Αρχική Αυθαίρετη δόμηση 2Άρθρο 01:Απαγόρευση εμπράγματων δικαιοπραξιών σε ακίνητα με αυθαίρετες κατασκευές ή αυθαίρετες αλλαγές χρήσηςΣχόλιο του χρήστη CISD-Παρατηρητήριο Πολιτών για την Αειφόρο Ανάπτυξη | 20 Απριλίου 2013, 13:49
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Αυθαίρετο είναι οτιδήποτε γίνεται με ίδια βούληση, κατά παράβαση νόμων ή θεσμοθετημένων κριτηρίων Συνεπώς οτιδήποτε περιφρονεί και καταστρατηγεί την κείμενη νομοθεσία, αυτομάτως θεωρείται παράνομη πράξη και τιμωρείται σύμφωνα με τις βασικές αρχές της Δημοκρατίας. Ωστόσο, διαχρονικά, η Ελληνική Πολιτεία υπήρξε εξαιρετικά επιεικής σε θέματα ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ δόμησης γατί • ποτέ δεν υπήρξε ικανή να χωροθετήσει έγκαιρα το Δομημένο Περιβάλλον • ενίσχυσε την ελληνική νοοτροπία ότι το «κεραμίδι» είναι ασφαλής επένδυση, ελλείψει σοβαρού αναπτυξιακού οράματος • χρησιμοποίησε την ανάπτυξη υποδομών σε ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ οικιστικές αναπτύξεις για λόγους ψηφοθηρικούς • αδιαφόρησε για τις όποιες επιπτώσεις στο οικονομικό, κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, με μυωπική αβελτηρία Η επίλυση των προβλημάτων που παρήγαγε αυτή η επιείκεια αντιμετωπίστηκε διαχρονικά με «δικαίωση» της ΠΑΡΑΝΟΜΙΑΣ είτε μέσω νέας νομοθεσίας είτε μέσω επιδεικτικής αδιαφορίας και συνεπώς καθιέρωσης της πρακτικής του ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΥ (σολοικισμός της έννοιας ΠΑΡΑΝΟΜΟ). Το θέμα των ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ αποτελεί κυρίως πρόβλημα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και ΑΡΧΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και με αυτόν τον τρόπο οφείλεται να αντιμετωπισθεί. Η πανευρωπαϊκή πατέντα της αυθαίρετης δόμησης στη χώρα μας δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με κατεδαφίσεις εκατοντάδων χιλιάδων αυθαιρέτων, που ακόμη και αν ήταν τεχνικά πραγματοποιήσιμο, θα δημιουργούσε σοβαρό στεγαστικό πρόβλημα. Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει κοινή συνείδηση ότι η γενικευμένη αυθαίρετη δόμηση και η εκτός σχεδίου δόμηση υποθήκευσαν διαχρονικά την όποια προσπάθεια οργανωμένης παρέμβασης στο χώρο. Η πολλοστή παραγωγή σχετικής νομοθεσίας, που έχει αναρτηθεί σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, προβάλλεται ότι επιτυγχάνει την «ριζική αντιμετώπιση μιας παθογένειας που ταλαιπωρεί επί δεκαετίες τη χώρα μας, με έναν ολιστικό δομικό τρόπο», πρόθεση με την οποία το CISD συμφωνεί επί της αρχής. Για τον λόγο αυτό το CISD τοποθετείται επί του Νομοσχεδίου με δημιουργική κριτική ώστε η παθογένεια του «ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΥ» να εξαλειφθεί αφενός από την νοοτροπία του πολίτη αφετέρου από την δυνατότητα μελλοντικών χαριστικών ρυθμίσεων λαμβάνοντας υπ’ όψη όλες τις κρίσιμες παραμέτρους που συγκροτούν το γενικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πρόκειται να εκδηλωθεί και όχι μόνο την είσπραξη και το πολιτικό όφελος. Οι θέσεις του CISD επικεντρώνονται σε μείζονα θέματα, καθώς ειδικής αξίας παρατηρήσεις έχουν ήδη διατυπωθεί στην ηλεκτρονική διαβούλευση: 1. Το νομοσχέδιο ευρίσκεται στο σύνολό του σε ορθή κατεύθυνση, με την λογική ότι καλύπτεται διεξοδικά το μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων αυθαίρετης δόμησης, και θέτοντας νέα «κόκκινη γραμμή» μετά από αυτήν που ο νόμος 4014/2011 προσπάθησε να θέσει, παρά το γεγονός ότι αγνοείται το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αναμένεται να εκδώσει απόφαση ως προς τη νομιμότητά του τελευταίου. 2. Το πλήθος των εξαιρέσεων στην αντιμετώπιση αυθαιρέτων σε δάση, αιγιαλούς, αρχαιολογικούς χώρους και λοιπές προστατευόμενες περιοχές αδικεί το κοινωνικό σύνολο, το περιβάλλον, την πολιτιστική κληρονομιά, τους πόρους από τουρισμό κλπ ευνοεί τους αυθαιρετούχους απεμπολώντας το δικαίωμα είσπραξης των προβλεπόμενων από τον δασικό και πολεοδομικό κώδικα προστίμων, που στις περισσότερες περιπτώσεις ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ ανά παράνομο ακίνητο, αφαιρώντας από το Κράτος το δικαίωμα είσπραξής τους. 3. Παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις περί “περιβαλλοντικού ισοζυγίου” είναι θετικές 3.1. ο τρόπος που διατυπώνονται δεν προσφέρει προοπτική αποκατάστασης της ήδη προκληθείσης ανυπολόγιστης περιβαλλοντικής ζημιάς. 3.2. η ανάθεση των πρωτοβουλιών «περιβαλλοντικού ισοζυγίου» αποκλειστικά στις τοπικές αρχές, χωρίς αποφασιστικό έλεγχο για την περιβαλλοντική σκοπιμότητα και το προβλεπόμενο κόστος τους από υπερκείμενο επίπεδο διοίκησης επιτρέπει την δυνατότητα άστοχης και αναποτελεσματικής κατασπατάλησης των πόρων. 4. Η υπαγωγή στη ρύθμιση αυθαιρέτων κατασκευών σε εγκεκριμένους κοινόχρηστους χώρους εφόσον δεν έχει συντελεστεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση, αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων του συνόλου στη ποιότητα του πολεοδομικού ιστού που δεν περιορίζεται μόνο στο οικονομικό σκέλος μια μελλοντικής πράξης. 5. Παρά το γεγονός ότι επισημαίνεται ο ρόλος της Ειδικής Υπηρεσίας Κατεδαφίσεων, η στελέχωσή της μετά από δύο χρόνια λειτουργίας εξακολουθεί να είναι μηδενική με αποτέλεσμα την εγγενή αδυναμία αποτελεσματικότητας. Το ΥΠΕΚΑ οφείλει να διεκδικήσει και να επιτύχει άμεσα την στελέχωσή της, υπερβαίνοντας τις αγκυλώσεις που προκύπτουν από λανθασμένες νοοτροπίες είτε συναρμόδιων Υπουργείων είτe ακόμα και της Task Force. 6. Η αποτροπή της περαιτέρω ανάπτυξης της Αυθαίρετης Δόμησης δεν έχει διασφαλισθεί με αποτελεσματικότητα καθώς: 6.1. Δεν θεσμοθετείται περίοδος απαγόρευσης οποιασδήποτε τροποποίησης του νόμου (τουλάχιστον πενταετής), προσφέροντας την δυνατότητα μελλοντικών χαριστικών ή φωτογραφικών τροπολογιών. 6.2. Δεν θεσμοθετείται συνεχής, τακτικός και αυστηρός έλεγχος από όλα τα επίπεδα της Διοίκησης. 6.3. Δεν θεσμοθετείται η ευθύνη των υπηρεσιών και των εμπλεκόμενων επιπέδων της Διοίκησης σε περιπτώσεις ολιγωρίας ελέγχου. 7. Προϋπόθεση για την αποτροπή της Αυθαίρετης Δόμησης είναι η ταχύτατη ολοκλήρωση των εκκρεμών Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων και η συστηματική αποτροπή της ανεξέλεγκτης διάχυσης του αστικού ιστού (sprawling), με περιορισμό του σε συνεκτικά όρια σύμφωνα με έναν πολεοδομικό σχεδιασμό και με μία γενικότερη εθνική στρατηγική. Το ΥΠΕΚΑ οφείλει να ενεργοποιηθεί επιχειρησιακά και αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση αυτή, χωρίς ατέρμονες θεωρητικές και «άλλες» συζητήσεις, υπερβαίνοντας το όποιο πολιτικό κόστος. Ταυτόχρονα, οφείλει να αποκτήσει την πολιτική βούληση για την επίλυση του μείζονος προβλήματος της «εκτός σχεδίου δόμησης» με αποφασιστικό τρόπο, μέσα από διαδικασίες υπεύθυνου, αειφόρου χωροταξικού σχεδιασμού. 8. Το ΥΠΕΚΑ οφείλει να ενισχύσει τον έλεγχο όχι μόνο των αυθαιρεσιών σε θέματα δόμησης αλλά στο σύνολο των δραστηριοτήτων, που εν δυνάμει προκαλούν επιπτώσεις στην Αειφόρο Ανάπτυξη, μέσω των Ειδικών Υπηρεσιών Επιθεώρησης που υπάγονται στη σχετική Ειδική Γραμματεία. Το CISD επισημαίνει ότι οι διαφαινόμενες ρυθμίσεις στο Οργανόγραμμα του Υπουργείου με τις οποίες οι Ειδικές Υπηρεσίες Επιθεώρησης μετατρέπονται σε απλές διοικητικές μονάδες, εξαρτημένες μάλιστα από πολιτικό πρόσωπο, οδηγούν στην βεβαιότητα ότι η πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης είναι η ουσιαστική εξάλειψη του Ελέγχου, με σοβαρές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της Αειφόρου Ανάπτυξης. 9. Τέλος, η Κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί την κρίσιμη για την Αειφόρο Ανάπτυξη σκοπιμότητα του Πράσινου Ταμείου και να παύσει να το θεωρεί φοροεισπρακτικό μηχανισμό! Προϋπόθεση, βεβαίως, είναι τα στελέχη της να αντιληφθούν την σημαντικότητα της Αειφόρου Ανάπτυξης στην ολοκληρωμένη διαχείριση των προβλημάτων που ταλανίζουν το Ελληνικό Κράτος, προβλημάτων που δεν επιτρέπεται να έχουν μονοδιάστατη χρηματοοικονομική αντιμετώπιση.