Αρχική ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ – ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΜέρος Α1 – Βασικές έννοιες και διάρθρωση συστήματος χωρικού σχεδιασμού – Άρθρο 1 Βασικές έννοιεςΣχόλιο του χρήστη ΣΕΤΕ | 21 Νοεμβρίου 2016, 13:54
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Λαμβάνοντας υπόψη τη συχνή αλλαγή των χωροταξικών νόμων η οποία οδήγησε μεταξύ άλλων και στη μέχρι σήμερα έλλειψη ουσιαστικού χωροταξικού σχεδιασμού στη χώρα και αναγνωρίζοντας τη μεγάλη σημασία της θεσμοθέτησής του σε επίπεδο εφαρμοστικό, ώστε να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις και να αναπτυχθούν με βιώσιμο τρόπο σε πλαίσια αειφορίας και ασφάλειας δικαίου, κρίνουμε κατ’ αρχήν τον χρόνο που διατέθηκε για δημόσια διαβούλευση ανεπαρκή για ένα τόσο σημαντικό νόμο, παρά τη δοθείσα μικρή παράταση. Ως εκ τούτου, επιφυλασσόμαστε να διατυπώσουμε εκ νέου τις απόψεις μας και μετά την παρέλευση της δοθείσας προθεσμίας. Γενικά, κρίνουμε ότι το Σχέδιο Νόμου (ΣχΝ) κινείται σε σωστή κατεύθυνση. Κρίσιμο θέμα ωστόσο, για τη διατήρηση αυτής της κατεύθυνσης θα είναι η εξειδίκευση του περιεχομένου και των διαδικασιών έγκρισης των πλαισίων και σχεδίων του συστήματος χωρικού σχεδιασμού που προβλέπονται από το άρθρο 12. Οι ειδικές προβλέψεις για κάθε επίπεδο και εργαλείο σχεδιασμού θα πρέπει να επιδιώκουν απλούστευση και συντόμευση των διαδικασιών, σχετική ευελιξία στον σχεδιασμό και αποφυγή της διαχρονικά διαπιστωμένης δυσπιστίας της Πολιτείας στις παραγωγικές και ειδικά στις τουριστικές επενδύσεις, παρά τη σημαντική συμβολή του κλάδου στην ανάσχεση της ύφεσης και της συμβολής του στη μείωση της ανεργίας. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι κοινή η διαπίστωση της αναγκαιότητας άμεσης δημιουργίας ευέλικτου, ελκυστικού και βιώσιμου επενδυτικού περιβάλλοντος. Επί δεκαετίες, οι διαδικασίες του χωρικού σχεδιασμού απεδείχθησαν ως επί το πλείστον ατελέσφορες, κυρίως λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών σχεδίασης και έγκρισης των διαφόρων σταδίων, με αποτέλεσμα να καθίστανται τελικά ανεπίκαιρες, λόγω των ταχύτατα και άναρχα αναπτυσσόμενων περιοχών ειδικά στις περιοχές της λεγόμενης «εκτός σχεδίου δόμησης» που κατά κύριο λόγο πλήττουν την ελληνική ύπαιθρο, επιβαρύνοντας το κόστος των υποδομών και υποβαθμίζοντας το φυσικό περιβάλλον, που -πέραν της ευρύτερης σημασίας για την καθημερινότητα των πολιτών της χώρας- αποτελεί και σημαντικό πόρο για την τουριστική δραστηριότητα. Εξ άλλου, συχνά οι ραγδαίες οικονομικές, κοινωνικές ακόμα και κυβερνητικές αλλαγές, καθιστούν άκαιρες / ανεπίκαιρες τις όποιες προγενέστερες κατευθύνσεις του χωρικού σχεδιασμού με επιπτώσεις απολύτως αρνητικές για το περιβάλλον και τις επενδύσεις, με επακόλουθο και σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις, λόγω αυξημένης ανεργίας. Επομένως, ο νομοθέτης θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του τα ανωτέρω και να αποφύγει την επανάληψη της ίδιας δαιδαλώδους και αναποτελεσματικής διαδικασίας και μάλιστα μονοσήμαντα εστιασμένης στην προστασία του περιβάλλοντος υπό μια στενή έννοια διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης που οδηγεί σε διαιώνιση της εκτός σχεδίου δόμησης, αγνοώντας εν τέλει τις δυσμενείς περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πολιτικής. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως σαφή, ευέλικτο και αποτελεσματικό χωροταξικό σχεδιασμό που θα εγγυάται ένα ασφαλές αναπτυξιακό περιβάλλον σε πλαίσια αειφορίας. Άρθρο 3: Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι οι διαδικασίες εκπόνησης της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, πρέπει να διασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή συναίνεση των παραγωγικών, πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ώστε σε επίπεδο τουλάχιστον στρατηγικών κατευθύνσεων να εξασφαλίζεται η συνέχεια του Κράτους ως προς την κατεύθυνση και το είδος ενός μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού μοντέλου αειφόρου ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο η Ε.Χ.Σ. να τύχει της έγκρισης (και όχι απλά της ενημέρωσης) της Βουλής, επιδιώκοντας τη μέγιστη κατά το δυνατόν αποδοχή. Αυτό εξάλλου θα της προσδώσει και το νομιμοποιητικό κύρος που προβλέπεται από το άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος. Παράλληλα, επειδή προβλέπεται ότι τα Ειδικά Χωρικά Πλαίσια (άρα και του τουρισμού) θα έπονται της έγκρισης της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, οι διαδικασίες εκπόνησής της πρέπει να είναι τάχιστες και επιβάλλεται να εκκινήσει άμεσα ο διάλογος με τους παραγωγικούς φορείς. Επιπρόσθετα, για να μην υπάρξει καθυστέρηση στην εκπόνηση των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων μέχρι τη θεσμοθέτηση της νέας Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, προτείνουμε να είναι δυνατή η έναρξη εκπόνησής τους με βάση τις κατευθύνσεις του προηγούμενου Εθνικού Χωροταξικού Πλαισίου. Άρθρο 5: Μετά την ακύρωση για τυπικούς λόγους από το ΣτΕ του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού για τον Τουρισμό, θεωρούμε απολύτως αναγκαία την άμεση έναρξη άτυπων, αλλά ουσιαστικών συνεργασιών του Υπουργείου Τουρισμού, του ΥΠΕΝ, και του ΣΕΤΕ για την έγκαιρη προετοιμασία της εκπόνησης Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό σύμφωνα και με τις προβλέψεις του άρθρου 5, παρ.3.α, ακόμα και πριν την οριστικοποίηση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής. Ο ΣΕΤΕ, διαθέτει έτοιμες στρατηγικές μελέτες και όλα τα αναγκαία στοιχεία τεκμηρίωσης τα οποία μπορούν να αποτελέσουν βάση διαλόγου για τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της τουριστικής ανάπτυξης και κατά συνέπεια να συμβάλουν ουσιαστικά στην σύνταξη του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδιασμού που στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξης, θα εδράζεται στο τρίπτυχο περιβαλλοντικής προστασίας, οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Η πρόβλεψη της παρ.5.γγ, ότι τα Ε.Χ.Π. πρέπει «να ενσωματώσουν τις κατευθύνσεις και προτάσεις των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων σχεδίων στα πλαίσια της ανάδρασης» κρίνεται γενική, αόριστη και προβληματική. Εάν παραμείνει θα πρέπει να οριοθετηθεί με συγκεκριμένο και σαφές περιοριστικό περιεχόμενο που αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, ότι δηλαδή τα ΠΠ έχουν τη δυνατότητα της «εξειδίκευσης-συμπλήρωσης των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων σε επίπεδο Περιφέρειας με στόχο την επίλυση τυχόν αντιφάσεων / συγκρούσεων». Με βάση τα ανωτέρω, η αναφορά της εισηγητικής έκθεσης ότι «Τα Περιφερειακά Πλαίσια θα μπορούν να τροποποιούν κανονιστικές και γενικότερες ρητές κατευθύνσεις των Ε.Χ.Π. μόνο προς το αυστηρότερο..» πρέπει να απαλειφθεί ως απόλυτη, ανελαστική και αντιαναπτυξιακή. Άρθρο 6:Κρίνουμε ότι ορθά αναβαθμίζεται η σημασία των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο ρόλος και η συμμετοχή των Περιφερειακών Συμβουλίων κατά την εκπόνηση και έγκριση των σχεδίων θα είναι ουσιαστικός. Στην παρ.1.δ, αναφέρεται ότι «Τα παραρτήματα περιέχουν επίσης γενικές διατάξεις χρήσεων γης και δόμησης με ισχύ μέχρι τη θεσμοθέτηση υποκείμενου ρυθμιστικού σχεδιασμού για την προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και της υπαίθρου με ιδιαίτερη αναφορά στην προστασία της γεωργικής γης.» Αυτή η αναφορά κρίνεται απόλυτη και ανελαστική. Η απλή έννοια της γεωργικής γης είναι αόριστη και μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις γι αυτό ζητούμε να απαλειφθεί. Αν παρόλα αυτά παραμείνει, τότε να συμπληρωθεί ως εξής: «…της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας που χαρακτηρίζεται αιτιολογημένα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και μετά από συνολική αξιολόγηση σε σχέση και με άλλες δυνατές παραγωγικές χρήσεις». Άρθρο 8: Στις περιπτώσεις έγκρισης Ε.Χ.Σ., με τα οποία τροποποιούνται προγενέστερα Τ.Χ.Σ., Ζ.Ο.Ε. ή άλλης μορφής ρυθμίσεις προβλέπεται διαδικασία «προέγκρισης προμελέτης» μετά από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του ΚΕΣΥΠΟΘΑ. Η εν λόγω διαδικασία δημιουργεί υπερβολική καθυστέρηση για τις στρατηγικές επενδύσεις για τον λόγο ότι πάντοτε προβλέπεται απόφαση του ΥΠΕΝ και η απόφαση αυτή εκδίδεται (παρ. 3.γ) μετά από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του ΚΥΣΕΠΟΘΑ, το οποίο προβλέπεται να συνεδριάζει μόλις 2 φορές τον χρόνο, κάτι που θεωρούμε ότι είναι απολύτως ανεπαρκές και θα οδηγήσει σε μεγάλες καθυστερήσεις. Επομένως, θεωρούμε το στάδιο της «προέγκρισης προμελέτης» περιττό και χρονοβόρο. Άρθρο 13:Είναι θετικό ότι οι μεταβατικές διατάξεις εξασφαλίζουν ότι δεν θα ανατραπεί ο τυχόν υφιστάμενος σχεδιασμός που εκπονείται, είτε υλοποιείται με βάση τις προγενέστερες διατάξεις. Θεωρούμε σημαντικό οι εξειδικεύσεις που θα ακολουθήσουν κατά το άρθρο 12 να εξασφαλίζουν περαιτέρω την εν λόγω αρχή.