Αρχική Δασικά ΟικοσυστήματαΆρθρο 1 – Γενικές διατάξειςΣχόλιο του χρήστη Απόστολος Π. Κυριαζόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Λιβαδοπονικής Εταιρείας | 27 Σεπτεμβρίου 2013, 10:33
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία (ΕΛΕ): Θεωρεί ότι το χρονικό περιθώριο που το παρόν σχέδιο νόμου “Δασικά οικοσυστήματα: Ορισμοί, μέτρα προστασίας, ανάπτυξης και διαχείρισης” τίθεται σε δημόσια διαβούλευση είναι απελπιστικά περιορισμένο, ιδιαίτερα μάλιστα αφού δεν προηγήθηκε καμία ενημέρωση ούτε ζητήθηκε η άποψη διαφόρων εμπλεκόμενων φορέων (πανεπιστημιακά τμήματα, επιστημονικά σωματεία, επαγγελματικά σωματεία, μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.ά.). Αποτέλεσμα είναι η αδυναμία έκφρασης εμπεριστατωμένων και τεκμηριωμένων θέσεων επί του συνόλου του σχεδίου νόμου. Παράλληλα, το χρονικό διάστημα που επελέγη να κατατεθεί το σχέδιο νόμου σε διαβούλευση, σε περίοδο αναταραχών στην πανεπιστημιακή κοινότητα, καθιστά ανέφικτη μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στα καθοριστικά θέματα διαχείρισης του φυσικού πλούτου της χώρας που τίθενται. Με αυτό τον τρόπο η έννοια της δημόσιας διαβούλευσης υποβαθμίζεται σημαντικά. Δεδομένης της έλλειψης επαρκούς χρόνου για ουσιαστική μελέτη του σχεδίου νόμου, σταχυολογήθηκαν ορισμένα μόνο άρθρα στα οποία ακολουθεί σχολιασμός: Η Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία (ΕΛΕ): 1. Διαπιστώνει ότι ο όρος «λιβάδι» απουσιάζει από το σχέδιο νόμου. Ο επιστημονικός αυτός όρος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την περιγραφή τόσο των «Δημόσιων βοσκοτόπων» όσο και μεγάλου τμήματος των “Δασικών εκτάσεων” και των «δημόσιων γαιών» (όπως ορίζονται στο παρόν σχέδιο νόμου). Η χρήση του όρου «λιβάδι», σύμφωνα με τις αρχές της επιστήμης της Λιβαδοπονίας, θα μπορούσε να δώσει απάντηση σε αρκετές ασάφειες στο παρόν σχέδιο νόμου. 2. Θεωρεί ότι υπάρχει ασάφεια στον ορισμό των δασών και των δασικών εκτάσεων στο Άρθρο 1, Παράγραφος 4 του σχεδίου νόμου, όπου περιγράφονται «Ως δάση και δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται, αντιστοίχως, από δάση και δασικές εκτάσεις». Η μωσαϊκότητα του μεσογειακού τοπίου δυσχεράνει την εφαρμογή αυτού του ορισμού. 3. Εκφράζει τη διαφωνία της στη χρήση του όρου «δημόσιες γαίες», που αποδίδεται σε όλα τα φυσικά οικοσυστήματα που δεν είναι δάση ή δασικές εκτάσεις (όπως ορίζονται στο παρόν σχέδιο νόμου). Ο όρος που χρησιμοποιείται είναι εσφαλμένος καθώς σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται δεν αποκλείει περιοχές μη δημόσιες. Καθώς στην Ελλάδα υπάρχουν και μη δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις, το ίδιο συμβαίνει και για τις «δημόσιες γαίες». Πρόκειται προφανώς για μια σύγχυση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με το φυσικό χαρακτήρα των εκτάσεων αυτών. Παράλληλα, η αναφορά πως στις εκτάσεις αυτές «δεν είναι δυνατή η γεωργική καλλιέργεια» κρίνεται εξαιρετικά ασαφής. Προτείνεται η αντικατάσταση του όρου «δημόσιες γαίες» με τον όρο «Λοιπά χερσαία φυσικά οικοσυστήματα». 4. Εκφράζει έντονη ανησυχία για το πλήθος των επεμβάσεων που επιτρέπονται ή δύναται να επιτραπούν στις «δημόσιες γαίες» (αλλά και στα δάση και στις δασικές εκτάσεις) χωρίς στην ουσία να συνοδεύονται από περιβαλλοντικές μελέτες με αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης των επιπτώσεων τους. Οι επεμβάσεις αυτές είναι δυνατόν να θέσουν σε σοβαρότατο κίνδυνο πολλά φυσικά οικοσυστήματα, με σοβαρές επιπτώσεις σε σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας που ενδιαιτούν σε αυτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι περιοχές που χαρακτηρίζονται ως «δημόσιες γαίες» αποτελούν σημαντικό τμήμα των περιοχών του δικτύου Natura 2000. 5. α) Συμφωνεί με το γεγονός ότι η βόσκηση πρέπει να ασκείται σύμφωνα με διαχειριστικά σχέδια, όμως θεωρεί προβληματικό το γεγονός ότι τα σχέδια αυτά πρέπει να συντάσσονται με μέριμνα των οικείων κτηνοτροφικών οργανώσεων, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου. Εγείρεται αρχικά το ερώτημα αν οι ενώσεις των κτηνοτρόφων, όπως αυτές υφίστανται σήμερα, είναι σε θέση να επιληφθούν ενός τόσο σημαντικού ζητήματος σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Ακόμη, είναι αμφισβητούμενο αν οι ενώσεις των κτηνοτρόφων είναι σε θέση να αναλάβουν το κόστος εκπόνησης των σχεδίων αυτών. Επίσης, δεν διευκρινίζεται ποιος θα είναι ο συντάκτης των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης. Η ΕΛΕ θεωρεί ότι οι συγκεκριμένες μελέτες πρέπει να αναθέτονται σε εξειδικευμένους επιστήμονες (λιβαδοπόνους) και ελλείψει αυτών σε δασολόγους. Αν και σωστά διατυπώνεται ότι τα διαχειριστικά σχέδια βόσκησης θα «εγκρίνονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από εισήγηση του αρμοδίου Δασάρχη» πουθενά δεν αναφέρεται ποιος θα ασκεί τον έλεγχο εφαρμογής των συγκεκριμένων διαχειριστικών σχεδίων. Θέση της ΕΛΕ είναι ότι αυτό πρέπει να ανατεθεί στα κατά τόπους αρμόδια Δασαρχεία. β) Επιπρόσθετα, πάγια θέση της ΕΛΕ αποτελεί η θεσμοθέτηση της δυνατότητας μακροχρόνιας μίσθωσης δημοσίων βοσκήσιμων εκτάσεων για βιώσιμες κτηνοτροφικές μονάδες, έτσι ώστε να συνεχιστεί η επιδότηση των υπαρχόντων κτηνοτροφικών επιχειρήσεων ενώ παράλληλα θα αξιοποιηθεί αειφορικά η σχολάζουσα έκταση των απομακρυσμένων λιβαδιών και θα δημιουργηθούν και νέες θέσεις εργασίας, σε σύντομο χρόνο. Ο δικαιούχος οφείλει να διαχειριστεί την έκταση σύμφωνα με το διαχειριστικό σχέδιο ώστε να διατηρήσει τη βλάστηση. Η συγκεκριμένη πρακτική μπορεί να αποδειχθεί πολύ περισσότερο αποτελεσματική τόσο σε κοινωνικοοικονομικό όσο και σε οικολογικό επίπεδο από την υφιστάμενη κατάσταση καταβολής μισθώματος σε ετήσια βάση. γ) Η ΕΛΕ θεωρεί ότι η αναφορά στο σχέδιο νόμου που ορίζει πως «σε αναδασωτέες λόγω πυρκαγιάς εκτάσεις, εφόσον επήλθε πλήρης αναγέννηση μετά την πυρκαγιά, δύναται να ρυθμίζεται ο χρόνος της απαγόρευσης της βοσκής των κτηνοτροφικών ζώων– αναλόγως των σταθμολογικών συνθηκών του οικοσυστήματος, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από εισήγηση του αρμοδίου Δασάρχη και σύμφωνη γνώμη του Δ/ντη Συντονισμού & Επιθεώρησης Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης στην οποία θα βεβαιώνεται ότι δια της βοσκής αυτών δεν κινδυνεύει η επελθούσα αναγέννηση των δασικών οικοσυστημάτων και η ομαλή αποκατάσταση τους» είναι σε θετική κατεύθυνση. Είναι τεκμηριωμένο ότι σε πολλές περιπτώσεις φυσικών οικοσυστημάτων (θαμνώνες αειφύλλων πλατυφύλλων, φρυγανολιβαδικές εκτάσεις κ.ά.) η αποκατάσταση της βλάστησης μετά από πυρκαγιά επέρχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα η βόσκηση να μπορεί να ασκηθεί νωρίτερα από ότι προβλέπεται στο νόμο. Με εκτίμηση, για το Δ.Σ. της Ελληνικής Λιβαδοπονικής Εταιρείας, ο πρόεδρος Απόστολος Π. Κυριαζόπουλος