1. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας σύμβασης που έχει υπογραφεί:
α. εφόσον ανατέθηκε χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, σε περίπτωση που ανάλογη δημοσίευση ήταν υποχρεωτική, ή
β. σε περίπτωση παράβασης της παρ. 5 του άρθρου 93 και της παρ. 2 του άρθρου 94, εφόσον λόγω της παράβασης αυτής ο προσφέρων ο οποίος ασκεί προσφυγή στερήθηκε της δυνατότητας άσκησης προσυμβατικών διαδικασιών προσφυγής, η δε παράβαση αυτή συνδυάζεται με άλλη παράβαση των άρθρων του παρόντος νόμου, η οποία επηρέασε αρνητικά τις πιθανότητες του προσφέροντος που ασκεί προσφυγή να αναλάβει τη σύμβαση, ή
γ. σε περίπτωση σύναψης συμφωνίας−πλαίσιο, εφόσον παραβιάζονται οι υποχρεώσεις που προκύπτουν κατά την ανάθεση με διαγωνισμό συμβάσεων που συνάπτονται βάσει πολυμερούς συμφωνίας−πλαίσιο.
2. Η αίτηση κήρυξης της σύμβασης άκυρης δεν επιτρέπεται:
α. εάν η αναθέτουσα αρχή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ προκήρυξη για εκούσια εκ των προτέρων διαφάνεια, σύμφωνα με το υπόδειγμα και τις προϋποθέσεις του άρθρου 99, με την οποία γνωστοποίησε την πρόθεσή της να αναθέσει τη σύμβαση και εφάρμοσε δεκαήμερη τουλάχιστον προθεσμία αναστολής σύναψης της σύμβασης από την επομένη της δημοσίευσης της προκήρυξης,
β. όταν η αναθέτουσα αρχή θεωρεί ότι δεν παραβιάστηκαν οι κανόνες για τον τρόπο ανάθεσης συμβάσεων σε εκτέλεση συμφωνίας−πλαίσιο των άρθρων 29 και 30, έχει ήδη αποστείλει την απόφαση ανάθεσης της εκτελεστικής της συμφωνίας−πλαίσιο σύμβασης μαζί με την αιτιολογία της σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 62 στους προσφέροντες της συμφωνίας-πλαίσιο, έχει ήδη αναφέρει τις προθεσμίες αναστολής σύναψης της σύμβασης και έχει εφαρμόσει δεκαήμερη τουλάχιστον προθεσμία αναστολής της σύναψης, από την επομένη της αποδεδειγμένης παραλαβής της απόφασης από τα μέρη της συμφωνίας−πλαίσιο που υπέβαλαν προσφορά.
3. Η κήρυξη της σύμβασης άκυρης έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική ακυρότητά της. Τυχόν αξιώσεις των μερών διέπονται από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και οι σχετικές διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιο δικαστήριο. Αν ο ανάδοχος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ακυρότητα της σύμβασης, δεν γεννάται έναντι της αναθέτουσας αρχής αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού ή η εν λόγω αξίωση ικανοποιείται μόνο εν μέρει.
4. Το δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις και, ιδίως, το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης, τη σοβαρότητα της παράβασης και τη συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής, μπορεί να κηρύξει την ακυρότητα μόνο του ανεκτέλεστου μέρους της σύμβασης ή να συντομεύσει τη διάρκειά της.
5. Εφόσον επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της σύμβασης, παρόλο που αυτή έχει συναφθεί κατά παράβαση των περιπτώσεων της παρ. 1, το δικαστήριο μπορεί να μην την κηρύξει άκυρη. Δεν θεωρείται επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος η ύπαρξη οικονομικών συμφερόντων για τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της σύμβασης, παρά μόνον αν η ακύρωσή της θα οδηγούσε σε δυσανάλογες συνέπειες, όπως η επιβάρυνση της αναθέτουσας αρχής με έξοδα λόγω καθυστέρησης στην εκτέλεση της σύμβασης, λόγω διεξαγωγής νέας διαδικασίας ανάθεσης, λόγω αλλαγής του οικονομικού φορέα που εκτελεί τη σύμβαση ή λόγω νομικών υποχρεώσεων που ενδεχομένως συνεπάγεται η ακύρωση της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, μία σύμβαση δεν επιτρέπεται να κηρυχθεί άκυρη αν οι συνέπειες της ακυρότητας θα έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη ενός ευρύτερου προγράμματος άμυνας ή ασφάλειας το οποίο είναι θεμελιώδες για τα συμφέροντα ασφαλείας του κράτους.
6. Στις περιπτώσεις της παρ. 5 το δικαστήριο, με την ίδια απόφαση, επιβάλει στην αναθέτουσα αρχή πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του χρηματικού αντικειμένου της σύμβασης. Το πρόστιμο περιέρχεται στον αιτούντα. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα των διαδίκων, αλλά εκτιμά ελευθέρως τις συνθήκες.
7. Η αίτηση κήρυξης της σύμβασης άκυρης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών:
α. από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης ανακοίνωσης σύναψης σύμβασης, εφόσον στη δημοσίευση περιλαμβάνεται αιτιολογία για τη σύναψη της σύμβασης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης ή
β. από την επομένη της ενημέρωσης των ενδιαφερομένων με άλλο τρόπο, εφόσον στην ενημέρωση αυτή εκτίθενται οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην παρ. 2 του άρθρου 62.
8. Η αίτηση κήρυξης της σύμβασης άκυρης δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ασκηθεί μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την επομένη της υπογραφής της σύμβασης.
9. Στην αίτηση κήρυξης της σύμβασης άκυρης εφαρμόζονται αναλογικά οι ρυθμίσεις της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Η προθεσμία και η κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η διαδικασία προσωρινής διαταγής εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Αν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνει δεκτή, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή περαιτέρω εκτέλεσης της σύμβασης.