέπειες επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο που υπολογίζεται ως εξής:
α. Για καθυστέρηση από μία (1) έως είκοσι (20) ημέρες, μηδέν κόμμα μηδέν τρία τοις εκατό (0,03%) για κάθε ημέρα, δηλαδή συνολικό πρόστιμό από μηδέν κόμμα μηδέν τρία τοις εκατό (0,03%) μέχρι μηδέν κόμμα μηδέν έξι τοις εκατό (0,06%).
β. Για καθυστέρηση από είκοσι μία (21) έως σαράντα (40) ημέρες, πρόστιμο μηδέν κόμμα μηδέν τέσσερα τοις εκατό (0,04%) για κάθε ημέρα, δηλαδή συνολικό πρόστιμό από μηδέν κόμμα εξήντα τέσσερα τοις εκατό (0,64%) μέχρι ένα κόμμα τέσσερα τοις εκατό (1,4%).
γ. Για καθυστέρηση από σαράντα μία (41) έως εξήντα (60) ημέρες, μηδέν κόμμα μηδέν πέντε τοις εκατό (0,05%) για κάθε ημέρα, δηλαδή συνολικό πρόστιμό από μηδέν κόμμα σαράντα πέντε τοις εκατό (1,45%) μέχρι δύο κόμμα τέσσερα τοις εκατό (2,4%).
δ. Μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών, το πρόστιμο που επιβάλλεται ανέρχεται σε μηδέν κόμμα μηδέν έξι τοις εκατό (0,06%) για κάθε επιπλέον ημέρα.
Εκπρόθεσμες θεωρούνται οι ημερολογιακές ημέρες.
2. Το παραπάνω πρόστιμο υπολογίζεται επί της συμβατικής αξίας των εκπρόθεσμα παραδοθέντων υλικών, χωρίς ΦΠΑ. Εάν τα υλικά που παραδόθηκαν εκπρόθεσμα επηρεάζουν τη χρησιμοποίηση των υλικών που παραδόθηκαν εμπρόθεσμα, το πρόστιμο υπολογίζεται επί της συμβατικής αξίας της συνολικής ποσότητας αυτών. Στα έγγραφα της σύμβασης δύναται να καθορίζεται ανώτατο όριο προστίμου ως ποσοστού επί της συμβατικής αξίας των μη εμπρόθεσμα παραδοθέντων συμβατικών αντικειμένων.
3. Κατά τον υπολογισμό του χρονικού διαστήματος της καθυστέρησης για φόρτωση – παράδοση ή αντικατάσταση των υλικών, με απόφαση του αποφαινόμενου οργάνου, δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που παρήλθε πέραν του εύλογου, κατά τα διάφορα στάδια των διαδικασιών, για το οποίο δεν ευθύνεται ο ανάδοχος και παρατείνεται, αντίστοιχα, ο χρόνος φόρτωσης – παράδοσης.
4. Για τις συμβάσεις υπηρεσιών, αν οι υπηρεσίες παρασχεθούν από υπαιτιότητα του αναδόχου μετά τη λήξη της διάρκειας της σύμβασης και μέχρι λήξης του χρόνου της παράτασης που χορηγήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 106, είναι δυνατόν να επιβάλλεται εις βάρος του χρηματικό πρόστιμο, με αιτιολογημένη απόφαση της αναθέτουσας αρχής.
5. Στην παραπάνω περίπτωση το πρόστιμο υπολογίζεται ως εξής:
α. για καθυστέρηση που περιορίζεται σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) της προβλεπόμενης συνολικής διάρκειας της σύμβασης ή σε περίπτωση τμηματικών/ενδιαμέσων προθεσμιών της αντίστοιχης προθεσμίας, επιβάλλεται πρόστιμο δυόμισι τοις εκατό (2,5%) επί της συμβατικής αξίας χωρίς ΦΠΑ των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν εκπρόθεσμα,
β. για καθυστέρηση που υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) επιβάλλεται πρόστιμο πέντε τοις εκατό (5%) χωρίς ΦΠΑ επί της συμβατικής αξίας των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν εκπρόθεσμα,
6. Εφόσον ο ανάδοχος έχει λάβει προκαταβολή, εκτός από το προβλεπόμενο κατά τα ανωτέρω πρόστιμο, καταλογίζεται σε βάρος του και τόκος επί του ποσού της προκαταβολής, που υπολογίζεται από την επομένη της λήξης του συμβατικού χρόνου, μέχρι την προσκόμιση του υλικού ή την παροχή της υπηρεσίας, με το ισχύον κάθε φορά ανώτατο όριο του ποσοστού του τόκου υπερημερίας.
7. Η είσπραξη του προστίμου και των τόκων επί της προκαταβολής γίνεται με παρακράτηση από το ποσό πληρωμής του αναδόχου ή, σε περίπτωση ανεπάρκειας ή έλλειψης αυτού, με ισόποση κατάπτωση της εγγύησης καλής εκτέλεσης και προκαταβολής αντίστοιχα ή σύμφωνα με τις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων ισχύουσες διατάξεις, εφόσον ο ανάδοχος δεν καταθέσει το απαιτούμενο ποσό. Το πρόστιμο και ο τόκος υπερημερίας αποδίδονται στο Μετοχικό Ταμείο του κλάδου επ’ ωφελεία του οποίου συνάφθηκε η σύμβαση.
8. Σε περίπτωση ένωσης προσώπων οικονομικών φορέων, το πρόστιμο και οι τόκοι επιβάλλονται αναλόγως σε όλα τα μέλη της ένωσης.
9. Η επιβολή προστίμου δεν στερεί από την αναθέτουσα αρχή το δικαίωμα να κηρύξει τον ανάδοχο έκπτωτο.
10. Κατά παρέκκλιση της παρ. 7 παρέχεται η δυνατότητα αντικατάστασης μέρους ή του συνόλου του επιβαλλόμενου χρηματικού προστίμου και των τόκων επί της προκαταβολής λόγω υπερημερίας, για ποσό το ύψος του οποίου δεν υπερβαίνει τις οριζόμενες τιμές της περίπτ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 103, με ισόποσης αξίας προμήθεια ειδών ή/και παροχή υπηρεσιών συνδεόμενων άμεσα με το αντικείμενο της σύμβασης, τα οποία αποδεδειγμένα είναι αναγκαία στην αναθέτουσα αρχή κατά το χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης. Για την περίπτωση αυτή, στα έγγραφα της σύμβασης περιλαμβάνεται υποχρεωτικά σχετικός ρητός όρος που μπορεί να εφαρμοσθεί κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής στη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης, με ανάλογη τροποποίηση των όρων αυτής κατά την παρ. 4 του άρθρου 103.
11. Η προηγούμενη παρ. 10 δύναται να έχει εφαρμογή και στις ήδη συναφθείσες και εκτελούμενες συμβάσεις στις οποίες δεν υφίσταται σχετικός όρος, καθώς και στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν.3978/2011 και για τις οποίες εκκρεμεί επιβολή ή είσπραξη επιβληθέντος χρηματικού προστίμου και τόκων επί της προκαταβολής λόγω υπερημερίας.
Παράγραφος 2. Θα πρέπει να ορισθεί ανώτατο ποσοστό προστίμου ως ποσοστό επί της συμβατικής αξίας των μη εμπρόθεσμα παραδοθέντων αντικειμένων/υπηρεσιών. Ειδάλλως, θα περιορισθεί η ευρεία συμμετοχή σε βάρος του υγιούς ανταγωνισμού και σε κάθε περίπτωση θα αυξάνει το κόστος τιμής των προσφορών λόγω της ασάφειας του σχετικού όρου. Προτείνεται 5% ως ανώτατο ποσοστό. κατ΄ αναλογία με τα ισχύοντα στο ν. 4412/16.
Ποιες ακριβώς είναι οι «προβλεπόμενες συνέπειες» που αναφέρονται στην παρ. 1; Εκτιμώ ότι η αναφορά αυτή προκαλεί ερωτηματικά και θα πρέπει να διαγραφεί. Εάν όντως υπάρχουν αλλού «προβλεπόμενες συνέπειες» (στον νόμο ή ακόμα και στη σύμβαση), τότε θα εφαρμοσθούν ούτως ή άλλως. Έτσι, η αναφορά περί «προβλεπόμενων συνεπειών» στο παρόν άρθρο δεν προσφέρει κάτι περισσότερο.
Επίσης, στην παρ. 1, η αναγραφή των ημερών και των ποσοστών ολογράφως δεν ωφελεί αλλά μάλλον δυσχεραίνει την ανάγνωση. Προτείνεται η αναγραφή τους μόνο αριθμητικώς, όπως άλλωστε επιτρέπεται από τον Διακλαδικό Κανονισμό Στρατιωτικής Αλληλογραφίας (Τμήμα 5, παρ. 25). Το ίδιο σχόλιο ισχύει και για την παρ. 5 του παρόντος άρθρου.
Εάν ο Προμηθευτής αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα και ζητήσει παράταση για την παράδοση των συμβατικών ειδών, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και χωρίς να έχει κηρυχθεί ο Προμηθευτής έκπτωτος, το πρόστιμο θα μπορούσε να λάβει πολύ μεγάλες τιμές, της τάξης του 20% ή και παραπάνω, καθώς δεν υπάρχει άνω όριο. Νομίζω ότι είναι προφανές ότι αυτό είναι υπερβολικό και σαφώς αποθαρρύνει υποψήφιους Προμηθευτές να υποβάλουν προσφορές, ενώ γνωρίζουμε ότι είναι πιθανόν να υπάρξουν καθυστερήσεις, ιδίως σε προγράμματα που περιλαμβάνουν ανάπτυξη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι υπερβολικά αυστηρές προβλέψεις, όπως η εν λόγω, δεν διασφαλίζουν τα συμφέροντα του Δημοσίου αλλά οδηγούν σε άγονους διαγωνισμούς, όπως έχουμε δει κατ’ επανάληψη τα τελευταία έτη. Ως εκ τούτου, προτείνεται να ενσωματωθεί πρόβλεψη για άνω όριο στην επιβολή προστίμου λόγω καθυστερημένων παραδόσεων. Πιο συγκεκριμένα, ως μέγιστο πρόστιμο προτείνεται ποσοστό 10%. Σημειώνεται ότι αυτό είναι ήδη πολύ αυστηρό, καθώς είναι διπλάσιο από το προβλεπόμενο 5% στον πρόσφατο ν. 4412/16 περί Δημόσιων Συμβάσεων Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (άρθρο 207).
Στο ίδιο πνεύμα, εκτιμώ ότι είναι υπερβολική και η πρόβλεψη της παρ. 9 του παρόντος άρθρου. Και εδώ, εάν π.χ. ο Προμηθευτής, πέραν της καθυστέρησης, υποπέσει και σε άλλο σοβαρό παράπτωμα που επισύρει ποινή έκπτωσης, αυτό μπορεί να εφαρμοσθεί ούτως ή άλλως. Δεν απαιτείται λοιπόν η σαφής αναφορά στην παρ. 9, η οποία αποθαρρύνει έτι περαιτέρω τους υποψήφιους Προμηθευτές.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόβλεψη της παρ. 10 είναι προς την σωστή κατεύθυνση και σε συνδυασμό με την παρ. 11 αναμένεται να επιλύσει πολλές παλαιότερες περιπτώσεις προγραμμάτων που αντιμετώπισαν προβλήματα.
Οι κυρώσεις επιβάλλονται επί της αξίας του αντικειμένου που αναγράφεται στο τιμολόγιο πληρωμής, και άρα επί του προμηθευτή/ών που αναγράφονται σε αυτό. Άρα η §8 δεν έχει κανένα νόημα και θεωρώ ότι πρέπει να απαλειφθεί.