Αρχική Δασικοί ΣυνεταιρισμοίΆρθρο 47:Αναγκαστικοί Δασικοί ΣυνεταιρισμοίΣχόλιο του χρήστη Γιάννης Χασιώτης | 30 Ιανουαρίου 2012, 09:12
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Σχόλια για το άρθρο 47 Σε ένα νομοσχέδιο που αφορά την οργάνωση και λειτουργία των δασικών συνεταιρισμών περιλαμβάνονται και δύο μόλις άρθρα που προβλέπουν την κατάργηση των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών κατά τρόπο που, κατά την άποψή μας, δείχνει να αγνοεί τόσο το ιστορικό ίδρυσης αυτών, όσο και τα ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία τους καθώς και τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν από την εφαρμογή της ρύθμισης που προτείνεται από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Τα ζητήματα που δεν λύνει, αλλά, αντιθέτως επιβαρύνει, η προτεινόμενη ρύθμιση είναι τα ακόλουθα : 1.- Είναι άγνωστο το σύνολο των εχόντων ποσοστό συνιδιοκτησίας Οι περισσότεροι αναγκαστικοί δασικοί συνεταιρισμοί ιδρύθηκαν προ εβδομήντα περίπου ετών από τους εν ζωή τότε συνεταίρους. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος, η μετοίκηση πολλών ελλήνων στις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού κλπ είχαν σαν αποτέλεσμα, να αγνοείται η τύχη ενός σημαντικού μέρους τόσο των αρχικών συνεταίρων όσο και των καθολικών διαδόχων τους. Ακόμη γεγονός είναι η πολυδιάσπαση της κάθε αρχικής εταιρικής μερίδας σε πολύ μικρότερα ποσοστά αυτής, λόγω κληρονομικής διαδοχής τόσο των αρχικών συνεταίρων, όσο και των διαδόχων τους, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν κάνει ούτε καν αποδοχή της κληρονομικής τους μερίδας, ώστε να νομιμοποιούνται ως συγκύριοι - κοινωνοί. Αποτέλεσμα αυτού του πραγματικού γεγονότος είναι ότι, σε ΚΑΝΕΝΑ αναγκαστικό δασικό συνεταιρισμό δεν είναι γνωστά όλα τα μέλη (κοινωνοί) που κατέχουν ποσοστό επί της περιουσίας αυτών, ώστε να μπορούν να έχουν πραγματική εφαρμογή τόσο οι διατάξεις περί κοινωνίας και εντολής, όσο και οι αυστηρότερες ρυθμίσεις για την εντολή που προβλέπει το νομοσχέδιο. Ειδικότερα : 1.α.- Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η διαμόρφωση ομόφωνης εντολής. 1.β.- Η αυστηροποίηση της εφαρμογής των διατάξεων περί εντολής (για την οποία σημειωτέον δεν απαιτείται ιδιαίτερος συστατικός τύπος), με την εισαγωγή της συμβολαιογραφικής εντολής, είναι εκτός πραγματικότητας, προσθέτει δε μια απίστευτη γραφειοκρατία. 1.γ.- Στην πράξη, και με το δεδομένο ότι και στους συνεταιρισμούς αυτούς λειτουργούν παρατάξεις, είναι αδύνατη η επίτευξη ακόμη και της πλειοψηφίας του 50% των εντολέων με (οιασδήποτε μορφής) δήλωση εντολής. Έτσι στην ουσία το υπάρχον νομοσχέδιο οδηγεί όλους τους συνεταιρισμούς στα Δικαστήρια, τα οποία θα καλούνται να ορίζουν την προβλεπόμενη διαχειριστική επιτροπή. Η όλη ρύθμιση δημιουργεί, στην καλλίτερη των περιπτώσεων αδικαιολόγητη καθυστέρηση και επιπλέον δαπάνες και στην χειρότερη θα οδηγήσει σε πλήρη αδρανοποίηση πολλούς από αυτούς. 2.- Η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου με το 1/5 Μόνο στους αναγκαστικούς δασικούς συνεταιρισμούς των «Νέων Χωρών» είναι συγκύριο το Ελληνικό Δημόσιο με ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου επί των δασικών εκτάσεων. Παράλληλα, το Ελληνικό Δημόσιο δεν συμμετείχε ως εταίρος στους υφιστάμενους αναγκαστικούς δασικούς συνεταιρισμούς, στους οποίους συμμετείχαν μόνο οι εταίροι, οι οποίοι εξέλεγαν το Διοικητικό τους Συμβούλιο με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί απαρτίας των συνεταιριστικών οργανώσεων που διαχειριζότανε. Με την προτεινόμενη ρύθμιση και την υπαγωγή της διαχείρισης στις περί κοινωνίας και εντολής διατάξεις, καθιστά το Ελληνικό Δημόσιο «στρατηγικό» εταίρο στην διαχείριση, το οποίο, ως έχον το μεγαλύτερο μασίφ ποσοστό, στην ουσία, θα αναδεικνύει και την διαχειριστική επιτροπή της αρεσκείας του. Έτσι όμως αφ’ ενός μεν ανοίγει διάπλατα η πόρτα σε έναν αχαλίνωτο κομματισμό της λειτουργίας των συνεταιρισμών (ο κάθε τοπικός βουλευτής ή κόμμα θα προσπαθεί να επιβάλλει τους «ανθρώπους» του) και αφ’ ετέρου οδηγούμεθα σε ένα άνευ προηγουμένου «κρατισμό», πράμα που μάλλον αντιβαίνει στην κυρίαρχη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θέση για ακόμη μεγαλύτερο περιορισμό του Κράτους. 3.- Η δημιουργία και άλλης περιουσίας. Όλοι οι λειτουργούντες και δραστηριοποιημένοι αναγκαστικοί δασικοί συνεταιρισμοί, δημιούργησαν με τη δράση και την αποταμίευσή τους και άλλη περιουσία, πέραν του δάσους. Πολλοί από αυτούς σε ακίνητα που αγόρασαν έκαναν μονάδες επεξεργασίας του ξύλου που παρήγαγαν, άλλοι απέκτησαν αστικά ακίνητα, χωράφια κλπ. Σε αυτήν τη περιουσία των συνεταιρισμών το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει κανένα ποσοστό. Με την προτεινόμενη ρύθμιση κάθε συνεταίρος αυτού θα συμμετέχει με διαφορετικό ποσοστό συνιδιοκτησίας στο δάσος και με διαφορετικό ποσοστό συνιδιοκτησίας (μεγαλύτερο) στα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του υπό διάλυση συνεταιρισμού. Ερωτάται ως εκ τούτου πως θα υπολογίζεται το ποσοστό του για την ανάδειξη της διαχειριστικής επιτροπής. Ή μήπως θα πρέπει να αναδεικνύονται δύο διαφορετικές διαχειριστικές επιτροπές (με διαφορετικό ποσοστό ανάδειξης η κάθε μία) για να διαχειριστούν ζητήματα που μέχρι τώρα διαχειριζότανε το Δ.Σ. ; Υπάρχει αναμφισβήτητα ένα τεράστιο κενό που πρέπει να ρυθμιστεί. 4.- Η ανάπτυξη και άλλων δραστηριοτήτων και υπογραφή διαφόρων συμβάσεων. Πολλοί από τους συνεταιρισμούς συμμετείχαν σε διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα και έχουν αντισυμβληθεί είτε με ΝΠΔΔ, είτε με ιδιωτικές (ελληνικές και αλλοδαπές) εταιρείες, για την ανάπτυξη διαφόρων δραστηριοτήτων όπως εγκαταστάσεων Χιονοδρομικών Κέντρων, εγκαταστάσεων κινητής τηλεφωνίας κλπ. Πέραν του ότι σε αυτές δεν συμμετέχει το Ελληνικό Δημόσιο και συνεπώς εκ των πραγμάτων μπαίνει το ζήτημα της διαχείρισης που τέθηκε πιο πάνω, επί τάπητος τίθεται και το ζήτημα της ισχύος αυτών των δεσμεύσεων, μετά την διάλυση του συνεταιρισμού που ήταν ο αντισυμβαλλόμενος. Το ίδιο ακριβώς ζήτημα τίθεται και σε διάφορες άλλες συμβάσεις (μισθώσεως ή εκμισθώσεως) που συνήψαν αυτοί, ιδιαίτερα δε με τις μακροχρόνιες συμβάσεις με ξένες εταιρείες για την ανάπτυξη αιολικών πάρκων, Σε περίπτωση λύσεως των Συνεταιρισμών χάνεται η νομική τους προσωπικότητα και η φορολογική τους αυτοτέλεια οπότε όπως είναι φυσικό το κύρος των συμβάσεων όπου μετέχουν να αμφισβητείται. Περί αυτών δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη στον εν λόγω νομοσχέδιο. 5.- Η μη ύπαρξη ορισμένου χρόνου διάρκειας της διαχείρισης Η εντολή μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε. Τούτο σημαίνει ότι η διαχειριστική επιτροπή (εντολοδόχος) δεν γνωρίζει μέχρι πότε μπορεί να σχεδιάσει την διαχείρισή της. Η διαχείριση όμως ενός Δασοκτήματος απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό, μελέτη ειδικών επιστημόνων και εκ νέου σχεδιασμό των ορίων και του περιεχομένου της δασικής πολιτικής. Στις σύγχρονες συνθήκες η εκμετάλλευση του Δάσους συνδυάζει την ξυλεία, αξιοποίηση υδάτινων πόρων, ενεργειακά προγράμματα, εναλλακτικό τουρισμό, λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων και ορειβατικών εγκαταστάσεων. Είναι απολύτως αδύνατον η διαχείριση αυτή να επιτευχθεί, χωρίς αφ’ ενός μεν την ύπαρξη φορέα με αυτοτελή νομική προσωπικότητα και ικανότητα να συναλλάσσεται και αφ’ ετέρου χωρίς μία συγκεκριμένη χρονική θητεία, εντός της οποίας οι υπεύθυνοι για την διαχείριση θα αναπτύξουν τις πρωτοβουλίες τους. 6.- Το ζήτημα της λογοδοσίας Με το ισχύον νομικό καθεστώς η λογοδοσία του Δ.Σ. λάμβανε χώρα ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης, μετά τη λήξη της θητείας του. Ακόμη κάθε χρόνο με το κλείσιμο του ισολογισμού, αυτός τίθετο για έγκριση στη Γ.Σ., η οποία και με τη νόμιμη πλειοψηφία απάλλασσε το Δ.Σ. από τυχόν αστικές ευθύνες. Με την υπαγωγή της διαχείρισης στις περί εντολής διατάξεις : 6.α.- Αυξάνεται δυσανάλογα η ευθύνη των διαχειριστών – εντολοδόχων (για κάθε πταίσμα) 6.β.- Ανοίγει ο δρόμος για σειρά ολόκληρη δικών που ο κάθε συνεταίρος (ακόμη και για λόγους κακοβουλίας) θα σέρνει στα Δικαστήρια μέλη της διαχειριστικής επιτροπής. 6.γ.- Δεν προβλέπεται ετήσια λογοδοσία. 6.δ.- Δεν προβλέπεται η πλειοψηφία που θα απαλλάσσει της διαχειριστική επιτροπή από ευθύνες 7.- Το ζήτημα των δαπανών της εντολής και η τύχη του προσωπικού. Οι δαπάνες εκτέλεσης της εντολής προκαταβάλλονται. Κανένας όμως συνεταιρισμός δεν έχει τη δυνατότητα να προκαταβάλλει (και για πόσο χρονικό διάστημα άραγε) τις ανωτέρω δαπάνες. Επιπλέον τίθενται τα ερωτήματα : Στις δαπάνες εκτέλεσης της εντολής περιλαμβάνονται και οι αμοιβές του προσωπικού που θα απαιτηθεί για αυτήν ; Και ποιος επιλέγει αυτό ; Ποια η τύχη του υφιστάμενου προσωπικού ; Απολύεται αφού δεν θα υπάρχει το νομικό πρόσωπο που το προσέλαβε ; Όλα τα παραπάνω ζητήματα που αφορούν ζωές πολιτών ούτε απλά είναι, ούτε αντιμετωπίζονται από τα δύο άρθρα του νομοσχεδίου. Επισημαίνεται εδώ και πάλι το πρόβλημα του κομματισμού. Το Ελληνικό Δημόσιο με το 1/5 είτε εξασφαλίζει την πλειοψηφία και ορίζει την διαχειριστική επιτροπή, είτε προσφεύγει στο Δικαστήριο και μέσω αυτού επιτυγχάνει τον ορισμό των ανθρώπων της επιλογής του. Και στη συνέχεια αυτά τα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής θα επιλέξουν τους συνεργάτες τους (προσωπικό) που θα ασχοληθεί με την διαχείριση !!!!!!! 8.- Το ζήτημα της διανομής Στις διατάξεις περί κοινωνίας υπάρχει η δυνατότητα της εκουσίας ή δικαστικής διανομής (αυτούσια ή διανομή του τιμήματος). Και ναι μεν, σε ό,τι αφορά τα δάση, ισχύει η δασική νομοθεσία και δεν είναι δυνατή χωρίς απόφαση του οικείου Υπουργού. Για τη λοιπή όμως περιουσία του συνεταιρισμού (χιονοδρομικές εγκαταστάσεις, καταφύγια, αγροί, αστικά ακίνητα, εργοστάσια κλπ) μπορεί οποτεδήποτε, και από έναν που έχει ένα ελάχιστο ποσοστό, να επιδιωχθεί η διανομή της. 9.- Ορισμένα υπαρκτά προβλήματα που η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής θέτει. 9.α.- Η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής του ΑΚ είναι πρακτικά αδύνατη. Είναι εξαιρετικά δυσχερές να συμπτυχθούν πλειοψηφίες (όσο θολά περιγράφεται στο σχέδιο νόμου) που θα αναθέσουν δια συμβολαιογραφικού εγγράφου την σχετική εντολή διαχειρίσεως. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 724 ΑΚ ο εντολέας έχει την δυνατότητα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε και μάλιστα κατ αρχήν χωρίς να είναι αντίθετη συμφωνία. Είναι προφανές ότι κατά τον τρόπο αυτό δεν μπορεί οποιαδήποτε επιτροπή να διαχειριστεί τις δασικές υποθέσεις με την αναγκαία σχετική σταθερότητα, ούτε είναι δυνατόν να επιβληθεί, αν θεωρηθεί ότι βρίσκει εφαρμογή το β’ εδάφιο του ΑΚ 724, συγκεκριμένη διάρκεια (κα ποια άραγε;) της συμβάσεως εντολής χωρίς την συναίνεση του εντολέα. Θα δημιουργηθεί το οξύμωρο της αναθέσεως εντολής διαφορετικής χρονικής διάρκειας ή ελεύθερα ανακλητής; 9.β.- Λόγω της φύσεως της δασικής διαχείρισης δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν τα όρια της εντολής εντός των οποίων θα πρέπει να ενεργούν οι αντιπρόσωποι ή η Επιτροπή διαχείρισης, που προβλέπει το σχέδιο Νόμου 9.γ.- Επιπλέον προβλήματα δημιουργούνται και στην περίπτωση θανάτου είτε του εντολέα είτε το εντολοδόχου. Σήμερα η διαχείριση των Δασών ασκείται από τον Συνεταιρισμό με τα όργανά του, ανεξαρτήτως τυχόν θανάτου μέλους του ΔΣ ή συνεταίρου, οι κληρονόμοι του οποίου γίνονται μέλη του Συνεταιρισμού κατά τους όρους του νόμου και του Καταστατικού. Αντίθετα σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής, αυτή λύεται αυτόματα με τον θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου. Οι κληρονόμοι του εντολέα μπορούν (αλλά δεν υποχρεούνται) να αναθέσουν οι ίδιοι την διαχείριση στον ίδιο ή διαφορετικό εντολοδόχο, οπότε θα πρόκειται για νέα σύμβαση εντολής. Κατά τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη από τον νόμο πλειοψηφία των συνιδιοκτητών καθίσταται ιδιαίτερα εύθραυστη είτε λόγω τυχόν ανακλήσεων εντολής είτε λόγω θανάτου εντολέα ή εντολοδόχου. Επιπλέον επιπρόσθετα προβλήματα θα δημιουργηθούν από την αυτονόητη συνέπεια της δυνατότητας ελεύθερης μεταβίβασης ποσοστού συγκυριότητας προς τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. 10.- Δεν είναι αντισυνταγματική η θέσπιση των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών. Η αιτιολόγηση της διάλυσης των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών είναι νομικά πλημμελής. Είναι γνωστό ότι η παρ. 5 του άρθρου 12 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζει ότι : «… 5. Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν.» Όπως είναι γνωστό ότι το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας με πλείστες όσες αποφάσεις του δέχθηκε την συνταγματικότητα αυτών (Σ.τ.Ε. 1175/1957 Ολομ., 1058/1958 Ολομ. Σ.τ.Ε. 2903/1983 Ολομ., 4104/1995 κλπ) Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας για την εν λόγω ρύθμιση. Δεν γνωρίζουμε αν άλλοι λόγοι (μνημόνιο κλπ) το επιβάλλουν. Σε κάθε όμως περίπτωση η όποια ρύθμιση θα πρέπει να οδηγεί σε βιώσιμες καταστάσεις και όχι σε ουσιαστική αδρανοποίηση ή διάλυση των δεκάδων ενεργών συνεταιρισμών. Με τα δεδομένα αυτά η προσπάθεια ρύθμισης της διάλυσης των άρθρων 47 και 49 του νομοσχεδίου σχετικά με τους αναγκαστικούς δασικούς συνεταιρισμούς και της υπαγωγής τους στις διατάξεις περί κοινωνίας και εντολής δεν είναι η πλέον επιτυχής. Στην πράξη δε, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. Είμαστε πρόθυμοι να συμμετέχουμε σε έναν εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ του Υπουργείου και μιας Επιτροπής των αναγκαστικών συνεταιρισμών με συγκεκριμένο θεματολόγιο και ορισμένο χρονικό ορίζοντα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλα τα παραπάνω ζητήματα και να βρεθεί η βέλτιστη λύση. Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε επιβεβλημένη την απόσυρση των διατάξεων των άρθρων 47 και 49, έως ότου, τουλάχιστον, προηγηθεί η επαρκής και πλήρης επεξεργασία των παραπάνω ζητημάτων, η οποία προτείνουμε να αρχίσει άμεσα και να ολοκληρωθεί μέσα σε διάστημα 6 έως 9 μηνών.