• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΛΙΚΑ Α.Ε.' | 12 Μαρτίου 2014, 16:35

    Ο επανακαθορισμός στοιχείων τιμολόγησης ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργούντων σταθμών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ δεν στηρίζει το Νέο Αναπτυξιακό Μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για την αιολική ενέργεια όπου η αναδρομική περικοπή της εγγυημένης τιμής πώλησης της KW/h (Feed-in-Tariff) είναι ακατανόητη τη στιγμή που η τιμή είναι χαμηλή και πλήρως ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες συμβατικές τεχνολογίες. Καταρχάς αναφέρουμε ότι η Ελλάδα είναι πολύ μακριά από την εκπλήρωση των υποχρεωτικών στόχων που έχουν τεθεί τόσο από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες (20-20-20) όσο κι από την Ελληνική κείμενη νομοθεσία, αναφορικά με την εγκατάσταση αιολικών σταθμών. Πράγματι, μόνο 1800 MW αιολικών πάρκων είναι σε λειτουργία, τη στιγμή που ο στόχος για το έτος 2014 ανέρχεται στα 4000 MW, ενώ για το έτος 2020 στα 7500 MW. Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε τα εξής σημαντικά σημεία: 1ον η αιολική ενέργεια είναι φθηνότερη από τις ανταγωνιστικές μονάδες φυσικού αερίου, αφού αμείβεται με Feed-in-Tariff περίπου 80 ευρώ/MWh (μετά την επιβολή της σχετικής έκτακτης εισφοράς), έναντι των 105 ευρώ/MWh που στοιχίζει το ρεύμα από τις μονάδες φυσικού αερίου, και 2ον η αύξηση της παραγωγής ρεύματος από αιολική ενέργεια θα μειώσει αντίστοιχα την παραγωγή ρεύματος από μονάδες φυσικού αερίου, δηλαδή θα μειώσει το συνολικό κόστος παραγωγής του Συστήματος. Όσον αφορά στο τι έχει γίνει μέχρι σήμερα, είναι γνωστό ότι οι παραγωγοί έργων ΑΠΕ έχουν επενδύσει διαχρονικά βάσει ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου (N.2244/1994, Ν.3488/2006, Ν.3734/2009, N.3851/2O10, κλπ.), το οποίο ήταν απολύτως σύμφωνο με την πολιτική και την νομοθεσία της Ε.Ε. (Οδηγίες 2001/77/ΕΚ και 2009/28/ΕΚ) και προέβλεπε θεσμοθετημένη εγγύηση εσόδων με την μορφή σύμβασης αγοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας και με προσδιοριζόμενες οπό τους ως άνω νόμους τιμές. Ωστόσο, μέχρι σήμερα οι ίδιοι επενδυτές έχουν υποστεί αλλεπάλληλες σημαντικές επιβαρυντικές αλλαγές στον επιχειρηματικό τους σχεδιασμό, λόγω επιβολής έκτακτης εισφοράς (Ν. 4093/2012 - αιολικά: 10%. φωτοβολταϊκά έως και 40%), καθώς και επιβολής προσκόμισης εγγυητικής επιστολής και τέλους διατήρησης Άδειας Παραγωγής (Ν. 4152/2013). Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τις μονάδες φυσικού αερίου, η απόφαση για την κατασκευή τους αποτελούσε μια επενδυτική απόφαση και πρωτοβουλία των αντίστοιχων ιδιωτικών επιχειρήσεων, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε θεσμοθετημένης εγγύησης εσόδων, π.χ. με την μορφή σύμβασης πώλησης ενέργειας (PPA) ή κάτι παρόμοιο. Επίσης, τόσο ο Μηχανισμός Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους όσο και η υποχρεωτική αγορά των ΑΔΙ από τον ΔΕΣΜΗΕ (και μετά τον ΑΔΜΗΕ) σε ρυθμιζόμενη και πολύ υψηλή τιμή, αποτελούσαν μεταβατικές διατάξεις του Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και έπρεπε να είχαν καταργηθεί από τον Οκτώβριο του 2010. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι η ΡΑΕ πρόσφατα και μέσα σε περίοδο κρίσιμης οικονομικής συγκυρίας, αποφάσισε τον διπλασιασμό του ποσού των ΑΔΙ σε 90.000€ / MW για τις μονάδες Φυσικού Αερίου, όπως επίσης και στο ότι καθ’ όλη την περίοδο που επεβλήθησαν έκτακτες εισφορές στις ΑΠΕ καμιά ανάλογη μείωση δεν επεβλήθη στα έσοδα των μονάδων Φυσικού Αερίου. Επίσης πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν κάποια σημαντικά πρόσθετα σημεία ειδικά για την αιολική ενέργεια όπως:  Η επιβάρυνση των αιολικών επί του Ειδικού Λογαριασμού του ΛΑΓΗΕ είναι ασήμαντη,  Η εγγυημένη τιμή στην χώρα μας είναι μικρότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο χωρών, όπου επίσης η ανάπτυξη των έργων βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, μακριά από τα επίπεδα ωριμότητας,  Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα μηχανισμός πρόσκτησης επιπρόσθετου εσόδου (π.χ. πράσινα πιστοποιητικά), όπως σε άλλες χώρες της ΕΕ,  Η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας ενισχύει την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας αφού αξιοποιεί μια εγχώρια ενεργειακή πηγή και απεξαρτά έτσι το κόστος ενέργειας από τις διεθνείς διακυμάνσεις της τιμής των ορυκτών καυσίμων. Ιδιαιτέρως για τα Φωτοβολταϊκά οι αναδρομικές περικοπές είναι εξοντωτικές με συνέπεια να οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε δημεύσεις περιουσιών από τις τράπεζες χιλιάδων μικροεπενδυτών που πίστεψαν στη φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους, επένδυσαν τα χρήματά τους σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τώρα βρίσκονται προ των πυλών πλήρους οικονομικού αδιεξόδου. Ο τομέας της ενέργειας και ειδικά αυτός των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) με έμφαση στην αιολική ενέργεια αποτελεί έναν κλάδο με ιδιαίτερες αναπτυξιακές προοπτικές. Λαμβάνοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά οφέλη, την αποφυγή εκροής συναλλάγματος αφού δεν απαιτείται η αγορά καυσίμου καθώς και το γεγονός ότι η Χώρα μας είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ανανεώσιμες πηγές, εκτιμούμε ότι οι ΑΠΕ είναι ένας ζωτικός τομέας της Εθνικής Οικονομίας ο οποίος πρέπει να στηριχθεί και για τον οποίο πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ανάπτυξη και όχι για την υποβάθμισή του. Aν λοιπόν επιμείνετε στην αναδρομική μείωση της τιμολόγησης ηλεκτρικής ενέργειας σταθμών ΑΠΕ τότε είναι δεδομένο ότι όσοι επενδυτές ΑΠΕ, έλληνες και ξένοι, έχουν απομείνει θα οδηγηθούν σ άλλες αναδυόμενες αγορές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας οι οποίες εξασφαλίζουν ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον. Οι επίμαχες προτάσεις πάσχουν νομικά, αφού παρεμβαίνουν βάναυσα στις καταρτισμένες συμβάσεις και συνεπώς αντίκεινται στις αντιστοιχες συνταγματικές διατάξεις. Επίσης, παραβιάζουν και τη συμβατική ελευθερία αφού, με βάση τους όρους της σύμβασης πώλησης δεν επιτρέπεται η μονομερής παρέμβαση για την τροποποίησή τους. Συμπερασματικά, επειδή το ενεργειακό μίγμα είναι ενιαίο, θεωρούμε ότι η άρση της πριμοδότησης των ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου καθώς και της μεγάλης Συμπαραγωγής άνω των 35 MW θα αποτρέψει τον ενεργειακό οικονομικό εκτροχιασμό και τη λογιστική στρέβλωση. Με βάση τα απολογιστικά δεδομένα του ΛΑΓΗΕ το σωρευτικό υπόλοιπο του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ μετά το τέλος του 2013 είναι της τάξης των 550 εκ. €. Από την άλλη πλευρά η πριμοδότηση των ΑΔΙ για το έτος 2013 κόστισε στο Κράτος 124 εκ. €, ενώ η πριμοδότηση μέσω του Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους - ΜΑΜΚ (με περιθώριο +10%) 370 εκ. €, άρα συνολικά το Κράτος ξόδεψε αναίτια για τις Ιδιωτικές Μονάδες Φυσικού Αερίου 494 εκ. €. Το αντίστοιχο νούμερο ΑΔΙ και ΜΑΜΚ για το έτος 2012 (στο οποίο υπήρχε έκτακτη εισφορά για τις ΑΠΕ) ήταν 403 εκ. €, άρα για τα δύο έτη προσέγγισε το αστρονομικό ποσό των 900 εκ. €. Από εκεί λοιπόν πρέπει να καλυφθούν τα ελλείμματα του ΛΑΓΗΕ διότι πλέον η πριμοδότηση των Ιδιωτικών Μονάδων Φυσικού Αερίου είναι προφανής κι από όλους μας αντιληπτή. Επιπροσθέτως, θεωρούμε ότι κι αυτή η ανεπιτυχής προσπάθεια περιορισμού του ελλείμματος δεν έχει καθόλου εξασφαλισμένα αποτελέσματα διότι δεν προβλέπεται τρόπος ώστε η ΔΕΗ να πληρώνει τις υποχρεώσεις της προς τον ΑΔΜΗΕ, με αποτέλεσμα να έχουμε πιθανότατα και στο μέλλον καθυστερήσεις πληρωμών προς τους παραγωγούς ΑΠΕ. Κατά συνέπεια ζητούμε να μην υπάρχει αναδρομική αναπροσαρμογή των τιμών Feed-in-Tariff στα ήδη συμβολαιοποιημένα έργα.