Αρχική ΥΔΑΤΟΡΕΥΜΑΤΑΆρθρο 02: Μελέτη οριοθέτησης- Πρόταση οριοθέτησηςΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλας | 2 Ιουνίου 2013, 22:31
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
1. Τμηματική οριοθέτηση. Κατά την επιστήμη, η οριοθέτηση (και γενικότερα η διαχείριση) του ρέματος πρέπει να γίνεται στο σύνολό του: τοπικές επεμβάσεις μπορεί να λύνουν τοπικά προβλήματα, αλλά επιδεινώνουν τις επιπτώσεις ανάντη και κατάντη (Τσακίρης, Υδραυλικά έργα: Σχεδιασμός και Διαχείριση Τόμος Β, σ. 618). Κατά την νομολογία του Σ.τ.Ε., η τμηματική οριοθέτηση είναι μόνο «κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή», για ειδικούς λόγους (όπως, π.χ., όταν το υπόλοιπο τμήμα του ρέματος είναι ενταγμένο σε ρυμοτομικό σχέδιο) (ΣτΕ 2669/2001 επτ., 1126/2004 επτ., 3849/2006 επτ., 899/2011 επτ., 572/2012). Αντιθέτως, το νομοσχέδιο μετατρέπει την τμηματική οριοθέτηση - μία δυνατότητα που θα έπρεπε να είναι εξαιρετική - σε απλή ευχέρεια του επισπεύδοντα. Μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί βέβαιο ότι οι οριοθετήσεις για το σύνολο του ρέματος θα είναι, αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο, εξαιρετικά σπάνιες. Επιπροσθέτως, η ίδια νομολογία σημειώνει ότι η τμηματική οριοθέτηση πρέπει να γίνεται βάσει μελετών που λαμβάνουν υπόψη στοιχεία για το σύνολο του ρέματος: αντιθέτως, το νομοσχέδιο επιτρέπει υδρολογική μελέτη μόνο για το ανάντη τμήμα, και υδραυλική μελέτη για κάποιο «τεκμηριωμένα επαρκές» (με άγνωστα κριτήρια) ανάντη και κατάντη. Προκειται για μία εξέλιξη που θα ενισχύσει την ανασφάλεια δικαίου, την προχειρότητα, την αντιεπιστημονικότητα, την δημιουργία κινδύνων πλημμύρας ανάντη και κατάντη και την υποβάθμιση του υδάτινου περιβάλλοντος. Εκτός από αυτά, πρόκειται για μία πρόταση που αγνοεί την τεχνολογική πρόοδο, που έχει θέσει στην διάθεση των μελετητών ισχυρά εργαλεία μοντελοποίησης και απεικόνισης για το έργο αυτό. 2. Το περιεχόμενο της τεχνικής έκθεσης. Κατά την πρώτη παράγραφο [περ. (γ)], η τεχνική έκθεση περιλαμβάνει «έκθεση του περιβάλλοντος της προς οριοθέτηση περιοχής και της λεκάνης απορροής του υδατορεύματος, στην οποία περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της προς οριοθέτηση περιοχής και της λεκάνης απορροής του υδατορεύματος, εντοπίζονται και αξιολογούνται τα σημαντικότερα στοιχεία του που επηρεάζουν συνολικά το υδατόρευμα και επηρεάζονται από αυτό». Αντιθέτως, η πρόταση οριοθέτησης [περ. (δ)], περιορίζεται στην απεικόνιση των γραμμών πλημμύρας, και των οριογραμμών [πρβλ. και άρθρο 1, ορισμοί 8 και 11 του νομοσχεδίου]. Δυστυχώς, έτσι χάνεται η ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί η οριοθέτηση για την ουσιαστική προστασία των παραποτάμιων και παραρεμάτιων οικοσυστημάτων, που αποτελούν τα πλέον απειλούμενα οικοσυστήματα από αλλαγές χρήσεις γης στην Ελλάδα (συνήθως μέσω επιχώσεων, αυθαίρετης δόμησης, επέκτασης γεωργικών εκτάσεων, ρύπανσης, παράνομης διαχείρισης αποβλήτων, παράνομων αμμοληψιών, λαθροϋλοτομιών, κ.ο.κ.). Ανάμεσα σε αυτά, τα παραποτάμια δάση αποτελούν μοναδικούς αισθητικούς φυσικούς σχηματισμούς εξαιρετικά υψηλής οικολογικής αξίας και παραγωγικότητας και αποτελούν πολύ σημαντικούς δείκτες υγείας της οικολογικής ακεραιότητας της παρόχθιας ζώνης. Ο ρόλος τους είναι καταλυτικός στη ρύθμιση των υδάτινων πόρων και τη διαχείριση των εδαφών, στην προστασία των όχθεων των ποταμών από τη διάβρωση, στην αναχαίτιση της ρύπανσης των νερών από νιτρικά, φωσφορικά και οργανικά υπολείμματα. Η δομή της παρόχθιας ζώνης αποτελεί σύμφωνα και με την Οδηγία-πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΚ, Παράρτημα V) ποιοτικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της οικολογικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, καθώς μεταξύ άλλων επηρεάζει άμεσα και τις βιοκοινότητες εντός και γύρω των ποταμών. Επιπροσθέτως, αποτελούν φυσικά αντιπλημμυρικά «έργα» («πράσινη υποδομή») , που πρέπει να προστατευθούν. 3. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη. Στην παράγραφο 2, το άρθρο σημειώνει τα στοιχεία που «λαμβάνονται υπόψη» από την μελέτη οριοθέτησης. Προφανώς, η μελέτη οριοθέτησης δεν λαμβάνει απλώς υπόψη, αλλά δεσμεύεται από το σχέδιο διαχείρισης (ή το σχέδιο διαχείρισης πλημμυρικών κινδύνων, κανένα από τα οποία δεν φαίνεται να έχει εγκριθεί). Επίσης, δεν είναι καθόλου σαφές για ποιο λόγο η μελέτη οριοθέτησης πρέπει να λαμβάνει υπόψη της (και να δεσμεύεται από) άλλα κείμενα, που διέπουν το περιβαλλοντικό, χωροταξικό ή πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής – π.χ., Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., Π.Δ. του ν. 1650/1986 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, τα ρέματα ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος του 6 παρ. 1 περ. (γ) του ν. 2052/1992 (ΦΕΚ Α’ 94 – πρβλ., ειδικά για την Αττική, ΦΕΚ Δ’ 281/1993), ή ακόμα το άρθρο 9 της κ.υ.α. 33318/3028/1998 (ΦΕΚ Β' 1298) για την διαχείριση στοιχείων του τοπίου, όπως τα ρέματα (το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/43). Κοντολογής, η μελέτη οριοθέτησης οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, σε τελική ανάλυση, όλο το καθεστώς που διέπει την περιοχή. Αλλιώς, ο κίνδυνος είναι να υποβάλλονται μελέτες όχι απλώς ελλιπείς, αλλά και νομικά ανεφάρμοστες.