1. Η αναθέτουσα αρχή με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της, μετά από γνωμοδότηση του αρμόδιου οργάνου, ματαιώνει τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης:
α. εάν η διαδικασία απέβη άγονη είτε λόγω μη υποβολής προσφοράς είτε λόγω απόρριψης όλων των αιτήσεων συμμετοχής ή των προσφορών ή αποκλεισμού όλων των συμμετεχόντων ή προσφερόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και τα έγγραφα της σύμβασης ή
β. στην περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 89.
2. Ματαίωση της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης μπορεί να λάβει χώρα με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση της αναθέτουσας αρχής, μετά από γνωμοδότηση του αρμόδιου οργάνου, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. λόγω παράτυπης διεξαγωγής της διαδικασίας ανάθεσης,
β. αν οι οικονομικές και τεχνικές παράμετροι που σχετίζονται με τη διαδικασία ανάθεσης άλλαξαν ουσιωδώς και η εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου δεν ενδιαφέρει πλέον την αναθέτουσα αρχή,
γ. αν λόγω ανωτέρας βίας, δεν είναι δυνατή η κανονική εκτέλεση της σύμβασης,
δ. αν η επιλεγείσα προσφορά κριθεί ως μη συμφέρουσα με βάση τα κριτήρια ανάθεσης που καθορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης,
ε. στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 81,
στ. για άλλους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.
3. Αν διαπιστωθούν σφάλματα ή παραλείψεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ανάθεσης, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, μετά από γνωμοδότηση του αρμόδιου οργάνου, να ακυρώσει μερικώς τη διαδικασία ή να αναμορφώσει ανάλογα το αποτέλεσμά της ή να αποφασίσει την επανάληψή της από το σημείο που εμφιλοχώρησε το σφάλμα ή η παράλειψη.
4. Όταν συντρέχουν οι λόγοι για τη ματαίωση της διαδικασίας που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, η αναθέτουσα αρχή ακυρώνει τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης για ολόκληρο το αντικείμενο της σύμβασης ή εάν οι λόγοι αυτοί συνδέονται με τμήμα της σύμβασης για το εν λόγω τμήμα, εφόσον επιτρέπεται η κατάθεση τμηματικών προσφορών.