Αρχική Δασικά ΟικοσυστήματαΆρθρο 1 – Γενικές διατάξειςΣχόλιο του χρήστη Μαργαρίτα Καραβασίλη | 24 Σεπτεμβρίου 2013, 00:11
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Καταρχήν θα πρέπει να τονισθεί ότι είναι απαράδεκτο να δίνεται ελάχιστο χρόνο διαβούλευσης για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που αφορά στην προστασία των δασών και μάλιστα όταν υπεισέρχονατι νέες έννοιες για τον περίφημο ορισμό του δάσους! Είναι γεγονός ότι η προσθήκε στο Σύνταγμα του ορισμού του δάσους και της δασικής έκτασης, που δέχτηκε προηγούμενα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), δημιούργησε ορισμένες διχογνωμίες, σχετικά με το εάν η νέα διατύπωση είναι καλύτερη ή χειρότερη από την παλαιά. Ωστόσο, η ανάλυση του ορισμού, είναι μια σύνθετη διαδικασία που απαιτεί γνώσεις νομικές, δασολογικές, οικολογικές αλλά και πολιτικές. Όμως μια τέτοια εργασία είναι πολύ χρήσιμη, ιδιαίτερα σήμερα που "κάποιοι" εισηγήθηκαν ένα νομοσχέδιο που σαφώς ενέχει μια μεθοδευμένη επίθεση κατά της Ελληνικής φύσης. Η αναφορά του οικοσυστήματος, ως μιας νέας έννοιας που υπεισήλθε στο Σύνταγμα, ήταν μια πολύ θετική εξέλιξη, αφού εμφανίζεται σε νομικό κείμενο κάτι που η Δασολογική Επιστήμη είχε υιοθετήσει πολλές δεκάδες χρόνια προηγούμενα. Το οικοσύστημα είναι μια έννοια που περιλαμβάνει τον Οικότοπο, τον Βιότοπο και τις Σχέσεις μεταξύ τους και μεταξύ των στοιχείων τους. Ο οικότοπος, πολύ απλά, είναι ο χώρος πάνω στον οποίο αναπτύσσονται τα φυτά και ζουν τα ζώα. Είναι το έδαφος το νερό και το κλίμα, δηλαδή οι παράγοντες που επηρεάζουν τις συνθήκες διαβίωσης της χλωρίδας και της πανίδας. Ο βιότοπος, ή βιοκοινότητα, είναι η βιομάζα που αναπτύσσεται πάνω στον οικότοπο, ο οποίος αποτελεί και την αναπαραγωγική βάση. Ο βιότοπος αποτελείται από την φυτοκοινότητα και την ζωοκοινότητα. Ανάμεσα στα στοιχεία της ζωοκοινότητας, αλλά και της φυτοκοινότητας, αναπτύσσονται ορισμένες σχέσεις, άλλοτε συναγωνιστικές και άλλοτε ανταγωνιστικές. Επίσης σχέσεις αναπτύσσονται και μεταξύ φυτοκοινότητας και ζωοκοινότητας, μεταξύ οικοτόπου και βιοτόπου, αλλά και μεταξύ επί μέρους στοιχείων τους. Η έννοια του δασικού οικοσυστήματος, έχει άλλη σημασία εάν την εξετάζουμε από οικολογική σκοπιά, άλλη εάν την εξετάζουμε από άποψη δασοκομική και άλλη εάν την εξετάζουμε από θέση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Από άποψη οικολογική, κάθε χώρος, που συγκεντρώνει ορισμένα ελάχιστα, από τα απαιτούμενα για τον ορισμό του ως οικοσυστήματος (έχει δηλαδή έδαφος, ή φυτά, ή ζώα), θα πρέπει να ορίζεται ως τέτοιος, με μόνο ζητούμενο τον καθορισμό των ορίων του. Με βάση αυτήν την προσέγγιση, κάθε χώρος που περιλαμβάνει φυτά οποιασδήποτε διάπλασης, ύψους, η πυκνότητας, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται σαν δάσος. Από άποψη δασοκομική, "Για δάσος μιλάμε μόνο τότε, όταν τα δένδρα και οι θάμνοι συζούν πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια, σε στενή κοινωνική σχέση μεταξύ τους και σε τόση απόσταση, ώστε με την συγκόμωσή τους να δημιουργούν ένα ξεχωριστό περιβάλλον - το δασογενές περιβάλλον - και όταν μαζί με άλλα είδη από το φυτικό και ζωϊκό βασίλειο δημιουργούν μια ξεχωριστή βιοκοινότητα την οποία ονομάζουμε δασοβιοκοινότητα και αν λάβουμε υπ όψη μας και τον βιότοπο, την ονομάζουμε δασική βιογεωκοινότητα, ή δασικό οικοσύστημα (Σπ. Ντάφης)". Ο δασοκομικός ορισμός του δάσους, εξυπηρετεί μόνο την διαχείρισή του, επιζητώντας μεγάλες εκτατικά μονάδες, για να μπορεί να αποδίδει και οικονομικά αποτελέσματα. Από άποψη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, ως δασικό οικοσύστημα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάθε χώρο, ο οποίος έχει στοιχεία φυσικού οικοσυστήματος και χρειάζεται προστασία και ειδική διαχείριση, λόγω της θέσης του, της σύνθεσης των στοιχείων του, της σπουδαιότητάς του στην διατήρηση της φυσικής ισορροπίας. Μέχρι σήμερα, πρακτικά ισχύει η τελευταία εκδοχή του φυσικού - δασικού οικοσυστήματος, με αρκετά θετικά αποτελέσματα. Ο αναλυθείς ορισμός του δάσους, είναι μισός εάν δεν συναρτηθεί από την παράγραφο 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος, που αναφέρει ότι " Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό. Με το άρθρο 117 παρ. 3, στην έννοια του δάσους προστίθενται και όλες οι εκτάσεις περί των οποίων προνοεί το άρθρο αυτό. Επιπρόσθετα προστίθενται και οι εκτάσεις που πριν την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 ήταν δάση ή δασικές, δηλαδή και όλες οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι οποίες στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι έντονα υποβαθμισμένα, ή δυνάμει δάση. Επομένως στην έννοια του δάσους, περιλαμβάνονται υποχρεωτικά και με Συνταγματική επιταγή, όσα δάση καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται. Το όριο προς το παρελθόν είναι χωρίς χρονικό προσδιορισμό, αρκεί κάποιος να μπορεί να αποδείξει την παρουσία δάσους στο δεδομένο χώρο. Ως εκ τούτου, ο ορισμός του δάσους, που συνέταξε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και δέχτηκε και περιέλαβε το Σύνταγμα, είναι μια βαθιά θετική καινοτομία, που πρέπει να υποστηριχθεί από το νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα ψηφιστεί. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την προσδοκία. Αντίθετα αποτελεί κακογραμμένο σενάριο καταστροφής του δάσους. Επιπλέον, απαραίτητο στοιχείο θεμελίωσης του δασικού οικοσυστήματος είναι η οργανική ενότητα της χλωρίδας και η εκπλήρωση μίας εκ των λειτουργιών (βλ. και σχετική νομολογία ΣτΕ, Μακρής 1999). Κατ’ αυτήν την έννοια μπορεί να θεωρηθούν ως δασικές εκτάσεις φρυγανώδεις, π.χ. εκτάσεις κοντά στην παραλιακή ζώνη, εφόσον εξυπηρετούν τη διατήρηση του κύκλου του άνθρακα και του νερού, την παραγωγή οξυγόνου, την παροχή ενδιαιτήματος στην άγρια πανίδα κ.λπ. Απεναντίας, αντίστοιχες εκτάσεις στην πεδινή ζώνη, λοφώδεις, ενταγμένες σε ευρύτερες αγροτικές ή κτηνοτροφικές περιοχές θα μπορούσε να χαρακτηριστούν ως χορτολιβαδικές. Συμπερασματικά, προτείνεται η επαναφορά του άρθρου 3 του ν. 998/79 και οι όποιες τεχνικές λεπτομέρειες προκύπτουν για τις ανάγκες της σύνταξης των δασικών χαρτών, αυτές να δοθούν με τη μορφή οδηγιών ή εγκυκλίων από το Υπουργείο Γεωργίας, αφήνοντας ένα περιθώριο στους δασικούς υπαλλήλους να κρίνουν κατά την αυτοψία την ανάγκη χαρακτηρισμού μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής. Ως προς την επίλυση ορισμένων θεμάτων σχετικά με το ιδιοκτησιακό, πρέπει να ολοκληρωθεί η χαρτογράφηση των δασών στα πλαίσια του Δασολογίου, στο οποίο κάθε έκταση, πέρα από τον ποιοτικό της χαρακτηρισμό κατά τις κατηγορίες των έξι παραγράφων του άρθρου 3 του ν. 998/79, θα φέρει και ποσοτικά στοιχεία (συγκόμωση, έκταση, πλάτος, ύψος βλάστησης, καθώς και άλλα, όπως π.χ. κλίση εδάφους). Επίσης, κάθε δασική έκταση θα φέρει και τον ποιοτικό χαρακτηρισμό του άρθρου 4 (κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων, δηλαδή προστατευτικά, παραγωγικά, αναψυχής κ.λπ.). Με την ολοκλήρωση και δημοσιοποίηση της εργασίας αυτής θα είναι δυνατή η εξέταση, επί πραγματικών δεδομένων, του αποχαρακτηρισμού ορισμένων εκτάσεων. Πρέπει τέλος να τονιστεί από την αρχή ότι είναι άλλο πράγμα τι ορίζεται επιστημονικά ως δάσος και άλλο τι θεωρεί ως δάσος η Πολιτεία για να διασφαλίσει την προστασία του περιβάλλοντος. Οι περιοχές που προστατεύονται μαζί με τα δάση ονομάζονται δασικές εκτάσεις ή δασική γη ή δασικό έδαφος. Τα κριτήρια που θέτει η Πολιτεία για την υπαγωγή εκτάσεων των φυσικών χερσαίων οικοσυστημάτων σε καθεστώς (δασικής) προστασίας ποικίλλουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της χώρας. Έτσι, στις σκανδιναβικές χώρες, όπου η δασοκάλυψη είναι εκτεταμένη και οι περιοχές του βορρά αραιοκατοικημένες, οι ορισμοί του δάσους εμπεριέχουν την έννοια της παραγωγής (κυβικά μέτρα ξυλείας στο εκτάριο), ενώ δεν αποκλείεται και η αλλαγή της χρήσης του εδάφους. Θα πρέπει όμως να ισχύει το ίδιο στις μεσογειακές χώρες, όπου το ξηροθερμικό περιβάλλον, οι πυρκαγιές και η πίεση της βόσκησης έχουν προκαλέσει σε πολλά δάση έντονη υποβάθμιση έως κατάρρευση. Πόσο μάλλον όταν η χώρα μας είναι κατεξοχήν ορεινή και το ιδιοκτησιακό εκκρεμεί από καταβολής νέο-ελληνικού κράτους.