1. Αποκλείεται της συμμετοχής υποψήφιος ή προσφέρων σε βάρος του οποίου υπάρχει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση γνωστή στην αναθέτουσα αρχή, για ένα ή περισσότερα από τα αδικήματα που απαριθμούνται κατωτέρω, όπως προσδιορίζονται εννοιολογικά στην εκάστοτε ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία:
α. συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,
β. δωροδοκία,
γ. απάτη,
δ. τρομοκρατικό έγκλημα ή παράβαση συνδεόμενη με τρομοκρατικές δραστηριότητες, ή ηθική αυτουργία, συνέργεια, ή απόπειρα διάπραξης παράβασης,
ε. νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,
στ. παιδική εργασία και άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων.
2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, η αναθέτουσα αρχή ζητεί, κάθε φορά που απαιτείται, από τους υποψηφίους ή τους προσφέροντες να προσκομίζουν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παρ. 5. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, εφόσον αμφιβάλλει ως προς την προσωπική κατάσταση των εν λόγω υποψηφίων ή προσφερόντων, να απευθύνεται στις αρμόδιες αρχές για να λάβει τις πληροφορίες που θεωρεί απαραίτητες για την προσωπική κατάσταση των εν λόγω υποψηφίων ή προσφερόντων. Όταν οι πληροφορίες αφορούν έναν υποψήφιο ή προσφέροντα εγκατεστημένο εκτός Ελλάδας, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους. Λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομοθεσίας του κράτους − μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες, τα αιτήματα αυτά αφορούν στα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, των διευθυντών επιχείρησης, ή οποιουδήποτε προσώπου που έχει εξουσία εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχου του υποψηφίου ή του προσφέροντος.
3. Κάθε υποψήφιος ή προσφέρων οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλεισθεί από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης συμβάσεων του παρόντος νόμου όταν:
α. τελεί υπό πτώχευση ή εκκαθάριση, παύση δραστηριοτήτων, αναγκαστική διαχείριση ή πτωχευτικό συμβιβασμό ή υπό οποιαδήποτε ανάλογη κατάσταση που προκύπτει από παρόμοια διαδικασία προβλεπόμενη από τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις της χώρας εγκατάστασής του,
β. έχει κινηθεί εναντίον του διαδικασία κήρυξης σε πτώχευση, αναγκαστικής διαχείρισης, εκκαθάρισης, πτωχευτικού συμβιβασμού ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια διαδικασία προβλεπόμενη από τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις της χώρας εγκατάστασής του,
γ. έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας, όπου εκδόθηκε η απόφαση, με την οποία διαπιστώνεται αδίκημα σχετικό με την επαγγελματική του διαγωγή, όπως για παράδειγμα η παράβαση υπάρχουσας νομοθεσίας σχετικά με την εξαγωγή αμυντικού εξοπλισμού ή εξοπλισμού ασφάλειας ή για κάποιο από τα αδικήματα της υπεξαίρεσης, της απάτης, της εκβίασης, της πλαστογραφίας, της ψευδορκίας, της δωροδοκίας και της δόλιας χρεωκοπίας,
δ. έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα το οποίο διαπιστώθηκε αποδεδειγμένα με οποιοδήποτε μέσο ενδέχεται να διαθέτει η αναθέτουσα αρχή, όπως, για παράδειγμα, παραβίαση υποχρεώσεων όσον αφορά στην ασφάλεια των πληροφοριών ή του εφοδιασμού, στο πλαίσιο προηγούμενης σύμβασης,
ε. έχει εξακριβωθεί, βάσει οποιωνδήποτε αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των προστατευμένων βάσεων δεδομένων, ότι δεν διαθέτει την αξιοπιστία που απαιτείται για τον αποκλεισμό κινδύνων κατά της ασφάλειας του κράτους,
στ. δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ή αυτές του ελληνικού δικαίου,
ζ. δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην πληρωμή των φόρων και τελών σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένος ή αυτές του ελληνικού δικαίου,
η. είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών οι οποίες απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου ή δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες αυτές.
4. Ο αποκλεισμός για τις περιπτ. στ΄ και ζ΄ της παρ. 3 παύει να εφαρμόζεται όταν ο οικονομικός φορέας εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του είτε καταβάλλοντας τους φόρους ή τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που οφείλει, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των δεδουλευμένων τόκων ή των προστίμων, είτε υπαγόμενος σε δεσμευτικό διακανονισμό για την καταβολή τους.
5. Η αναθέτουσα αρχή δέχεται ως επαρκή απόδειξη του ότι ο οικονομικός φορέας δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 και στις περιπτ. α΄, β΄, γ΄, στ΄ και ζ΄ της παρ. 3 τα εξής:
α. για την παρ. 1 και τις περιπτ. α΄, β΄ και γ΄της παρ. 3, την προσκόμιση αποσπάσματος ποινικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμου εγγράφου εκδοθέντος από την αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης του εν λόγω προσώπου, από το οποίο προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές,
β. για τις περιπτ. στ΄ ή ζ΄της παρ. 3, πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους-μέλους.
Όταν η χώρα καταγωγής ή προέλευσης του οικονομικού φορέα δεν εκδίδει τέτοιο έγγραφο ή πιστοποιητικό ή αυτό δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 και στις περιπτ. α΄, β΄ και γ΄της παρ. 3, αυτό μπορεί να αντικαθίσταται από ένορκη βεβαίωση του ενδιαφερομένου ή, στα κράτη-μέλη όπου δεν προβλέπεται η ένορκη βεβαίωση, από υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής, συμβολαιογράφου ή αρμόδιου επαγγελματικού οργανισμού του κράτους καταγωγής ή προέλευσης.
6. Η αναθέτουσα αρχή ορίζει στα έγγραφα της σύμβασης ποια δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν για την απόδειξη της προσωπικής κατάστασης του οικονομικού φορέα, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.