Αρχική Ρυθμίσεις θεμάτων Ανανεώσιμων Πηγών ΕνέργειαςΆρθρο 01: Θέματα πρόσβασης στα δίκτυαΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 14 Δεκεμβρίου 2012, 12:35
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται μια σειρά από ενέργειες του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που θέτουν εν αμφιβόλω την πράσινη προοπτική της χώρας. Κατά την άποψη του WWF Ελλάς, το παρόν νομοσχέδιο κινείται στην ίδια ομιχλώδη κατεύθυνση. Πιο κάτω, αναφέρουμε συνοπτικά την άποψη της οργάνωσης επί των άρθρων του νομοσχεδίου. Άρθρο 1. Το ΥΠΕΚΑ δικαιολογεί τις νέες ρυθμίσεις ως εξής: «οι νέες ρυθμίσεις στοχεύουν στη διευκόλυνση υλοποίησης ώριμων έργων, καθώς και στην αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης σχετικά με την εξασφάλιση πρόσβασης στα δίκτυα που βαίνουν προς κορεσμό, λόγω και των ανενεργών προσφορών σύνδεσης. Ειδικότερα, μέσω των νέων διατάξεων, μεταξύ άλλων, επιχειρείται ο εξορθολογισμός της διαδικασίας δέσμευσης ηλεκτρικού χώρου στο δίκτυο καθώς και η δημιουργία προϋποθέσεων για να διατηρηθούν σε ισχύ εκείνες οι άδειες παραγωγής, για τις οποίες εξακολουθεί να υφίσταται προοπτική υλοποίησης...». Δυστυχώς δεν είναι σαφές σε ποια επιχειρήματα απαντά ο ορισμός εγγυητικής επιστολής. Σε συνθήκες κρίσης, ώριμα και πλήρως αποδοτικά έργα (σε οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς όρους) μπορεί να μην υλοποιηθούν εξαιτίας της έλλειψης πρόσβασης σε χρηματοδότηση. Αντιθέτως, έργα λιγότερο αποδοτικά μπορεί να βρεθούν σε πλεονεκτική θέση, αν ο εκάστοτε επενδυτής είναι σε θέση να λάβει εγγυητική επιστολή. Παρότι η οργάνωση δεν τίθεται εξαρχής ενάντια στην εισαγωγή ρύθμισης για την κατάθεση εγγυητικών επιστολών, θεωρούμε ότι το ύψος της εγγυητικής επιστολής είναι απαγορευτικό και επί της ουσίας πριμοδοτεί μόνο μεγάλες επενδύσεις εις βάρος των μικρών και μεσαίων επενδύσεων παντός είδους ΑΠΕ. Πάγια προσπάθεια του Υπουργείου θα έπρεπε να είναι η ομαλή διασπορά των επενδύσεων ΑΠΕ, προς αποφυγή της υπερσυγκέντρωσης αλλά και με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και το σεβασμό των τοπικών κοινωνιών και του τοπίου. Το Υπουργείο θα έπρεπε επίσης να λαμβάνει υπόψη την ωριμότητα κάθε τεχνολογίας όπως και τις αναμενόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από κάθε επένδυση. Οριζόντιες ρυθμίσεις όπως η παρούσα δεν συνεισφέρει στην ομαλή προώθηση των ΑΠΕ και επιφέρει άνιση μεταχείριση ακόμα και μεταξύ έργων ίδιων τεχνολογίας αλλά διαφορετικής ισχύος. Εξαιρέσεις από την κατάθεση εγγυητικής επιστολής ή ευνοϊκότερες ρυθμίσεις θα έπρεπε να ισχύσουν για συμμετοχικά σχήματα ΑΠΕ, τα οποία θα πρέπει επιτέλους να κατοχυρωθούν νομοθετικά. Άρθρο 2. Το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» προβλέπει σχέδιο μεταρρύθμισης υποστηρικτικών προγραμμάτων ΑΠΕ, έτσι ώστε να καταστούν συμβατά με τις εξελίξεις στην αγορά (ΦΕΚ Α 12, σ. 522). Δεν είναι καθόλου σαφές ότι η αύξηση του κόστους εισόδου και παραμονής στην αγορά εξυπηρετεί τον στόχο αυτό. Αντιθέτως, ο τρόπος εισαγωγής του τέλους διατήρησης δικαιώματος υποδεικνύει πως πρόκειται για ένα καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με αμφίβολα αποτελέσματα. Άρθρο 3. Θεωρούμε ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη και ως εκ τούτου ανεπίτρεπτη την εισαγωγή των μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων στις πρόνοιες της παραγράφου 8 του άρθρου 10 του ν. 3468/2006. Το ΥΠΕΚΑ θα πρέπει κάποτε να σκεφτεί σοβαρά πως οι συνεχείς αλλαγές σε νόμους προδίδουν προχειρότητα και διάθεση «διευκολύνσεων» και όχι αξιοπιστία και διαφάνεια. Άρθρο 4. Η προτεινόμενη ρύθμιση επιτρέπει την κατασκευή μεγάλων υδροηλεκτρικών, θεωρώντας ως αναπόδεικτα δεδομένο ότι ο σκοπός των έργων μπορεί να επιτευχθεί με την παραχώρηση μη δασικών εκτάσεων. Όπως και στις άλλες περιπτώσεις, πρόκειται για ρύθμιση που υποβαθμίζει το καθεστώς προστασίας των δασών και καθιστά την συνταγματική τους προστασία κενή περιεχομένου. Υπενθυμίζεται ότι, κατά το ΣτΕ, «οι επιτρεπόμενες από το νόμο και το Σύνταγμα επεμβάσεις σε έκταση με δασικό χαρακτήρα πρέπει να διενεργούνται με τη μεγαλύτερη δυνατή φειδώ, και αφού διαπιστωθεί αιτιολογημένως ότι η ικανοποίηση των συγκεκριμένων αναγκών που επιδιώκεται με την επέμβαση υπερτερεί της ανάγκης διαφυλάξεως της δασικής βλαστήσεως και ότι δεν υφίσταται τρόπος ικανοποιήσεως των αναγκών χωρίς αλλοίωση της μορφής εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα...» [ΣτΕ 4448/2010, 1508/2008, 4446/2005, 2569/2004 7μ. 1986/2002, 3672/2001 κ.ά. ]. Επίσης, ειδικά για τους αιολικούς σταθμούς, έχει κριθεί ότι «η εγκατάσταση αιολικών σταθμών, συνιστά, υπό προϋποθέσεις επέμβαση σε δάση ή δασικές εκτάσεις, (άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2941/2001, Α΄ 201) επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται με τη μικρότερη δυνατή απώλεια δασικού πλούτου (πρβλ. ΣτΕ 1508/2008, 2569/2004)». Εάν η διάταξη εγκριθεί, θα είναι η 5η φορά που τροποποιείται, προκειμένου να διευκολυνθεί η χωροθέτηση ορισμένων έργων χωρίς μέριμνα για την διατήρηση των εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα. Από τα έργα που έχουν ωφεληθεί από τις τροποποιήσεις αυτές, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, μαζί με την τεχνητή τους λίμνη, είναι αυτά που απαιτούν τις μεγαλύτερες δασικές εκτάσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η στάθμιση της ζημιάς στο περιβάλλον και του οφέλους από το έργο είναι διαφορετική στα μεγάλα υδροηλεκτρικά, καθώς έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις μεγάλης κλίμακας. Άλλωστε, και για τα «μεγάλα» υδροηλεκτρικά, εξετάζονται υποχρεωτικά εναλλακτικές λύσεις, στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής τους αδειοδότησης. Ως εκ τούτου το άρθρο 4 θα πρέπει να διαγραφεί. Άρθρο 5. Η αλλαγή του χώρου εγκατάστασης αποτελεί ουσιαστική τροποποίηση, η οποία απαιτεί νέα περιβαλλοντική αδειοδότηση, καθώς οι επιπτώσεις του έργου διαφοροποιούνται ανάλογα με το σημείο. Με την μετακίνηση αυτή, είναι δυνατόν να τροποποιείται ουσιαστικά το νομικό καθεστώς του έργου: για παράδειγμα, μπορεί να μετακινείται σε περιοχή με ειδικό καθεστώς προστασίας. Κατά συνέπεια, η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου ότι «συνεχίζεται ακωλύτως η διαδικασία υλοποίησης της επένδυσης κατόπιν τροποποίησης κατά προτεραιότητα» ουσιαστικά εξαιρεί τα έργα αυτά από την προσήκουσα αδειοδότηση, και εγείρει σοβαρά προβλήματα νομιμότητας. Το γεγονός ότι τα ειδικότερα κριτήρια και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος θα καθοριστούν στο απώτερο μέλλον με απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ δεν πείθει για τις προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας. Άρθρο 6. Το WWF Ελλάς αδυνατεί να κατανοήσει πώς οι μικρές ανεμογεννήτριες αποτελούν πρόβλημα για το σύστημα και συντείνουν σε ενδεχόμενο κορεσμό του. Η επί της ουσίας αναστολή της υλοποίησης έργων χρήσης μικρών α/γ, έως ότου εκδοθεί «ειδικό πρόγραμμα», φανερώνει για μια ακόμη φορά προχειρότητα. Κατά την άποψη του WWF Ελλάς, η προώθηση των μικρών α/γ θα έφερνε πολλαπλά οφέλη, καθώς θα απέδιδε ένα σημαντικό βοήθημα σε όσους επιλέξουν να εγκαταστήσουν τέτοιου είδους έργα και θα βοηθούσε στην με καλύτερους όρους αποδοχή των αιολικών τεχνολογιών από την κοινωνία. Άρθρο 10. Πρόκειται για ρύθμιση που υποβαθμίζει το ανθρωπογενές και μη περιβάλλον των νησιωτικών περιοχών. Το όριο των 1000 μέτρων αντικαθίσταται με μία σειρά ασαφών κριτηρίων [«ομαλή λειτουργία αγοράς», στενότητα χώρων, «ανάγλυφο», «μέγεθος» ρυμοτομικού], τα οποία είναι αμφίβολο αν μπορεί να εφαρμόσει η επιτροπή καθορισμού λατομικών περιοχών. Η μείωση της απόστασης επιτρέπεται από «μέρος ή το σύνολο» των ορίων της λατομικής ζώνης, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η ύπαρξη λατομικών χώρων που ουσιαστικά εφάπτονται (!) με οικισμούς. Στην παράγραφο 2, η διασφάλιση της «ασφάλειας και υγείας» των περίοικων αποτελεί μία στοιχειώδη, αυτονόητη απαίτηση. Περιοχές με τουριστικό, παραθεριστικό και ιστορικό ενδιαφέρον δικαιούνται πολύ υψηλότερο επίπεδο προστασίας, και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να παραγνωρίζονται άλλες χρήσεις γης. Όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, που περιλαμβάνει τον αέρα, το τοπίο και το ηχητικό περιβάλλον, η μείωση των αποστάσεων πρόκειται αναμφισβήτητα να την υποβαθμίσει. Επισημαίνεται ότι ο καθορισμός λατομικής ζώνης πρέπει να υποβληθεί στη διαδικασία του περιβαλλοντικού προελέγχου σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 5 της ΚΥΑ 107017/28-8-2006 (Β’ 1225), και την οδηγία 2001/42, ώστε να διακριβωθεί εάν απαιτείται η εκπόνηση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) (ΣτΕ 2424/2010, Εγκύκλιος με Α.Π. Γ10/Φ6.12.ΓΔΛ/27761/4770 της 6.12.2011, ΑΔΑ 456Α0-4ΤΧ). Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει να εξεταστούν περισσότεροι παράγοντες που αφορούν το ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον. Ούτε η παράγραφος 3 παρέχει επαρκή προστασία, καθώς ο ισχύων ΚΜΛΕ προβλέπει ότι από «βιομηχανικά κτίσματα και εγκαταστάσεις, οικίες, έργα κοινής ωφέλειας, πλατείες, γυμναστήρια, νεκροταφείακαι λοιπούς κοινόχρηστους χώρους» και εφόσον χρησιμοποιούνται εκρηκτικές ύλες, πρέπει να αφήνεται απόσταση ασφάλειας 500 μέτρων. Παρόλα αυτά «εφόσον δεν ανακύπτουν θέματα ασφάλειας, δεν αποκλείεται η χωροθέτηση των εργασιών αυτών και σε αποστάσεις μικρότερες». Με άλλα λόγια, εφόσον εξασφαλίζεται κατά κάποιο τρόπο η ασφάλεια, είναι καταρχήν δυνατή και η περαιτέρω μείωση (ακόμα και η κατάργηση) του ορίου. Γενικότερα, είναι αξιοσημείωτη η κακή διατύπωση της διάταξης: για παράδειγμα, δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται το «είδος» και το «μέγεθος» του ρυμοτομικού. Αναρωτιέται, π.χ., κανείς αν τα «μεγάλα» ρυμοτομικά δημιουργούν στενότητα χώρων, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η χωροθέτηση λατομικών χώρων κοντά σε αυτά. Τέλος, επειδή η διαβούλευση δεν συνοδεύεται από υποστηρικτικά κείμενα, θα ήταν χρήσιμο να μαθευτεί ποια ακριβώς νησιά στερούνται χώρου για λατομικές ζώνες, καθώς το θέμα έχει ανακύψει, εξ’ όσων γνωρίζουμε, για συγκεκριμένα λατομεία σε ορισμένα νησιά. Περισσότερες πληροφορίες ή διευκρινίσεις: Μιχάλης Προδρόμου, Υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής, WWF Ελλάς, 2103314893 Γιώργος Χασιώτης, Συντονιστής νομικής ομάδας υποστήριξης πολιτών, WWF Ελλάς, 2103314893