Αρχική Δασικές συναιτεριστικές οργανώσειςΆρθρο 46: Αναγκαστικοί Δασικοί Συνεταιρισμοί ΔασοκτημόνωνΣχόλιο του χρήστη ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΔΑΣΟΚΤΗΜΟΝΩΝ ΠΙΣΟΔΕΡΙΟΥ | 7 Φεβρουαρίου 2016, 23:38
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Με έκπληξη πληροφορούμαστε το περιεχόμενο του νέου νομοσχεδίου που προωθεί το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος για τους δασικούς συνεταιρισμούς και ειδικότερα την πρόθεσή του να επιβάλει την διάλυση των υφιστάμενων αναγκαστικών συνεταιρισμών. Πρόκειται για επαναφορά – με ελάχιστες επουσιώδεις διαφορές – διατάξεων που είχε επιχειρηθεί να αποτελέσουν μέρος του αντίστοιχου σχεδίου νόμου το έτος 2010. Τότε η καθολική και πλήρης αντίδραση των υφισταμένων αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών (δασοκτημόνων και όχι εργασίας), της επιστημονικής κοινότητας τόσο της νομικής όσο και της δασολογικής επιστήμης, οι διαρκείς παραστάσεις εκπροσώπων συνεταιρισμών (μεταξύ των οποίων και του δικού μας) απέτρεψε την υιοθέτηση των απολύτως καταστροφικών και παραλόγων ρυθμίσεων. Για τον λόγο αυτό εκφράζουμε την ιδιαίτερη απορία μας για τους λόγους που ωθούν την παρούσα κυβέρνηση ώστε να επανέρχεται στο ζήτημα αυτό. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις αιτιάσεις που είχαμε και τότε προβάλει και προσθέτουμε τους λόγους για τους οποίους οι επουσιώδεις μεταβολές που επιχειρεί το σχέδιο νόμο (διετής αντί ενιαύσιας προθεσμίας για την λύση, δυνατότητα ανάθεσης διαχείρισης δάσους σε ΝΠΙΔ) ουδόλως μεταβάλουν την ουσία των προωθούμενων διατάξεων. Ειδικότερα οι προτεινόμενες διατάξεις, όπως έχουν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση είναι: Άρθρο 46: Αναγκαστικοί Δασικοί Συνεταιρισμοί Δασοκτημόνων 1. Η σύσταση αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών απαγορεύεται. 2. Εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος οι συσταθέντες κατά τις διατάξεις του Α. Ν. 1627/1939 αναγκαστικοί συνεταιρισμοί δασοκτημόνων (κύριων, νομέων ή καρπωτών περιορισμένων δασικών δικαιωμάτων) λύονται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσής τους. Η διαχείριση των δασών των παραπάνω συνεταιρισμών γίνεται σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 151 του Δασικού Κώδικα, όπως αντικαθίσταται από την παρ. 2 του άρθρου 48 του παρόντος. Αναγκαστικές δασικές οργανώσεις που δεν συμμορφώθηκαν με την προηγούμενη διάταξη διαλύονται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, μετά από αίτηση της οικείας Διεύθυνσης Δασών Άρθρο 48: Καταργούμενες – τροποποιούμενες – λοιπές διατάξεις 1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις, του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 135 και των παρ. 8 και 9 του άρθρου 151 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969), της παρ. 7 του άρθρου 18 του Ν. 4015/2011, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στο νόμο αυτό ή που αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν. 2. Η παρ. 7 του άρθρου 151 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969) αντικαθίσταται ως εξής: «Κύριοι ή νομείς αδιαιρέτου δάσους εκτάσεως ανωτέρας των εκατό (100) εκταρίων, είτε περιορισμένων δικαιωμάτων καρπώσεως δάσους της αυτής τουλάχιστον έκτασης, πλείονες των επτά (7), αναθέτουν τη διαχείριση του αδιαίρετου δάσους ή την κάρπωση των δασικών περιορισμένων δικαιωμάτων σε εκπροσώπους τους ή σε επιτροπή κατά τις περί κοινωνίας, εντολής και αντιπροσώπευσης διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καταρτιζομένης συμβολαιογραφικώς. Η διαχείριση των ανωτέρω δασών μπορεί να διενεργείται επίσης από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που συστήνεται από τους δασοκτήμονες με σκοπό τη διαχείρισή τους. Κατά τα λοιπά ως προς τη διαχείριση των δασών αυτών εφαρμόζονται οι περί διαχειρίσεως των ιδιωτικών δασών διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Η επίλυση των διαφορών μεταξύ των κύριων ή νομέων υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων». 3. Η παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 3208/2003 (ΦΕΚ Α΄ 303/24.12.2003) αντικαθίσταται ως εξής: «Ιδιωτικά εν γένει δάση, των οποίων η διαχείριση και εκμετάλλευση έχει από εικοσαετίας και πλέον εγκαταλειφθεί, τίθενται από την αρμόδια δασική αρχή υπό διαχείριση, για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και προαγωγής της εθνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις περί διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως των δημοσίων δασών ισχύουσες διατάξεις. Προϋπόθεση για την κατά τα ανωτέρω ενέργεια της δασικής αρχής, είναι η διαπίστωσή της, ότι οι κάτοχοι των δασών αυτών, παρουσιάζουν αντικειμενική αδυναμία να τα διαχειριστούν ή να τα εκμεταλλευτούν. Τα έσοδα από την εκμετάλλευση των παραπάνω δασών, μετά την αφαίρεση των πάσης φύσεως εξόδων και των δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου, αποδίδονται από το Δημόσιο νομίμως στους δικαιούχους. Κατά την απόδοσή τους, υφίσταται επιπλέον παρακράτηση, ποσοστού δέκα επί τοις εκατό (10%), το οποίο όπως και τα δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου κατατίθενται υπέρ του Πράσινου Ταμείου στον ειδικό κωδικό Ειδικός Φορέας Δασών και διατίθενται αποκλειστικά για έργα διαχείρισης, ανάπτυξης και προστασίας δασών. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσης παραγράφου». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί διαλύονται με απόφαση είτε της γενικής τους συνέλευσης (προφανώς με τις προϋποθέσεις που ο Νόμος και το καταστατικό τους ορίζουν) είτε κατόπιν προσφυγής της κατά τόπον Δασικής Υπηρεσίας. Εντύπωση μας προκαλεί η αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως του νομοσχεδίου επί του άρθρου 46 ότι η ύπαρξη αναγκαστικών συνεταιρισμών αντίκειται στο ισχύον Σύνταγμα (και στο πνεύμα του άρθρου 1 του παρόντος νομοσχεδίου) και ως εκ τούτου η σύσταση νέων δασικών αναγκαστικών συνεταιρισμών (ιδιοκτητών, νομέων και καρπωτών δασικών δικαιωμάτων) απαγορεύεται ενώ επιβάλλεται και η λύση των υφισταμένων. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 12 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται: 1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματείο. 4. Οι γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί κάθε είδους αυτοδιοικούνται σύμφωνα με τους όρους του νόμου και του καταστατικού τους και προστατεύονται και εποπτεύονται από το Κράτος, που είναι υποχρεωμένο να μεριμνά για την ανάπτυξή τους. 5. Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν. Είναι λοιπόν προφανές ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την ύπαρξη αναγκαστικών συνεταιρισμών προς εξυπηρέτηση των ειδικών σκοπών που ορίζονται σε αυτόν και ειδικά αυτόν της κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής (συνεπώς και του δάσους). Δημιουργεί λοιπόν κατ αρχάς έκπληξη η επίκληση του Συντάγματος καθώς σύμφωνα με την αρχή της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων δεν νοείται «αντισυναταγματικότητα» κάποιου συνταγματικού κανόνα. Δίδεται λοιπόν η εντύπωση ότι η συντάκτες του σχεδίου νόμου αναζητούν «έξωθεν νομιμοποίηση» των προθέσεών τους. Οι συνεταιρισμοί ως ιδιότυπες ενώσεις προσώπων που συνεργάζονται για την προάσπιση και προαγωγή των περιουσιακών, επαγγελματικών κλπ συμφερόντων τους, αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, η οργάνωση και δράση των οποίων, μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που καθιερώνει και κατοχυρώνει το Σύνταγμα με τις επί μέρους σχετικές διατάξεις του, τελεί υπό την προστασία και εποπτεία του κράτους. Και προβλέπεται μεν ρητά από την παράγραφο 5 η δυνατότητα της συστάσεως αναγκαστικών συνεταιρισμών, κατ΄ εξαίρεση από την εξυπακουόμενη αρχή της ελεύθερης συστάσεως και της ελεύθερης συμμετοχής σε συνεταιρισμούς, η εξαιρετική δε αυτή ρύθμιση, αφορά αποκλειστικά στον τρόπο της συστάσεως (μόνο με νόμο, βλ. Σ.Ε. 1175/1957 Ολομ., 1058/1958 Ολομ.) και τη μορφή της συμμετοχής των μελών του συνεταιρισμού, η οποία καθίσταται υποχρεωτική (Σ.Ε. 2903/1983 Ολομ., 4104/1995 επταμ.), υπό την προϋπόθεση ότι ο αναγκαστικός συνεταιρισμός θα επιδιώκει τους στόχους που καθορίζει αυτή η συνταγματική διάταξη, δηλαδή την εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημοσίου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής και εφόσον εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν. Συνεπώς, μόνον η ύπαρξη αναγκαστικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις είναι σύμφωνη προς την συνταγματική αυτή διάταξη. Είναι δε αδιάφορο το αν οι συνεταιρισμοί αυτοί ιδρύθηκαν με νόμο πριν την πρόβλεψη από το Σύνταγμα του θεσμού αυτού (που προβλέφθηκε το πρώτο με ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 109 του Συντάγματος του 1952), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τους καθιστούν συνταγματικά θεμιτούς, οπωσδήποτε τούτο στην περίπτωση που – όπως εν προκειμένω -, υπό καθεστώς συνταγματικής προβλέψεως, οι συνεταιρισμοί αυτοί διατηρήθηκαν με νεότερο νόμο. Τούτο επιβεβαιώνει η διαχρονική αλλά και η πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις 3580 και 3581/2010 αποφάσεις του. Κατά την άποψή μας δεν υφίσταται κανένα απολύτως συνταγματικό κώλυμα ύπαρξης των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών, καθώς αποδεικνύεται από την μέχρι τώρα λειτουργία τους και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής οδηγεί σε ουσιαστική πλήρη αδυναμία διαχείρισης των δασών, κατάλληλο, πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη των συνταγματικών σκοπών σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ορίζει ότι μετά την διάλυση των αναγκαστικών συνεταιρισμών, οι ιδιοκτήτες θα μπορούν να αναθέτουν την διαχείριση του κοινού δασοκτήματος σε επιτροπή ή εκπροσώπους τους. Η ασάφεια του νομοσχεδίου είναι προφανής κατά τις διατάξεις περί εντολής ή αντιπροσώπευσης . Δεν διευκρινίζεται ποιος θα είναι ο αριθμός των μελών της επιτροπής ή των εκπροσώπων, ο τρόπος επιλογής τους και αν θα πρέπει να συγκεντρώνεται η πλειοψηφία των συγκυρίων σε κάθε πρόσωπο της επιτροπής ξεχωριστά. Ακόμα και η αναφορά σε ίδρυση Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (αποτελεί προσθήκη σε σχεση με την προηγούμενη νομοθετική απόπειρα) κανένα πραγματικό ζήτημα επιλύει. Δεν ορίζεται η μορφή, αν θα πρέπει να μετέχουν όλοι οι δασοκτήμονες ή ορισμένοι. Αν μπορούν να ιδυθούν περισσότερα του ενός τέτοια νομικά πρόσωπα από διαφορετικές ομάδες συνιδιοκτητών και πώς θα συλλειτουργούν και πολλά άλλα. Ουδόλως επιλύει και το ζήτημα της τύχης της μη δασικής περιουσίας των αναγκαστικών συνεταιρισμών καθώς και των συμβάσεων που έχουν υπογράψει και είναι σήμερα σε ισχύ. Εγείρεται μείζον θέμα με την συγκυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά 1/5 επί των δασοκτημάτων και αν θα συνυπολογίζεται αυτό για την διαμόρφωση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών (μέχρι σήμερα το ελληνικό Δημόσιο διαθέτει ποσοστό συγκυριότητας αλλά δεν συμμετέχει στους Συνεταιρισμούς, οι οποίοι από της ιδρύσεώς τους ασκούν την διαχείριση των Δασοκτημάτων). Θα εμπίπτει λοιπόν και το ελληνικό Δημόσιο στην ανωτέρω διάταξη. Θεωρούμε πως ελάχιστο προαπαιτούμενο για την συζήτηση επί του θέματος θα έπρεπε να είναι η αυτοδίκαιη μεταβίβαση του ποσοστού συνιδιοκτησίας επί των δασοκτημάτων προς τους λοιπούς συγκυρίους χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τιμήματος. Αναφερόμενοι σε αναγκαστικούς συνεταιρισμούς που κάποιοι προσεγγίζουν τον έναν αιώνα ζωής είναι απολύτως λογικό, με το πέρας των ετών και την κληρονομική διαδοχή των αρχικών συγκυρίων να υφίσταται τεράστια διασπορά μεριδιούχων επί ακόμα και κλασμάτων ιδανικών μεριδίων, πολλοί εκ των οποίων διαβιούν στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά αδύνατον να ενημερωθούν για το νέο νομοθέτημα, να γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις ώστε να μπορέσουν να επιλέξουν και να αναθέσουν σε ορισμένα πρόσωπα, κατ απόλυτη κρίση τους καθώς δεν εκλέγονται, ώστε να μετέχουν κάποιας διαχειριστικής επιτροπής. Ο Αναγκαστικοί Δασικοί Συνεταιρισμοί, διαθέτοντας αυτοτελή νομική προσωπικότητα, στις πολλές δεκαετίες λειτουργίας τους, έχουν αποκτήσει δική τους κινητή και ακίνητη περιουσία, έχουν αντισυμβληθεί με το ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (χαρακτηριστικές οι συμβάσεις του Συνεταιρισμού μας με την άλλοτε Νομαρχία Φλώρινας για την λειτουργία του Χιονοδρομικού κέντρου Βίγλας Πισοδερίου) και ιδιωτικές (ελληνικές και αλλοδαπές) εταιρείες (εγκαταστάσεις εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, εγκατάσταση αιολικού πάρκου στο Δάσος Πισοδερίου). Σε περίπτωση διαλύσεως των Συνεταιρισμών χάνεται η νομική τους προσωπικότητα και η φορολογική τους αυτοτέλεια οπότε όπως είναι φυσικό το κύρος των συμβάσεων όπου μετέχουν αμφισβητείται. Στο σχέδιο Νόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά για την τύχη της περιουσίας των συνεταιρισμών (πέραν του Δασοκτήματος) ούτε για την τύχη των συμβάσεων. αν ισχύσουν οι περί σωματείων διατάξεις αλλά και οι προβλέψεις των περισσοτέρων καταστατικών τότε η Γ.Σ συνέλευση θα πρέπει να αποφασίσει και την διάθεση των περιουσιακών στοιχείων και σε αντίθετη περίπτωση την σχετική απόφαση θα πρέπει να λάβει το Μονομελές Πρωτοδικείο στο οποίο θα προσφύγει η Διεύθυνση Δασών. Πρόκειται για ευθεία προσβολή του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Αλλά ακόμα και αν υπάρξει πρόβλεψη περί μεταβίβασής της στα φυσικά πρόσωπα – πρώην μέλη των υπό διάλυση Συνεταιρισμών είναι βέβαιον ότι θα είναι αδύνατη η επίτευξη διαχειρίσεως κα στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγηθούμε στο ίδιο αποτέλεσμα μέσω αγωγών διανομής. Χαρακτηριστικά ο Συνεταιρισμός μας διαθέτει τρία ιδιόκτητα κτήρια. Αν εφαρμοστούν οι διατάξεις ως έχουν αυτά όπως και η λοιπή μη δασική περιουσία θα πρέπει να εκκαθαριστεί και το ενεργητικό της να διανεμηθεί Η διαχείριση ενός Δασοκτήματος απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό, μελέτη ειδικών επιστημόνων και εκ νέου σχεδιασμό των ορίων και του περιεχομένου της δασικής πολιτικής. Στις σύγχρονες συνθήκες η εκμετάλλευση του Δάσους συνδυάζει την ξυλεία, αξιοποίηση υδάτινων πόρων, ενεργειακά προγράμματα, εναλλακτικό τουρισμό, λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων και ορειβατικών εγκαταστάσεων. Είναι απολύτως αδύνατον η διαχείριση αυτή να επιτευχθεί, χωρίς την ύπαρξη φορέα με αυτοτελή νομική προσωπικότητα και ικανότητα να συναλλάσσεται αλλά αντίθετα να ανατιθέμενη σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες μικρομεριδιούχους, σκορπισμένους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Δεν γίνεται καμία αναφορά για την δυνατότητα διαχείρισης της μη δασικής περιουσίας Η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής του ΑΚ είναι πρακτικά αδύνατη. Είναι εξαιρετικά δυσχερές να συμπτυχθούν πλειοψηφίες (όσο θολά περιγράφεται στο σχέδιο νόμου) που θα αναθέσουν δια συμβολαιογραφικού εγγράφου την σχετική εντολή διαχειρίσεως. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 724 ΑΚ ο εντολέας έχει την δυνατότητα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε και μάλιστα κατ αρχήν χωρίς να είναι αντίθετη συμφωνία. Είναι προφανές ότι κατά τον τρόπο αυτό δεν μπορεί οποιαδήποτε επιτροπή να διαχειριστεί τις δασικές υποθέσεις με την αναγκαία σχετική σταθερότητα, ούτε είναι δυνατόν να επιβληθεί, αν θεωρηθεί ότι βρίσκει εφαρμογή το β’ εδάφιο του ΑΚ 724, συγκεκριμένη διάρκεια (κα ποια άραγε;) της συμβάσεως εντολής χωρίς την συναίνεση του εντολέα. Θα δημιουργηθεί το οξύμωρο της αναθέσεως εντολής διαφορετικής χρονικής διάρκειας ή ελεύθερα ανακλητής; Λόγω της φύσεως της δασικής διαχείρισης δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν τα όρια της εντολής εντός των οποίων θα πρέπει να ενεργούν οι αντιπρόσωποι ή η Επιτροπή διαχείρισης, που προβλέπει το σχέδιο Νόμου Επιπλέον προβλήματα δημιουργούνται και στην περίπτωση θανάτου είτε του εντολέα είτε το εντολοδόχου. Σήμερα η διαχείριση των Δασών ασκείται από τον Συνεταιρισμό με τα όργανά του, ανεξαρτήτως τυχόν θανάτου μέλους του ΔΣ ή συνεταίρου, οι κληρονόμοι του οποίου γίνονται μέλη του Συνεταιρισμού κατά τους όρους του νόμου και του Καταστατικού. Αντίθετα σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής, αυτή λύεται αυτόματα με τον θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου. Οι κληρονόμοι του εντολέα μπορούν (αλλά δεν υποχρεούνται) να αναθέσουν οι ίδιοι την διαχείριση στον ίδιο ή διαφορετικό εντολοδόχο, οπότε θα πρόκειται για νέα σύμβαση εντολής. Κατά τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη από τον νόμο πλειοψηφία των συνιδιοκτητών καθίσταται ιδιαίτερα εύθραυστη είτε λόγω τυχόν ανακλήσεων εντολής είτε λόγω θανάτου εντολέα ή εντολοδόχου. Επιπλέον επιπρόσθετα προβλήματα θα δημιουργηθούν από την αυτονόητη συνέπεια της δυνατότητας ελεύθερης μεταβίβασης ποσοστού συγκυριότητας προς τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Ουσιαστικά καταργείται η δυνατότητα απαλλαγής του Διοικητικού Συμβουλίου των Συνεταιρισμών και εφαρμόζεται η διάταξη του ΑΚ 714 που θεμελιώνει την ευθύνη του εντολοδόχου για κάθε πταίσμα, γεγονός που θα αποτρέπει την ανάληψη της διαχείρισης. Καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής ο καταλογισμός δαπανών και εξόδων κατά την εκτέλεση της εντολής και απόδοσης ωφελημάτων προς τον κάθε εντολέα χωριστά, όπως τα ΑΚ 718 και 719 ορίζουν. Είμαστε βέβαιοι ότι πέραν αυτών και πολλά άλλα προβλήματα θα ανέκυπταν εάν εφαρμόζονταν στην πράξη η διάλυση των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών, όπως το σχέδιο νόμου προβλέπει. Ήδη όμως καθίσταται σαφές ότι δεν θα είναι δυνατή η αποτελεσματική άσκηση της δασικής διαχείρισης. Θεωρούμε ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων θα οδηγηθούμε σε εγκατάλειψη των δασοκτημάτων και θα τύχει εφαρμογής η νέα διάταξη του άρθρου 152 του Δασικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία μετά από εικοσαετή αδυναμία διαχείρισης, αυτή περιέρχεται στο Δημόσιο, αφού όμως πρώτα έχει προκληθεί ανυπολόγιστη περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Η ανάληψη της διαχείρισης από το Δημόσιο αποτελεί έναν βίαιο περιορισμό του δικαιώματος άσκησης κυριότητας σε βάρος των συνιδιοκτητών. Μια τέτοια διαδικασία εξυπηρετεί μόνο ισχυρά οικονομικά κέντρα που θα επιθυμούσαν ίσως να αναλάβουν εργολαβικά της διαχείριση και εκμετάλλευση του δασικού πλούτου, εφόσον αυτή ουσιαστικά αφαιρείται από τους συνιδιοκτήτες του Δάσους. Δεν θέλουμε να εικάσουμε ότι η παρούσα κυβέρνηση ανοίγει τον δρόμο στην αφαίρεση της διαχείρισης δασών και δασικών εκτάσεων από τους κυρίους τους και την ανάθεσή της αύριο σε μεγάλες εταιρείες διαχείρισης δασών που ήδη καιροφυλακτούν Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η ύπαρξη των δασικών αναγκαστικών συνεταιρισμών είναι απολύτως πρόσφορη αναγκαία για την αποτελεσματική κοινή εκμετάλλευση στων συνιδιόκτητων Δασών, εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 12 παρ 5 του Συντάγματος και δεν υπάρχει κανείς συνταγματικός λόγος που να υπαγορεύει την διάλυσή τους. Αγνοούμε συνεπώς την ουσιαστική σκοπιμότητα της διατάξεως των άρθρων 46 και 48 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, οι οποίες δημιουργούν πλείστα όσα προβλήματα σε βάρος του περιβάλλοντος αλλά και των συνιδιοκτητών. Αντίθετα θεωρούμε ότι τυχόν υποχρεωτική κατ ουσία λύση τους αντίκειται πλέον στα άρθρα 5 και 17 του Συντάγματος και το άρθρο Όπως ήδη σας αναφέρουμε ελάχιστες προϋποθέσεις για την διεξαγωγή ενός καλόπιστου διαλόγου είναι τουλάχιστον η απόδοση του μεριδίου του Ελληνικού Δημοσίου στους λοιπούς συνιδιοκτήτες, η εξασφάλιση διατήρησης αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας του όποιου φορέα διαδεχθεί τους Αναγκαστικούς Συνεταιρισμούς, η κατοχύρωση των μη δασικών περιουσιακών στοιχείων των συνεταιρισμών και του κύρους των συμβάσεων που έχουν ήδη υπογράψει, η εξασφάλιση λειτουργικού συστήματος ενάσκησης της δασικής διαχείρισης. Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε επιβεβλημένη την άμεση απόσυρση των διατάξεων αυτών στον βαθμό τουλάχιστον που αφορούν σε αναγκαστικούς δασοκτημονικούς συνεταιρισμούς, έως ότου, τουλάχιστον, προηγηθεί η επαρκής και πλήρης επεξεργασία των παραπάνω ζητημάτων.