Αρχική Σχέδιο Τεχνικού Κανονισμού ΒιοκαυσίμωνΆρθρο 02: ΒιοντίζελΣχόλιο του χρήστη Γιάννης Σαρακατσιάνος | 6 Ιουνίου 2012, 12:59
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Προτείνεται προσθήκη στον «Τεχνικό Κανονισμό Βιοκαυσίμων» (εφ’ εξής «Κανονισμός»), όπως παρατίθεται ως σχέδιο. Προτείνεται, συγκεκριμένα, προσθήκη στο άρθρο 2.5. υπό τον τίτλο «Ασφάλεια – Μεταφορά – Φόρτωση του βιοντίζελ», προσθέτοντας δηλαδή στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του εν λόγω άρθρου τις λέξεις «ή βρώσιμων υγρών ελαίων και λιπών», ώστε το εν λόγω εδάφιο να διαμορφωθεί ως ακολούθως: «Το αυτούσιο βιοντίζελ, το οποίο δεν ταξινομείται ως επικίνδυνο για οδική μεταφορά, μπορεί να μεταφερθεί οδικώς και με βυτιοφόρα μέσα μεταφοράς χημικών υγρών ή βρώσιμων υγρών ελαίων και λιπών». Σκοπιμότητα της εν λόγω προσθήκης: 1. Η εν λόγω προσθήκη, για τη δυνατότητα μεταφοράς του «αυτούσιου βιοντίζελ» (που δεν ταξινομείται ως επικίνδυνο για οδική μεταφορά και ταξινομείται στην κατηγορία «Αταξινόμητα υγρά», βλ. παράγρ. 2.2. Κανονισμού) συνάδει κατ’ αρχάς με την έννοια και το περιεχόμενο της τρίτης παραγράφου του ιδίου άρθρου (2.5) με την οποία επιβάλλεται καθαρισμός του βυτίου «που προηγουμένως μετέφερε», μεταξύ άλλων, «φυτικά έλαια κ.α.». Κυρίως όμως η εν λόγω προσθήκη έρχεται να συμπληρώσει το κενό που υφίσταται στην χερσαία μεταφορά του αυτούσιου βιοντίζελ (μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων που παράγονται από βιομάζα που προορίζονται μεν για χρήση ως βιοκαύσιμο πριν όμως αναμιχθούν με συμβατικό ντίζελ οπότε αποτελεί «μείγμα βιοντίζελ με συμβατικό ντίζελ», βλ. άρθρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρ. 2.2 Κανονισμού). Πράγματι, ενώ για τη θαλάσσια μεταφορά του αυτούσιου βιοντίζελ (μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων) υφίσταται ειδική νομοθεσία, δεν υφίσταται ανάλογη στη χερσαία μεταφορά του και έτσι για το κενό αυτό, που υφίσταται δημιουργείται εν προκειμένω η κατάλληλη και ενδεδειγμένη ευκαιρία συμπλήρωσής του με τον παρόντα υπό διαβούλευση Κανονισμό κατ’ ανάλογη εφαρμογή όσων ισχύουν στη θαλάσσια μεταφορά. Πιο συγκεκριμένα: α. Δυνάμει της με αριθ. 2004/4 Οδηγίας της Επιτροπής, που τροποποίησε την Οδηγία 96/3 αντικαθιστώντας το Παράρτημα της, οι μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο αποδεκτών προηγούμενων φορτίων κατά τη θαλάσσια μεταφορά υγρών ελαίων και λιπών. Η εν λόγω τροποποίηση του καταλόγου αποδεκτών προηγούμενων φορτίων της Οδηγίας 96/3, και η προσθήκη σε αυτόν των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων έγινε μετά από αξιολόγηση της Επιστημονικής Επιτροπής Τροφίμων (SCF) περί της μη επικινδυνότητας τους και της απουσίας γονιδιοτοξικής δυνατότητας τους, βάσει επιστημονικών δεδομένων. Η ελληνική νομοθεσία εναρμονίσθηκε προς τις διατάξεις των ως άνω Ο-δηγιών, με την προσθήκη των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων στο Παράρτημα του άρθρου 12Γ του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Στο ίδιο, ως άνω, άρ¬θρο στα απαριθμούμενα στον Κατάλογο αποδεκτών προηγούμενων φορτίων προϊόντα περιλαμβάνονται και οι μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων. Ειδικότερα: Όπως ρητώς μνημονεύεται στις υπ’ αριθ. (2) και (4) αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας 2004/4 της Επιτροπής, με την οποία, ως ελέχθη, οι με¬θυλεστέρες λιπαρών οξέων προστέθηκαν στον κατάλογο αποδεκτών προηγούμενων φορτίων: «(2) Με βάση τις αξιολογήσεις που έχει διενεργήσει η επιστημονική επιτροπή τροφίμων και, ιδίως, τη γνώμη που υπέβαλε στις 20 Σεπτεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε στις 12 Ιουνίου 1997 (107η συνεδρίαση ολομέλειας), και την ενημερωμένη της γνώμη της 4ης Απριλίου 2003, για το δυνητικό κίνδυνο από μεταφορές σε δεξαμενόπλοια ελαίων και λιπών από ουσίες που προτείνονται ως αποδεκτά προηγούμενα φορτία, είναι αναγκαία η τροποποίηση του καταλόγου αποδεκτών προηγούμενων φορτίων που παρατίθεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/3/ΕΚ» και «(4) Στην περίπτωση των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων … η αξιολόγηση της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων κατέληξε στην αποδοχή αυτών των ουσιών ως προηγούμενων φορτίων. Επομένως, οι ουσίες αυτές πρέπει να προστεθούν στον κατάλογο αποδεκτών προηγούμενων φορτίων». Σύμφωνα ειδικότερα με τα κριτήρια που ανέπτυξε η Επιστημονική Επιτροπή Τροφίμων (SCF), η γνώμη της οποίας έχει επανειλημμένα ζητηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την νομοπαρασκευαστική διαδικασία, και την εκπόνηση Κανονισμών και Οδηγιών στον τομέα των τροφίμων, προκειμένου μία ουσία να γίνει αποδεκτή στον Κατάλογο Αποδεκτών Προηγούμενων Φορτίων θα πρέπει πρώτα από όλα να αποδεικνύεται πλήρως η έλλειψη τοξικολογικών κινδύνων και ειδικά οιασδήποτε γονιδιοτοξικής και καρκινογενεσιακής δυνατότητας (βλ. την 20.09.1996 γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής Τροφίμων). Εξάλλου όπως η ίδια ως άνω Επιστημονική Επιτροπή επισημαίνει στην από 20.09.1996 γνώμη της «εξετάζοντας την δυνατότητα αποδοχής των ουσιών ως προηγούμενων φορτίων η Επιτροπή σημείωσε ότι η Ο¬δηγία 93/43 για την «Υγιεινή των Τροφίμων» απαιτεί όλα τα τρόφιμα να προ¬στατεύονται από τον κίνδυνο επιμολύνσεως». Η έλλειψη κινδύνου επιμολύνσεως και η έλλειψη γονιδιοτοξικής και καρκινογενεσιακής δυνατότητας, αποτέλεσαν εν προκειμένω τα κρίσιμα κριτήρια, για την αποδοχή των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων στον Κατάλογο ως αποδε¬κτό προηγούμενο φορτίο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα Πρακτικά της 107ης συνεδρίασης της Ολομέλειας της άνω Επιστημονικής Επιτροπής, που έλαβε χώ¬ρα στις 12 Ιουνίου 1997 και η οποία διαπίστωσε την αναγκαιότητα προσθήκης του εν λόγω προϊόντος στον Κατάλογο Αποδεκτών Προηγούμενων Φορτίων, θέση που επανέλαβε στην από 4.4.2003 ενημερωμένη γνώμη της, και αποτέλεσε κατά τα ανωτέρω την αιτία της προσθήκης των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων στον άνω Κατάλογο, «ΟΙ ΜΕΘΥΛΕΣΤΕΡΕΣ ΛΙΠΑΡΩΝ ΟΞΕΩΝ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΙΧΝΗ ΣΤΑ ΦΥΤΙΚΑ ΕΛΑΙΑ ΚΑΙ ΛΙΠΗ. Η ΧΗΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΘΙΣΤΑ ΑΠΙΘΑΝΗ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΟΙΩΝΔΗΠΟΤΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΙΧΝΩΝ ΣΕ ΒΡΩΣΙΜΑ ΕΛΑΙΑ ΚΑΙ ΛΙΠΗ. Οι διαθέσιμες τώρα πλη¬ροφορίες αναφορικά με τον καθαρισμό και την επεξεργασία επιβεβαιώνουν, ότι αυτοί οι εστέρες μπορούν εύκολα να απομακρυνθούν με τον καθαρισμό των βυτίων …». Τα άνω πορίσματα, ως προς την έλλειψη επικινδυνότητας του εν λόγω προϊόντος για τα τρόφιμα, (βρώσιμα έλαια και λίπη) επαληθεύονται και από την Ευρωπαϊκή Αρχή Α¬σφά¬λειας των Τροφίμων (EFSA). β. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας των Τροφίμων (EFSA) ιδρύθηκε με τον Κανονισμό 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και αποτελεί Αρχή στελεχωμένη από ειδικούς των θετικών επιστημών. Στην ίδρυση της άνω Αρχής οδήγησε η αναγκαιότητα πρόσβασης της Ε.Ε. σε «υψηλού επιπέδου, ανεξάρτητη και αποτελεσματική επιστημονική και τεχνική υποστήριξη» (Βλ. αιτιολογική σκέψη 32 Κανονισμού 178/2002). Η Αρχή έχει το ρόλο ανεξάρτητου επιστημονικού πόλου αναφοράς όσον αφορά την αξιολόγηση των κινδύνων και, με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενώ μπορεί να ζητηθεί από αυτήν να παρέχει γνώμες για επίμαχα επιστημονικά θέματα, καθιστώντας έτσι ικανά τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας και τα κράτη μέλη να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις για τη διαχείριση κινδύνων με σκοπό την εγγύηση της ασφάλειας των τροφίμων, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να συμβάλλει στο να μη κατακερματίζεται η εσωτερική αγορά με αδικαιολόγητα ή άσκοπα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων (Βλ. αιτιολογική σκέψη 34). Η Αρχή πρέπει να παρέχει εμπεριστατωμένες ανεξάρτητες επιστημονικές απόψεις για την ασφάλεια και άλλες πτυχές της όλης αλυσίδας των τροφίμων (Βλ. αιτιολογική σκέψη 36). Όπως επισημαίνεται σε πρόσφατη επιστημονική μελέτη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια Τροφίμων (EFSA) που ασχολήθηκε μετα-ξύ άλλων με την μη επικινδυνότητα των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων για την ανθρώπινη υγεία και εντεύθεν την αποδοχή τους ως προηγούμενων φορτίων, δημοσιευθείσα στις 31.03.2010 (EFSA Journal 2009: 7 (11): 1391) «Ορισμένες από τις ουσίες που αξιολογήθηκαν ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΩΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΦΟΡΤΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ SCF ΕΠΕΙΔΗ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΡΟΦΙΜΑ Η΄ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΟΥ. Ένας πλήθος άλλων ουσιών θεωρήθηκε αποδεκτό από τοξικολογική σκοπιά». Στην ως άνω κατηγορία, των ουσιών που αποτελούν συστατικά τροφίμου, ανήκουν οι μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων, οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν οιαδήποτε γονιδιοτοξική δυνατότητα αλλά αποτελούν πρόσθετο τροφίμων και προϊόν που χρησιμοποιείται ευρέως από τη βιομηχανία τροφίμων σε πλήθος διατροφικών εφαρμογών. Περαιτέρω στην ίδια ως άνω μελέτη της, η EFSA, ρητώς μνημονεύει, αποδεχόμενη τα σχετικά συμπεράσματα της Επιτροπής CONTAM, ότι, σύμφω-να με την τελευταία, «ΤΑ ΜΕΙΓΜΑΤΑ ΛΙΠΑΡΩΝ ΕΣΤΕΡΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ … ΔΕΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΝ ΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ» υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι «οι πηγές περιορίζονται ούτως ώστε τα λιπαρά οξέα … να προέρχονται από βρώσιμους τύπους λιπών και ελαίων χωρίς επιμόλυνση με προσθήκες τοξικολογικού ενδιαφέροντος» γ. Εξάλλου, στη ρητή αναγνώριση της μη επικινδυνότητας των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων για την δημόσια υγεία, καθώς και στην αναγνώριση της μη επικινδυνότητας του εν λόγω προϊόντος για την ανθρώπινη κατανάλωση, έχει προβεί και πλήθος διεθνών οργανισμών, μεταξύ των οποίων ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΤΩΝ ΗΠΑ (FDA – Food and Drug Administration) και η FOSFA (“Federation of Oils, Seeds & Fats Associations Limited”). δ. Επιπρόσθετα οι μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν επιμολυντές τροφίμων, ώστε να κωλύεται η μεταφορά τους με βυτία, που μεταφέρουν βρώσιμα υγρά έλαια και λίπη. Σύμφωνα με τον Κα¬νονισμό 61/2011 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων καθώς και με τις μεθόδους προσδιορισμού» ΟΙ ΜΕΘΥΛΕΣΤΕΡΕΣ ΛΙΠΑΡΩΝ ΟΞΕΩΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΦΥΣΙΚΟ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ και για τον λόγο αυτό τίθενται όρια α¬πό τον εν λό¬γω Κανονισμό ως προς την περιεκτικότητα των ελαιολάδων. Η συγκέντρωση των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων (FAME: Fatty Acid Methyl Esters) στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο (το οποίο και σύμφωνα με την νομοθεσία έχει υποστεί και την λιγότερη καταπόνηση από άποψη διεργασίας παραγωγής) είναι 75 mg/Kg. Το ποσοστό δε αυτό δύναται να είναι αυξημένο για τις άλλες κατηγορίες ελαιολάδου. Κατά την μεταφορά του Κανονισμού αυτού στην Εθνική νομοθεσία (απόφ. Οικ. 30/003/272/5-4-2011) αναφέρεται ότι «Τα ελεύθερα FAME & FAEE είναι δείκτης ήπιας απόσμησης ενός μειονεκτικού παρθένου ελαιολάδου, διαδικασία η οποία δεν το τροποποιεί τόσο ώστε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του εξευγενισμένου ελαιόλαδου» και στην αμέσως επόμενη παράγραφο αναφέρεται ότι τα ελεύθερα FAME & FAEE όμως μπορεί να προέρχονται και από φυσικές διεργασίες κατά την παραγωγική διαδικασία του ελαιολάδου. 2. Μετά τα παραπάνω, θεωρείται, κατά την άποψή μου, επιβεβλημένη η άνω προτεινόμενη προσθήκη, η οποία θα συμπληρώσει το κενό, που υφίστα-ται εν προκειμένω, για τη χερσαία μεταφορά των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων (αυτούσιου βιοντίζελ), αφού το προτεινόμενο, εν προκειμένω, Σχέδιο Κανονισμού έρχεται να ρυθμίσει, μεταξύ άλλων, και τη «διακίνηση του αυτούσιου βιοντίζελ» (μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων – ΜΛΟ – FAME). Με τη ρύθμιση δε αυτή θα αποφευχθούν στο μέλλον παρεξηγήσεις, που κυρίως ξεκινούν από το κενό, που υφίσταται στη νομοθεσία ως προς τη χερσαία μεταφορά των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων, οι οποίες οδηγούν σε ανεπίτρεπτες νομικές αντιφάσεις και κατ’ ακολουθία σε ανασφάλεια δικαίου από ερμηνείες, όπως π.χ. ότι ναι μεν επιτρέπεται, διότι προβλέπεται ρητά στη νομοθεσία, η θαλάσσια μεταφορά «αυτούσιου βιοντίζελ» (μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων) με πλοία, που μεταφέρουν επίσης και «βρώσιμα έλαια και λίπη», με μόνη προϋπόθεση μεταξύ των δύο διαφορετικών φορτώσεων τον αποτελεσματικό καθαρισμό των δεξαμενών του πλοίου, αλλά όμως κάτι τέτοιο δήθεν δεν επιτρέπεται, διότι δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη, στη χερσαία μεταφορά δηλαδή η δυνατότητα μεταφοράς αυτούσιου βιοντίζελ με βυτιοφόρα, που μεταφέρουν επίσης «βρώσιμα υγρά έλαια και τρόφιμα», με προϋπόθεση, εν προκειμένω, και πάλι τον αποτελεσματικό καθαρισμό του βυτίου, όπως, εξάλλου, αυτό προβλέπεται ρητά στην παράγραφο 5 του κεφαλαίου IV του Παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 852/2004/ΕΚ, η οποία έχει ως ακολούθως: «Όταν τα βυτία των οχημάτων ή/και τα δοχεία έχουν χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά άλλων προϊόντων εκτός των τροφίμων ή για τη μεταφορά διαφορετικών ειδών τροφίμων, πρέπει να γίνεται αποτελεσματικός καθαρισμός μεταξύ των φορτώσεων ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος μόλυνσης».