Αρχική Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών ΕνέργειαςΆρθρο 2 Άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α.Σχόλιο του χρήστη A.B. | 12 Ιανουαρίου 2010, 14:45
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Όσον αφορά το Κριτήριο ζ’ (άρθρο 2, παρ. 1) που σχετίζεται με την οικονομική επάρκεια του αιτούντος το νομοσχέδιο αναφέρει «....Της δυνατότητας του αιτούντος, ή των μετόχων ή εταίρων του, να υλοποιήσει το έργο με βάση την επιστημονική και τεχνική επάρκεια του και τη δυνατότητα εξασφάλισης της απαιτούμενης χρηματοδότησης από ίδια κεφάλαια ή τραπεζική χρηματοδότηση έργου ή κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών ή άλλο νόμιμο τρόπο». Ερώτημα: Με την τροποποίηση δηλαδή καταργείται το κριτήριο που αφορά τη δυνατότητα του αιτούντος να υλοποιήσει το έργο με βάση την οικονομική του επάρκεια; Επί του συγκεκριμένου κριτηρίου θα ήθελα να σημειώσω τα ακόλουθα: 1. Για εταιρείες με ιστορικά οικονομικά στοιχεία (Ισολογισμούς, Καταστάσεις Αποτελεσμάτων Χρήσης) η αξιολόγηση μέχρι σήμερα βασίζεται στα εν λόγω δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία τα οποία αποτυπώνουν με έγκριτο τρόπο την κεφαλαιακή τους διάρθρωση, τις υποχρεώσεις και τη ρευστότητά τους. Για τα φυσικά πρόσωπα ελέγχονται τα οικονομικά στους στοιχεία με βάση της δηλώσεις ακινήτων, εισοδήματος και τυχόν καταθέσεις/χαρτοφυλάκια. Η εξειδίκευση των κριτηρίων αυτών και ο τρόπος εφαρμογής τους ορίζονται στον Κανονισμό Αδειών Παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση ΑΠΕ και μέσω ΣΗΘΥΑ (ΦΕΚ Β’448/2007) και σε Αποφάσεις της ΡΑΕ (Αποφάσεις ΡΑΕ 101/2006, 104/2007). 2. Η δυνατότητα εξασφάλισης της απαιτούμενης χρηματοδότησης έτσι όπως έχει διατυπωθεί στο εν λόγω νομοσχέδιο αφορά την πιστοληπτική ικανότητα του αιτούντος και όχι την οικονομική δυνατότητα του η οποία βασίζεται σε πραγματικά οικονομικά στοιχεία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Η λήψη τραπεζικής βεβαίωσης που αφορά την εκδήλωση ενδιαφέροντος χρηματοδότησης της επένδυσης όταν αυτή ωριμάσει και βέβαια μέχρι συγκεκριμένου ποσού (οι βεβαιώσεις αυτές δεν αφορούν το σύνολο των απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων), είναι ένα μη δεσμευτικό έγγραφο που μπορεί να προσκομιστεί από το σύνολο των επενδυτών. Το κριτήριο της οικονομικής επάρκειας του φορέα της αίτησης που είναι σε ισχύ αφορά όχι το σύνολο των απαιτούμενων κεφαλαίων για την υλοποίηση της επένδυσης αλλά ένα κατ’ ελάχιστο ποσό ιδίων κεφαλαίων της τάξεως του 18% του κόστους της επένδυσης. 3. Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι σύμφωνα με τον Αναπτυξιακό ως Κριτήρια Υπαγωγής στο καθεστώς των ενισχύσεων αναφέρονται και αυτά που συνδέονται με την τεχνικοοικονοµική αξιολόγησης των επενδυτικών προτάσεων και τη βιωσιµότητα της επένδυσης. Συγκεκριμένα, το ποσοστό της ίδιας συµµετοχής του επενδυτή στις επενδύσεις που εντάσσονται στο καθεστώς ενίσχυσης της επιχορήγησης ή/και επιδότησης χρηµατοδοτικής µίσθωσης, δεν µπορεί να είναι κατώτερο του 25% των ενισχυόµενων δαπανών. Και στην εξειδίκευση των κριτηρίων ορίζεται ότι « Η ίδια συµµετοχή του επενδυτή στις επενδύσεις που εντάσσονται στο καθεστώς της ενίσχυσης της επιχορήγησης ή και επιδότησης χρηµατοδοτικής µίσθωσης αποτελεί ίδιο κεφάλαιο για τις ατοµικές επιχειρήσεις και τις ιερές µονές και εταιρικό κεφάλαιο για τις λοιπές. Προκειµένου περί συνεταιρισµών, ως ίδια συµµετοχή νοείται για µεν τους νεοϊδρυόµενους το καταβεβληµένο κεφάλαιό τους για δε τους υφιστάµενους το ποσό της αύξησης του κεφαλαίου τους ή τοαποθεµατικό που σχηµατίζεται για το σκοπό αυτό. Για τις λοιπές περιπτώσεις ως ίδια συµµετοχή του επενδυτή νοείται για µεν τις νεοϊδρυόµενες εταιρίες το καταβεβληµένο κεφάλαιό τους, για δε τις υφιστάµενες το ποσό της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου τους που προκύπτει από νέες σε µετρητά εισφορές των εταίρων ή κατά περίπτωση τα φορολογηθέντα αποθεµατικά, όπως αυτά προβλέπονται από την κείµενη νοµοθεσία, εκτός του τακτικού, χωρίς να απαιτείται αύξηση του µετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου και υπό τον όρο ότι τα αποθεµατικά αυτά δεν θα µπορούν να διανεµηθούν πριν την παρέλευση πενταετίας από την ολοκλήρωση και έναρξη παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης». Δηλαδή, ο Αναπτυξιακός, όπως και η ΡΑΕ (ΦΕΚ Β’448/2007), θέτουν ένα κατώτατο ποσοστό ιδίας συμμετοχής ενώ η απόδειξη της ρευστότητας βασίζεται σε συγκεκριμένα μεγέθη που αφορούν τα οικονομικά στοιχεία του φορέα και όχι σε βεβαιώσεις τρίτων (π.χ. τραπεζικούς φορείς). 3. Η «δυνατότητα του αιτούντος να εξασφαλίσει τα κεφάλαια με τραπεζική χρηματοδότηση ή από ίδια κεφάλαια» αναφέρεται χρονικά σε μεταγενέστερο διάστημα και συγκεκριμένα στη φάση υλοποίησης της επένδυσης. Πώς είναι δυνατόν οι τραπεζικοί φορείς να δεσμευτούν την περίοδο t ότι θα χορηγήσουν κεφάλαια σε έναν επενδυτή για μια επένδυση που θα είναι ώριμη την περίοδο (t+1) αντιμετωπίζοντας παράλληλα τον κίνδυνο πτώχευσης, μειωμένης ρευστότητας ή αλλαγής μετοχικής σύνθεσης του επενδυτή και άρα αλλαγή των όρων χρηματοδότησης; 4. Για εταιρείες εισηγμένες στο ΧΑΑ οι Δημοσιευμένες Οικονομικές Καταστάσεις αποτελούν το μόνο αντικειμενικό στοιχείο προσδιορισμού τους και με βάση τα στοιχεία αυτά πρέπει να κριθούν. Π.χ. εταιρεία η οποία λόγω αυξημένων ζημιών και χαμηλής κερδοφορίας έχει αναστολή διαπραγμάτευσης της μετοχής της στο ΧΑΑ (αντικειμενικό κριτήριο). Η εν λόγω εταιρεία αιτείται τη χορήγηση Άδειας Παραγωγής (Α.Π.) προσκομίζοντας βεβαίωση από το βασικό της μέτοχο ότι ο ίδιος, σαν φυσικό πρόσωπο, έχει την απαιτούμενη ρευστότητα για την υλοποίηση της επένδυσης (δεν προβαίνει όμως σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου αλλά ούτε και αιτείται τη χορήγηση άδειας παραγωγής ως φυσικό πρόσωπο) ή φέρνει επιστολή από τράπεζα η οποία αναφέρει ότι σε περίπτωση χορήγησης Α.Π. θα εξετάσει τους όρους και θα της χορηγήσει τα αναγκαία κεφάλαια για την υλοποίησή της. Η χορήγηση Α.Π. σε μια εταιρεία με χαμηλή ρευστότητα, προσδίδει αξία στην εταιρεία δίνοντας παράλληλα λάθος «σήμα» (signal) στους επενδυτές του ΧΑΑ για την οικονομική της κατάσταση και δημιουργεί υπεραξία. Όπως είναι φυσικό στόχος της εταιρείας, είναι η απόκτηση ρευστότητας μέσω πώλησης των αδειών αυτών. Συνεπώς, δεν προωθείται η υλοποίηση έργων ΑΠΕ αλλά ανοίγει ο δρόμος σε ζημιογόνες εταιρείες να ανακάμψουν οικονομικά. 5. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το κριτήριο «δυνατότητας εξασφάλισης της απαιτούμενης χρηματοδότησης από ίδια κεφάλαια ή τραπεζική χρηματοδότηση έργου ή κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών ή άλλο νόμιμο τρόπο» όπως έχει διατυπωθεί χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην εξειδίκευσή του (αντικειμενικά κριτήρια που ευνοούν τη διαφάνεια και σαφείς κανόνες εφαρμογής στο πνεύμα όσο γίνεται πιο κοντά του Αναπτυξιακού Νόμου αφού η εμπειρία έχει δείξει ότι χωρίς επιχορήγηση δεν υλοποιείται καμία επένδυση ΑΠΕ) μέσω ενός αναθεωρημένου Κανονισμού Αδειών Παραγωγής ώστε να υφίσταται ουσιαστικά σαν κριτήριο. 6. Συνεπώς, η χρησιμότητα του κριτήριου οικονομικής επάρκειας του αιτούντος στο στάδιο χορήγηση της Α.Π (η ύπαρξη κατώτατου ορίου ιδίας συμμετοχής, η απόδειξη της ρευστότητας με συγκεκριμένα μεγέθη που αφορούν τα οικονομικά στοιχεία του φορέα και όχι σε βεβαιώσεις τρίτων π.χ. τραπεζικούς φορείς) είναι μεγάλη όταν αυτό είναι διατυπωμένο με σαφήνεια (με ενσωμάτωση όλων των σχετικών Αποφάσεων της ΡΑΕ που έχουν εκδοθεί για το σκοπό αυτό και επενεξέτασή τους στο πλαίσιο των προγραμμάτων επιχορήγησης) και συνοδεύεται παράλληλα από ένα αυστηρό σύστημα παρακολούθησης όλων των αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (αιτίες μη υλοποίησης σε συγκεκριμένες προθεσμίες, ανάκληση αδειών σε περιπτώσεις αναιτιολόγητης καθυστέρησης κλπ).