Αρχική Περιβαλλοντική αναβάθμιση και ιδιωτική πολεοδόμησηΆρθρο 01- Εκτάσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησηςΣχόλιο του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚH ΕΤΑIΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού | 20 Φεβρουαρίου 2014, 15:06
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ Το Σχέδιο Νόμου με τα τρία διακριτά κεφάλαια Α, Β, Γ αναφέρεται σε πολεοδομικά θέματα που κυρίως ως εκ του τίτλου αφορούν ιδιωτικές πολεοδομήσεις και οικοδομικούς συνεταιρισμούς και ένα συμπλήρωμα συστήματος χρήσεων γης. Ωστόσο η συγκυριακή διαπλοκή των τριών κεφαλαίων και διάφορες σποραδικές ρυθμίσεις συγκροτούν μια έμμεση επέμβαση στο ευρύτερο πεδίο του θεσμικού καθεστώς του υπερκείμενου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας. Το Σχέδιο Νόμου στερείται έστω και μιας σύντομης αιτιολογικής έκθεσης αλλά και των αναγκαίων αναφορών μέσω μεταβατικών διατάξεων που να παρέχει μια λογική σύνδεση με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο κα κυρίως του Ν. 2508/97 με εξαίρεση την αναφερόμενη επεξεργασία του Άρθρου 24 περί ΠΕΡΠΟ. Το Σχέδιο Νόμου χαρακτηρίζεται από μια α – χωρική αντίληψη όπως π.χ. ο γενικός ορισμός της ‘έκτασης περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης’, που φαίνεται να μπορεί να εφαρμόζεται αδιακρίτως στο σύνολο του εξωαστικού χώρου, ενώ υπό προϋποθέσεις (πληθυσμιακή πυκνότητα 25 κατοίκων/τ.χλμ., κατώτατο όριο έκτασης μόλις 30 τ.χλμ.) μπορούν να αναπτύσσονται ακόμη και σε νησιά και οι ζώνες του κεφ. Β (Ζώνες Συγκέντρωσης Δικαιωμάτων Δόμησης – Υποδοχέων Συντελεστή Δόμησης Οικοδομικών Συνεταιρισμών). Η αναφορά σε ένα γεωμετρικό σύστημα αποστάσεων – μεγεθών και κλιμακώσεων που παρουσιάζεται, αποτελεί επίφαση και μόνον χωροταξικού σχεδιασμού, σύστημα που έκτος ότι είναι παρωχημένο δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό φυσικό και ανθρωπογενές υπόβαθρο του προς ρύθμιση χώρου. Με το κεφάλαιο Α επανέρχεται το καθεστώς της ιδιωτικής πολεοδόμησης, ανοίγοντας δυνατότητες πολεοδόμησης σε ιδιοκτησίες φυσικών και νομικών προσώπων. Με τη χρήση φιλικών προς το περιβάλλον νεολογισμών –βλ. «εκτάσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης»- και ευγενών επιδιώξεων- βλ. «εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου»- ο χωρικός σχεδιασμός κάθε επιπέδου περιθωριοποιείται και καταστρατηγείται. Δύσκολο να γίνει κατανοητό το πώς η ρύθμιση ανταποκρίνεται στην «εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου», όταν νέες περιοχές εντάσσονται σε σχέδιο ακόμα και εκτός ΠΕΡΠΟ εγκεκριμένου ΓΠΣ ή ΣΧΟΑΠ, όπως το άρθρο 4 ορίζει, ανεξάρτητα από στοιχειώδη προγραμματισμό οικιστικών αναγκών και συνεκτίμηση χωρικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων. Ίσως μάλιστα, για να διευκολυνθεί η πολεοδόμηση και η «εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου», αγνοείται το γεγονός ότι εδώ και είκοσι χρόνια, (Ν.2242/1994, όπως ισχύει), σύμφωνα με πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε., η ΖΟΕ, επειδή δεν περιλαμβάνει προγραμματικά μεγέθη, δεν συνιστά χωροταξικό ή πολεοδομικό σχέδιο που καλύπτει τις δέουσες προϋποθέσεις για την πολεοδόμηση περιοχής εντασσόμενης σ΄αυτήν. Αγνοείται ομοίως η αναγκαιότητα σύνταξης Σ.Π.Ε. (οδηγία 42/2001 ΕΕ, ΚΥΑ 107017/2006). Είναι σκόπιμο το ΥΠΕΚΑ να αναλογισθεί σοβαρά τις συνέπειες τέτοιων επιλογών. Πουθενά δεν απαντάται, όχι μόνον στο κεφάλαιο Α αλλά στο σύνολο του ΣΝ οποιαδήποτε αναφορά για το πώς, από ποιό όργανο και με ποιάς μορφή διοικητική πράξη (απόφαση, ΚΥΑ, Π.Δ.;) καθορίζεται «η περιοχή περιβαλλοντικής αναβάθμισης και πολεοδόμησης». Η παράλειψη αφήνει βέβαια περιθώρια ευελιξίας στην εφαρμογή, πλην όμως και ευρείες δυνατότητες «κατά βούληση επεμβάσεων». Η διαφαινόμενη κατεύθυνση των ρυθμίσεων στο κεφ. Α, δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα ως προς την συμβατότητα με τη δασική νομοθεσία προτείνοντας ένα είδος αντιπαροχής μεταξύ δασικής έκτασης και ιδιωτικής πολεοδόμησης ενδεχομένως προαγγέλλοντας παράλληλες διαδικασίες επέμβασης στη δασική νομοθεσία. Επιπλέον, η αρτιότητα και οι όροι δόμησης που προτείνονται δεν συνάδουν με την περιβαλλοντική αναβάθμιση και την ανάπτυξη ενός υγιεινούς οικονομικού περιβάλλοντος. Στο κεφ. Β επιχειρείται αναιτιολόγητη επέμβαση στο οικιστικό δίκτυο της χώρας μέσω του νεόκοπου ορισμού του εγκαταλελειμμένου οικισμού των 150 (ή 100 στα νησιά) κατοίκων. Η αντίληψη για τους εγκαταλελειμμένους οικισμούς της χώρας αν και δεν έχουν ταξινομηθεί και χαρακτηριστεί από το Π.Δ. του 1985 για τους οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων πόρω απέχει από τον αναφερόμενο ορισμό, που περιορίζεται στον μόνιμο της Ε.Σ.Υ.Ε.Α. Δόκιμες επαληθευμένες απόψεις για τα τοπικά οικιστικά δίκτυα, την εποχικότητα και άλλες σύνθετες έννοιες για τη λειτουργία του οικιστικού δικτύου, καθώς και συμπεράσματα από τρέχουσες μελέτες ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ αναδεικνύουν άλλους παράγοντες συγκρότησης του δικτύου σε σχέση με το χώρο (παράκτιος χώρος, ορεινός χώρος, κ.α.) που καθορίζουν τα χωρικά πρότυπα του δικτύου και τον ρόλο κάθε μικρού σε μέγεθος οικισμού. Η χωρίς κριτήρια άντληση δικαιώματος χωροθέτησης και δημιουργίας οικισμού μέσω του ορισθέντος εγκαταλελειμμένου θα αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις αστήρικτη επιλογή και λανθασμένο κίνητρο για μια πλασματική ανάπτυξη. Τούτο είναι προφανές μια και το πλήθος αυτών των οικισμών πρέπει να φτάνει περίπου τους 8.500 σε όλη τη χώρα. Στο κεφ. Γ «Χρήσεις Γης» φαίνεται ότι επιχειρείται μια προσέγγιση του θέματος των χρήσεων και η αναμενόμενη ομολογουμένως απαραίτητη αναθεώρηση του Π.Δ. της από 23-2-87 (ΦΕΚ 166/Δ) «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» που αφορούσε τα ΓΠΣ του1337/83 εμπλουτίζοντας τις κατηγορίες χρήσεων γης με νέους προσδιορισμούς που συνδέονται με την εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου και τις νέες μορφές οικιστικών αναπτύξεων. Αντί όμως να περιορίζεται στην αναγκαία επικαιροποίηση προβάλει και σειρά επεμβάσεων στο πλαίσιο σχεδιασμού για όλη τη χώρα. Ειδικότερα το κεφάλαιο Γ επαναφέρει στο προσκήνιο το σχέδιο Π.Δ/τος «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» που προ διετίας περίπου το ΥΠΕΚΑ είχε θέσει προς διαβούλευση. Το τότε σχέδιο Π.Δ. αναβιώνει στο ΣΝ, σε επανέκδοση επί τα χείρω, με σημειακές αλλαγές περιορισμένης κλίμακας,. Και το χειρότερο, επιλέγεται τώρα η νομοθετική οδός για ρύθμιση θέματος που ανάγεται στον τομέα της εκτελεστικής εξουσίας, μέθοδος εύκολη και γρήγορη με την οποίαν παρακάμπτονται οι όποιες ουσιαστικές απαιτήσεις και διαδικασίες ελέγχου. Το γεγονός απόκλισης από τη Συνταγματική αρχή διάκρισης των λειτουργιών της Πολιτείας, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις (Σ.τ.Ε. ολ. 1847/2008 και 3059/2009), φαίνεται πως δεν απασχολεί τους συντάκτες του ΣΝ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κύρος της διοίκησης, την ασφάλεια δικαίου και τους πολίτες. Ορθώς το ΣΝ εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής τα «χωροταξικά πλαίσια και τον εν γένει χωρικό και πολεοδομικό σχεδιασμό». Θετικά κρίνεται και η όλη δομή της πρότασης: Γενικές κατηγορίες χρήσεων και επί μέρους κατηγορίες 1-20, παραπομπή στις επιλογές του σχεδιασμού ή σε ειδικά καθεστώτα ρύθμισης, αντιστοιχία των κατηγοριών χρήσεων με τους ΚΑΔ, πρόβλεψη εξουσιοδότησης για την εξειδίκευση του περιεχομένου των Ειδικών κατηγοριών με Υπουργική Απόφαση. Το σχέδιο ικανοποιεί σε γενικές γραμμές την ανάγκη εκσυγχρονισμού και βελτίωσης του ισχύοντος καθεστώτος όσον αφορά τις χρήσεις γης στις περιοχές αστικής οικιστικής ανάπτυξης, που κατά κανόνα υπόκεινται σε διαδικασία πολεοδόμησης ή άλλα πολεοδομικού χαρακτήρα ρυθμίσεις. Δυστυχώς όμως, κατά τα λοιπά, παραμένει ατελέσφορο, αδύναμο να καλύψει τις ελλείψεις του παρωχημένου Π.Δ/γματος - 166Δ/1987, να ανταποκριθεί, στις μεταβολές που έχουν επέλθει στον αστικό και εξωαστικό χώρο, καθώς η χωροταξική διάσταση απουσιάζει. Οι αναφορές παραπέμπουν κατά κανόνα στην πολεοδομική λειτουργία του χώρου, ενώ έχει πλήρως διαγραφεί ή αγνοηθεί η κατηγορία των προστατευόμενων περιοχών. Πέραν των ανωτέρω και σε αυτό το τμήμα του σ/ν παρατηρείται η αποσπασματικού περιεχομένου και ευκαιριακή αλλά συγχρόνως δεσμευτική παρέμβαση στον πολεοδομικό σχεδιασμό όπως: • Υποχρεωτικές ρυθμίσεις χρήσεων σύμφωνα με το πλάτος και τη λειτουργία του οδικού δικτύου. • Απόλυτη και υποχρεωτική επιβολή του συνόλου των χρήσεων κάθε κατηγορίας. • Χωρίς αιτιολόγηση επιμονή αποθάρρυνσης της κατηγορίας Αμιγούς Κατοικίας που άλλωστε δεν είναι και τόσο απόλυτη μιας και περιλαμβάνει πολλά στοιχεία που την καθιστούν πολεοδομικώς μικτή χρήση. Ουσιαστικά καταργείται στο Κεφάλαιο Γ η αμιγής κατοικία με τον καθορισμό των νέων χρήσεων και με την ακύρωση της στις κύριες αρτηρίες και συλλεκτήριες οδούς, όπου , έξω από κάθε λογική, αρχή δικαίου, κατεύθυνση και αρχή χωρικής παρέμβασης, επιβάλλεται να μετατρέπονται σε χρήσεις πολεοδομικού κέντρου οι προβλεπόμενες ήδη από το σχεδιασμό χρήσεις. Φαίνεται πως το ΥΠΕΚΑ εισάγει νέα πρότυπα για την ορθή λειτουργία του οδικού δικτύου, την ασφαλή διακίνηση των πεζών και την τόνωση της εμπορευματικής δραστηριότητας. Με την κατηγορία μικτής χρήσεως παραγωγικοί υποδοχείς μετατρέπονται περιοχές χαρακτηρισμένες για ΒΙΠΑ ΒΙΟΠΑ ΕΠ, πολύτιμες σε περίπτωση που θα ξεκινήσει κάποια αναπτυξιακή διαδικασία για την έξοδο από την οικονομική κρίση σε περιοχές γενικής κατοικίας και πολεοδομικού κέντρου. Συμπερασματικά, ενώ από ότι συμπεραίνεται η αρχική πρόθεση του συντάκτη του Σχεδίου Νόμου ήταν να επιλύσει διάφορα χρονίζοντα προβλήματα οικοδομικών συνεταιρισμών και ιδιωτικών πολεοδομήσεων εκμεταλλευόμενος την ισχύ νόμου που διαθέτει υπεισέρχεται αν και εμμέσως στην κατάργηση ρυθμίσεων με απρόβλεπτη σε έκταση περιβαλλοντική υποβάθμιση αντίθετη με την πλούσια λεκτική επίκληση κατ’ ευφημισμόν των όρων περιβάλλον και βιώσιμη ανάπτυξη στο κείμενο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί και η σχέση αυτού του Σχεδίου Νόμου με μια εξελισσόμενη διαδικασία θεσμοθέτησης θεμάτων που αφορούν αναπτύξεις κατά κύριο λόγο παραθεριστικής κατοικίας επιχειρηματικής βάσης. Ήδη μέσω του Ειδικού Χωροταξικού για τον Τουρισμό και σχετικής νομοθεσίας προωθούνται οι λεγόμενοι Οργανωμένοι Υποδοχείς Τουριστικής Δραστηριότητας και τα Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα που δημιουργούν μεγάλου μεγέθους οικιστικά σύνολα παραθεριστικής κατοικίας μέχρι και σε ευαίσθητες περιοχές όπως νησιά έκτασης ακόμα και κάτω των 90 τ.χλμ. Το παρόν προτεινόμενο σχέδιο νόμου έρχεται να επεκτείνει γενικότερα την χωρίς σχεδιασμό αντίληψη κατά την παράδοση ευαίσθητων χώρων στην εν γένει πλέον μη τουριστική δευτερεύουσα και τριτεύουσα κατοικία χωρίς όρους για τα νησιά άνω των 30 τ.χλμ. που παρουσιάζουν χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα κάτω των 25 κάτοικων/τ.χλμ. (βλ άρθρο 10). Στον Πίνακα παρουσιάζεται η ομάδα νησιών που πληροί αυτά τα στοιχειώδη κριτήρια. ΕΚΤΑΣΗ ΑΝΩ ΤΩΝ 30 τ.χλμ. ΚΑΙ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ < 25 τ.χλμ. Νησί Έκταση Πληθυσμός κατ/ (Km2) (2011) τχλμ. Άγ.Ευστρ.43,33 249 5,7 Σίκινος 41,68 270 6,5 Ανάφη 38,64 294 7,6 Ψαρά 40,47 412 10,2 Αστυπάλαια96,42 1.270 13,2 Τήλος 61,49 829 13,5 Σκύρος 206,93 2.888 14,0 Κύθηρα 279,59 3.956 14,1 Κύθνος 99,43 1.436 14,4 Σαμοθράκη178 2.773 15,6 Αμοργός 121,46 1.950 16,1 Κάσος 66,42 1.070 16,1 Σέριφος 75,21 1.378 18,3 Κέα 131,69 2.480 18,8 Ίος 108,71 2.084 19,2 Κάρπαθος300,15 6.748 22,5 Άνδρος 379,21 9.128 24,1 Κίμωλος 37,43 901 24,1 Φολέγανδρος32,38 787 24,3 Νίσυρος 41,26 1.003 24,3 Απλή ανάγνωση του πίνακα και στοιχειώδης γνώση της ποικιλότητας των χωρικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών των νησιών του καταλόγου δείχνει την αστήρικτη χωροταξικά αιτιολόγηση της προτεινόμενης ρύθμισης. Για το λόγιο αυτό θεωρούμε ότι ο νησιωτικός χώρος θα πρέπει να εξαιρεθεί στο σύνολο του από τις ρυθμίσεις του ΣΝ όπως αυτό έχει παρουσιαστεί, όπως προκύπτει από τις πλούσιες εμπειρίες της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ από την εφαρμογή του Προγράμματος ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΙΓΑΙΟ. Ακολουθούν οι κατά άρθρο παρατηρήσεις με ενσωματωμένες τις προτάσεις μας: Άρθρο 1: Εκτάσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης Το άρθρο στερείται ενός συγκεκριμένου ορισμού της έννοιας της «περιοχής περιβαλλοντικής αναβάθμισης» που να αναφέρεται στο σκοπό, την πολεοδομική λειτουργία και τα κριτήρια επιλογής και χωροθέτησης που αναγκαστικά θα απασχολήσουν τον σχεδιασμό των ΓΠΣ-ΣΧΟΟΑΠ ή άλλων χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων. Η διατύπωση της παραγράφου 2 εδ. α. «εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου» καθώς και ο ασαφής όρος «οργανωμένων χώρων περιβαλλοντικής αναβάθμισης και προστασίας» δεν καλύπτουν επαρκώς αυτή την ανάγκη και δυσχεραίνει την κατανόηση πολλών σημείων του κειμένου. Φαίνεται εξαρχής η έλλειψη μιας θεμελιωμένης αιτιολογικής έκθεσης με συγκεκριμένη τεκμηρίωση.