1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (ν. 2304/1995, Α΄83), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αλλογενείς δεν μπορούν να διοριστούν δικαστικοί λειτουργοί προτού παρέλθουν πέντε έτη από την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.».
2. Στο άρθρο 20 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΔΣΕΔ):
α. Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός στο δικαστικό σώμα ενόπλων δυνάμεων του δικαστικού λειτουργού που παραιτήθηκε ή απολύθηκε από αυτό λόγω σωματικής ανικανότητας, μέχρι και το βαθμό του στρατιωτικού δικαστή Β΄ σε κενή θέση, ομοιόβαθμη εκείνης από την οποία έχει αποχωρήσει, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Έχει ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε τρία χρόνια από την έξοδό του από την υπηρεσία.
β. Έχει όλα τα προσόντα που απαιτούνται για το διορισμό δικαστικού λειτουργού, πλην της ηλικίας.
γ. Δεν υφίσταται κώλυμα διορισμού.
δ. Έχει τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία, εφόσον δεν παραιτήθηκε ή απολύθηκε για λόγους υγείας.».
β. Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για τον αναδιορισμό αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Ο αναδιοριζόμενος τίθεται κατά σειρά αρχαιότητας τελευταίος μεταξύ των ομοιοβάθμων του στρατιωτικών δικαστών, που υπηρετούν στο σώμα κατά την ημερομηνία υπογραφής του προεδρικού διατάγματος αναδιορισμού του.».
3. Η παρ. 2 του άρθρου 23 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Επιτρέπεται απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά τις ημέρες αργίας, μετά από προφορική συναίνεση του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, όπου υπηρετεί.».
4. Το άρθρο 27 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 27
Ασυμβίβαστα
1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν οποιαδήποτε άλλη έμμισθη υπηρεσία, να ασκούν άλλα επαγγέλματα ή να συμμετέχουν σε διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων και εμπορικών εταιριών.
2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Στην περίπτωση αυτή αποφασίζει για τη συμμετοχή ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας μετά από πρόταση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
3. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Κυβέρνηση.».
5. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Σε δικαστήριο στην έδρα του οποίου ήταν διορισμένος ως δικηγόρος, πριν περάσουν δύο χρόνια από το διορισμό του ως δικαστικού λειτουργού.».
6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 28 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα κωλύματα της παραγράφου 1 δεν ισχύουν για τα δικαστήρια της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης.».
7. Το άρθρο 29 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 29
Εκπαιδευτική άδεια
Επιτρέπεται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή στους δικαστικούς λειτουργούς, εφόσον γνωρίζουν καλώς τη γλώσσα της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβούν, για απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, καθώς και η συμμετοχή τους σε διεθνή συνέδρια ή επιστημονικές συναντήσεις με αντικείμενο θέματα ποινικού, δημοσίου ή διεθνούς δικαίου.».
8. Στο άρθρο 31 του ΚΔΣΕΔ προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών σε διεθνή συνέδρια ή επιστημονικές συναντήσεις με αντικείμενο θέματα ποινικού, δημοσίου ή διεθνούς δικαίου γίνεται κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και έγκρισης του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.».
9. Το άρθρο 32 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 32
Υποχρεώσεις εκπαιδευομένων
Αυτός που πήρε εκπαιδευτική άδεια οφείλει να αναφέρει, με δήλωση του στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας την ημερομηνία αναχώρησης και εγκατάστασής του στην αλλοδαπή, την έναρξη της εκπαίδευσής του, καθώς και τον τόπο και τη διεύθυνση της διαμονής του. Οφείλει επίσης, στο τέλος κάθε εξαμήνου, να υποβάλλει στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου λεπτομερή έκθεση για τη συντελεσθείσα εργασία και για την πορεία της εκπαίδευσής του, με τα αποδεικτικά των σπουδών του. Μετά την λήξη της εκπαίδευσης, οφείλει να υποβάλει στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας τίτλους ή αποδεικτικά σπουδών από τα οποία προκύπτει η ευδόκιμη ολοκλήρωση αυτών. Παράβαση των ανωτέρω υποχρεώσεων είναι δυνατό να επιφέρει την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου και την ανάκληση του υπολοίπου της εκπαιδευτικής άδειας.».
10. Η παράγραφος 1 του άρθρου 33 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που αποστέλλονται με εκπαιδευτική άδεια στο εξωτερικό παρέχονται οι αποδοχές του προσωπικού του Στρατού Ξηράς που τοποθετείται για εκτέλεση υπηρεσίας στο εξωτερικό, κατά την βαθμολογική αντιστοιχία που προκύπτει από τα οριζόμενα στο άρθρο 142, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής (οδοιπορικά).».
11. Η παράγραφος 2 του άρθρου 37 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του στρατιωτικού δικαστηρίου παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή τους παρέδρους που υπηρετούν υπό την εποπτεία τους σε ό,τι αφορά την επιμέλεια, εργατικότητα και την εκδηλούμενη έφεση προσαρμογής τους στις απαιτήσεις του δικαστικού λειτουργήματος, τους καθοδηγούν στην τεχνική της εργασίας και τους βοηθούν στην ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Για κάθε έτος υπηρεσίας του παρέδρου ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας για τους παρέδρους που υπηρετούν στο στρατιωτικό δικαστήριο ή την εισαγγελία αυτού αντίστοιχα, συντάσσουν ειδική έκθεση, στην οποία γίνεται αξιολόγηση της απόδοσης του παρέδρου και ειδική αναφορά στο ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την κρίση, την αντίληψη και τη συμπεριφορά του. Στο τέλος της εκθέσεως διατυπώνεται και κρίση για την καταλληλότητα του παρέδρου να διορισθεί σε θέση Στρατιωτικού Δικαστή Δ`. Ο Πρόεδρος ή ο Εισαγγελέας, που μετακινείται πριν συμπληρωθεί έτος από την τοποθέτηση του παρέδρου στο δικαστήριο ή την εισαγγελία αντίστοιχα, συντάσσει υποχρεωτικά έκθεση πριν από τη μετακίνησή του αν είχε την εποπτεία του παρέδρου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών.».
12. Στο άρθρο 38 του ΚΔΣΕΔ:
α. Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι πάρεδροι είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας μαθήματα επιμόρφωσης σχετικά με τη νομολογία των στρατιωτικών δικαστηρίων, μία φορά τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο. Την εποπτεία των μαθημάτων αυτών έχει ένας στρατιωτικός δικαστής Α΄ ή Β΄, που ορίζεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Οι λεπτομέρειες παρακολούθησης των μαθημάτων καθορίζονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου.»
β. Προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Οι πάρεδροι συμμετέχουν σε εκπαίδευση έξι (6) μηνών επί θεμάτων που αφορούν τη στρατιωτική νομοθεσία, την οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών Μονάδων και υπηρεσιών και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και επί στρατιωτικών θεμάτων γενικά, οι λεπτομέρειες της οποίας ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης.».
13. Η παράγραφος 1 του άρθρου 40 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για κάθε δικαστικό λειτουργό τηρείται στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ατομικός φάκελος, στον οποίο περιλαμβάνονται όλα τα αναφερόμενα στο διορισμό του και στην προσωπική του κατάσταση στοιχεία και έγγραφα, οι εκθέσεις των επιθεωρητών, οι πειθαρχικές και ποινικές του διώξεις καθώς και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με αυτές.».
14. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 42 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Οι προαγωγές των δικαστικών λειτουργών μέχρι τον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄, ενεργούνται με προεδρικά διατάγματα, μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου προκαλείται με ερώτημα του Υπουργού, μέσα σε ένα μήνα από την κένωση ή την κατανομή νέων θέσεων, η δε προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ανατρέχει στην ημερομηνία κένωσης της θέσης ή της κατανομής.
3. Η επιλογή του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των Αντιπροέδρων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου γίνεται με απόφαση του ΚΥΣΕΑ, το οποίο, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, επιλέγει για την κάλυψη των θέσεων αυτών μεταξύ των υπηρετούντων Αναθεωρητών Β΄ και των Αναθεωρητών Γ΄ που έχουν δύο τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό τους. Οι αναθεωρητές που επιλέγονται για τη θέση του Προέδρου ή του Εισαγγελέα προάγονται σε αναθεωρητές Α΄ και οι αναθεωρητές που επιλέγονται σε θέση Αντιπροέδρου προάγονται σε Αναθεωρητές Β΄ με προεδρικό διάταγμα.».
15. Η περίπτωση α΄ του άρθρου 43 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Η ύπαρξη κενής θέσεως στον αμέσως ανώτερο βαθμό, εφόσον οι θέσεις είναι οργανικά διακεκριμένες.».
16. Η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του ΚΔΣΕΔ τροποποιείται ως εξής:
«1. Κρίνονται ως κατ’ απόλυτη εκλογή προακτέοι, μεταξύ όλων εκείνων που έχουν τα τυπικά προσόντα, οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν εξαιρετικά προσόντα επιστημονικής κατάρτισης, ήθους και εργατικότητας. Ως προακτέοι κατ’ εκλογή κρίνονται οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν τα προσόντα επιστημονικής κατάρτισης, ήθους και εργατικότητας για να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.».
17. Η παράγραφος 6 του άρθρου 46 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Σε Αναθεωρητή Α΄ προάγεται Αναθεωρητής Β΄ ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας στο βαθμό του ή Αναθεωρητής Γ΄ που έχει δύο τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του.».
18. Το άρθρο 47 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 47
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορεί να μετατίθενται:
α) Ύστερα από αίτηση ή αν συντρέχουν υπηρεσιακές ανάγκες.
β) Αν υποβληθούν αιτήσεις αμοιβαίας μετάθεσης
γ) Αν υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο ή στην ίδια εισαγγελία περισσότερο από τρία έτη.
δ) Αν υπέπεσαν σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, εξαιτίας του οποίου δεν ενδείκνυται η παραμονή τους στον τόπο, όπου υπηρετούν.
ε) Αν συντρέχει περίπτωση κωλύματος του άρθρου 28.
στ) Αν ο δικαστικός λειτουργός εμφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή, κατά την κρίση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του, από την οποία προκύπτει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα δικαστικά καθήκοντα της θέσης στην οποία υπηρετεί.
2. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού χωρίς αίτησή του γίνεται μόνο με αιτιολογημένη απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά της οποίας χωρεί αίτηση ανάκλησης από τον ενδιαφερόμενο ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου. Η αίτηση αυτή ασκείται στη Γραμματεία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου μέσα σε δέκα ημέρες από την έγγραφη ειδοποίηση του ενδιαφερομένου, στην οποία προβαίνει ο Γραμματέας του Συμβουλίου. Αν η μετάθεση γίνεται για λόγους που ανάγονται στη συμπεριφορά ή την εκτέλεση των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη κλήση του σε ακρόαση. Δεν χωρεί αίτηση ανάκλησης από τον δικαστικό λειτουργό κατά της μετάθεσής του εντός του ίδιου νομού.
3. Σύζυγος δικαστικού λειτουργού, ο οποίος είναι δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, μετατίθεται ύστερα από αίτηση του στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγός του, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της υπηρεσίας του, εφόσον υπάρχει κενή θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία. Η αποδοχή της αίτησης δεν είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση αν δεν έχει παρέλθει έτος από προηγούμενη μετάθεση. Δικαστικοί λειτουργοί σύζυγοι δικαστικών λειτουργών μετατίθενται ύστερα από αίτησή τους στην περιφέρεια που υπηρετεί ο σύζυγός τους, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της υπηρεσίας τους, εφόσον δεν υπάρχει κώλυμα συνυπηρέτησης.
4. Μετάθεση στρατιωτικού δικαστή δεν επιτρέπεται πριν από τη συμπλήρωση δύο ετών στον τόπο όπου τοποθετήθηκε, λόγω διορισμού, προαγωγής ή μεταθέσεως. Η διετία υπολογίζεται από την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μετάθεση και πριν την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, για σοβαρούς υπηρεσιακούς ή προσωπικούς λόγους ή αν υποβληθούν αιτήσεις αμοιβαίας μετάθεσης.».
19. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 49 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Η αρχαιότητα των δικαστικών λειτουργών σε κάθε βαθμό ιεραρχίας καθορίζεται από την ημερομηνία υπογραφής του προεδρικού διατάγματος διορισμού ή την ημερομηνία προαγωγής τους.».
20. Η παράγραφος 2 άρθρου 49 του ΚΔΣΕΔ καταργείται.
21. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 50 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Στους πίνακες αυτούς σημειώνεται η χρονολογία υπογραφής των διαταγμάτων του αρχικού διορισμού και της τελευταίας προαγωγής του δικαστικού λειτουργού, η ημερομηνία στην οποία ανατρέχει η τελευταία προαγωγή, καθώς και το έτος γέννησης.».
22. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 52 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.».
23. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 55 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου θέτει σε μια κληρωτίδα ως κλήρους σφαιρίδια αδιαφανή με τα ονόματα όλων των Αναθεωρητών, πλην του ιδίου και του Εισαγγελέα και σε άλλη κληρωτίδα με τα ονόματα όλων των Αεροπαγιτών, τα οποία δίδονται σε αυτόν από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.».
24. Το άρθρο 61 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 61
Τρόποι λύσης υπηρεσιακής σχέσης
1. Η δημόσια υπηρεσιακή σχέση των δικαστικών λειτουργών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων λύνεται με το θάνατο, την παραίτηση, την οριστική παύση, την αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας, τη συμπλήρωση χρόνου υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό, όπου αυτός ρητά καθορίζεται, καθώς και για λόγους υγείας, κατά τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα.
2. Ειδικά για τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η υπηρεσιακή σχέση λύνεται επίσης λόγω ανικανότητας εκτελέσεως των υπηρεσιακών τους καθηκόντων που οφείλεται σε νόσο ή αναπηρία, σωματική ή πνευματική, όταν για το λόγο αυτόν τους χορηγείται για την ίδια πάθηση αναρρωτική άδεια η οποία υπερβαίνει συνολικά ή τμηματικά, τους δώδεκα (12) μήνες. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 65 σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου.
3. Η ηλικία των αποχωρούντων δικαστικών λειτουργών αποδεικνύεται κατά το άρθρο 15. Αν από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο του προηγούμενου εδαφίου δεν προκύπτει η ημέρα γεννήσεως, τότε αυτή αποδεικνύεται από το Μητρώο του δικαστικού λειτουργού, που καταρτίστηκε κατά τις διατάξεις τις ισχύουσες κατά το χρόνο του αρχικού του διορισμού ή από άλλη σχετική δήλωση που υποβλήθηκε κατά νόμο από αυτόν. Διαφορετικά, ως ημέρα γεννήσεως λογίζεται η 30ή Ιουνίου του έτους γεννήσεως.
4. Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη λύση της υπηρεσιακής σχέσης των δικαστικών λειτουργών, ως ημέρα συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας του προβλεπόμενου χρόνου υπηρεσίας ή του χρόνου παραμονής στο βαθμό θεωρείται η 30ή Ιουνίου του έτους αποχωρήσεως.
5. Στην περίπτωση της αποχώρησης του Προέδρου ή του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, καθώς και στις περιπτώσεις αποχώρησης λόγω ορίου ηλικίας ή συμπλήρωσης του προβλεπόμενου χρόνου υπηρεσίας στο βαθμό, οι δικαστικοί λειτουργοί αποχωρούν με προεδρικό διάταγμα την επόμενη ημέρα λύσης της υπηρεσιακής τους σχέσης, ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους και εντός ενός μηνός από τη δημοσίευση αυτού διαγράφονται από την ενεργό υπηρεσία.».
25. Στο άρθρο 62 του ΚΔΣΕΔ:
α. Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η λύση της υπηρεσιακής σχέσης και η διαγραφή από την ενεργό υπηρεσία επέρχεται ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος αποδοχής της παραίτησης.
β. Προστίθενται παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:
«6. Οι Αναθεωρητές Γ΄ και οι Στρατιωτικοί Δικαστές του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων που αποχωρούν από την υπηρεσία λόγω παραίτησης, προάγονται στον επόμενο βαθμό εφόσον έχουν τα τυπικά προς προαγωγή προσόντα και κριθούν προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά την πάροδο ενός πλήρους ημερολογιακού μήνα από την προαγωγή τους αποχωρούν από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους και ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος αποδοχής της παραίτησης λύνεται η υπηρεσιακή τους σχέση και διαγράφονται από την ενεργό υπηρεσία.
7. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στους Αναθεωρητές Β΄, εφόσον αυτοί κριθούν προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.».
26. Το άρθρο 63 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 63
Αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί, που είναι απόφοιτοι της ΣΣΑΣ, μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 61ο έτος της ηλικίας τους, ενώ ως Αναθεωρητές αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 63ο έτος της ηλικίας τους. Οι δικαστικοί λειτουργοί που εισήλθαν στο Δικαστικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων με διαγωνισμό, μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α΄, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους, ενώ ως Αναθεωρητές αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους. Όλοι οι παραπάνω αποχωρούν από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους προαγόμενοι, πλην των Αναθεωρητών Α΄, στον επόμενο βαθμό ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυπικών προσόντων, εφόσον κριθούν προακτέοι με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
2. Ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, όταν προέρχονται από τους αποφοίτους της ΣΣΑΣ, αποχωρούν από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 63ο έτος της ηλικίας τους, ενώ όταν έχουν εισέλθει στο Δικαστικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων με διαγωνισμό, αποχωρούν από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους. Κατ’ εξαίρεση αποχωρούν πριν από τη συμπλήρωση των παραπάνω ορίων ηλικίας, εφόσον συμπληρώνουν τρία (3) έτη στις θέσεις αυτές. Δεν αποτελεί κώλυμα επιλογής Προέδρου και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ο μικρότερος των τριών ετών υπολειπόμενος χρόνος για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας.
3. Οι δικαστικοί λειτουργοί του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων οι οποίοι φέρουν τους βαθμούς του Αναθεωρητή Β` και Γ΄, αποχωρούν από την υπηρεσία, ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας προαγόμενοι στον επόμενο βαθμό, εφόσον κριθούν προακτέοι με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και εφόσον συμπληρώνουν οκτώ (8) χρόνια στον ένα ή συνολικά και στους δύο αυτούς βαθμούς, από την προαγωγή τους στο βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄.».
27. Η παράγραφος 1 του άρθρου 64 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο δικαστικός λειτουργός που συμπλήρωσε τριάντα έτη δικαστικού λειτουργού διατηρεί τιμητικά τον τίτλο της θέσης που κατείχε τελευταία και μετά τη λύση της δημόσιας υπηρεσιακής σχέσης. Αυτό μνημονεύεται στο προεδρικό διάταγμα αποχώρησης από την υπηρεσία.».
28. Μετά το άρθρο 64 του ΚΔΣΕΔ προστίθεται άρθρο 64Α ως εξής:
«Άρθρο 64Α
Απονομή τιμητικού βαθμού λόγω θανάτου
Οι Αναθεωρητές Β΄ και Γ΄ και οι Στρατιωτικοί Δικαστές που αποβιώνουν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους προάγονται στον επόμενο βαθμό από την προηγουμένη του θανάτου τους, εφόσον κριθούν προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυπικών προσόντων και θεωρείται ότι αποχωρούν από την υπηρεσία με προεδρικό διάταγμα την ημερομηνία του θανάτου τους.».
29. Στο άρθρο 65 του ΚΔΣΕΔ προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Οι Αναθεωρητές Β΄, οι Αναθεωρητές Γ` και οι Στρατιωτικοί Δικαστές που αποχωρούν από την υπηρεσία, σύμφωνα με την περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2, προάγονται στον επόμενο βαθμό, εφόσον κριθούν προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυπικών προσόντων και αποχωρούν ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους με προεδρικό διάταγμα που προκαλείται μέσα σε ένα μήνα από την προαγωγή τους, εντός ενός δε μηνός από τη δημοσίευση αυτού λύνεται η υπηρεσιακή τους σχέση και διαγράφονται από την ενεργό υπηρεσία.».
30. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 65Α του ΚΔΣΕΔ καταργούνται και η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας μπορεί να ανακαλεί με απόφασή του στην ενεργό υπηρεσία δικαστικούς λειτουργούς που αποχώρησαν από την υπηρεσία λόγω σοβαρών ασθενειών, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, μετά από γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Στρατού Ξηράς και κατόπιν εισήγησης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Όσοι ανακαλούνται για το λόγο αυτόν, εγγράφονται ως προσωπικό εκτός οργανικής δύναμης στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και τίθενται εκτός οργανικών θέσεων του Δικαστικού Σώματος. Η απόλυση των παραπάνω γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μετά από εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αμέσως μόλις εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους ανακλήθηκαν.».
31. Μετά το άρθρο 65Α του ΚΔΣΕΔ προστίθεται άρθρο 65Β ως εξής:
«Άρθρο 65Β
1. Στους Στρατιωτικούς Δικαστές και τους Αναθεωρητές που ασθενούν ή έχουν ανάγκη θεραπείας ή ανάρρωσης χορηγείται αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές. Για τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία, τον τρόπο χορήγησης και τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας, καθώς και για τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις που ισχύουν για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
2. Στους δικαστικούς λειτουργούς του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων χορηγείται άδειας κύησης-τοκετού και ανατροφής τέκνου, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
3. Για τη νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη καθώς και για τα έξοδα κηδείας των δικαστικών λειτουργών εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
4. Οι στρατιωτικοί δικαστές υποβάλλονται σε περιοδική υγειονομική εξέταση της σωματικής και ψυχικής τους υγείας ανά δύο έτη. Οι λεπτομέρειες για τη διενέργεια και τη διαδικασία αυτής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.».
32. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 71 του ΚΔΣΕΔ προστίθεται περίπτωση η΄ ως εξής:
«η. Η παραβίαση των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις προθεσμιών επεξεργασίας και διεκπεραίωσης δικογραφιών».
33. Η παράγραφος 2 του άρθρου 133 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο επιθεωρητής εξετάζει την εργασία των δικαστικών λειτουργών, και ιδίως το νομικό και πραγματικό μέρος κάθε υπόθεσης και τις δοθείσες με την απόφαση απαντήσεις στους προβληθέντες από τους διαδίκους ισχυρισμούς. Διεξάγει κάθε χρήσιμη έρευνα για τη μόρφωση ασφαλούς γνώμης σχετικά με το ήθος, το σθένος, την επιστημονική κατάρτιση, την υπηρεσιακή απόδοση, την ευθυκρισία, τη φιλοπονία και την υπηρεσιακή και κοινωνική παράσταση των δικαστικών λειτουργών. Οφείλει δε να διεξάγει με κάθε λεπτομέρεια την έρευνά του για το σχηματισμό ασφαλούς γνώμης ως προς τους επιθεωρούμενους, χρησιμοποιώντας απαραίτητα και την προσωπική επαφή με αυτούς, και συμβουλευόμενος και τον πρόεδρο ή τον εισαγγελέα του δικαστηρίου.».
34. Το άρθρο 135 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 135
Υποβολή των εκθέσεων
Οι εκθέσεις του επιθεωρητή υποβάλλονται στον προϊστάμενο της επιθεώρησης μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη λήξη της ετήσιας επιθεώρησης, η τήρηση της οποίας ελέγχεται από τον προϊστάμενο επιθεώρησης. Σε περίπτωση έκτακτης ή συμπληρωματικής επιθεώρησης, η έκθεση υποβάλλεται αμέσως μετά τη διενέργειά της. Η πρωτότυπη έκθεση κάθε τακτικής ή έκτακτης επιθεώρησης διαβιβάζεται από τον προϊστάμενο επιθεώρησης στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, όπου και τηρείται, αντίγραφο δε αυτής επιδίδεται στον επιθεωρούμενο. Αντίγραφο της έκθεσης κάθε τακτικής ή έκτακτης ατομικής επιθεώρησης υποβάλλεται από τον προϊστάμενο της επιθεώρησης στον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, όταν συντρέχει περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης.».
35. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 137 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά της απόφασης του Συμβουλίου που διορθώνει την έκθεση ή απορρίπτει την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της έκθεσης επιθεώρησης και κατά της έκθεσης που συντάσσεται ύστερα από επανάληψη της επιθεώρησης δεν παρέχεται δικαίωμα προσφυγής.».
36. Η παράγραφος 4 του άρθρου 140 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι Στρατιωτικοί Δικαστές και οι Αναθεωρητές, τόσο κατά τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων όσο και στην εκτέλεση των λοιπών καθηκόντων τους, φέρουν πολιτική περιβολή. Σε πολεμική περίοδο καθώς και σε καταστάσεις ένοπλης στάσης, πολιορκίας και γενικής επιστράτευσης φέρουν στρατιωτική στολή.».
37. Το άρθρο 146 του ΚΔΣΕΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 146
Με προεδρικά διατάγματα που καταρτίζονται μετά από πρόταση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, καθορίζονται τα θέματα που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία εν γένει των στρατιωτικών δικαστηρίων, στη συγκρότηση, στις αρμοδιότητες και στον τρόπο λειτουργίας της ολομέλειας αυτών, στη διάρκεια του δικαστικού έτους και των δικαστικών διακοπών, στις προϋποθέσεις, στην αρμοδιότητα χορήγησης και στη διάρκεια των αδειών εν γένει των δικαστικών λειτουργών, στον τρόπο κατάρτισης και στο περιεχόμενο των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων, που καταρτίζονται από αυτά, στη πειθαρχική δικαιοδοσία των προέδρων και εισαγγελέων των στρατιωτικών δικαστηρίων επί του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί σε αυτά, στην οργάνωση και στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, καθώς και στην πειθαρχική δικαιοδοσία του Διευθυντή της επί του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν, στις ηθικές αμοιβές, στον τύπο του δελτίου ταυτότητας και στην αρχή εκδόσεως αυτού, στα ειδικά προνόμια των επίτιμων δικαστικών λειτουργών, της στολής και των διακριτικών σημείων των δικαστικών λειτουργών και γενικώς στα θέματα που προβλέπονται από τον Κώδικα και απαιτούν ειδική ρύθμιση.».
Με αφορμή τη διαβούλευση σχετικά με το ζήτημα της αύξησης του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων επισημαίνω τα εξής : 1)Το Συμβούλιο της Επικρατείας, επί προσφυγής του αποχωρήσαντος προέδρου του Αρείου Πάγου λόγω μείωσης του ορίου ηλικίας, με την απόφαση 46/1945 έκρινε αντισυνταγματικό τον ΑΝ 721/1945 με τη σκέψη ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 88 παρ.2 Σ.1911 ειδικός νόμος μόνον εφάπαξ μπορούσε να εκδοθεί, διότι αντίθετη εκδοχή που θα επέτρεπε τη διαρκή αυξομείωση των ορίων ηλικίας θα οδηγούσε σε ουσιώδη μείωση της συνταγματικής εγγύησης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. 2) Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 96 παρ.5 του Σ.1975 ειδικός νόμος εκδόθηκε και είναι ο ν.2304/1995 με τον οποίο καθορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα όρια ηλικίας των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. 3) Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 96 παρ.5 Σ.1975 ειδικός νόμος ως προς τα όρια ηλικίας των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων μόνον εφάπαξ μπορούσε να εκδοθεί, διότι αντίθετη εκδοχή που θα επέτρεπε τη διαρκή αυξομείωση των ορίων ηλικίας θα οδηγούσε σε ουσιώδη μείωση της συνταγματικής εγγύησης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων και θα ανέτρεπε την ασφάλεια δικαίου, στην οποία αποβλέπει κάθε πολίτης και την οποία είναι ταγμένοι να υπηρετούν οι δικαστές. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση οι προτεινόμενες διατάξεις με τις οποίες αυξάνονται τα όρια ηλικίας των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων αντίκειται στο Σύνταγμα και συγκεκριμένα στο άρθρο 96 παρ.5. 4) Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συζήτηση γύρω από το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων μπορεί να γίνει μόνο με τελικό σκοπό τη διατύπωση πρότασης για την αναθεώρηση της διατάξεως του άρθρου 96 παρ.5 του Συντάγματος.
Ι. Επί της παρ. 1:
Με την απόφαση ΣτΕ 3317/2014 έγινε δεκτό ότι με την πολιτογράφηση αποκτούνται πλήρη δικαιώματα Έλληνα πολίτη και κρίθηκε αντισυνταγματική διάταξη που περιόριζε την εισαγωγή αλλογενών στις στρατιωτικές σχολές. Εφόσον αυτό ισχύει για ένστολους που ασκούν ένοπλη υπηρεσία, τότε κατά μείζονα λόγο ισχύει και για στρατιωτικούς δικαστές. Επομένως, υπάρχει σοβαρότατο ενδεχόμενο, εάν αμφισβητηθεί δικαστικά, η διάταξη να κριθεί αντισυνταγματική.
ΙΙ. Επί των παρ. 8 (έγκριση υπουργού για συμμετοχή σε συνέδρια κλπ.), παρ. 12.β (στρατιωτική εκπαίδευση παρέδρων), παρ. 30 (ανάκληση αποχωρησάντων στρατιωτικών λειτουργών):
Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αντίκεινται στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών. Κατά την ορθότερη γνώμη, ήδη από την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5 Συντ., η οποία εντάσσεται στο κεφάλαιο περί δικαστικής εξουσίας, απορρέει η κατοχύρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Προς επίρρωση της ερμηνείας αυτής, κατά την τρέχουσα αναθεωρητική διαδικασία, η παρούσα Βούλη πρότεινε με ευρύτατη πλειοψηφία και διακομματική συμφωνία και η επόμενη Βουλή στην πρώτη σύνοδό της αναμένεται με βεβαιώνεται να αναθεωρήσει τη συνταγματική διάταξη, προς την κατεύθυνση της πλήρους εξομοίωσης των στρατιωτικών δικαστών με τους δικαστικούς λειτουργούς της τακτικής δικαιοσύνης.
Για λόγους καλής νομοθέτησης, είναι σκόπιμο ο παρόν νομοθέτης να απέχει από τη ρύθμιση θεμάτων υπηρεσιακής κατάστασης των στρατιωτικών δικαστών, δεδομένου ότι πολύ σύντομα κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί να τις προσαρμόσει στη συνταγματική μεταβολή.
ΙΙΙ. Επί της παρ. 26 (αύξηση ορίων ηλικίας αποχώρησης):
Η αύξηση των ορίων ηλικίας αποχώρησης, κατά το μέρος που καταλαμβάνει την παρούσα ηγεσία της στρατιωτικής δικαιοσύνης (πρόεδρο και εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικ.) λίγο πριν τη λήξη της θητείας τους, δημιουργεί σοβαρές υπόνοιες συναλλαγής με την πολιτική ηγεσία και ήδη για το λόγο αυτόν αντίκειται στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών.
Μολονότι η ρύθμιση, αφηρημένα, είναι εύλογη, ακυρώνεται αν εφαρμοστεί λίγους μήνες πριν την αυτοδίκαιη αποχώρηση των υπηρετούντων. Για να αποσείσει οποιαδήποτε υπόνοια συναλλαγής, ο νομοθέτης οφείλει να προβλέψει έναρξη ισχύος της διάταξης από το επόμενο δικαστικό έτος.
Δεν γίνεται να μην επισημανθεί, λίγες ώρες πριν το τέλος της διαβούλευσης, ότι οι ρυθμίσεις του αρ. 37 του Νομοσχεδίου ανέδειξαν – όχι και λίγα – σχόλια από τους άμεσα ενδιαφερόμενους τόσο ως προς το χρόνο κατά τον οποίο αυτές έρχονται προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων όσο και ως προς το περιεχόμενό τους. Πέραν όμως των λοιπών ρυθμίσεων, για τις οποίες έχουν ήδη διατυπωθεί πληθώρα επιφυλάξεων, διερωτάται κανείς, ποιά η πραγματική βούληση να περιληφθεί διάταξη για υγειονομική εξέταση των λειτουργών της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης? Αποτελεί η εισαγωγή της υγειονομικής εξέτασης την απαρχή για εισαγωγή και έτερων ρυθμίσεων παρόμοιου περιεχομένου? Δεν είναι το έργο τους καθαρά δικαιοδοτικό? Δεν εισήχθησαν σε αυτό το σώμα για τις νομικές τους γνώσεις και σπουδές? Δεν καλούνται να ερμηνεύσουν καθημερινά το Νόμο? Πώς σχετίζεται η υγειονομική τους εξέταση με τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα? Σε τί θα βοηθήσει την Υπηρεσία η γνώση μιας πάθησης (π.χ. ενδοκρινολογικής, καρδιολογικής φύσεως), η γνώση ενός αυτοάνοσου νοσήματος ή η γνώση μιας μορφής νεφροπάθειας, πνευμονοπάθειας κοκ από την οποία ενδέχεται, με την πάροδο των ετών, να νοσήσει ένας άνθρωπος? Σε τί βαθμό θα επηρεάσει την υπηρεσιακή του ανέλιξη (προαγωγές), την χρέωσή του, τις μεταθέσεις του? Και βέβαια πόσο συνταγματική είναι μια ρύθμιση αυτού του περιεχομένου υπό το πρίσμα του αρ. 9Α του ισχύοντος Συντάγματος? Το πλαίσιο το οποίο ισχύει για την αντιμετώπιση ζητημάτων σωματικής ακαταλληλότητας Δικαστών προφανώς και είναι επαρκέστατο. Έχει δε δοκιμασθεί ήδη στην πράξη. Μήπως τέτοιου είδους ρυθμίσεις δεν αποτελούν κινήσεις προς τη θεσμική θωράκιση των Δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά κινήσεις προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση?
Το άρθρο 37 δεν έχει ενσωματώσει τις παρατηρήσεις της Ολομέλειας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και τις προτάσεις της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ενόπλων Δυνάμεων. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι απέχει παρασάγκας από την επικείμενη αναθεώρηση της παρ. 5 του άρθρου 96 του Συντάγματος.
Πέραν αυτών, το άρθρο 37 περιέχει διατάξεις που είναι αντισυνταγματικές σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως της παρ. 1 κατά την οποία αλλογενείς δεν μπορούν να διοριστούν δικαστικοί λειτουργοί προτού παρέλθουν πέντε έτη από την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας (βλ. ΣτΕ 3317/2014).
Επιπλέον, διατάξεις όπως :
• της παρ. 8 σύμφωνα με την οποία η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών σε διεθνή συνέδρια ή επιστημονικές συναντήσεις με αντικείμενο θέματα ποινικού, δημοσίου ή διεθνούς δικαίου γίνεται κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και έγκρισης του Υπουργού Εθνικής Άμυνας,
• της περίπτ. β΄ της παρ. 12 σύμφωνα με την οποία οι πάρεδροι εκπαιδεύονται έξι μήνες σε θέματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών μονάδων και υπηρεσιών,
• της παρ. 31 σύμφωνα με την οποία για τις αναρρωτικές άδειες, νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και θεσπίζεται περιοδική, υγειονομική εξέταση της σωματικής και ψυχικής υγείας των Στρατιωτικών Δικαστών και όχι των Αναθεωρητών κάθε δύο χρόνια,
• της παρ. 36 σύμφωνα με την οποία οι Στρατιωτικοί Δικαστές και οι Αναθεωρητές σε πολεμική περίοδο καθώς και σε καταστάσεις ένοπλης στάσης, πολιορκίας και γενικής επιστράτευσης φέρουν στρατιωτική στολή
δεν συνάδουν με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των Στρατιωτικών Δικαστών και θα είναι ευθέως αντισυνταγματικές μετά την αναθεώρηση της παρ. 5 του άρθρου 96 του Συντάγματος.
Τέλος, η παρ. 26 του άρθρου 37 περιέχει φωτογραφική διάταξη για τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η οποία δεν δικαιολογείται από κάποια δικαιοπολιτική ανάγκη.
Τέτοια υποψία θα μπορούσε να αποσεισθεί αν το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται για το νυν Πρόεδρο και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, αλλά μόνο για τους μελλοντικούς.
Είναι πασιφανές ότι ο χρόνος σύνταξης των άρθρων του υπόψη νομοσχεδίου που αφορούν στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη ανατρέχει σε χρονικό σημείο που δεν υπήρχε στον ορίζοντα η πρόσφατα ψηφισθείσα συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 του Συντάγματος με την οποία αναγνωρίζονται στους στρατιωτικούς δικαστές άπασες οι εγγυήσεις λειτουργικής-προσωπικής ανεξαρτησίας τους.
Έτσι, με τη συνακόλουθη υποχρέωση της Πολιτείας για έκδοση εκτελεστικού νόμου αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της συνταγματικής αναθεώρησης, οι συγκεκριμένες διατάξεις όχι απλά έχουν ξεπεραστεί αλλά είναι και κραυγαλέα αντίθετες με συνέπεια την προδιαγεγραμμένη χρονικά κατάργηση τους.
Το μόνο λοιπόν που απομένει είναι η ύπαρξη και η ψήφιση της «βελτιωμένης» «φωτογραφικής» διατάξεως που διευκολύνει την παραμονή της αποχωρούσας (λόγω θητείας και ορίου ηλικίας) τον Ιούνιο 2019 σημερινής ηγεσίας του ΔΣΕΔ και το αμείλικτο ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι γιατί η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ επιτρέπει να γίνεται αυτό
Η συγκεκριμένη διάταξη καταδικάζει μεγάλη μερίδα στρατιωτικών δικαστών σε στασιμότητα στον ίδιο βαθμό χωρίς καμία απολύτως προοπτική εξέλιξης. Πρέπει μετά την αναθεώρηση του συντάγματος και πριν από την έκδοση του εκτελεστικού νόμου να γίνει μελέτη ώστε να έχουν όλοι οι συνάδελφοι τη δυνατότητα να γίνουν τουλάχιστον δευτεροβάθμιοι δικαστές.
Με τη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 σε εξέλιξη και την αναγνώριση στους στρατιωτικούς δικαστές απασών των εγγυήσεων λειτουργικής-προσωπικής ανεξαρτησίας καθώς και τη συνακόλουθη υποχρέωση της Πολιτείας για έκδοση εκτελεστικού νόμου αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της, η εισαγωγή κατά το χρονικό αυτό σημείο εκτεταμένων τροποποιήσεων στο Ν. 2304/1995 φαντάζει τουλάχιστον περιττή και το καλύτερο θα ήταν το άρθρο 37 να αποσυρθεί και να επανέλθει μετά την ολοκλήρωση της αναθεώρησης, χωρίς φυσικά διατάξεις που είναι εμφανώς αντίθετες με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, όπως η στολή, η περιοδική υγειονομική εξέταση (η οποία σημειωτέον αφορά μόνο τους Στρατιωτικούς Δικαστές Α’ και κάτω και ΟΧΙ τους Αναθεωρητές!!!), η διαφοροποίηση των ορίων ηλικίας αναλόγως της προελεύσεως των υπηρετούντων (ΣΣΑΣ-Διαγωνισμός), η δωσιδικία των στρατιωτικών δικαστών στα στρατοδικεία (βλ. παραπάνω υπό άρθρο 36), η μη πρόβλεψη (στην τροποποίηση του άρθρου 47) για υποχρέωση του ανώτατου συμβουλίου να εκθέτει αναλυτικά στην απόφαση μεταθέσεως την υπηρεσιακή ανάγκη που πρέπει να αντιμετωπισθεί (όπως προβλέπεται στην αντίστοιχη διάταξη του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων), καθώς και άλλες που δεν τροποποιούνται σήμερα, όπως η στρατιωτική ιδιότητα, ο στρατιωτικός όρκος και η έννοια του πειθαρχικού αδικήματος. Κατά τη γνώμη μου, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις φέρουν, γενικώς, αρνητικό πρόσημο για το Δικαστικό Σώμα των Ε.Δ. και την ανεξαρτησία των υπηρετούντων σε αυτό, με μόνους κερδισμένους από αυτή την ιστορία εκείνους που θα καταφέρουν να παρατείνουν την παραμονή τους στο σώμα για (τουλάχιστον) ένα επιπλέον έτος.
Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπερτονίζεται η στρατιωτική ιδιότητα των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων, γεγονός που γεννά έντονη ανησυχία και προβληματισμό για το μέλλον του Σώματος. Μάλιστα, οι συντάκτες της αιτιολογικής έκθεσης, προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους περί διττής ιδιότητας, αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. 2853/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε., μία απόφαση που είχε έντονα επικριθεί και είχε προκαλέσει δυσαρέσκεια και απογοήτευση στο σύνολο των δικαστικών λειτουργών των Ε.Δ. Αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι πρόσφατα τέθηκε θέμα επαναφοράς της στολής (έστω στις επίσημες εκδηλώσεις), καταλαβαίνει κανείς τις αληθινές προθέσεις πίσω από τις προωθούμενες αλλαγές, οι οποίες έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις πεποιθήσεις και την αληθινή βούληση της πλειονότητας των στρατιωτικών δικαστών. Ευελπιστώ ότι τα προοδευτικά κόμματα της παρούσας Βουλής δεν θα ψηφίσουν τις εν λόγω διατάξεις, το περιεχόμενο των οποίων υπονομεύει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των στρατιωτικών δικαστών των Ε.Δ.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν νομοσχέδιο και αφορούν τη στρατιωτική δικαιοσύνη, προτρέχουν αδικαιολόγητα της συνταγματικής αναθεωρήσεως και των εξ’ αυτής επικείμενων αλλαγών στα θεσμικά κείμενα που διέπουν την στρατιωτική δικαιοσύνη. Το χρονικό σημείο που φέρονται προς ψήφιση, ανεξάρτητα από την όποια βούληση των συντακτών των διατάξεων αυτών, μοιραία, δημιουργεί καχυποψία για τα πρόσωπα της σημερινής ηγεσίας του ΔΣΕΔ. Διότι «η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται τίμια». Με την υπάρχουσα πρόοδο στη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 διαφαίνεται η μεγάλη ευκαιρία για την Στρατιωτική Δικαιοσύνη να αποβάλλει τον «ερμαφρόδιτο» χαρακτήρα της και να ακολουθήσει το κάλεσμα της φύσης της, ήτοι την ταύτισή της καθ’ όλα με την τακτική δικαιοσύνη. Αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος και μόνον αυτός. Πλήρης απεμπλοκή από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και υπαγωγή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Απόδραση από το ασφυκτικό πλαίσιο της «διττής» ιδιότητας που τόσα προβλήματα έχει δημιουργήσει τόσο στους ίδιους τους τους Στρατιωτικούς Δικαστές αλλά και στον εν γένει χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ το γνωρίζουν καλά. Τα στελέχη του ΔΣΕΔ έχουν και την κατάρτιση και το ήθος να σταθούν επάξια στους κόλπους της τακτικής δικαιοσύνης. Γενναίες αποφάσεις λοιπόν και όχι μεσοβέζικες λύσεις μέσω βεβιασμένων νομοσχεδίων που μοιάζουν περισσότερο με διαγωνισμό φωτογραφίας. Για να γίνει μια ομελέτα πρέπει να σπάσουν αυγά. Κοιτάζοντας εξ αποστάσεως ή χαϊδεύοντας τα τσόφλια δεν γίνεται τίποτα….
Θα σταθώ μόνον στην πρόβλεψη για 2ετή, υποχρεωτική, υγειονομική εξέταση των στρ δικαστών, που κατά τη γνώμη μου, αποτελεί τη σύνθλιψη και την κατ’ ουσίαν εξάλειψη της προσωπικής μας ανεξαρτησίας. εξηγούμαι: όσα χρόνια είμαι στο Σώμα ένιωθα/νιώθω δικαστής πλήρως ανεξάρτητος λειτουργικά + προσωπικά, που μισθολογικά είμαι ωστόσο αδικημένος λόγω του στρατιωτικού μισθολογίου – όχι όμως ότι είμαι στρατιωτικός. πιστεύω, έτσι ένιωθαν και οι περισσότεροι συνάδελφοι, ιδίως οι νεότεροι. μ’ αυτές τις ρυθμίσεις, πολύ φοβούμαι, ότι κάποιοι πάνε να μας στρατικοποιήσουν εκ νέου με το ‘ζόρι’. Δεν δύναται να συνυπάρξει η εν λόγω πρόβλεψη στο πρόσωπο ενός ανεξάρτητου δικαστικού λειτουργού, ιδίως εν έτει 2019…Στο πρόσωπο ενός αξκού του δικαστικού, ναι σαφώς και δύναται. Μόνον εάν η ρύθμιση καταστεί προαιρετική φρονώ, ότι δεν θα υπάρχει θέμα, αλλιώς έχουσιν γνώσιν οι φύλακες: ζούμε σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, όποτε αν/ όταν εκδοθεί μία τέτοια διαταγή κύριοι/ες συνάδελφοι, που θα μας παραγγέλλει να υποβληθούμε σε μία τέτοια εξέταση ή σειρά εξετάσεων, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, ο καθείς θα δύναται να την προσβάλει στο οικείο διοικητικό δικαστήριο, να πάρει και μία προσωρινή διαταγή και έπειτα ο νοών νοείτω…Φυσικά, στο τέλος του δρόμου δεν είναι το ΣτΕ: υπάρχει πρωτίστως το ΕΔΔΑ !!! και ευτυχώς που υπάρχει για εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη… Για να μην αναφέρω και την άλλη παράμετρο αγαπητοί συνάδελφοι/σσες: θα υποβαλλόμαστε σε υγειονομικές εξετάσεις από γιατρούς στρατιωτικών νοσοκομείων, θα κρίνουν την ψυχική και διανοητική μας υγεία αυτοί, που ίσως κάποτε τους είχαμε ενώπιον ημών κατ/νους ή ακόμη και καταδικασθέντες; ή έστω ως εισαγγελείς τους πήραμε παροχή εξηγήσεων; ή που ενδεχομένως τους έχουμε στο μέλλον ως κατ/νους;Δεν είναι προφανές, ότι έτσι ανοίγει διάπλατα το κουτί της Πανδώρας με ό,τι αυτό συνεπάγεται…; Αν δεν αφαιρεθεί η παρούσα πρόβλεψη, έστω ας καταστεί προαιρετική και με δυνατότητα εξέτασης των στρ δικαστών σε δημόσια νοσοκομεία δηλ. του ΕΣΥ και όχι σε στρατιωτικά. Συγνώμη για το μακροσκελές.
Κατ’ αρχάς, θα συμφωνήσω με την προβλεπόμενη αύξηση των ορίων ηλικίας των στρατιωτικών δικαστών που προέρχονται από διαγωνισμό, καθώς με αυτόν τον τρόπο αφενός θα διευκολυνθεί η υπηρεσιακή τους ανέλιξη και αφετέρου θα έχουν περισσότερα συντάξιμα χρόνια με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ωστόσο, θεωρώ ότι η πρόβλεψη υποχρέωσης της περιοδικής υγειονομικής εξέτασης της σωματικής και ψυχικής υγείας των στρατιωτικών δικαστών δεν κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, δεδομένου ότι υπερτονίζει τη στρατιωτική ιδιότητα αυτών, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη δικαστικής τους ιδιότητα. Εξάλλου, τα δεδομένα που αφορούν την υγεία περιλαμβάνονται στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, η επεξεργασία των οποίων, με βάση τη νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μπορεί να γίνεται για αυστηρά καθορισμένους σκοπούς και μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαία για τη διακρίβωση της ικανότητας του εργαζομένου να ανταποκριθεί στα βασικά καθήκοντά του. Στην προκειμένη περίπτωση, αφενός από το κείμενο της προτεινόμενης διάταξης δεν προκύπτει η σκοπιμότητα της υποχρεωτικής υποβολής των στρατιωτικών δικαστών σε υγειονομικές εξετάσεις, αφετέρου και σημαντικότερο οι στρατιωτικοί δικαστές δεν ασκούν καθήκοντα άλλα από δικαστικά, η ικανοποιητική ανταπόκριση στα οποία ουδόλως προϋποθέτει αυξημένη σωματική ικανότητα. Επομένως, είτε απουσιάζει εντελώς κάποια δικαιολογητική βάση για μια τέτοια επεξεργασία είτε, σε περίπτωση που υποκρύπτεται μεθόδευση αποβολής από το σώμα της στρατιωτικής δικαιοσύνης όσων κριθούν υγειονομικά ακατάλληλοι (με ποια κριτήρια άραγε;) υπάρχει δικαιολογητική βάση που δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ως αντιβαίνουσα, σε τελική ανάλυση, στην ίδια την αξία του ανθρώπου.
Επίσης, θεωρώ ατυχή τη διάταξη της παραγράφου 32 του άρθρου 37 που προβλέπει ως πειθαρχικό παράπτωμα την παραβίαση των προβλεπομένων από τις κείμενες διατάξεις προθεσμιών επεξεργασίας και χειρισμού δικογραφιών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πολυπλοκότητα της υπόθεσης σε συνδυασμό με τον υπηρεσιακό φόρτο του δικαστή.
Τέλος θα συμφωνήσω με τον Πέτρο Νομικό, σχετικά με το ότι δεν συνάδει με την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των στρατιωτικών δικαστών η πρόβλεψη για προηγούμενη έγκριση του ΥΠΕΘΑ για τη συμμετοχή τους σε επιστημονικά συνέδρια.
Αγαπητέ συνάδελφε Τάσο Χρονόπουλε, υπερασπιστή του παρόντος νομοσχεδίου. Όπως έχεις καταλάβει (αν διάβασες τα σχόλια) η διαμαρτυρία των συναδέλφων (και όχι μόνο) ΔΕΝ είναι γιατί αυξάνεται η θητεία του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού για ένα έτος (αλίμονο αν το θέμα ήταν προσωπικό)!! Οι ενστάσεις είναι διότι οι προτεινόμενες διατάξεις είναι αποσπασματικές και εν πολλοίς φωτογραφικές, χωρίς να λάβουν υπόψη ούτε τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ούτε τις προτάσεις της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ενόπλων Δυνάμεων ούτε ΚΥΡΙΩΣ την επικείμενη συνταγματική Αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 Σ. Από τη μία, διατηρούνται διατάξεις που παραπέμπουν σαφώς στη στρατιωτική ιδιότητα (πώς μπορεί να αποδεχόμαστε εν έτει 2019, οι στρατιωτικοί , αντίθετα με όλους τους άλλους Έλληνες πολίτες, να δικάζονται από Δικαστές δεύτερης ταχύτητας , που έχουν ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ – Είναι αυτή ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ;;;;;). Από την άλλη, «ΚΛΕΒΕΙ» διατάξεις από τους λοιπούς Δικαστές (κυρίως τα όρια ηλικίας αλλά και αυτά δύο ταχυτήτων) για να δικαιολογήσει την αύξηση της θητείας! (Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στο προσχέδιο υπήρχε και ένα επίδομα για μας – «τυράκι» για να μην υπάρξουν αντιδράσεις – το οποίο βέβαια αφαιρέθηκε, αφού οι στρατιωτικοί αντιδρούν!!) Αν ήταν «αγνές» οι προθέσεις, θα αυξάνονταν μόνο τα όρια ηλικίας των εκ διαγωνισμού προερχομένων, και τα λοιπά όρια (θητείας Προέδρου – Εισαγγελέα Αναθεωρητικού και προερχομένων εκ ΣΣΑΣ) θα παρέμεναν όπως είναι (60ο – 62ο και διετής θητεία), για να αδειάσει (όπως επιθυμείς διακαώς) η επετηρίδα! Ξέρουμε, όμως, ΟΛΟΙ πολύ καλά (νομικοί είμαστε) , ότι ο «ηλικιακός» διαχωρισμός ανάλογα με την προέλευση (διαγωνισμός ή ΣΣΑΣ) θα καταπέσει στα δικαστήρια ως Αντισυνταγματικός και τελικά ΟΛΟΙ θα έχουμε τα ίδια όρια ηλικίας… (είτε τα μεν είτε τα δε). Και ας μην επικαλούνται κάποιοι ότι μπήκαμε στο Σώμα, ως Στρατιωτικοί, με στολή… Τότε θα ίσχυε και για μας ο ν.1400/73, ο ν.3883/10 κλπ και μπορεί ΚΑΙ να μην προαγόμασταν στο βαθμό που είμαστε τώρα ΚΑΙ να αποστρατευόμασταν νωρίτερα ΚΑΙ άλλα πολλά χειρότερα…
Το νομοσχέδιο, θα μπορούσε, αν τα κίνητρα ήταν αγνά και ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ, να είναι ένα νομοσχέδιο στην κατεύθυνση της πλήρους εξομοίωσης των στρατιωτικών δικαστών με τους λοιπούς δικαστές, με αντίστοιχες διατάξεις με το Ν.1756/88, με μισθολογικές απολαβές αντίστοιχες των λοιπών δικαστών (τότε, θα αντιδρούσες με το ίδιο «πάθος»;), οπότε ΟΛΟΙ (και αυτοί που μπήκαμε 18 ετών από τη ΣΣΑΣ και περίπου 30 ετών από δικηγόροι ή Δικαστικοί Γραμματείς, στο Σώμα) θα φεύγαμε στο 65ο έτος (ή 67ο) με πλήρη σύνταξη – εξάλλου, μην ξεχνάμε, ότι οι προερχόμενοι από δικηγόρους έχουν και κάποια χρόνια δικηγορίας για διαδοχική ασφάλιση, ομοίως και οι προερχόμενοι από Στρατιωτικούς Δικαστικούς Γραμματείς!!! Τέλος, ξεχνάς ότι υπάρχουν και συνάδελφοι προερχόμενοι από τη ΣΣΑΣ, που, μετά την αλλαγή του 1995, παρέμειναν ή θα παραμείνουν ως πρωτοβάθμιοι Δικαστές για 35 και πλέον χρόνια … Για αυτούς δεν υπάρχει καμιά ευαισθησία;;; Τα καλά και συμφέροντα;;;
Ευτυχώς που κάποιοι άλλοι (οι περισσότεροι, ελπίζω) βλέπουν ΚΑΙ κάτι άλλο εκτός από το προσωπικό τους συμφέρον!!!!!!!!!!
Η θέσπιση διαφορετικών ορίων ηλικίας αναφορικά με την αποχώρηση από την υπηρεσία λόγω διαφορετικής προέλευσης δεν στοιχειοθετείται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου. Δεν αναφέρεται μάλιστα το παραμικρό!!!!! Και στην τακτική δικαιοσύνη οι συνάδελφοι δεν έχουν την ίδια υπηρεσιακή προέλευση. Δεν είναι όλοι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστών. Έχουν όμως τα ίδια ακριβώς όρια ηλικίας. Στοιχειώδεις γνώσεις του Συνταγματικού Δικαίου και της νομολογίας του ΣτΕ αρκούν για να καταλάβει κάποιος ότι τέτοιου είδους νομοθετικές εκτροπές δεν πρόκειται να σταθούν στα δικαστήρια. Έστω και ένας συνάδελφος ο οποίος προέρχεται από την ΣΣΑΣ να κινηθεί δικαστικά θα πετύχει την συνταξιοδότηση με το 67ο έτος ηλικίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επετηρίδα. Μήπως αυτός είναι ο στόχος του συντάκτη του σχεδίου νόμου; Αναφορικά μάλιστα με το επιχείρημα ότι κάποιοι συνάδελφοι εισήλθαν στο Δικαστικό Σώμα με διαγωνισμό όντες μεγαλύτεροι ηλικιακά από συναδέλφους που προέρχονται από την ΣΣΑΣ (ποιός φταίει για αυτό;) και δεν θα πάρουν σύνταξη (όπως ισχυρίζονται) αν δεν αλλάξουν τα όρια ηλικίας, από που και ως που συνιστά υπηρεσιακή αδικία κάτι τέτοιο και χρήζει νομοθετικής παρέμβασης; Όταν οι συνάδελφοι αυτοί πάρουν χαρτί και μολύβι για να μετρήσουν τα συντάξιμα χρόνια καλό θα είναι να προσθέσουν και τα χρόνια δικηγορίας που προηγήθηκαν της εισόδου τους στο Σώμα και τα οποία επιμελώς μεν πονηρώς δε αποκρύπτουν (διαδοχική ασφάλιση ονομάζεται αυτό). Τα πράγματα λοιπόν είναι πολύ απλά. Ας αφήσουν κάποιοι την Αναθεώρηση να κυλήσει ομαλά και ας αποσύρουν βιαστικές και υστερόβουλες νομοθετικές παρεμβάσεις.
Η προτεινόμενη από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας τροποποίηση κρίνεται άστοχη, βεβιασμένη και μη έχουσα ως στόχο την πραγματική θωράκιση των δικαστικών λειτουργών του ΔΣΕΔ με τις θεσμικές εγγυήσεις που επιβάλλει το Σύνταγμα και αναζητά την κατοχύρωσή τους εναγωνιωδώς χρόνια τώρα η πλειοψηφία των στρατιωτικών δικαστών.
Εμφανίζεται άστοχη και βεβιασμένη, διότι η θεσμική κατοχύρωση των δικαστικών λειτουργών του ΔΣΕΔ με το σύνολο των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και μάλιστα με απευθείας εφαρμογή του Συντάγματος, είναι προ των πυλών, οπότε είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό, ποιος ο λόγος να επιχειρηθεί μια εκτεταμένη τροποποίηση του ΚΔΣΕΔ (Ν.2304/1994), χωρίς να θίγεται ο πυρήνας των διατάξεων εκείνων που συνιστούν ρήγμα στην πραγματική θεσμική κατοχύρωση του δικαστή.Ενδεικτικά αναφέρομαι σε κάποιες θεμελιώδεις διατάξεις του ΚΔΣΕΔ, όπως: στο άρθρο 10 του ΚΔΣΕΔ, το οποίο περιλαμβάνει το στρατιωτικό όρκο, ο οποίος δεν καταργείται, στο άρθρο 71 του ΚΔΣΕΔ (έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος), όπου εξακολουθεί να «συμβιώνει» η δικαστική με τη στρατιωτική ιδιότητα, στο άρθρο 144 ΚΔΣΕΔ όπου προβλέπεται (εξ αντιδιαστολής) οι δικαστικοί λειτουργοί του ΔΣΕΔ να δωσιδικούν κατά βάση στα στρατιωτικά δικαστήρια για όσα εγκλήματα διαπράττουν, κάτι το οποίο για να συμβεί προϋποθέτει στρατιωτική ιδιότητα και το οποίο ασφαλώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί, αφού η ιδιότητα του δικαστή είναι έννοια ασύμβατη με εκείνη του στρατιωτικού και τέλος στο άρθρο 42 του ΚΔΣΕΔ, όπου προβλέπεται η επιλογή του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των Αντιπροέδρων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου να γίνεται από το ΚΥΣΕΑ και όχι π.χ. από την Ολομέλεια του ΑΠ, ή έστω από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως προβλέπεται για του Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και τον Εισαγγελέα του ΑΠ.Επομένως, εφόσον η επιχειρούμενη τροποποίηση του ΚΔΣΕΔ δεν εξυπηρετεί το πνεύμα της πραγματικής θεσμικής θωράκισης των στρατιωτικών δικαστών με το σύνολο των εκ του Συντάγματος εγγυήσεων, εμφανίζεται στην παρούσα συγκυρία αδικαιολόγητη, λαμβανομένης υπόψη και της εν εξελίξει συνταγματικής αναθεώρησης. Μετά το πέρας της τελευταίας, η οποία πρέπει εκ θεμελίων και στο πλαίσιο της απευθείας εφαρμογής του Συντάγματος και στους Στρατιωτικούς Δικαστές να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα, επιβάλλεται να συγκροτηθεί ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή από καθηγητές πανεπιστημίων, δικαστές, εισαγγελείς και φυσικά στρατιωτικούς δικαστές, η οποία και θα υλοποιήσει τη συνταγματική επιταγή.
Και ένα τελευταίο: Ασφαλώς και οι νεότεροι συνάδελφοι του ΔΣΕΔ έχουν δίκιο με τη διεύρυνση του ορίου ηλικίας, αφού πολλοί από αυτούς σήμερα δεν έχουν καν το περιθώριο ηλικίας να γίνουν Αναθεωρητές. Τούτο το θέμα όμως θα το ορίσει ο συνταγματικός νομοθέτης με την απευθείας εφαρμογή του Συντάγματος (και) γι’ αυτό και στους στρατιωτικούς δικαστές, σε συνδυασμό με την πρόβλεψη για σταδιακή αποχώρηση των αρχαιοτέρων στρατιωτικών δικαστών (Αναθεωρητών) πριν τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στο Σύνταγμα με βάση την βαθμολογική αντιστοιχία που θα τους δοθεί μετά την αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 96 του Συντάγματος.
Πριν από 43 χρόνια η τότε συντακτική βουλή αποφάσισε σαρωτικές αλλαγές στη στρατιωτική δικαιοσύνη οι οποίες λόγω του ρόλου της στην χούντα, ήταν απαιτητές από το σύνολο του πολιτικού κόσμου και του λαού. Θα πίστευε κανείς ότι θα εφαρμοστούν αμέσως. Πέρασαν 20 χρόνια για να υλοποιηθούν και αυτό επειδή έτυχε να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Έκτοτε ουδείς ενδιαφέρθηκε για εμάς και αν οι πολιτικές εξελίξεις είναι οι αναμενόμενες κανείς δεν θα ενδιαφερθεί. ήδη φτάσαμε στο αμήν για να ρυθμιστεί το πάγιο αίτημα των εκ διαγωνισμού δικαστών για αύξηση του ορίου ηλικίας αφού αλλιώς δεν πρόκειται να πάρουμε σύνταξη. Όλοι όσοι ωρύονται για δήθεν αίσχη, ας μου πουν ποια η λύση στο εξής δεδομένο: Οι προερχόμενοι από τη ΣΣΑΣ όντας ακόμα και μικρότεροι στην ηλικία από εμένα και άλλους συναδέλφους από τις πρώτες σειρές διαγωνισμού, θα μείνουν στην υπηρεσία αφού τουλάχιστο εγώ θα έχω συνταξιοδοτηθεί με 29 χρόνια υπηρεσίας. Είναι λογικό αυτό και δίκαιο; Και είναι άδικο να αυξηθεί το όριο ηλικίας στα 67 χρόνια όταν αυτό το όριο ισχύει πια για όλους του δημόσιους υπαλλήλους; Η αύξηση της θητείας Προέδρου και Εισαγγελέα δεν είναι το καλύτερο αλλά δεν προκαλεί και ιδιαίτερα προβλήματα εκτός από το ότι φτάνουν λιγότεροι σε αυτές τις θέσεις και προφανώς τους πονάει. Βάλτε κάτω χαρτί και μολύβι και θα διαπιστώσετε ότι πλέον όσοι φτάνουν σε αυτές τις θέσεις είνια κοντά στο όριο συνταξιοδότησης. Όσο για το εάν είναι σωστή η διάκριση μεταξύ προερχόμενων από ΣΣΑΣ και μη, είναι φανερό ότι είναι δύο εντελώς διαφορετικές κατηγορίες. Το γεγονός ότι δεν έγινε ο διαχωρισμός ήδη από το 1995 ήταν μεγάλο λάθος και ώρα να διορθωθεί. Δημιουργεί ανισότητες καθώς αποκλείει εκ προοιμίου κάποιους όπως εμένα να καταλάβουν θέση Αναθεωρητή και συνάμα να υπηρετήσουν έστω μέχρι τα 62 χρόνια. Συμπερασματικά μέχρι να εκδοθεί ο αναμενόμενος εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος είναι απαραίτητο και δεν χωράει ούτε ώρα αναβολής να εφαρμοστούν οι προτεινόμενες αλλαγές. Αν αναθεωρηθεί το Σύνταγμα τότε όλοι όσοι αντιδρούν θα ικανοποιηθούν, οπότε τζάμπα χτυπιούνται τώρα.
Είναι προφανές ότι στο Γραφείο του κ. Αναπληρωτή Υπουργού εκκρεμούσαν αρκετές προτάσεις τροποποίησης του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (ν. 2304/95) .
Είναι γνωστό όμως επίσης , όπως άλλωστε επισήμαναν όλοι οι μετέχοντες στη διαβούλευση , ότι στις 13/2/2019 και 14/3/2019 η Βουλή των Ελλήνων με 233 και 237 αντίστοιχες ψήφους υπέρ , πρότεινε την αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ.5 του Συντάγματος για την πληρέστερη κατοχύρωση των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης . Έτσι αφού αποφασίστηκε από τη Βουλή η ανάγκη αναθεώρησης του συγκεκριμένου άρθρου , ο εκτελεστικός νόμος του Συντ. θα ορίσει εξάλλου τη βαθμολογική αντιστοιχία των λειτουργών αυτών με τους λοιπούς τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς , καθώς και τη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου , των Πειθαρχικών Συμβουλίων και τα ζητήματα της επιθεώρησης των Στρατιωτικών Δικαστών .
Όπως προβλέπουν τα άρθρα 72 παρ.1 και 76 παρ.6 του Συντ. , ο εκτελεστικός αυτού νόμος εκδίδεται ως ακολούθως . Πραγματοποιείται με την επιψήφιση δικαστικού κώδικα , που συντάσσεται από ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή , από την Ολομέλεια της Βουλής με ιδιαίτερο νόμο , που τον κυρώνει στο σύνολό του .
Έτσι οι προτάσεις του άρθρου 37 , με 37 παραγράφους τροποποίησης του ήδη ισχύοντος Κώδικα , τίθενται ως αποσπασματικές και προτρέχουν ασθμαίνοντας . Και αυτό γιατί από τη μια , ενώ εγκρίθηκε η πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ.5 , υπάρχει επισπεύδουσα διαδικασία νομοθετικών παρεμβάσεων , οι οποίες αδυνατούν και δεν δύνανται στο μέλλον να δεσμεύσουν το συνταγματικό νομοθέτη ή για να το πούμε αλλιώς «βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο» Από την άλλη επίσης η πληθώρα τόσων , 37 σε σύνολο , παρεμβάσεων δεν λύνει ζητήματα , που θα κληθεί οπωσδήποτε να λύσει ο μέλλων να εκδοθεί εκτελεστικός του Συντ. νόμος . Τέλος πουθενά δεν φαίνεται οι 37 αυτές τροποποιητικές διατάξεις , που ανοίγουν ένα μεγάλο πλαίσιο ρυθμίσεων του Κώδικα , να αποτέλεσαν αντικείμενο εργασίας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής .
Και για να μπούμε στο ζουμί του άρθρου 37 . Μήπως όλα γίνονται , όπως σημειώνουν και οι κοι και κες Νίκος , Ίαμβος , Ευσταθία και Φωτεινή , για να παραταθεί με την παρ.26 το όριο ηλικίας των Αναθεωρητών και δη του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μέχρι το 63ο έτος της ηλικίας τους ; Και τι είναι η άλλη ρύθμιση για το όριο ηλικίας αυτών που εισήλθαν στο Δικαστικό Σώμα με διαγωνισμό , που ορίζεται στο 67ο έτος της ηλικίας τους ;
Ίσως κ. Αναπληρωτή Υπουργέ και εσείς και οι σύμβουλοί σας να μην γνωρίζετε και δικαιολογημένα άλλωστε ότι πέρυσι την ίδια εποχή στο στάδιο επεξεργασίας των, εν πάσει περιπτώσει αναγκαίων κατά την κρίση των συντακτών τους , ρυθμίσεων που προωθήθηκαν , οι δύο αυτές ρυθμίσεις δεν περιλαμβάνονταν . Για να έρθει στο μεσοδιάστημα η βασική πρόταση για τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού στην πιο ακραία και σκληρή μορφή της (αξίζει να την αναζητήσετε , βγάζει πολύ γέλιο) , η οποία λίγο αργότερα πήρε μια πιο γλυκύτερη , και όχι τόσο φωτογραφική , εκδοχή , για να επιβεβαιωθεί η γνωστή μας παροιμία «όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε» .
Και για να μην ξεχαστούμε , ας επανέλθουμε και στην άλλη πρόταση . Πώς ισορροπεί συνταγματικά η διάκριση εξόδου από την υπηρεσία σε διαφορετικά όρια ηλικίας (για αποφοίτους της ΣΣΑΣ στο 61ο οι Πρωτοβάθμιοι και στο 63ο οι Αναθεωρητές , ενώ για τους εισελθόντες με διαγωνισμό στο 65ο οι Πρωτοβάθμιοι και στο 67ο οι Αναθεωρητές) ; Δημιουργούμε δικαστικούς λειτουργούς δυο ταχυτήτων ; Ποια είναι η προνομία των δευτέρων έναντι των πρώτων σε ότι αφορά τη δικαστική συνείδηση και την επιτέλεση των καθηκόντων τους , ώστε έτσι απλά ο κοινός νομοθέτης (και μάλιστα 3 μήνες προ της αποχωρήσεως με τα ισχύοντα του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου) να διακρίνει τους αμνούς από τα ερίφια , χωρίς επίσης να επικαλείται από τους συντάκτες έστω κάτι για το θεαθήναι στην αιτιολογική έκθεση ; Μήπως υπονοείται εκ πλαγίου ότι οι απόφοιτοι της ΣΣΑΣ έχουν πολλά έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας (40 χρόνια «τούρκικα»), ενώ οι εισελθόντες με διαγωνισμό λίγα ; Δεν είναι αντιληπτό και με απλή αναγωγή ότι και οι εισελθόντες με διαγωνισμό με την αποχώρησή τους στο 67ο έτος της ηλικίας τους θα έχουν και αυτοί συντάξιμη υπηρεσία (πραγματική και πλασματική , κατά των Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων) 40 έτη και άνω , με λίγα λόγια 40 χρόνια «τούρκικα» ;
Δεν κατανοεί το νομικό επιτελείο που επεξεργάστηκε τις προβλέψεις αυτές ότι καταφανώς είναι ατελείς και αδόκιμες (π.χ. η διατύπωση ότι «Δεν αποτελεί κώλυμα επιλογής Προέδρου και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ο μικρότερος των τριών ετών υπολειπόμενος χρόνος για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας») και ότι περιέχουν σοβαρότατα στοιχεία αντισυνταγματικότητας ; Πώς θα εξηγήσει το νομικό αυτό επιτελείο όταν (μετά την αύξηση της θητείας από 2 σε 3 έτη του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου , που έχουν ήδη 44 έτη συντάξιμης υπηρεσίας , όπως εξηγούν και οι κοι και κες Νίκος , Ίαμβος , Ευσταθία και Φωτεινή , και την ευδόκιμη αποχώρησή τους το θέρος του 2020 με τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας τους) , οι παραπάνω ή έστω ο ένας από τους δύο ή , αν όχι αυτοί , κάποιοι άλλοι απόφοιτοι της ΣΣΑΣ αργότερα , αιτηθούν έννομη προστασία στο Ανώτατο Ακυρωτικό Διοικητικό Δικαστήριο , επικαλούμενοι το βάσιμο λόγο της αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης και , σε περίπτωση προφανούς δικαίωσής των , ισχύσει τελικά το 67ο έτος της ηλικίας για όλους ανεξαιρέτως (είτε αποφοίτους της ΣΣΑΣ είτε εισελθόντες με διαγωνισμό) ;
Με αυτά και μ’ αυτά θεωρώ ότι το ΥΠΕΘΑ θα πρέπει να εστιάσει στο γεγονός της προωθηθείσας , και μάλιστα με τεράστια κοινοβουλευτική πλειοψηφία , αναθεώρησης του άρθρου 96 παρ.5 , σεβόμενο, όπως όλοι μας , την βαθιά δημοκρατική θεσμική αυτή διαδικασία και να αποσύρει το προτεινόμενο άρθρο 37 του σχεδίου νόμου .
Τι άλλο θέλει ο Υπουργός Άμυνας για να αποσύρει το άρθρο 37 του παρόντος νομοσχεδίου; Δε βλέπει την καθολική αντίδραση όσων μετέχουν στη διαβούλευση, για τις προτεινόμενες πισωδρομικές διατάξεις; Η Αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 Σ, που επίκειται, θα λύσει όλα τα θέματα. Εκτός αν μοναδική του επιδίωξη είναι να παραμείνει για άλλο ένα χρόνο η παρούσα ηγεσία, μπλοκάροντας παράλληλα την επετηρίδα και την εξέλιξη όλων των υπολοίπων…
Υπερψηφίστηκε και πάλι (με 237 ψήφους υπέρ) η Αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 Σ., στην κατεύθυνση της επέκτασης των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που ισχύουν για τους υπόλοιπους δικαστές και στους στρατιωτικούς δικαστές. Ένα ακόμα «καμπανάκι» για τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να αποσύρει άμεσα το άρθρο 37 του παρόντος νομοσχεδίου, για να μην εκθέτει τον εαυτό του και την Κυβέρνησή του με τις πισωδρομικές και (συγκεκαλυμμένα) στρατοκρατικές θέσεις, που κάποιοι του υπαγορεύουν…
Δεν είναι δυνατόν να μη σε συνεπάρει η τόση προοδευτικότητα που διαχέεται ξέχειλη! Περίμενε τόσα χρόνια η στρατιωτική δικαιοσύνη την εξέλιξή της και, έτι ακόμη μία φορά, τα αναχρονιστικά βήματα προς τα πίσω είναι εμφανή στις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Ο κοινός νους υπαγορεύει την αναμονή της πορείας της συνταγματικής αναθεώρησης και την ενασχόληση με τα θέματα της στρατιωτικής δικαιοσύνης και της αναμόρφωσης του ΣΠΚ μέσω του έργου μιας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία θα θέσει τη βάση διατάξεων που θα αντανακλούν ισότητα, δικαιοσύνη και συμπόρευση με την πολιτική δικαιοσύνη σε όλες τις εκφάνσεις της. Δυστυχώς, η εικόνα που προωθούν οι εν λόγω προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν είναι αντάξια ανεξάρτητων δικαστικών λειτουργών.
Οι διατάξεις που αφορούν στην αύξηση των ορίων ηλικίας και την θητεία του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι καθαρά φωτογραφικές προκειμένου η παρούσα ηγεσία να παρατείνει την θητεία της.
Οι συγκεκριμένες διατάξεις αποτελούν ρηξικέλευθη τομή στον χώρο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Συγχαρητήρια τόσο στην Πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας όσο και στην πανάξια ηγεσία του Δικαστικού Σώματος.
Οι συντάκτες της αιτιολογικής έκθεσης, υπό την παράγραφο 32 του άρθρου 37 (σελ. 41-42), «βροντοφωνάζουν» την «διττή» ιδιότητα των μελών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, ως Δικαστών και ως Αξιωματικών (επιχαίροντας μάλιστα ότι αυτή προκύπτει από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 96 του Συντάγματος, από πλήθος διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας αλλά και από την πάγια θέση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας). Τη στιγμή που ΚΑΙ η κυβερνητική πλειοψηφία συναίνεσε την τροποποίηση του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος (96 παρ. 5), στην κατεύθυνση της πλήρους εξομοίωσης των παραπάνω Δικαστών με τους λοιπούς Δικαστές, θα έπρεπε, για λόγους συνέπειας, όχι μόνο να μη γίνεται επίκληση της «διττής» αυτής ιδιότητας αλλά να αναδιαμορφωθεί το σχετικό άρθρο 71 του ΚΔΣΕΔ, με την απαλοιφή των αναφορών σε πειθαρχικά παραπτώματα αξιωματικών.
14 Μαρτίου 2019. Η δεύτερη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση και όλοι γνωρίζουμε ότι το άρθρο 96 του Συντάγματος είναι μέσα στις αναθεωρητέες διατάξεις. Που σημαίνει ότι για πρώτη φορά, μετά από 25 περίπου χρόνια από την ψήφιση του θεσμικού νόμου για τους στρατιωτικούς δικαστές, είναι τόσο κοντά η αναμενόμενη εξομοίωση στρατιωτικών και πολιτικών δικαστών. Επομένως, δεν είναι κατανοητό το τμήμα του παρόντος νομοσχεδίου που «παίζει» με το σώμα των δικαστών των ενόπλων δυνάμεων, μέσα από διατάξεις που αναδύουν εντονότερη την προσπάθεια ταύτισής των με την ιδιότητα του αξιωματικού, αντί, εν όψει της προαναφερθείσας αναθεώρησης, να απελευθερώνουν από τον εφιάλτη της διττής ιδιότητας. Θα αρκούσαν το πολύ δέκα διατάξεις που θα παρέπεμπαν στο νόμο περί οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Ή, στη χειρότερη περίπτωση, να υπάρξει αναμονή ενόψει της δεύτερης ψηφοφορίας (τυπικά, μια και δεν υπάρχει περίπτωση να «κοπεί» η διάταξη του άρθρου 96) και μετά τούτο να κατατεθεί η μεταβολή της ολοκληρωτικής εξομοίωσης, με ελάχιστη, ως προαναφέραμε, νομοθετική παρέμβαση, μια και το υλικό ήδη υπάρχει (ν. 1756/1988). Αντί άλλου σχολίου για την «αδιαφορία» του νομοθέτη στα δρώμενα της συνταγματικής αναθεώρησης σχετικά με τη στρατιωτική δικαιοσύνη, ερωτώ: Γιατί όλα αυτά;
Α. Συνολικά η τροποποίηση των διατάξεων που προσδιορίζουν την κατάσταση των δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, εμφανίζεται αδικαιολόγητη και βεβιασμένη στο παρόν χρονικό στάδιο, καθώς εκκρεμεί η συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 &5 του Συντάγματος, που αφορά σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα. Επιπλέον η παράλληλη προώθηση των σχεδίων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στους οποίους επέρχονται μείζονες μεταβολές, καθιστούν άκαιρη και αντιφατική και την τροποποίηση των διατάξεων του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, διότι είναι προς άλλη κατεύθυνση, με κίνδυνο να επέλθει βλάβη για τα δικαιώματα των στρατιωτικών στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας. Έτσι η ΕΔΛΣΔ φρονεί ότι πρέπει να ανασταλεί η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία και να επαναληφθεί μετά το πέρας της συνταγματικής αναθεώρησης, με τη συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία θα υποβάλει επιστημονικά επεξεργασμένη συνολική πρόταση. Στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή είναι επιβεβλημένη η συμμετοχή καθηγητή συνταγματικού δικαίου, καθηγητή ποινικού δικαίου, δικαστή ή εισαγγελέα της Κοινής δικαιοσύνης αλλά βέβαια και της στρατιωτικής δικαιοσύνης και εκπροσώπου των δικηγόρων..
Β. Για την περίπτωση που δεν εισακουσθεί η προηγούμενη πρότασή μας, εκφράζουμε κάποιες επιμέρους αντιρρήσεις επί των κατ´ ιδίαν διατάξεων:
1) Προστίθεται περ. γ’ στο άρθρο 47§1 ΚΔΣΕΔ ώστε να μετατίθενται όσοι συμπλήρωσαν τρία έτη υπηρεσίας στο ίδιο δικαστήριο χωρίς καν την επίκληση και αυτών ακόμη των υπηρεσιακών αναγκών. Πρόκειται για ρύθμιση δυνητικά επικίνδυνη, που θα οδηγήσει σε αθρόες μεταθέσεις χωρίς λόγο και αιτιολογία (μόνο η συμπλήρωση της τριετίας θα αρκεί, η οποία σημειωτέον λόγω της αόριστης διατύπωσης μπορεί να μην νοείται ως συνεχόμενη) και αντίθετα με ό,τι ισχύει στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων για τους λοιπούς δικαστές. Επίσης, δεν εξειδικεύονται οι υπηρεσιακές ανάγκες της περ. α’ τουλάχιστον με την υποχρέωση να εκτίθενται αυτές αναλυτικά στην απόφαση του συμβουλίου, όπως συμβαίνει στους λοιπούς κλάδους της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, η ρύθμιση θα προκαλέσει υπηρεσιακή και οικογενειακή αναστάτωση κυρίως σε συναδέλφους που υπηρετούν σε δικαστήρια πλην λεκανοπεδίου Αττικής και θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα στη στελέχωσή τους. Προτείνεται η τροποποίηση, με θέσπιση διάταξης αντίστοιχης του άρθρου 50 του Ν. 1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ).
2) Η αύξηση της θητείας του Προέδρου και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και των ορίων ηλικίας αποχώρησης των στρατιωτικών δικαστών, ούτε είναι επιτρεπτό να αυξομειώνονται με νόμο, ούτε μπορεί να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τρόπο εισαγωγής στο σώμα των δικαστικών λειτουργών. Έτσι πρέπει να παραμείνουν ως έχουν σήμερα και μέχρι την ολοκλήρωση της αναθεώρησης του Συντάγματος.
3) Προστίθεται διάταξη για την περιοδική υγειονομική (και ψυχιατρική) εξέταση μόνο των στρατιωτικών δικαστών και όχι των Αναθεωρητών. Πρόκειται για ρύθμιση που δεν έχει αντίστοιχό της στο χώρο της δικαιοσύνης και που κρίνεται περιττή, δεδομένου πως οι λειτουργοί της στρατιωτικής δικαιοσύνης, ως εκ του θεσμικού τους προορισμού και ρόλου, δεν δύνανται να εξομοιωθούν με τα λοιπά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ως προς την απαίτηση διατήρησης ενός minimum μαχητικής ικανότητας για την παραμονή τους σε αυτές. Η ΕΔΛΣΔ κρίνει ότι οι υφιστάμενες ρυθμίσεις τυγχάνουν επαρκείς για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε περίπτωσης ακαταλληλότητας μέλους του Δικαστικού Σώματος των Ε.Δ. για λόγους υγείας.
4) Προβλέπεται επίσης η καθιέρωση ως πειθαρχικού παραπτώματος η παραβίαση των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις προθεσμιών επεξεργασίας και διεκπεραίωσης δικογραφιών, ενώ αμέσως πριν στο ίδιο άρθρο (71 §3 στοιχ. δ΄) προβλέπεται ως (παρεμφερές) πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων. Η ισχύουσα πρόβλεψη είναι επαρκής ενώ η νέα θα οδηγήσει σε πειθαρχικές διώξεις συναδέλφων ασχέτως του αν η καθυστέρηση μπορεί να είναι δικαιολογημένη ιδίως λόγου του όγκου και της πολυπλοκότητας μιας υπόθεσης σε συνδυασμό με τον υπόλοιπο φόρτο εργασίας του συγκεκριμένου δικαστή. Στο σημείο αυτό τονίζεται η αντίστοιχη διάταξη του Ν. 1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ): «2. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού είναι: … ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα της υπόθεσης, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. …» (άρθρο 91§2).
5) Η ΕΔΛΣΔ φρονεί πως επιβάλλεται η τροποποίηση του άρ. 10 παρ. 3 και του άρ. 11 του Ν. 2304/1995 (στρατιωτικός όρκος παρέδρων), καθώς η «υποταγή στους ανωτέρους και εκτέλεση άνευ αντιλογίας των διαταγών τους» τελεί σε ευθεία αντίθεση με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, επιτείνει δε τη σύγχυση ως προς το λειτουργικό status των μελών του Δικαστικού Σώματος των Ε.Δ. Προτείνεται η ακόλουθη διατύπωση:« άρθρο 10, παρ.3. Ο αποδεχόμενος τον διορισμό του δίνει τον όρκο του επόμενου άρθρου. Ο τελευταίος δίνεται ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίασή του». «Άρθρο 11. Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα, τους νόμους και τα ψηφίσματα του κράτους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου ως δικαστικού λειτουργού των Ενόπλων Δυνάμεων».
Με την ολοκλήρωση της επικείμενης αναθεώρησης του άρθρου 96 παρ.5 του Συντάγματος θα απαιτηθούν αλλαγές όχι μόνον στον ΣΠΚ αλλά και στον Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων. Μάλιστα στον τελευταίο πρέπει είναι εκτεταμένες λόγω της αναγκαίας συμμόρφωσης με τις τελικά αναθεωρημένες διατάξεις του Συντάγματος, ώστε να κατοχυρώνονται πλήρως οι εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Πρέπει ως εκ τούτου να αποσυρθεί το άρθρο αυτό αφού ουδεμία από τις προτεινόμενες αλλαγές έχει χαρακτήρα τέτοιο που να επιβάλλει την άμεση προώθηση της, ενώ κάποιες από αυτές κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση και από τις νυν ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις.
Ο ν. 2304/1995 εμπεριέχει ορισμένες διατάξεις που σαφώς εξυπονοούν μια ‘οιονεί’ στρατιωτική ιδιότητα στους δικαστικούς λειτουργούς των ΕΔ, κάτι που επιβεβαίωσε και το ίδιο το ΣτΕ με αρκετές αποφάσεις του τα προηγούμενα χρόνια. Η ‘φιλοσοφία’ του παρόντος άρθρου, φαίνεται πως κατευθύνεται προς την ενίσχυση αυτής της οιονεί στρ. ιδιότητας ή αν μη τι άλλο προς την μη αποδυνάμωσή της, με πλειάδα προβλέψεων που μνημονεύθηκαν και σε άλλα σχόλια: οι στρ. δικαστές για να συμμετάσχουν σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο θα πρέπει να λάβουν την έγκριση του Υπουργού, πειθαρχικός έλεγχος με βάση αμφότερες τις ιδιότητες (!), υποχρεωτική υγειονομική εξέταση όπως οι στρατιωτικοί (!), υγειονομικές παροχές όπως οι στρατιωτικοί και όχι αναλογικά όπως οι πολιτικοί δικαστές, αύξηση των περιπτώσεων που θα πρέπει να φέρουν στολή – με ό, τι βέβαια η στολή συνεφέλκει κ.α. Όπως ορθώς επισημάνθηκε και αλλού, υπό το πρίσμα και της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, οι εν λόγω διατάξεις, λίαν δυσχερώς (το λιγότερο) θα μπορούν να εναρμονιστούν και να συνυπάρξουν στο πρόσωπο ενός δικαστή που θα απολαμβάνει: «…άπασες τις εγγυήσεις προσωπικής & λειτουργικής ανεξαρτησίας του Συντ.» Η αξιότιμη Ηγεσία του ΥΠΕΘΑ, καθώς και το έγκριτο Νομικό Σώμα αυτού, καλό θα ήταν να τις επανεξετάσει, προτού να αχθούν προς ψήφιση στη Βουλή.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παγίως αποφαίνεται ότι δικαστήριο στο οποίο συμμετέχουν πρόσωπα που έχουν έστω και υποψία στρατιωτικής ιδιότητας δεν τυγχάνει ανεξάρτητο και αμερόληπτο, σύμφωνα με τον ορισμό του άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Αντί λοιπόν ο νομοθέτης να ευθυγραμμισθεί επιτέλους με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, προωθούνται ρυθμίσεις που συνιστούν εμφανή οπισθοδρόμηση.
Γιατί τόση σπουδή να θεσπισθούν αυτές οι προβλέψεις τη στιγμή που με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηγση θα καταστούν σχεδόν στο σύνολό τους άνευ αντικειμένου;
Παρά τις προσπάθειες με προηγούμενα νομοθετήματα (ν. 2304/1995, ν. 2287/1995) για εκδημοκρατισμό του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, παρέμειναν πολλές διατάξεις που διατηρούν τη στρατιωτική ιδιότητα των μελών αυτού, όπως για παράδειγμα ο στρατιωτικός όρκος που δίνει ο δικαστικός λειτουργός κατά το διορισμό του (άρθρο 10 παρ. 3 Ν.2304/1995), με τις επικείμενες δε ρυθμίσεις επιχειρείται έτι περισσότερο η στρατικοποίηση των δικαστικών λειτουργών των Ε.Δ. και μάλιστα τη χρονική στιγμή που ήδη επίκειται αναθεώρηση του άρθρ. 96 παρ. 5 του Συντάγματος, προς την κατεύθυνση της πληρέστερης κατοχύρωσης των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, εντελώς αναχρονιστικά, επιχειρείται με σωρεία διατάξεων η στρατικοποίηση των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων όπως για παράδειγμα με την πρόβλεψη της παραγράφου 12β΄ (σύμφωνα με την οποία οι πάρεδροι θα εκπαιδεύονται έξι μήνες σε θέματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών μονάδων και υπηρεσιών), της παραγράφου 31 (σύμφωνα με την οποία για τις αναρρωτικές κ.λπ. άδειες, νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη θα εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις που ισχύουν για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και προβλέπεται η περιοδική, υγειονομική εξέταση της σωματικής και ψυχικής υγείας των δικαστικών λειτουργών κάθε δύο χρόνια), διαδικασία που είναι άγνωστη στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα πόσο μάλλον στους δικαστικούς λειτουργούς. Από την άλλη δε αυξάνονται τα όρια ηλικίας ανάλογα με την προέλευση των δικαστικών λειτουργών από ΣΣΑΣ και από διαγωνισμό χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική μελέτη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τεράστιο πρόβλημα στην επετηρίδα, καθόσον οι προερχόμενοι από ΣΣΑΣ έχουν ήδη πολλά χρόνια υπηρεσίας και με την αύξηση αφενός της θητείας του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού, η οποία ήταν πάντα διετής, καθώς και των ορίων ηλικίας, θα παραμείνουν για αρκετά χρόνια ακόμα, με αποτέλεσμα να καθηλωθούν στους βαθμούς τους οι εκ διαγωνισμού δικαστικοί λειτουργοί αλλά και οι τελευταίοι προερχόμενοι από ΣΣΑΣ. Πρόκειται για ρυθμίσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα πολύ συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών, δεν εκδημοκρατίζουν το θεσμό της στρατιωτικής δικαιοσύνης και δεν συγχρονίζονται με τις επικείμενες συνταγματικές ρυθμίσεις αλλά και τις διεθνείς τάσεις.
Η αύξηση των ορίων ηλικίας αποχώρησης από την υπηρεσία των Στρατιωτικών Δικαστών είναι στη σωστή κατεύθυνση, δεδομένου ότι (τουλάχιστον οι προερχόμενοι από διαγωνισμό και όχι από τη ΣΣΑΣ), με το ισχύον καθεστώς, δεν θα είχαν αρκετά συντάξιμα χρόνια, όταν θα αποχωρούσαν. Όμως, η αύξηση της θητείας (από δύο σε τρία χρόνια) του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (οι οποίοι έχουν ήδη 44 χρόνια συντάξιμης υπηρεσίας) «μπλοκάρει», χωρίς λόγο και αιτία, την επετηρίδα, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι στρατιωτικοί δικαστές να πρέπει να περιμένουν ακόμα και 15 χρόνια για ένα βαθμό.
Πρέπει να αποσυρθούν όλες οι διατάξεις του άρθρου 37. Οι ρυθμίσεις του είναι αντίθετες με το Σύνταγμα και την εξ αυτού ανάγκη να είναι σταθερά και αναλλοίωτα τα όρια ηλικίας αποχώρησης των στρατιωτικών δικαστών καθώς και η θητεία της ηγεσίας τους. Μόνο με το νέο Σύνταγμα μπορούν να αλλάξουν τα όρια αυτά, ανάλογα και με το περιεχόμενο της εν εξελίξει αναθεώρησης του άρθρου 96 του Συντάγματος. Η αναθεώρηση θα επηρεάσει και ορισμένα από τα υπόλοιπα ζητήματα που θίγει το άρθρο αυτό του σχεδίου νόμου, αλλά και συνολικά το θεσμικό καθεστώς των στρατιωτικών δικαστών. Ενόψει αυτού, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία είναι πρόωρη, αντιφατική και ακατανόητη. Η περιπέτεια των πολιτικών και ποινικών δικαστών, με την αποτυχημένη απόπειρα εξωσυνταγματικής αύξησης του ορίου ηλικίας αποχώρησης, φαίνεται ότι δεν δίδαξε τίποτε.
Το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί, κόντρα στην πρόσφατη απόφαση της Βουλής για συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος (στην κατεύθυνση της πλήρους εξομοίωσης των Στρατιωτικών Δικαστών με τους λοιπούς Δικαστές) τη διατήρηση της στρατιωτικής ιδιότητας των Δικαστών αυτών. Π.χ. η πρόβλεψη της παραγράφου 12β΄ (σύμφωνα με την οποία οι πάρεδροι θα εκπαιδεύονται έξι μήνες σε θέματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών μονάδων και υπηρεσιών!) ή η παράγραφος 31 (όπου για τις αναρρωτικές κ.λπ. άδειες, νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη θα εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις που ισχύουν για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων) και (ακόμα χειρότερα) η περιοδική, υγειονομική εξέταση της σωματικής και ψυχικής υγείας των δικαστικών λειτουργών κάθε δύο χρόνια (όπως δηλαδή οι στρατιωτικοί). Αντίθετα, διατηρούνται διατάξεις όπως αυτή που προβλέπει ότι οι νεοδιοριζόμενοι στρατιωτικοί δικαστές δίνουν και το στρατιωτικό όρκο (άρ. 10 παρ. 3), ότι τελούν και τα πειθαρχικά παραπτώματα των στρατιωτικών (άρ. 71 παρ. 1) κ.λπ., οι οποίες «υπονοούν» μια οιονεί στρατιωτική ιδιότητα. Θα πρέπει ο Υπουργός να ξαναδεί το συγκεκριμένο άρθρο και να το διαμορφώσει στη βάση των νέων εξελίξεων.
ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΙΣΤΟΡΙΑ:
Στην στρατιωτική δικαιοσύνη υπάρχουν δικαστές 2 ταχυτήτων. Οι «παλιοί», απόφοιτοι της ΣΣΑΣ, είναι περίπου είκοσι άτομα. Οι «νέοι», στην πλειονότητά τους πρώην δικηγόροι, είναι περίπου 80.
– Οι «παλιοί» έγιναν δικαστές σε ηλικία 22-23 χρόνων (!!!), επειδή στις πανελλαδικές εξετάσεις πέτυχαν σε στρατιωτική σχολή (ΣΣΑΣ) και μέσω αυτής αποφοίτησαν από τη Νομική Σχολή. Ποτέ δεν άσκησαν δικηγορία και δεν πήραν «μυρωδιά» πως δικάζουν τα λοιπά δικαστήρια. Αποφοιτώντας από την ΣΣΑΣ ονομάστηκαν «ανθυπολοχαγοί δικαστικού» και τα πρώτα χρόνια της καριέρας τους υπηρετούσαν ως ένστολοι σε Γραφεία Δικαστικού εκτελώντας εντολές στρατιωτικών προερχομένων από την Σχολή Ευελπίδων (δηλαδή ανεξαρτησία μηδέν). Τη δεκαετία του 1990 εκδόθηκε νέα νομοθεσία. Οι στρατιωτικοί δικαστές «έβγαλαν» την στολή και απέκτησαν βαθμούς δικαστή (π.χ. Στρατιωτικός Δικαστής Β΄, Αναθεωρητής Γ΄ κ.ο.κ.). Αυτοί αποτελούν ακόμα την ηγεσία του σώματος και επανδρώνουν το Αναθεωρητικό Δικαστήριο και τις περισσότερρες θέσεις Προέδρων και Εισαγγελέων των στρατιωτικών δικαστηρίων. Οι περισσότεροι προσθέτουν τους πρώην στρατιωτικούς βαθμούς τους στους νυν δικαστικούς βαθμούς τους (π.χ. Αναθεωρητής Α΄ – Αντιστράτηγος).
– Οι «νέοι» είναι πρώην δικηγόροι που έγιναν στρατιωτικοί δικαστές σε ηλικία 28 έως 35 χρόνων κατόπιν διαγωνισμού για δικαστικούς λειτουργούς και όχι για ανθυπολοχαγούς. Έχουν εμπειρία από τα λοιπά δικαστήρια και ποτέ δεν φόρεσαν στολή. Φυσικά δεν έχουν κανένα λόγο να προσθέτουν στρατιωτικούς βαθμούς στον τίτλο του στρατιωτικού δικαστή που φέρουν. Τυπικό προσόν διορισμού ήταν η δικηγορική ιδιότητα, το όριο ηλικίας (28-35 ετών) και η επιτυχία σε διαγωνισμό πρόσληψης δικαστικών λειτουργών του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων.
Στην Ελλάδα έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία όχι απλά να υπηρετούν αλλά να διοικούν τη στρατιωτική δικαιοσύνη άτομα που έγιναν δικαστές με μόνο τυπικό προσόν την αποφοίτηση από στρατιωτική σχολή με ταυτόχρονη αποφοίτηση από Νομική Σχολή. Κανένα άλλο τυπικό προσόν διορισμού. Δικαστής ετών 22 ή 23 απόφοιτος Νομικής Σχολής δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε! Τέτοια στρατιωτική δικαιοσύνη θέλουμε;
Ενώ αναμενόταν οι 20 περίπου απόφοιτοι της ΣΣΑΣ, που ακόμα υπηρετούν την στρατιωτική δικαιοσύνη, να συνταξιοδοτηθούν σε 5-6 χρόνια έρχεται το νομοσχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για να τους δώσει παράταση επαγγελματικής ζωής. Με την αύξηση των ορίων ηλικίας αποχώρησης, οι ήδη στάσιμοι ως προς την βαθμολογική εξέλιξή τους «νέοι» στρατιωτικοί δικαστές θα παραμείνουν στάσιμοι για πολύ περισσότερα χρόνια.
Την ίδια στιγμή οι ΣΣΑΣίτες μετρούν συντάξιμα χρόνια από τα 18 τους. Αποχωρώντας στα 63 θα έχουν δουλέψει 45 χρόνια. Με την αναμενόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, το όριο ηλικίας θα μετατοπιστεί στα 67 χρόνια, όπως για όλους τους δικαστές. Δηλαδή θα έχουμε αποφοίτους ΣΣΑΣ που θα συνταξιοδοτούνται στα 67 με 49 χρόνια υπηρεσίας!
Στόχος των ΣΣΑΣιτών είναι να συνταξιοδοτηθούν όλοι με τον βαθμό του Αναθεωρητή Α΄, αν και οι περισσότεροι θα συστήνονται ως Αντιστράτηγοι.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ:
Θέλετε κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ να αναμορφώσετε και να εκσυγχρονίσετε την στρατιωτική δικαιοσύνη; Περιμένετε να γίνει η συνταγματική αναθεώρηση και έπειτα εκδώστε εφαρμοστικούς νόμους. Τι νόημα έχει ένα νομοσχέδιο που θα πιθανώς να ξεπεραστεί από την συνταγματική αναθεώρηση σε λίγους μήνες; Μήπως βασικός στόχος είναι η παράταση της θητείας της νυν ηγεσίας του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων;
Σε κάθε περίπτωση, οι «νέοι» στρατιωτικοί δικαστές έχουν πολλές προτάσεις, που οι «παλιοί» φροντίζουν να μην τις μάθετε. Ορίστε μερικές από αυτές:
– Μετονομάστε τα Στρατοδικεία-Ναυτοδικεία-Αεροδικεία και το Αναθεωρητικό Δικαστήριο σε Στρατιωτικά Πρωτοδικεία και Στρατιωτικό Εφετείο, αντίστοιχα.
– Επανδρώστε τα μόνο με νομικούς που έγιναν στρατιωτικοί δικαστές κατόπιν διαγωνισμού πρόσληψης δικαστικών λειτουργών και όχι κατόπιν πανελλαδικών εξετάσεων για εισαγωγή σπουδαστών σε στρατιωτική σχολή (ΣΣΑΣ).
– Αφαιρέστε τους στρατοδίκες (=αξιωματικοί που παίζουν ρόλο αντίστοιχο του ενόρκου) από την σύνθεση των στρατιωτικών δικαστηρίων.
– Τοποθετήστε τους ΣΣΑΣίτες στρατιωτικούς δικαστές ως προϊσταμένους στα Γραφεία Νομικής υποστήριξης Στελεχών, που δημιουργείτε με το ίδιο νομοσχέδιο, μέχρι να συνταξιοδοτηθούν.
– Εναρμονίστε την αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων με την αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Είναι απαράδεκτο ένα πλημμέλημα να δικάζεται από 1 δικαστή, όταν τελείται από πολίτη, και το ίδιο πλημμέλημα να δικάζεται 5 δικαστές [συγκεκριμένα από 3 στρατιωτικούς δικαστές και 2 στρατοδίκες (=ένορκοι)], όταν τελείται από στρατιωτικό.
– Αφαιρέστε από την ισχύουσα νομοθεσία όλες τις διατάξεις που προσδίδουν στους στρατιωτικούς δικαστές τη στρατιωτική ιδιότητα (δηλ. ιεραρχική εξάρτηση αντί ανεξαρτησίας). Παραδείγματος χάριν, αρκεί ο όρκος του δικαστή, δεν χρειάζεται οι στρατιωτικοί δικαστές να δίνουν τον όρκο τοους στρατιωτικού. Είναι δυνατόν δικαστές κατά τον διορισμό τους να ορκίζονται «Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου», «Να εκτελώ προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των» και «Να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης»;
Με τις διατάξεις του προτεινομένου σχεδίου νόμου, επιχειρείται μεν η επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων και η διευθέτηση θεσμικών εκκρεμοτήτων, παράλληλα όμως παρατηρείται και εισχώρηση διατάξεων που περιέχουν οπισθοδρόμηση και εναντίωση στην ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου των στρατιωτικών δικαστηρίων, προκαλώντας έτσι ρωγμές στο 24 χρόνων οικοδόμημα της στρατιωτικής δικαιοσύνης που παρά τις ατέλειές του, περιέχει ήδη μια ιστορία δικαιοδοτικού έργου που είναι απολύτως σεβαστή κοινωνικά και θεσμικά, με συνέπεια, κάθε νομοθετική πρωτοβουλία που το αφορά(απ’ όπου κι αν εκπορεύεται), να πρέπει να προσβλέπει υποχρεωτικά στη διατήρηση και απόλυτη εξασφάλιση των εγγυήσεων της συνταγματικά κατοχυρωμένης προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Ως εκ τούτου οφείλω να εκφράσω τους προβληματισμούς και τις επιφυλάξεις μου για μια σειρά ρυθμίσεων που δεν κινούνται προς την κατεύθυνση που οι προαναφερθείσες σκέψεις καθορίζουν. Ειδικότερα:
Α) Με την παρ 18 του άρθρου 18 του σχεδίου προβλέπεται η διαφοροποίηση των λόγων μεταθέσεων, ώστε να μετατίθενται όσοι συμπλήρωσαν τρία έτη υπηρεσίας στο ίδιο δικαστήριο. Είναι απορίας άξιον, με ποια κριτήρια, παρουσιάζονται προς αποδοχήν τοιούτου είδους νομοθετικές προτάσεις που απτόμενες της προσωπικής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων, θα απαιτούσαν έναν ελάχιστο προβληματισμό για το τι εξυπηρετούν και κατά πόσο συμβάλλουν στην προστασία του δικαστή από μονόπλευρες ενέργειες της υπηρεσίας, συνιστάμενες στη δυνατότητα μεταθέσεων με μόνη αιτιολογία τη συμπλήρωση της τριετίας που, σημειωτέον, λόγω της αόριστης διατύπωσης, μπορεί να μην νοείται ως συνεχόμενη. Σε συνέχεια της προβληματικής που εισάγει η συγκεκριμένη πρόταση για τις μεταθέσεις, έρχεται και η προτεινόμενη ρύθμιση της μετάθεσης λόγω υπηρεσιακών αναγκών, χωρίς να επιβάλλεται ρητά η εξειδίκευση αυτών των αναγκών και η συναφής υποχρέωση των αρμοδίων οργάνων να τις στοιχειοθετούν πλήρως στις σχετικές αποφάσεις των θεσμικών οργάνων. Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, ανεξήγητα, η προτεινόμενη αλλαγή δεν ευθυγραμμίζεται με την υπάρχουσα (έτοιμη) ρύθμιση του άρθρου 50 του νόμου 1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ), την οποία απλώς πρέπει να αντιγράψουμε κατά περίπτωση (χωρίς να πληρώσουμε πνευματικά δικαιώματα).
Β) Με την περ. 26 του άρθρου 37 του σχεδίου, αντιμετωπίζονται τα όρια ηλικίας και η θητεία Προέδρου και Εισαγγελέα. Eφόσον αποφασισθεί αύξηση της θητείας Προέδρου και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού πέραν των δύο ετών, αυτό πρέπει, αδηρίτως, να συνδυασθεί με αύξηση του ορίου ηλικίας των στρατιωτικών δικαστών και Αναθεωρητών του σώματος, κατά την υπάρχουσα βαθμολογική εξομοίωση με τους πολιτικούς δικαστές. Ειδικότερα, πρέπει να αποκατασταθεί με ρητή διάταξη και οπωσδήποτε ανεξάρτητα από αποφάσεις κυβερνητικών οργάνων, η συνταγματικώς έκτοπη σημερινή κατάσταση που καθορίζει διαφορετικό ηλικιακό όριο (62ο έτος) για τους Αναθεωρητές και διαφορετικό (60ο) μέχρι το βαθμό του Στρατ. Δικαστή Α΄, κατά πλήρη αντίθεση με την προβλεπόμενη από τον ΚΔΣΕΔ αντιστοιχία στρατιωτικών δικαστών και Αναθεωρητών, με τους πολιτικούς δικαστές. Η αναφυόμενη δε προβληματική ως εκ του τελευταίου τούτου, συνυπάρχει με την, περαιτέρω μειώνουσα την ουσιαστική έννοια της ισοβιότητας, διατήρηση σε ισχύ, της ασύμβατης προς τη λειτουργική ανεξαρτησία, υπάρχουσας ρύθμισης που αφορά στη συμπλήρωση οκταετίας, συνολικά στους βαθμούς του Αναθεωρητή Γ΄ και Β΄, ως όρου για την αποχώρηση ενός Αναθεωρητή. Συνεπώς, πρέπει να ευθυγραμμισθεί το χρονικό περιεχόμενο της ισοβιότητας και για τους στρατιωτικούς δικαστές και Αναθεωρητές με το, αυστηρώς εκ του συντάγματος απορρέον πλαίσιο καθορισμού της, που είναι το 67ο έτος για τους Αναθεωρητές και το 65ο έτος για τους λοιπούς στρατιωτικούς δικαστές, με παράλληλη κατάργηση των διατάξεων περί οκταετίας και 60ου έτους ως λόγων αποχώρησης Αναθεωρητών και στρατιωτικών δικαστών. Στη βάση αυτή μπορεί να αυξηθεί και η χρονική διάρκεια της θητείας Προέδρου και Εισαγγελέα. Με τον τρόπο αυτό αποκτά νόημα και έχει πρακτική αξία η προβλεφθείσα και ήδη ισχύουσα με τον ΚΔΣΕΔ αντιστοίχιση δικαστών των ενόπλων δυνάμεων με τους ομοίους τους των πολιτικών δικαστηρίων. Επί του σημείου αυτού όμως πρέπει να τονισθεί ότι η υπάρχουσα σήμερα σύνθεση του δικαστικού σώματος (απόφοιτοι εκ της ΣΣΑΣ και προερχόμενοι εκ διαγωνισμών), απαιτεί μια διαφοροποίηση στη χρονική κλίμακα καθορισμού του έτους ηλικίας που ο δικαστής των ενόπλων δυνάμεων θα αποχωρήσει, με οροφή τα 67 χρόνια. Κατά τούτο και δεδομένου ότι οι δεύτεροι (εκ διαγωνισμών προερχόμενοι), θεωρούν (δικαίως) την, ήδη διανυθείσα υπηρεσιακή διαδρομή των πρώτων (αποφοίτων ΣΣΑΣ), ως βαρίδιο και σε όχι πολύ μακρινό μέλλον, ως φραγή στην επαγγελματική τους ανέλιξη, η αναφερόμενη (επιβεβλημένη) ως άνω κλιμάκωση πρέπει να τεθεί ως εξής: 67 έτη υπηρεσίας για τους εκ διαγωνισμών προερχόμενους, όσον αφορά στους Αναθεωρητές και 65 χρόνια υπηρεσίας για τους στρατιωτικούς δικαστές, ενώ για τους προερχομένους εκ της ΣΣΑΣ, 63 έτη υπηρεσίας και για τους Αναθεωρητές και για τους στρατιωτικούς δικαστές. Βεβαίως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες απόψεις, επισημαίνεται εκ νέου ότι οι εν λόγω κλιμακώσεις πρέπει να συμβαδίσουν με κατάργηση των υφισταμένων διατάξεων για αποχώρηση ενός Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ στο 60 έτος της ηλικίας του και αποχώρηση ενός Αναθεωρητή με τη συμπλήρωση οκταετίας συνολικά στο βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄ και Β΄. Η προτεινόμενη, συνεπώς, ρύθμιση που κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, πρέπει να επαναδιατυπωθεί-τροποποιηθεί- (με συνεκτίμηση των προαναφερομένων επισημάνσεων), ως εξής:
«Άρθρο 63
Αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί, μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α`, που έχουν ενταχθεί, με διαγωνισμό, στο σώμα των δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους. Οι ίδιοι υπηρετούντες εφόσον προαχθούν στο βαθμό του Αναθεωρητή αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους. Οι προερχόμενοι εκ της ΣΣΑΣ δικαστικοί λειτουργοί των Ενόπλων Δυνάμεων, μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ και οι ίδιοι υπηρετούντες, ως Αναθεωρητές, αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 63ο έτος της ηλικίας τους. Όλοι οι παραπάνω αποχωρούν από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους προαγόμενοι στον επόμενο βαθμό ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυπικών προσόντων, εφόσον κριθούν προακτέοι με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Δεν προάγονται σε επόμενο βαθμό οι Αναθεωρητές Α΄.
2. Ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου αποχωρούν από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το οριζόμενο, κατά τις διακρίσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, έτος της ηλικίας τους. Η θητεία αμφοτέρων στις αντίστοιχες θέσεις δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών ετών ακόμη και αν οι παραπάνω κατέχοντες τις θέσεις αυτές δεν καταλαμβάνονται από το, κατά περίπτωση, όριο ηλικίας.
3. Δεν αποτελεί κώλυμα επιλογής Προέδρου και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ο μικρότερος των τριών ετών υπολειπόμενος χρόνος για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, κατά τις διακρίσεις των προηγουμένων παραγράφων».
Γ) Με την παρ 31 του άρθρου 37 του σχεδίου προβλέπεται η θέσπιση διάταξης (νέο άρθρο 65Β §4) για την περιοδική υγειονομική (και ψυχιατρική) εξέταση μόνο των στρατιωτικών δικαστών και όχι των Αναθεωρητών (ενώ στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου -65Β- γίνεται λόγος για Στρατιωτικούς Δικαστές και Αναθεωρητές όσον αφορά τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας).
Με την προτεινόμενη ρύθμιση: Κατά πρώτον: Εάν δεν πρόκειται για νομοτεχνική αστοχία του εδ. α΄ της παρ. 4 της προτεινόμενης διάταξης (65Β), εισάγεται αδικαιολόγητος διαχωρισμός μεταξύ των υπηρετούντων στο δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων, που υποδαυλίζει την προσωπική αντιπαλότητα και πλήττει ευθέως την αποδιδόμενη στον καθένα εξ αυτών λειτουργική ανεξαρτησία και την εγγενή εγγύηση της δυνατότητας να παράσχει δικαστικό έργο που, στην περίπτωση αποδοχής και νομοθέτησης τέτοιων ρυθμίσεων, θα τίθεται (το δικαστικό έργο) ετησίως υπό (ιατρική) κρίση, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νομικοί, υπηρεσιακοί και κοινωνικοί λόγοι. Κατά δεύτερον: Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχό της στο χώρο της κοινής δικαιοσύνης, το μόνον που θα μπορούσε κάποιος να σκεφθεί είναι μια (νέα) προσπάθεια ενσωμάτωσης των δικαστών των ενόπλων δυνάμεων σε υπηρεσιακές δομές που αφορούν τα λοιπά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, που εκ της φύσεως του έργου των είναι απαραίτητη η διατήρηση μιας διαβαθμισμένης μαχητικής ικανότητας που συνάπτεται και με τον αποτρεπτικό ρόλο του στρατεύματος και επιτρέπει στα στελέχη να συνεχίζουν τη σταδιοδρομία τους με πλήρη ή ελαττωμένη σωματική ικανότητα, τοποθετούμενα σε ανάλογες θέσεις. Όπως γίνεται, επομένως, αντιληπτόν, κάτι ανάλογο για τους λειτουργούς της στρατιωτικής δικαιοσύνης κρίνεται απολύτως περιττό και εν ταυτώ ξένο προς το θεσμικό τους προορισμό και ρόλο. Συνεπώς, οι υφιστάμενες ρυθμίσεις για την οριστική παύση των δικαστών λόγω νόσου ή αναπηρίας σωματικής ή πνευματικής υπερκαλύπτουν την αντιμετώπιση οποιασδήποτε περίπτωσης ακαταλληλότητας μέλους του Δικαστικού Σώματος των Ε.Δ. για λόγους υγείας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί ακούσιας νοσηλείας.
Δ) Με την παρ 32 του άρθρου 37 του σχεδίου προβλέπεται η καθιέρωση, ως πειθαρχικού παραπτώματος, της παραβίασης των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις προθεσμιών επεξεργασίας και διεκπεραίωσης δικογραφιών. Για μια ακόμη φορά κι ενώ παρέχεται η ευκαιρία να ευθυγραμμισθούμε απλώς με τα ισχύοντα, σε ανάλογες περιπτώσεις, για τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης, εισερχόμαστε αναίτια σε κατασκευασμένες ατραπούς με αυθαίρετη αναφορά σε «κείμενες διατάξεις προθεσμιών επεξεργασίας και διεκπεραίωσης δικογραφιών», αφού η μόνη αναφορά σε όλη την ποινική δικονομία έχει να κάνει με τις προθεσμίες σύνταξης πρακτικών και καθαρογραφής των αποφάσεων. Τα οριζόμενα δε στο άρθρο 6 του Π.Δ. 21/2002 για υποχρέωση του δικαστή να αιτιολογήσει και στο άρθρο 27 του Π.Δ. 21/2002, περί χρέωσης δικογραφιών, σχετίζονται αφενός μεν με την αυτονόητη υποχρέωση του δικαστή να ολοκληρώσει το έργο του (αιτιολόγηση) εν όψει της καθαρογραφής της απόφασης, αφετέρου δε με εσωτερικές λειτουργίες των εισαγγελιών των στρατιωτικών δικαστηρίων. Οι «κείμενες διατάξεις» λοιπόν για τη διαχείριση των δικογραφιών που χρεώνονται οι στρατιωτικοί δικαστές, δεν είναι παρά μια πρόβλεψη, από τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας των στρατιωτικών δικαστηρίων, προθεσμιών στη διακίνηση των δικογραφιών, που εύκολα, όπως αντιλαμβάνεται κάποιος, μπορεί να αλλάζουν κατά την περίσταση. Συνεπώς, η ήδη ισχύουσα διάταξη (άρθρο 6 του ΠΔ 21/2002) είναι επαρκής ενώ η νέα προτεινόμενη μπορεί να οδηγήσει σε πειθαρχικές διώξεις συναδέλφων από εικαζόμενη καθυστέρηση, εφόσον δεν θα έχει ληφθεί υπόψιν μια δικαιολογημένη, λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητας μιας υπόθεσης, καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τον υπόλοιπο (υπηρεσιακό και μόνον) φόρτο εργασίας του συγκεκριμένου δικαστή. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και αποτελεί μονόδρομο η αναγωγή στην αντίστοιχη διάταξη του Ν. 1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ), που έχοντας προβλέψει την ανωτέρω προβληματική, την ενσωματώνει στην ακόλουθη διατύπωση που απλώς πρέπει να αντιγράψουμε: «2. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού είναι: … ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα της υπόθεσης, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. …» (άρθρο 91§2).
Ε) Με την παρ 36 του άρθρου 37 του σχεδίου προβλέπεται η επέκταση του «φέρειν στολήν» και σε περιόδους γενικής επιστράτευσης, ένοπλης στάσης και πολιορκίας, πέραν της ήδη ισχύουσας πρόβλεψης για περίοδο πολέμου, ενώ ταυτόχρονα έχει απαλειφθεί η τήβεννος. Στη σύγχρονη δημοκρατία μας που συμπορεύεται με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, η προτεινόμενη στο σημείο αυτό ρύθμιση, δεν δείχνει κάτι τέτοιο, μια και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επαναφέρει, βαθμηδόν, την ένστολη κατάσταση του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων ώστε να περιχαρακωθεί και τυπικά η ζητούμενη ιδιότητα του στρατιωτικού. Στο σημείο αυτό, κατά τη γνώμη μου, επιλεκτικώς, «λησμονείται» η αναγκαιότητα προόδου και εκσυγχρονισμού, ενώ δεν γίνεται το ίδιο όταν πρόκειται για τους όρους αποδοχής ως δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλογενών, όπου γίνεται λόγος (αιτιολογική έκθεση) «για ανάγκη συμπόρευσης με τις ισχύουσες αντιλήψεις……….κατ’ εφαρμογήν αντίστοιχων ευρωπαϊκών οδηγιών». Η κατάργηση της τηβέννου λοιπόν μπορεί να φαίνεται «αθώα» αρχικώς (άλλωστε ποτέ δεν υλοποιήθηκε -ως ένδυμα δικαστηριακής έδρας, στην 25χρονη περίπου θητεία της «νέας στρατιωτικής δικαιοσύνης»), δεν παύει όμως να μαρτυρεί, ως ενέργεια, την απάλειψη ενός ισχυρού συμβολισμού προς την κατεύθυνση της επιθυμίας μας για πλήρη εξομοίωση με τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης. Με βάση το τελευταίο, δεν απαιτείται συνεπώς η «προσαύξηση» των υπαρχόντων όρων υπό τους οποίους φέρεται η στολή από τους στρατιωτικούς δικαστές και συναφώς δεν έχει λόγο ύπαρξης η μνεία περί στολής στην περ. 37 του άρθρου 37 του σχεδίου νόμου, στην οποία, σημειωτέον, ουδεμία αναφορά γίνεται και για την αναγκαιότητα έκδοσης ΠΔ, μεταξύ των άλλων, που θα ρυθμίζει την είσοδο και φοίτηση των δικαστών των ενόπλων δυνάμεων στην Εθνική Σχολή Δικαστών.
Παρεμπιπτόντως, επιβάλλεται η τροποποίηση του άρ. 10 παρ. 3 και του άρ. 11 του Ν. 2304/1995 (στρατιωτικός όρκος παρέδρων), καθώς η «υποταγή στους ανωτέρους και εκτέλεση άνευ αντιλογίας των διαταγών τους» τελεί σε ευθεία αντίθεση με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Είναι κάτι περισσότερο από αυτονόητο ότι με τέτοιες διατάξεις που μπορεί να προκαλέσουν υπόνοιες για καθοδήγηση των στρατιωτικών δικαστών, ως οι τελευταίοι να ανήκουν σε μια ιεραρχική εξάρτηση προς τρίτους, διαρρηγνύεται κάθε έννοια εμπιστοσύνης των προσφευγόντων ή των υπαγομένων στη δικαιϊκή τους κρίση. Συναφώς, δημιουργεί σύγχυση ως προς το λειτουργικό status των μελών του Δικαστικού Σώματος των Ε.Δ. και αφήνει, ευκόλως, διόδους στους πολέμιους αυτού του σώματος, για να κινούν την έωλη επιχειρηματολογία περί διττής ιδιότητας και επίκλησης, κατά περίπτωση, από τους δικαστές των ενόπλων δυνάμεων, της μιας ή της άλλης (ιδιότητας). Συνεπώς, ο όρκος πρέπει να είναι ένας και όχι διττός αντανακλώντας μια δυσερμήνευτη (ειδικά από τους νεοδιοριζόμενους δικαστές των ενόπλων δυνάμεων) αποδοχή ιδιότητας ως στρατιωτικού με σύγχρονη τοιαύτη του ανεξάρτητου δικαστή και κατ’ επέκταση τούτου, ως πρέπον, προτείνεται να συμπεριληφθεί στο παρόν νομοσχέδιο και η αντίστοιχη αλλαγή, με τη σχετική διάταξη να διατυπώνεται ως ακολούθως:« άρθρο 10, παρ.3. Ο αποδεχόμενος τον διορισμό του δίνει τον όρκο του επόμενου άρθρου. Ο τελευταίος δίνεται ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίασή του». «Άρθρο 11. Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα, τους νόμους και τα ψηφίσματα του κράτους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου ως δικαστικού λειτουργού των Ενόπλων Δυνάμεων».
Μια ακόμη ευκαιρία παρουσιάζεται, ας μην πάει χαμένη. Ας δρομολογήσουμε τα πράγματα στο ζητούμενο και ποθούμενο. Την πραγματική δικαστική ιδιότητα των δικαστών των ενόπλων δυνάμεων. Κάθε άλλη ενέργεια που αντιβαίνει σε μια τέτοια προοπτική, εντείνει τη σύγχυση και αναδεικνύει ξανά αυτό που χρόνια συζητείται και επικυρώνεται, δυστυχώς, από την αιτιολογική έκθεση του παρόντος σχεδίου: Την αταίριαστη, στην ευνομούμενη πολιτεία μας, καθιέρωση της διπλής ιδιότητας εκτελεστικού και δικαστικού οργάνου σε ένα πρόσωπο (δικαστή ενόπλων δυνάμεων), που αξιώνει συνάμα την ανεξαρτησία του. Γρίφος που ούτε το παρόν σχέδιο νόμου φέρει προς λύση. Τελικά, δεν μπορούμε να ανακατεύουμε το αψέντι με τη γιάμπολη!……..
.
Είναι ντροπή μία «προοδευτική» κυβέρνηση (απαλλαγμένη, πλέον, από τα βαρίδια των ακροδεξιών ΑΝΕΛ) να φέρνει για ψήφιση ένα νομοσχέδιο, το οποίο, αντί να εξομοιώνει πλήρως τους Στρατιωτικούς Δικαστές με τους λοιπούς Δικαστές (σε συνέχεια της κοινής απόφασης, μόλις πριν ένα μήνα, των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων της Ελληνικής Βουλής για συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος ) να επιχειρεί, με ένα συνονθύλευμα σκόρπιων και αποσπασματικών διατάξεων, τη διατήρηση της «στρατιωτικής» ιδιότητας των Δικαστών αυτών. Αλλιώς πώς εξηγούνται τροποποιήσεις όπως της παραγράφου 3 (όπου για να απομακρυνθεί ο δικαστικός λειτουργός κατά τις μέρες αργίας από την έδρα του, απαιτείται η προφορική συναίνεση του προϊσταμένου) ή της παραγράφου 12 β΄ (κατά την οποία οι πάρεδροι, συμμετέχουν σε εκπαίδευση έξι μηνών επί θεμάτων που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών μονάδων και υπηρεσιών) ή της παραγράφου 31 (κατά την οποία για τις αναρρωτικές άδειες, άδειες κυήσεως, νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις που ισχύουν για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και κυρίως, η «πρωτοποριακή» πρόβλεψη για περιοδική, υγειονομική εξέταση της σωματικής και ψυχικής υγείας των δικαστικών λειτουργών κάθε δύο χρόνια, αντίστοιχη, προφανώς, με την «ετησία» των στρατιωτικών!) κλπ. Παράλληλα, πώς εξηγείται η διατήρηση διατάξεων που παραπέμπουν ευθέως σε στρατιωτική ιδιότητα όπως π.χ. η παρ. 3 του άρθρου 10 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΔΣΕΔ), κατά την οποία ο νεοδιοριζόμενος Στρατιωτικός Δικαστής (Πάρεδρος) δίδει και στρατιωτικό όρκο, η παρ. 1 του άρθρου 71 του ίδιου Κώδικα(κατά την οποία πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά, μεταξύ άλλων, κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ως δικαστικού λειτουργού ή ως αξιωματικού), το άρθρο 142 του ΚΔΣΕΔ (όπου προβλέπεται βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων προς τους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων), της παρ. 5 του 172 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (κατά την οποία, για την εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων αυτού του Κώδικα, οι στρατιωτικοί δικαστές θεωρούνται αρχαιότεροι από τους ομοιοβάθμους τους στρατοδίκες που μετέχουν στη σύνθεση του στρατοδικείου) κλπ. Ποιες σκοπιμότητες, άραγε, εξυπηρετεί αυτό το πισωγύρισμα; Και ποιοι ωφελούνται, άραγε, από την αύξηση της θητείας (έστω, κατά ένα έτος) του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου; Προφανώς μιλάμε για φωτογραφική διάταξη, τη στιγμή που αυτοί έχουν ήδη 44 συντάξιμα έτη και συνταξιοδοτούνταν (ή καλύτερα «αποστρατεύονταν») σε τρεις μήνες, με το ισχύον καθεστώς; Προφανώς, οι άλλοι στρατιωτικοί δικαστές, που περιμένουν να προαχθούν στον επόμενο βαθμό (με 35, 30 ή 25 χρόνια υπηρεσίας) θα πρέπει να κάνουν υπομονή…
Καλό θα ήταν ο κύριος Υπουργός να αποσύρει το άρθρο 37 του παρόντος νομοσχεδίου και να αναμείνουμε την Αναθεωρητική Βουλή, η οποία θα δώσει τις κατευθύνσεις για το νέο status των Στρατιωτικών Δικαστών.
Το ενδεχόμενο κατάργησης των στρατιωτικών δικαστηρίων εν καιρό ειρήνης (γιατί όχι και πολεμου) και την υπαγωγή της δικαιοδοσίας στα τακτικά ποινικά δικαστήρια θεωρώ πως θα διασφαλίσει πλήρως τα δικαιώματα του Στρατιωτικού υπαλλήλου ως εργαζόμενου και Έλληνα πολίτη που απολαμβάνει τα πλήρη δικαιώματα που απολαμβάνουν όλοι οι υπόλοιποι συμπατριώτες μας.
συμφωνώ με το παραπάνω 1ο σχόλιο, επί θύραις υπάρχει μία συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 96 §5, η οποία ήδη επιψηφίστηκε με ευρύτατη πλειοψηφία στην παρουσα Βουλή (233 θετικές ψήφοι νομίζω) και ως φαίνεται στην επόμενη Βουλή θα επιψηφιστεί επίσης και έτσι η διάταξη θα αναθεωρηθεί, θωρακίζοντας πλήρως και εναργέστερα τις εγγυήσεις προσωπικής & λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατ. δικαστών ή για να το πούμε απλούστερα, κατ’ ουσίαν εξομοιώνοντάς τους πλήρως με τους πολιτικούς δικαστές. πώς λοιπόν θα συμβαδίζουν με τη νέα συνταγματική ρύθμιση, οι προτεινόμενες διατάξεις του εδώ α. 37;; επί παραδείγματι, ο στρ. δικαστής πώς θα υποχρεώνεται σε 2ετή υγειονομική εξέταση – ρύθμιση που παραπέμπει ευθέως σε στρατιωτικό και σε εποχές παλαιότερες προ 1995 όταν αυτός ήταν αξιωματικός του δικαστικού και όχι όπως τώρα ένας ανεξαρτητος δικαστικός λειτουργός; φρονώ, ότι ουδόλως συνάδει ούτε με τη νυν συνταγματική ρύθμιση, ούτε πολλώ δε μάλλον με την υπό αναθεώρηση διάταξη. Στην αιτιολογική μάλιστα έκθεση του παρόντος, σε άρθρο για το πειθαρχικό δίκαιο των δικαστών των ΕΔ,γίνεται ευθέως λόγος και επίκληση της ιδιότητας τόσο του δικαστή, όσο και του στρατιωτικού (!) στους δικ. λειτουργούς των ΕΔ. Προδήλως, τέτοιες προτεινόμενες μεταρυθμίσεις του ν2304/95 θα πάσχουν αντισυνταγματικότητας μετά την ολοκλήρωση της αναθεωρητικής διαδικασιας, ίσως και ήδη να υπάρχουν εστίες αντισυνταγματικότητας και με το ισχύον ά.96 §5. όταν/εάν υφίστανται τέτοιες προβλέψεις σε νόμους, η προσωπική ανεξαρτησία του δικαστή αν μη τι άλλο σχετικοποιείται…
Συμφωνώ απόλυτα με το 1ο σχόλιο της Α.Ν. και δεν μπορω να κατανοήσω τις πιο πολλές προβλέψεις που εμπεριέχονται σε αυτό το άρθρο, εν όψει και της επικείμενης αναθεώρησης του ά. 96 §5 Σ, η οποία εμφανώς οδηγεί προς την πληρέστερη θωράκιση των εγγυήσεων προσωπικής & λειτ ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών (ή απλούστερα προς την πλήρη εξομοίωσή τους με τους πολιτικούς δικαστές). Πώς πραγματικά θα συνάδει με τη νέα συνταγματική διάταξη, που περιβάλλει το δικαστη των ΕΔ με: ‘άπασες τις εγγυήσεις π + λ ανεξαρτησίας του Συντάγματος’, η ως άνω πρόβλεψη για προηγούμενη έγκριση του Υπουργού για συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια και πλήθος άλλες – που κατ’ ουσίαν παραπέμπουν σε αξιωματικό του δικαστικού προ 30 ετίας και ουδόλως σε ανεξάρτητο δικαστή εν έτει 2019…; Επιγραμματικά μονάχα αναφέρω, 1.την υποχρέωση του δικαστή για 2ετή υγειονομική εξέταση τού (!). Υποθέτω κάτι ανάλογο προφανώς και δεν ισχύει για τους πολιτικούς δικαστές, ισχύει μόνο για τους εν ενεργεία στρατιωτικούς ανά έτος, 2. τη διαφαινόμενη αυστηροποίηση του πειθαρχικού ελέγχου, όπου και στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του παρόντος γίνεται λόγος για ιδιότητα δικαστή και συνάμα αξιωματικού στους δικ. λειτουργούς των ΕΔ (!). Εν κατακλείδι, πρόκειται να θεσπιστούν ρυθμίσεις που σε λίγους μήνες και με το πέρας της αναθεωρητικής διαδικασίας, θα έχουν καταστεί προδήλως αντισυνταγματικές και άρα ανίσχυρες.Η αξιότιμη Ηγεσία του Υπουργείου, ίσως έδει να τις επανεξετάσει…
Πριν σπό μερικές ημέρες, η Βουλή των Ελλήνων με εντυπωσιακή πλειοψηφία,στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το σύνολο των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης του άρ. 96 παρ. 5 του Συντάγματος, προς την κατεύθυνση της πληρέστερης κατοχύρωσης των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης.Επομένως, η τροποποίηση διατάξεων του οργανικού τους νόμου λίγους μόλις μήνες πριν την επικείμενη ολοκλήρωση της αναθεωρητικής διαδικασίας εμφανίζεται θεσμικά αδικαιολόγητη και απρόσφορη, δημιουργεί δε εύλογα ερωτήματα ως προς τις αληθινές στοχεύσεις της.
Αρκετές προβλέψεις του σχεδίου όχι μόνο δεν προωθούν το στόχο της ολοκλήρωσης των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας αλλά συνιστούν οπισθοδρόμηση και εμφανή προσπάθεια καθήλωσης αυτού του τόσο αδικημένου θεσμικά δικαιοδοτικού χώρου σε υπηρεσιακό καθεστώς που είναι παντελώς ασυμβίβαστο με το επιβαλλόμενο από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις.Ορισμένες δε από αυτές προκαλούν εύλογες απορίες ως προς τις πραγματικές τους στοχεύσεις (λ.χ. παράταση των ορίων ηλικίας και του χρόνου θητείας της ηγεσίας της στρατιωτικής διαιοσύνης, τη στιγμή που η επικείμενη συνταγματική τροποποίηση οδηγεί ούτως ή άλλως στην εξομοίωση με τα προβλεπόμενα για τους λειτουργούς των λοιπών δικαιοδοτικών κλάδων).
Θεωρώ πως το όλο ζήτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί από το νομοθέτη υπό το πρίσμα της επικείμενης αναθεώρησης και να αποσυρθούν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, κάποιες από τις οποίες μάλιστα τυγχάνουν προσβλητικές για τη θεσμική κσι προσωπική υπόσταση των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης (λ.χ. προηγούμενη υπουργική έγκριση για συμμετοχή σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια).