Αρχική Έρευνα και εκμετάλλευση λατομικών ορυκτών και άλλες διατάξειςΆρθρο 03 – Εκμίσθωση του δικαιώματος εκμετάλλευσης– Πάγια και Αναλογικά ΜισθώματαΣχόλιο του χρήστη Γ. Χασιώτης (WWF Ελλάς) | 12 Ιουλίου 2017, 15:36
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
(α) Το δικαίωμα εκμετάλλευσης βασίζεται στην περιβαλλοντική αδειοδότηση και «δημιουργείται» από αυτή. Η διάρκεια της περιβαλλοντικής αδειοδότησης είναι καταρχήν μόνο 10 έτη [άρθρο 1 παρ. 8 α) ν. 4014/2011], μετά την πάροδο των οποίων πρέπει να παραταθεί ή τροποποιηθεί η ΑΕΠΟ . Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει δυνατότητα παράτασης των συμβάσεων μίσθωσης για χρονικά διαστήματα που δεν ταυτίζονται χρονικά με την διάρκεια ισχύος της ΑΕΠΟ (σχετική ρύθμιση προτείνεται μόνο για τα λατομεία δημόσιων εργων, πρβλ. 3 παρ. 1 εδ. β’ του νομοσχεδίου). Πόσο μάλλον όταν το μόνο κριτήριο είναι η «μέγιστη δυνατή απόληψη των κοιτασμάτων» (πρβλ. την σχετική διατύπωση της 3ης παραγράφου). Η αντίθετη επιλογή καταδικάζει περιβαλλοντικά περιοχές στο διηνηκές χωρίς την απαραίτητη εποπτεία, αξιολόγηση, και επανεκτίμηση. Επιπλέον, δημιουργεί ένα διοικητικό χάος, μέσα στο οποίο οι μισθώσεις θα ισχύουν, οι δραστηριότητες θα συνεχίζονται, και άλλες άδειες (όπως η ΑΕΠΟ) θα έχουν εκπνεύσει. Μέσα στο χάος αυτό, οι λατομικές επιχειρήσεις θα εγείρουν «κεκτημένα» δικαιώματα περιουσιακής φύσεως, ενώ το ενδιαφερόμενο κοινό θα αγωνίζεται να διαπιστώσει (μέσα στην γενικότερη αδιαφάνεια που διακρίνει το νομοσχέδιο) ποιες άδειες ισχύουν, και τι ακριβώς προβλέπουν. Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι οι συμβάσεις μίσθωσης και οι «παρατάσεις» τους χορηγούνται χωρίς κανενός είδους συμμετοχή ή ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού. (β) Κατά τις παραγράφους 2 και 3, οι παρατάσεις των συμβάσεων μίσθωσης του δικαιώματος εκμετάλλευσης των μεταλλείων μπορεί να φθάσουν (ανάλογα με την περίπτωση, και με όλες τις παρατάσεις) τα 70 χρόνια. Φυσικά, εδώ πρέπει να αγνοηθούν οι διάφορες νομοθετικές παρατάσεις, τις οποίες ο νομοθέτης χορηγεί πάντα με ευκολία και χωρίς κανένα ουσιαστικό όρο (και οι οποίες διατηρούνται από το νομοσχέδιο, βλ. σχόλιο παρακάτω). Τα 70 αυτά έτη είναι ένα τεράστιο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο ολόκληρες εκτάσεις θα καταδικαστούν οριστικά από περιβαλλοντική άποψη: πράγματι, μετά από 70 χρόνια, μπορεί να μην υπάρχει η απαραίτητη τεκμηρίωση για τις προηγούμενες χρήσεις και την αποκατάστασή τους. Πόσο μάλλον που το νομοσχέδιο περιορίζει (ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, καταργεί) μία σειρά περιορισμών στην χωροθέτηση λατομείων. (γ) Παρεμπιπτόντως, το ισχύον καθεστώς (αγνοώντας διάφορες εξαιρετικές «μεταβατικές» ρυθμίσεις, με ειδικές διατάξεις νόμου) προβλέπει 20ετείς μισθώσεις για τα «τυπικά» λατομεία, με δυνατότητα δύο 5ετών παρατάσεων (6 παρ. 1 και παρ. 2 ν. 1428/1984, όπως αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 6 παρ. 1 και παρ. 2 ν. 2115/1993) – με άλλα λόγια, μισθώσεις όχι μεγαλύτερες από 30 έτη. (δ) Οι διατάξεις για το πάγιο και το αναλογικό μίσθωμα (όπως άλλωστε και οι ισχύουσες, πρβλ. 7 ν. 1428/1984, όπως ισχύει, κ.α.) φαίνεται ότι τροποποιούνται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο. Οι ρυθμίσεις αυτές (όπως και οι ισχύουσες) είναι απολύτως ξεπερασμένες σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα, και έχουν τεράστιες αδυναμίες. Πρώτα-πρώτα, όπως και το ισχύον καθεστώς, δεν έχουν την μορφή «περιβαλλοντικού φόρου», και δεν υποχρεώνουν τον «ρυπαίνοντα» (δηλαδή, καταρχήν την λατομική επιχείρηση) να εσωτερικεύσει το περιβαλλοντικό κόστος των δραστηριοτήτων του. Ένα σημαντικό ποσοστό λατομείων θα δημιουργηθεί σε δημόσιες και δημοτικές εκτάσεις, οι οποίες κατά κανόνα θα είναι κοινόχρηστες, και μετά από δεκαετίες εκμετάλλευσης και κατάργησης (στην πράξη) της κοινοχρησίας θα έχουν καταστραφεί, πιθανόν οριστικά: παρόλα αυτά, το νομοσχέδιο θεωρεί ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένα κοινωνικό κόστος στην λατομεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα παραπροϊόντα «διατίθενται ελεύθερα» (7η παράγραφος -με την εξαίρεση του ειδικού τέλους των ΟΤΑ, και του πολύ μικρού «πράσινου τέλους» του άρθρου 20 παρ. 3 του νομοσχεδίου), σαν η εξόρυξή τους να μην προκαλεί περιβαλλοντικά προβλήματα. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι για τα λατομεία βιομηχανικών ορυκτών, μαρμάρων και φυσικών λίθων δεν υπάρχει πρόβλεψη για έργα περιβαλλοντικού αντισταθμίσματος, όπως για τα τυπικά λατομεία αδρανών υλικών (πρβλ. την 6η παράγραφο). (ε) Όσο για το 20% των πάγιων και αναλογικών μισθωμάτων των λατομείων αδρανών υλικών που διατίθεται στην Περιφέρεια για έργα περιβαλλοντικού αντισταθμίσματος (β’ εδάφιο της 6ης παραγράφου), πρόκειται για μικρό, και απολύτως αυθαίρετο ποσό. Στα λατομεία βιομηχανικών ορυκτών, το ποσό αυτό συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο, και το «πράσινο τέλος» περιορίζεται στο 1% (άρθρο 20 παρ. 3, και μόνο για λατομεία που συνεχίζουν την λειτουργία για πλέον των 40 ετών). Εκτός των άλλων, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι οδηγίες 2004/35 και 2006/21 δεν προβλέπουν «οροφές» στην αποκατάσταση και αντιστάθμιση της περιβαλλοντικής ζημίας. (στ) Τέλος, είναι τουλάχιστον παράδοξο ότι οι δαπάνες της Γενικής Διεύθυνσης Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΓΔΟΠΥ) ανέρχονται στο ½ του ποσού που θα διατεθεί για περιβαλλοντική αντιστάθμιση των δημόσιων λατομείων αδρανών υλικών (10% των μισθωμάτων των δημόσιων λατομείων – βλ. β’ εδάφιο της 6ης παραγράφου).