Αρχική Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης ΚτιρίωνΆρθρο 1- ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ - Α.Π.Θ. (Δ.Μπίκας, Αικ. Ευμορφοπούλου, Δ.Αραβαντινός, Κ.Αξαρλή, Αικ.Τσικαλουδάκη, Θ.θεοδοσίου) | 31 Ιανουαρίου 2010, 11:07
APIΣTOTEΛEIO ΠANEΠIΣTHMIO ΘEΣΣAΛONIKHΣ - ΠOΛYTEXNIKH ΣXOΛH TMHMA ΠOΛITIKΩN MHXANIKΩN - TOMEAΣ EΠIΣTHMHΣ KAI TEXNOΛOΓIAΣ TΩN KATAΣKEYΩN EPΓAΣTHPIO OIKOΔOMIKHΣ KAI ΦYΣIKHΣ TΩN KTIPIΩN ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI - SCHOOL OF ENGINEERING DEPARTMENT OF CIVIL ENGINEERING - DIVISION OF STRUCTURAL ENGINEERING LABORATORY OF BUILDING CONSTRUCTION AND BUILDING PHYSICS 54124 ΘEΣΣAΛONIKH Aριθμ. θυρ.: 429 THΛ.: 2310 - 995777 ΦAΞ: 2310 - 995603 54124 THESSALONIKI - GREECE PO Box: 429 TEL: +302310 - 995777 FAX: +302310-995603 AUTH GR e-mail:bikasd@civil.auth.gr ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Α.Π.Θ. ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Κ.ΕΝ.Α.Κ. ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΓΙΑ ΣΥΖΉΤΗΣΗ Γενικές παρατηρήσεις Με το σχέδιο του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων (Κ.Εν.Α.Κ.) καθορίζεται η μέθοδος υπολογισμού της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, οι ελάχιστες απαιτήσεις για την ενεργειακή απόδοσή τους, ο τύπος και το περιεχόμενο της ενεργειακής μελέτης, ο τρόπος διενέργειας των ενεργειακών επιθεωρήσεων, ο ρόλος των ενεργειακών επιθεωρητών, καθώς και όσα θέματα προκύπτουν σχετικά με την πλήρη εφαρμογή του νόμου 3661/08 που προβλέπει τη λήψη «μέτρων για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων σε εναρμονισμό της ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία 2002/91/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο νέο σχέδιο κανονισμού που ανακοινώθηκε στις αρχές του 2010 και αντικαθιστά το προηγούμενο, που είχε δοθεί στη δημοσιότητα πριν από ένα περίπου χρόνο, πιστεύουμε ότι υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές που διαφοροποιούν ουσιαστικά τόσο το περιεχόμενο, όσο και τη φιλοσοφία του προγενέστερου σχεδίου. 1η γενική παρατήρηση Με το νέο σχέδιο Κ.Εν.Α.Κ. το μεγαλύτερο βάρος δίνεται πλέον στη θερμομονωτική προστασία των κτιρίων και λιγότερο στον ενεργειακό τους σχεδιασμό. Με την εισαγωγή της έννοιας του κτιρίου αναφοράς δεν αξιολογείται ο ενεργειακός σχεδιασμός των κτιρίων και τίθεται υπό τη δέσμευση της θερμομονωτικής προστασίας του κτιρίου. Η γενική εικόνα που διαμορφώνει κάποιος μελετώντας το νέο σχέδιο Κ.Εν.Α.Κ. είναι ότι επανέρχεται στο σύνολό του ο ισχύων σήμερα Κανονισμός Θερμομόνωσης Κτιρίων, όμως με αυστηρότερες τις ελάχιστες απαιτήσεις θερμομονωτικής προστασίας, και ελαφρώς επαυξημένος με πρόσθετες απαιτήσεις που ορίζονται από την έννοια της ενεργειακής μελέτης, χωρίς όμως σ' αυτές τις απαιτήσεις να δίνεται η δέουσα βαρύτητα, όπως αυτή προκύπτει από το πνεύμα της κοινοτικής οδηγίας 2002/91/ΕΚ και του νόμου 3661/08. Ο κατάλληλος σχεδιασμός, το σχήμα του κτιρίου, η χωροθέτηση των ανοιγμάτων και οι λοιπές αναφορές στο βιοκλιματικό - ενεργειακό σχεδιασμό που περιέχονται στην κοινοτική οδηγία στο νόμο 3661/08 και σ’ αυτό ακόμη το σχέδιο του κανονισμού, δεν αξιολογούνται. Ο ενεργειακά αποδοτικός σχεδιασμός του κτιρίου έρχεται σε υποδεέστερη θέση και αφήνεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τη μελέτη θερμομονωτικής προστασίας του κτιρίου και πάντα υπό την αίρεση του μελετητή. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις ο ενεργειακός σχεδιασμός και το μέγεθος των ανοιγμάτων για τη μέγιστη αξιοποίηση των τοπικών κλιματικών συνθηκών μπορεί να αποτελέσει και εμπόδιο στην επίλυση της μελέτης θερμομονωτικής προστασίας του κτιρίου και στην επίτευξη των απαιτούμενων ορίων σε σχέση με την αναλογία συμπαγών και ανοιγμάτων και σε σχέση με το σχήμα και το θερμαινόμενο όγκο του κτιρίου. Επίσης η αφαίρεση από το νέο σχέδιο των πινάκων ενεργειακής βαθμονόμησης των κτιρίων σε κατηγορίες αναλόγως της χρήσης τους, που αποτελούσε και την αξιολογική βάση, την κατακλείδα, του προηγούμενου σχεδίου, καταργεί πλέον το ενιαίο μέτρο σύγκρισης για όλα τα κτίρια. Ένα κτίριο μπορεί να αναδεικνύεται ως αποδεκτό είτε καταναλώνει χαμηλές ποσότητες ενέργειας είτε υψηλές, ευνοούμενο ενδεχομένως από τη θέση του ή αδικούμενο από αυτήν, αλλά κυρίως εξαιτίας των επιλογών σχεδιασμού του. Δεν αξιολογείται η κατανάλωση ενέργειας, εφόσον ως στόχος θεωρείται αυτή του κτιρίου αναφοράς που διέπεται κατά βάση από τους κανόνες της μελέτης θερμομόνωσης. Αρκεί, δηλαδή, οι τιμές των συντελεστών θερμοπερατότητας k των επιμέρους δομικών στοιχείων του κτιρίου και η μέση τιμή του συντελεστή k του συνόλου του κτιρίου να βρίσκονται μέσα στα επιτρεπτά όρια και το σχήμα του κτιρίου να προσαρμόζεται σε όρια που καθορίζονται από το βαθμό της θερμομονωτικής του προστασίας. Έτσι, με την υποχρεωτική τοποθέτηση του κτιρίου αναφοράς στην κατηγορία Β ως προς τις ενεργειακές του καταναλώσεις, χωρίς όμως το Β να προσδιορίζεται από απόλυτες τιμές ενεργειακής κατανάλωσης, αλλά από σχετικές και άρα διαφοροποιούμενες από κτίριο σε κτίριο, εμμέσως, πλην όμως σαφώς, αφαιρείται το κίνητρο της ουσιαστικής και βέλτιστης ενεργειακής αναβάθμισης του πραγματικού κτιρίου πέραν αυτών των στοιχείων που θα διαθέτει το κτίριο αναφοράς. Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη, και για τις συνηθισμένες κτιριακές κατασκευές, ο μελετητής θα αρκείται στη μελέτη του κτιρίου αναφοράς που θα το ταυτίζει με το πραγματικό κτίριο, ικανοποιώντας απλώς τις ελάχιστες απαιτήσεις του κανονισμού. Προφανώς τα οποιαδήποτε πρόσθετα ενεργειακά κέρδη (π.χ. άμεσο ηλιακό κέρδος από ανοίγματα, επιπρόσθετα παθητικά ηλιακά συστήματα κ.τ.λ.) κατ' ανάγκη οδηγούν την ένταξη του κτιρίου σε κατηγορία ανώτερη της Β (Β+, Α και Α+). Αυτό όμως δεν αποτελεί υποχρέωση και ούτε ενθαρρύνεται με κάποιο κίνητρο, διότι το κτίριο αναφοράς θα πληροί τα ελάχιστα απαιτητά. Επομένως, ποιος θα είναι ο λόγος για την επιπλέον ενεργειακή του βελτίωση (ή αναβάθμιση); ‘Αλλωστε δεν είναι με σαφήνεια διατυπωμένο εάν είναι υποχρεωτική η μελέτη ενεργειακής απόδοσης και ο υπολογισμός της πρωτογενούς ενέργειας που θα καταναλώνει το πραγματικό κτίριο και των ρύπων που θα εκπέμπει, εφόσον το κτίριο που μελετάται ταυτοποιείται με το «δικό του» κτίριο αναφοράς και οι ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσής του ικανοποιούνται με τη βαθμονόμηση του κτιρίου αναφοράς που είναι γνωστή εκ των προτέρων (κατηγορία Β), εφόσον το κτίριο αναφοράς, βάσει των προδιαγραφών που ορίζει το σχέδιο Κ.Εν.Α.Κ. διαθέτει συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά. 2η γενική παρατήρηση Ο ισχύων Κανονισμός Θερμομόνωσης Κτιρίων επανέρχεται αλλά επανέρχεται ελλιπής, επαναλαμβάνοντας όλα τα λάθη και τις αδυναμίες του υφιστάμενου και μάλιστα επαναφέροντας τα ερωτήματα που τέθηκαν, όταν πρωτοξεκίνησε η εφαρμογή του το 1979 και χρειάσθηκαν τότε ερμηνευτικές εγκύκλιοι και οδηγίες για να ξεκαθαρίσουν σειρά αδιευκρίνιστων σημείων που προκαλούσαν σύγχυση και που παρ' όλα αυτά ακόμη και σήμερα διατηρούν τις αμφισημίες του, καθώς πολλά από αυτά ερμηνεύτηκαν κατά τις τυπικές διατάξεις του Γ.Ο.Κ., οδηγώντας σε γραφειοκρατικές αγκυλώσεις αντιφάσεις και λανθασμένα εν τέλει αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα η προσμέτρηση ή η μη προσμέτρηση στον υπολογισμό της εξωτερικής περιμετρικής επιφάνειας F στο λόγο F/V των επιφανειών των προαιρετικά ή υποχρεωτικά ακάλυπτων τμημάτων του οικοπέδου που βρίσκονται μέσα στο σώμα του κτιρίου. Αλλοιωνόταν έτσι η περιβάλλουσα επιφάνεια και ο πραγματικά θερμαινόμενος όγκος του κτιρίου που ήταν και το ζητούμενο στον υπολογισμό της θερμομόνωσης. Επιπλέον μάλιστα, το άθροισμα των επιφανειών F που λαμβάνονταν υπόψη στον υπολογισμό του συντελεστή k των επιμέρους δομικών στοιχείων δεν ταυτιζόταν πάντα με αυτήν του λόγου F/V, καθώς στον τελευταίο δεν είχε συνυπολογισθεί η επιφάνεια που αναλογούσε σε αίθριους χώρους μέσα στο σώμα του κτιρίου και σε προαιρετικά ακάλυπτους χώρους. 3η γενική παρατήρηση Η εκπόνηση της μελέτης ενεργειακής απόδοσης, είναι σκόπιμο να αποτελείται από δύο ευδιάκριτα τμήματα: • από αυτό που αναφέρεται στον κτιριοδομικό - οικοδομικό τμήμα του κτιρίου και αφορά στην αρχιτεκτονική σύνθεση και στο σχεδιασμό του κελύφους και • από αυτό που αναφέρεται στον Η-Μ εξοπλισμό, όπως προβλεπόταν με το προηγούμενο σχέδιο του Κ.Εν.Α.Κ. Μ' αυτή τη διαφοροποίηση δεν θα προκύπτουν εσφαλμένες αποφάσεις, κάτι το οποίο πιθανόν να συμβεί, όταν μηχανικοί άλλης ειδικότητας μελετούν και αξιολογούν μελέτες άγνωστες προς την ειδικότητά τους (αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί να αξιολογούν μηχανολογική μελέτη και μηχανολόγοι να αξιολογούν αρχιτεκτονική μελέτη και κατασκευή του κελύφους). Κλείνοντας την ενότητα των γενικών παρατηρήσεων, οφείλει κανείς να παραδεχτεί ότι στόχος του νέου ενεργειακού κανονισμού που αντικαθιστά τον ισχύοντα σήμερα Κανονισμό Θερμομόνωσης Κτιρίων και εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την οδηγία 2002/91/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να είναι η επιβράβευση του ενεργειακά αποδοτικού σχεδιασμού, τόσο σε επίπεδο χωροθέτησης κτιρίου και σχεδιασμού κτιριακού κελύφους σύμφωνα με το κλίμα, όσο και σε επίπεδο επιλογής μηχανολογικών εγκαταστάσεων και εφαρμογής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Είναι αυτονόητο ότι η προβολή και η επιβράβευση του σωστού ενεργειακού σχεδιασμού θα συμβάλει σε πιο «προσεκτικές» και «συνειδητοποιημένες» αποφάσεις για τη δόμηση με αποτέλεσμα ένα καλύτερα δομημένο περιβάλλον. Αναλυτικότερη αναφορά στα όσα παραπάνω αναφέρονται γίνεται στις κατ' άρθρο παρατηρήσεις που ακολουθούν. ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Κ.ΕΝ.Α.Κ. Εισαγωγική ενότητα του σχεδίου του κανονισμού 1η παρατήρηση Στο σχέδιο προβάλλει η απαίτηση - υποχρέωση για ενσωμάτωση τουλάχιστον ενός παθητικού ηλιακού συστήματος σε κάθε κτίριο. Δεν διευκρινίζεται όμως: α) Πού θα βρίσκεται το σύστημα αυτό σε ένα πολυώροφο κτίριο. Θα επαναλαμβάνεται σε κάθε όροφο ή θα βρίσκεται σε ένα μόνον όροφο και σε ένα διαμέρισμα; – Αν θα βρίσκεται σε κάθε όροφο, τι εξασφαλίζει ότι θα είναι το παθητικό σύστημα το ίδιο αποδοτικό στον πρώτο και στον τελευταίο όροφο, όταν στο χαμηλότερο όροφο, ενδεχομένως λόγω της θέσης του στο οικόπεδο, ο ήλιος να μην το «βλέπει» παρά ελάχιστες ώρες ή και καθόλου; – Αν πάλι βρίσκεται σε ένα μόνον όροφο, δεν δημιουργούνται συνθήκες άνισης αντιμετώπισης μεταξύ των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας; Γιατί η θερμική άνεση που ενδεχομένως θα απολαμβάνει ο τελευταίος όροφος έχει θετικό αντίκτυπο στη θερμική συμπεριφορά και του ανήλιου διαμερίσματος του πρώτου ορόφου; β) Πού και κατά πόσο θα λαμβάνεται υπόψη ενδεχόμενος μόνιμος σκιασμός από απέναντι κτίρια στη λειτουργία του παθητικού συστήματος; γ) Πώς θα υπεισέρχονται στον υπολογισμό της θερμικής επάρκειας των επιμέρους δομικών στοιχείων και του συνόλου του κτιρίου τα δομικά στοιχεία των παθητικών ηλιακών συστημάτων έμμεσου κέρδους (τοίχος μάζας, τοίχος Trombe, προσαρτημένο θερμοκήπιο κ.τ.λ.); Το k ενός τέτοιου συστήματος δεν υπάρχει καμία περίπτωση να καλύπτει τα όρια των μέγιστων επιτρεπόμενων τιμών. Αντίθετα, θα επιβαρύνει την τιμή του km τόσο στον έλεγχο κατ' όροφο, όσο και στο έλεγχο μέσω του λόγου F/V. Άρθρο 1. Σκοπός 2η παρατήρηση Στο πρώτο άρθρο, στο οποίο αναδεικνύεται το πλαίσιο αρχών και καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, γίνεται αναφορά στη θερμική άνεση, χωρίς ωστόσο πουθενά στον κανονισμό να γίνεται αναφορά στην αξιολόγησή ή στις απαιτήσεις θερμικής άνεσης κατά τύπο κτιρίου. Η διασφάλιση συνθηκών θερμικής άνεσης στους εσωτερικούς χώρους του κτιρίου δεν είναι απαραίτητα ταυτόσημη με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιρίου. Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις, η θερμική άνεση μπορεί να προσδιοριστεί με συγκεκριμένη μεθοδολογία (ISO 7730), η οποία όμως απαιτεί ωριαίες τιμές και δεν μπορεί να προκύψει από τη μέθοδο του μηνιαίου βήματος. 3η παρατήρηση Στην παράγραφο 3.3. του άρθρου 1 αναγράφεται ότι «καθορίζονται οι ελάχιστες προδιαγραφές για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των κτιρίων...» Όμως αρχιτεκτονικός σχεδιασμός δεν μπορεί να επιτευχθεί με «ελάχιστες προδιαγραφές». Προτείνεται η αναδιατύπωση της παραγράφου 3.3. ως εξής: «Παρουσιάζονται οι κατευθύνσεις για τον ενεργειακά αποδοτικό σχεδιασμό των κτιρίων...». Άρθρο 3. Ορισμοί 4η παρατήρηση Σημειώνεται ότι ο ορισμός της θερμογέφυρας όπως αυτός παρουσιάζεται σ' αυτό το άρθρο δεν ορίζεται με πληρότητα, καθόσον δεν καλύπτει ούτε την περίπτωση ύπαρξης θερμομονωμένου τμήματος με πάχος θερμομονωτικού υλικού μικρότερου του απαιτούμενου ή μικρότερου των γειτονικών περιοχών ούτε την περίπτωση εντονότερων θερμικών ροών λόγω γεωμετρικής διαμόρφωσης («γεωμετρικές» θερμογέφυρες). Για παράδειγμα, ένα γωνιακό υποστύλωμα, ακόμη και όταν είναι θερμομονωμένο με το ίδιο πάχος θερμομονωτικού υλικού με τα άλλα ενδιάμεσα υποστυλώματα της τοιχοποιίας, δεν παύει να αποτελεί θερμογέφυρα, διότι η εξωτερική γωνιακή επιφάνεια είναι πολύ μεγαλύτερη της εσωτερικής αντιδιαμετρικής της και οι αντίστοιχες ροές θερμότητας είναι αυξημένες, προκειμένου να καλυφθούν οι θερμικές απώλειες από τη μεγάλη εξωτερική επιφάνεια (αδυναμία εφαρμογής του μοντέλου της μονοδιάστατης ροής θερμότητας). Μάλιστα δεδομένου ότι με την έννοια της θερμογέφυρας στο περίβλημα ενός κτιρίου ορίζεται η ποιοτική κατάσταση (και όχι η ποσοτική), προτείνεται η ακόλουθη αναδιατύπωση του ορισμού της θερμογέφυρας: «Θερμογέφυρα αποτελεί κάθε θέση ή περιοχή του κτιριακού εξωτερικού περιβλήματος του κτιρίου, στην οποία εμφανίζονται τοπικά αυξημένες θερμικές ροές συγκριτικά με αυτές των γειτονικών του περιοχών και αντίστοιχες μεταβολές των επιφανειακών θερμοκρασιών». 5η παρατήρηση Το ISO 13790 προβλέπει ηλιακά θερμικά κέρδη που προκύπτουν από την πρόσπτωση της ηλιακής ακτινοβολίας στα διαφανή και αδιαφανή δομικά στοιχεία του κελύφους. Διακρίνονται δε αυτά: • σε άμεσα ηλιακά κέρδη, που προκύπτουν από τη διέλευση της ηλιακής ακτινοβολίας μέσω των υαλοπινάκων των κουφωμάτων και • έμμεσα ηλιακά κέρδη, που προέρχονται από την ηλιακή ακτινοβολία που προσπίπτει στα αδιαφανή στοιχεία του κτιρίου και απορροφάται από αυτά. Στο προτεινόμενο σχέδιο δεν γίνεται σαφής η διάκριση και ο τρόπος, με τον οποίο αυτά θα λαμβάνονται υπόψη. Άρθρο 5. Υπολογιστικές μέθοδοι και δεδομένα υπολογισμού 6η παρατήρηση Για τους υπολογισμούς της ενεργειακής απόδοσης και της ενεργειακής κατάταξης των κτιρίων προτείνεται η εφαρμογή μεθοδολογίας με τη μέθοδο του μηνιαίου βήματος. Αυτή η μέθοδος είναι σαφώς ορθότερη από την επιλογή μιας ενιαίας τιμής για όλη τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου (όπως συμβαίνει στον ισχύοντα σήμερα κανονισμό). Δεν αποδίδει όμως πλήρως και ορθώς την ενεργειακή συμπεριφορά του κτιρίου, που υποτίθεται ότι είναι και το ζητούμενο, καθώς υπολείπεται από την πραγματική κατάσταση, που μπορεί να αποδοθεί με μέσες ημερήσιες τιμές και βεβαίως πολύ καλύτερα με ωριαίες. Είναι σαφές ότι η μέση μηνιαία τιμή απέχει από τη μέση ημερήσια και απέχει πολύ περισσότερο από την ωριαία τιμή. Η διακύμανση της θερμοκρασίας στη διάρκεια της ημέρας (ημερήσιο θερμοκρασιακό εύρος) μπορεί να φθάσει σε ακραίες περιπτώσεις ακόμη και τους 20°C, κάτι που χάνεται εξ ολοκλήρου στη μέση μηνιαία τιμή. Με τη μέση μηνιαία τιμή εξασφαλίζεται μια μέση γενική κατάσταση θεωρητικής θερμικής άνεσης που δεν μπορεί να λάβει υπόψη τις διακυμάνσεις των τιμών θερμοκρασίας και τη διαμόρφωση διαφορετικού αισθήματος άνεσης στις διάφορες ώρες της ημέρας ή σε πρόσκαιρη μεταβολή των εξωτερικών κλιματικών συνθηκών. Έτσι, σε ένα κτίριο υπό γενική θεώρηση μπορεί να διαμορφώνονται συνθήκες θερμικής άνεσης, στην πραγματικότητα όμως μπορεί να διαμορφώνονται συνθήκες ψύχους κατά τις νυκτερινές ώρες με την επικράτηση χαμηλών θερμοκρασιών και συνθήκες υπερθέρμανσης κατά τις μεταμεσημβρινές ώρες με την επικράτηση υψηλών θερμοκρασιών. Η επιλογή μέσων μηνιαίων τιμών δικαιολογείται μόνον στην περίπτωση που θα επιλεγεί η εκτέλεση των πράξεων με αριθμητικό μικροεπεξεργαστή (κοινώς «κομπιουτεράκι») και όχι η ενεργειακή επίλυση μέσω κάποιου προγράμματος Η/Υ. Η χρήση όμως Η/Υ δύσκολα πλέον αποφεύγεται, ακόμη και για τους ελάχιστους υπολογισμούς σε απλά λογιστικά φύλλα (π.χ. Excel). Η μόνη σοβαρή δικαιολογία που μπορεί ως αντίλογος να προβληθεί είναι η έλλειψη καταγεγραμμένων ωριαίων κλιματικών δεδομένων από τις διάφορες μετεωρολογικές μονάδες στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Αλλά και στην περίπτωση αυτή μπορούν να επιλεγούν τιμές από διεθνείς βάσεις μετεωρολογικών δεδομένων που διαθέτουν είτε καταγεγραμμένες είτε προσεγγιστικά υπολογισμένες τιμές από τις πλησιέστερα καταγεγραμμένες (π.χ. Meteonorm). Επιπλέον, θα πρέπει να δίνεται εναλλακτικά η δυνατότητα στους μελετητές να χρησιμοποιούν και τις άλλες μεθοδολογίες υπολογισμού που προβλέπει το πρότυπο, δηλαδή την απλή δυναμική μέθοδο ωριαίου βήματος ή/και τη λεπτομερέστερη με δυναμική προσομοίωση όταν αυτό απαιτείται. Τέτοια απαίτηση μπορεί να εμφανιστεί σε μελέτες, για τις οποίες αναδεικνύεται κυρίαρχη η εκτίμηση των συνθηκών θερμικής άνεσης η συνολική και ολοκληρωμένη μελέτη ένταξης παθητικών ηλιακών συστημάτων και συστημάτων Α.Π.Ε. στο κτιριακό κέλυφος, συστημάτων φυσικού δροσισμού κ.ά. Άρθρο 6. Κλιματικές ζώνες 7η παρατήρηση Σ' αυτό το άρθρο καταγράφονται οι κλιματικές ζώνες, στις οποίες διαιρείται το σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Ενώ όμως στον παρατιθέμενο χάρτη (χάρτης Β.1. νομός Αρκαδίας φαίνεται κατά το πεδινό του μέρος να εντάσσεται στη ζώνη Α' και κατά το ορεινό στη ζώνη Γ' στο συνοδευτικό πίνακα (πίνακας Β.2.) το σύνολο του νομού καταγράφεται στη ζώνη Γ'. Προφανώς, απαιτείται ο κατάλληλος διαχωρισμός της γεωγραφικής έκτασης του νομού και προσδιορισμός εκείνων των περιοχών που θα ενταχθούν στη ζώνη Γ' με την επισήμανση ότι το εδάφιο του σχεδίου που προβλέπει ένταξη στην αμέσως δυσμενέστερη ζώνη των περιοχών των ευρισκομένων σε υψόμετρο ανώτερο των 600 m δεν είναι δυνατόν να ισχύσει, διότι διαφορετικά μεγάλο τμήμα του νομού από παρερμηνεία του εδαφίου μπορεί να εκληφθεί ως ζώνη Β' ή ζώνη Δ'. Άρθρο 7. Ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης κτιρίων 8η παρατήρηση Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 με τον διαζευτικό διαχωρισμό των ενεργειακών απαιτήσεων σε Α και Β κατηγορία μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με την απαίτηση ή όχι υπολογισμού της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας. Προτείνεται να διατυπωθεί σαφώς η απαίτηση υπολογισμού κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας σε κάθε περίπτωση μέσω αντίστοιχης μελέτης. Άρθρο 8. Ελάχιστες προδιαγραφές 9η παρατήρηση Στον πίνακα Γ.1. δίνονται οι μέγιστες επιτρεπόμενες τιμές του συντελεστή θερμοπερατότητας (και όχι οι μέγιστοι συντελεστές θερμοπερατότητας, όπως κακώς αναγράφει) δομικών στοιχείων για τις 4 κλιματικές ζώνες της Ελλάδας. Αυτές οι τιμές βαίνουν γενικώς μειούμενες από τη ζώνη Α' στη ζώνη Γ'. Ωστόσο, αν και στα περισσότερα δομικά στοιχεία υπάρχει μια κλιμάκωση στη μείωση από ζώνη σε ζώνη, σε ορισμένα παρουσιάζονται δυσανάλογα άλματα που δεν δικαιολογούνται από τις κλιματικές συνθήκες της κάθε ζώνης και δεν συνάδουν με το βήμα μείωσης των τιμών στα υπόλοιπα δομικά στοιχεία. Για παράδειγμα: α) Στις τιμές του συντελεστή θερμοπερατότητας kG για δάπεδα σε επαφή με έδαφος ή με μη θερμαινόμενους χώρους ορίζεται: – για τη ζώνη Α': kG = 1,50 W/(m²•K) – για τη ζώνη Β': kG = 1,00 W/(m²•K) Διαφορά μεταξύ Α' & Β': ΔkG = 1,50 - 1,00 = 0.50 W/(m²•K) – για τη ζώνη Γ': kG = 0,38 W/(m²•K) Διαφορά μεταξύ Β' & Γ': ΔkG = 1,00 - 0,38 = 0.62 W/( m²•K) – για τη ζώνη Δ': kG = 0,35 W/(m²•K) Διαφορά μεταξύ Γ' & Δ': ΔkG = 0,38 - 0,35 = 0.03 W/( m²•K) Εμφανής λόγος που να δικαιολογεί μια τέτοια απόκλιση τιμών δεν υπάρχει. β) Σε αντίθεση με τις τιμές του kG οι τιμές του kDL που ορίζουν τις απαιτήσεις σε δάπεδα επάνω από πιλοτή παρουσιάζουν απόκλιση μεταξύ των ζωνών Α' προς Β' και Γ' προς Δ': ΔkDL = 0,10 W/(m²•K), ενώ από τη ζώνη Β' στη ζώνη Γ' η τιμή παραμένει σταθερή ΔkDL = 0,00 W/(m²•K). γ) Η τιμή του kGF για τις γυάλινες προσόψεις κτιρίων, μη ανοιγόμενες και μερικώς ανοιγόμενες παρουσιάζεται σταθερή kGF = 1,80 W/(m²•K) για όλες ανεξαιρέτως τις ζώνες. δ) Τέλος, όσον αφορά στα δάπεδα που έρχονται σε επαφή με το έδαφος ή με κλειστούς μη θερμαινόμενους χώρους, οι μέγιστες τιμές που προβλέπονται στο σχέδιο του κανονισμού για τις ζώνες Γ' και Δ' δεν διαφέρουν καθόλου από αυτές που προβλέπονται για τις επιστεγάσεις. Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. δάπεδα και διαχωριστικούς τοίχους με χώρους χαμηλότερης θερμοκρασίας) οι μέγιστες τιμές είναι υπερβολικά αυστηρές: π.χ. στη ζώνη Α' το δάπεδο επί υπόστυλου χώρου ή επί εδάφους δρα ευεργετικά για τη διαμόρφωση του εσωκλίματος κατά τη θερινή περίοδο και επομένως θα μπορούσε ο μέγιστος επιτρεπόμενος συντελεστής να είναι υψηλότερος. Για τον ίδιο λόγο εκτιμάται ότι οι μέγιστες επιτρεπόμενες τιμές του συντελεστή θερμοπερατότητας των κουφωμάτων θα πρέπει να επανεξεταστούν, ιδιαίτερα για τη ζώνη Α'. Αυτές οι τιμές δεν δικαιολογούνται από τις κατά καιρούς μετρήσεις που έχουν γίνει στη χώρα μας και από τη σχετική βιβλιογραφία. 10η παρατήρηση Κατά το δεύτερο έλεγχο θερμομονωτικής επάρκειας του κτιρίου, κατά το οποίο εξετάζεται ο μέσος συντελεστής θερμοπερατότητας km(W,F) των διαφανών και αδιαφανών εξωτερικών στοιχείων του κάθε ορόφου, η τιμή του k παραμένει σχεδόν ίδια με αυτήν του ισχύοντος σήμερα κανονισμού: – Κανονισμού Θερμομόνωσης Κτιρίων (1979): km(W,F) = 1,86 W/(m²•K). – Σχέδιο Κ.Εν.Α.Κ.: km(W,F) = 1,80 W/(m²•K). Με τον ισχύοντα σήμερα κανονισμό υπέρβαση αυτής της τιμής σχεδόν ποτέ δεν προέκυπτε, παρά μόνο σε ελάχιστες ειδικές περιπτώσεις (π.χ. καταστήματα με μεγάλες γυάλινες επιφάνειες στο ισόγειο). Δε υπάρχει λόγος διατήρησης της ίδιας υψηλής τιμής στην τιμή αυτή του συντελεστή k, όταν μάλιστα οι τιμές του k σε όλες τις άλλες περιπτώσεις έχουν μειωθεί δραστικά. 11η παρατήρηση Πολλές από τις «ελάχιστες προδιαγραφές» έτσι όπως διατυπώνονται στο άρθρο 8 δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και κατά συνέπεια ούτε και να αξιολογηθούν. Επομένως, πώς θα τεκμηριώνονται; Για παράδειγμα, σε ένα πυκνό αστικό τοπίο με δεδομένο το πρόσωπο του οικοπέδου, θα πρέπει να ορίζονται οι ελάχιστες προδιαγραφές για την «κατάλληλη χωροθέτηση και τη μέγιστη αξιοποίηση των τοπικών κλιματικών συνθηκών». Επίσης αναφέρεται στην πρώτη ενότητα («Σχεδιασμός κτιρίου») ότι στο σχεδιασμό του κτιρίου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες παράμετροι και αναγράφονται παράμετροι βιοκλιματικού σχεδιασμού. Εφόσον δεν συνδέεται ο σχεδιασμός με μετρούμενα στοιχεία, δηλαδή βάσει του σχεδιασμού να υπολογίζεται κατανάλωση ενέργειας, δεν είναι δυνατό να αξιολογούνται αυτές οι παράμετροι σχεδιασμού. Στον ενεργειακό έλεγχο μια θεώρηση αυτού του επιπέδου θα μπορούσε να δημιουργήσει σειρά προβλημάτων κατά τη βαθμονόμηση του κτιρίου. Προτείνεται ο σαφής προσδιορισμός των προδιαγραφών με δυνατότητα ποσοτικοποίησης και αξιολόγησης. 12η παρατήρηση Δεδομένου ότι δεν υπάρχει απαίτηση για μελέτη φυσικού φωτισμού στα κτίρια με χρήση την κατοικία, δεν διευκρινίζεται πώς μπορεί να διασφαλιστεί και να αξιολογηθεί η οπτική άνεση, τη στιγμή μάλιστα που δεν προβλέπεται ούτε καν ο έλεγχος της επάρκειας του φυσικού φωτός. Ακόμη και αν η οπτική άνεση αποτελούσε παράμετρο για τον καθορισμό των ελάχιστων προδιαγραφών των κτιρίων, θα έπρεπε να περιγραφούν αναλυτικά τα μεγέθη που θα την εκφράζουν. 13η παρατήρηση Ενώ θεωρείται θετικό στοιχείο η υποχρέωση κάλυψης του ζεστού νερού με ηλιακούς συλλέκτες, θα πρέπει να εξετάζεται η μορφολογική ένταξή τους στο κτίριο (ειδικά για πολυώροφα κτίρια), προκειμένου να μην προσβάλλεται τόσο η αισθητική του κτιρίου όσο και του περιβάλλοντος. Άρθρο 11. Περιεχόμενα μελέτης ενεργειακής απόδοσης κτιρίου 14η παρατήρηση Στην παράγραφο 1.4. του άρθρου 11 ζητείται να καταγράφεται η πηγή άντλησης των κλιματικών δεδομένων της περιοχής τού υπό μελέτη κτιρίου, γεγονός που αντιφάσκει με την παράθεση στοιχείων κλιματικών δεδομένων σε σειρά πινάκων και διαγραμμάτων που παρατίθενται στο παράρτημα 3. Η απαίτηση αυτή θα είχε περιεχόμενο, εάν παρεχόταν η δυνατότητα χρήσης άλλων συγκεκριμένων και αναγνωρισμένων πηγών κλιματικών δεδομένων. 15η παρατήρηση Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να επιβάλλεται η σχεδιαστική απεικόνιση τόσο της θερμομονωτικής στρώσης, όσο και κάθε ενεργειακού στοιχείου (παθητικού ή ενεργητικού) στο κέλυφος του κτιρίου, σε όλα τα αρχιτεκτονικά σχέδια (κατόψεις, όψεις, τομές). 16η παρατήρηση Κατά την ίδια έννοια, η απαίτηση περιγραφής των συστημάτων ηλιοπροστασίας του κτιρίου, όπως παρουσιάζεται στην παράγραφο 2.7., έχει τότε μόνο νόημα, όταν καλύπτει τις απαιτήσεις πλήρους ή μερικής σκίασης του κτιρίου. Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω είναι σκόπιμο να συμπεριληφθούν στην ενεργειακή μελέτη του κτιρίου. Άρθρο 12. Αμοιβή για τη μελέτη ενεργειακής απόδοσης κτιρίου 17η παρατήρηση Στο σχέδιο κανονισμού αναφέρεται ότι «Δικαίωμα υπογραφής της μελέτης ενεργειακής απόδοσης κτιρίου έχουν οι νομιμοποιούμενοι μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας να υπογράφουν τις αντίστοιχες μελέτες» και σε άλλο σημείο του σχεδίου δηλώνεται ότι «η ενεργειακή μελέτη αντικαθιστά τη μελέτη θερμομόνωσης». Αυτές οι διατυπώσεις μπορεί να δημιουργήσουν σύγχυση περί του δικαιώματος υπογραφής, με τον κίνδυνο υποκατάστασης του επιστημονικού αντικειμένου μιας ειδικότητας με εκείνο μιας άλλης, χωρίς κάθε φορά να υφίσταται το αντίστοιχο υπόβαθρο γνώσεων. Για παράδειγμα, δεν νοείται ο αρχιτέκτονας να υπογράφει τη μηχανολογική μελέτη των συστημάτων θέρμανσης και ψύξης περί των οποίων ελάχιστα έως καθόλου γνωρίζει, όπως δεν νοείται ο μηχανολόγος να υπογράφει τον αρχιτεκτονικό βιοκλιματικό σχεδιασμό ενός κτιρίου. Έτσι. και δεδομένου ότι η ενεργειακή μελέτη αποκτά πλέον σύνθετη μορφή, περιλαμβάνοντας στοιχεία πολλών ειδικοτήτων μηχανικών, θα πρέπει να συνυπογράφεται από μηχανικούς όλων των ειδικοτήτων που εμπλέκονται στη μελέτη. Άρθρο 15. Ενεργειακές επιθεωρήσεις κτιρίων 18η παρατήρηση Από τη διατύπωση του άρθρου 15 (παράγραφος 2.3.) προκύπτει ότι ο ενεργειακός επιθεωρητής δεν έχει υποχρέωση να ελέγξει τα σχέδια του κτιρίου όπως κατασκευάσθηκε, πράγμα που σημαίνει ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα ούτε υπάρχει υποχρέωση ουσιαστικού ελέγχου για την ποιότητα των ενεργειακών χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου κτιρίου. Αυτή η κατάσταση θέτει υπό πλήρη αίρεση όλη τη διαδικασία ελέγχου και καθιστά άνευ περιεχομένου κάθε περαιτέρω έλεγχο με κατάλληλο εξοπλισμό (θερμοφωτογράφηση κ.τ.λ.). Κατ’ επέκταση των παραπάνω, κάθε απόπειρα δειγματοληπτικού ελέγχου από το Ε.Υ.ΕΠ.ΕΝ. δεν θα έχει να δείξει κάτι περισσότερο από την τυπική μελέτη του ενεργειακού επιθεωρητή. Άρθρο 19. Παράρτημα 1. Μεθοδολογία υπολογισμού σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα 19η παρατήρηση Πολλά από τα πρότυπα που εμφανίζονται στα σχήματα ως prEN (προσχέδια) είναι ΕΝ (οριστική μορφή) (ενδεικτικά αναφέρονται τα 15241, 10077, 15927, 15193, 15316). Θα πρέπει να γίνει ενημέρωση με την οριστική μορφή των προτύπων. 20η παρατήρηση Στον «υπολογισμό ενεργειακής κατανάλωσης του κτιρίου» γίνεται αναφορά στην ωριαία μέθοδο• κάτι που προφανώς δεν ισχύει. 21η παρατήρηση Θα πρέπει να γίνει συγκεκριμένη αναφορά στις τιμές και στους συντελεστές που χρειάζεται να εκδοθούν Τ.Ο.Τ.Ε.Ε. και περιλαμβάνονται στο ISO 13790. 22η παρατήρηση Δεν υπάρχει αναφορά σε κατηγορίες θερμικής άνεσης στις οποίες πρέπει να λειτουργούν τα κτίρια, παρόλο που για παράδειγμα στην ΚΥΑ 1112 («Μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την εξοικονόμηση ενέργειας στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα») γίνεται σαφής αναφορά σε αυτό. Άρθρο 19. Παράρτημα 3. Κλιματικά δεδομένα – Ηλιακό ύψος 23η παρατήρηση Στα προσφερόμενα στοιχεία θα πρέπει να περιλαμβάνεται και η ηλιακή ακτινοβολία σε διάφορους προσανατολισμούς και κλίσεις, προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη μεθοδολογία του ISO 13790. Τα στοιχεία που δίνονται στο παράρτημα δεν είναι επαρκή για την εφαρμογή της προτεινόμενης μεθοδολογίας. 24η παρατήρηση Τα στοιχεία ηλιακού ύψους θα πρέπει να δίνονται πρωτίστως σε μορφή πινάκων και όχι γραφημάτων (στα οποία χάνεται η ακρίβεια των τιμών) προς διευκόλυνση των μελετητών. Άρθρο 19. Παράρτημα 4. Υπολογισμοί θερμομόνωσης κτιρίου 25η παρατήρηση Η σχέση 4.4. (σελίδα 5 του παραρτήματος 4) ουσιαστικά καταγράφει τη θερμική επάρκεια των εξωτερικών κατακόρυφων περιμετρικών επιφανειών κατ' όροφο, αν και στο σχετικό εδάφιο δεν γίνεται σαφής αναφορά για την ικανοποίηση του ελέγχου σε κάθε όροφο χωριστά. Εικάζεται πάντως ότι αυτό υπονοεί, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα σήμερα στον Κανονισμό Θερμομόνωσης Κτιρίων. Πέραν αυτού όμως, οι επιμέρους ποσότητες kw•Fw και kF•FF των επιμέρους επιφανειών υπεισέρχονται στη σχέση 4.4. για τον υπολογισμό του kw (w,F) στο ακέραιο (δηλαδή έχουν συντελεστή τη μονάδα), χωρίς να γίνεται διάκριση αυτών αν πρόκειται για επιφάνειες που έρχονται σε επαφή με τον εξωτερικό αέρα, με μη θερμαινόμενο χώρο, με έδαφος ή ακόμη και με θερμαινόμενο χώρο που δεν συνυπολογίζεται στη θερμομονωτικά προστατευμένη περιοχή του κτιρίου. Στην περίπτωση που το δομικό στοιχείο δεν συνορεύει με τον εξωτερικό αέρα θα πρέπει να υπεισέρχεται στη σχέση 4.4. με ένα μειωτικό συντελεστή, που στον ισχύοντα κανονισμό λαμβάνεται με 0,5. Κατά απλοποιητική παραδοχή θα μπορούσε να διατηρηθεί ο συντελεστής 0,5, ορθότερο όμως θα ήταν να προσδιορισθεί αυτός κατά περίπτωση. Τότε: – Στην περίπτωση επαφής με το έδαφος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το σχετικό ISO. – Στην περίπτωση επαφής με θερμαινόμενο χώρο η ροή θερμότητας είναι ελάχιστη έως μηδενική –όταν επικρατούν οι αυτές τιμές θερμοκρασίας εκατέρωθεν του δομικού στοιχείου–, θα μπορούσε όμως αυτός ο θερμαινόμενος χώρος, εκτιμώμενος προς την πλευρά της ασφάλειας, να θεωρηθεί ως μη θερμαινόμενος και το αντίστοιχο γινόμενο k•F να υπεισέλθει με κάποιο μειωτικό συντελεστή (π,χ, και πάλι 0,5). 26η παρατήρηση Ομοίως στη σχέση 4.3. (σελίδα 4 του παραρτήματος 4), ενώ υπάρχει πρόνοια για τις επιφάνειες FG που έρχονται σε επαφή με το έδαφος να υπεισέλθουν ως ποσότητα kG•FG για τον υπολογισμό του συνολικού km με μειωτικό συντελεστή 0,5, οι επιφάνειες FWE που έρχονται σ επαφή με μη θερμαινόμενο χώρο υπεισέρχονται ως ποσότητες kWE•FWE στο ακέραιο. Κανονικά οφείλουν και αυτές να υπεισέλθουν με μειωτικό συντελεστή. Όπως και παραπάνω αναφέρθηκε για τον υπολογισμό της σχέσης 4.4., έτσι και για τον υπολογισμό της σχέσης 4.3., το ορθότερο θα ήταν ο μειωτικός συντελεστής της ποσότητας kG•FG να προσδιορισθεί κατά περίπτωση σύμφωνα με το σχετικό ISO. 27η παρατήρηση Στη σχέση F/V, προκειμένου να προσδιορισθεί η μέγιστη επιτρεπόμενη τιμή του km για το σύνολο του κτιρίου, θα πρέπει με σαφήνεια να διευκρινισθεί ποιές θα είναι οι επιφάνειες που θα συνυπολογισθούν στο F και ποιός ο όγκος του V. Το ερώτημα προκύπτει προφανώς για να εκλείψουν οι ασάφειες του ισχύοντoς σήμερα κανονισμού σχετικά με το συνυπολογισμό (ή το μη συνυπολογισμό) των επιφανειών προς τμήματα του οικοπέδου, προαιρετικά ή υποχρεωτικά ακάλυπτα, μέσα στο σώμα του κτιρίου. Το ίδιο ερώτημα τίθεται για αίθρια, ημιυπαίθριους χώρους, πιλοτές κ.τ.λ., που βρίσκονται μέσα στο σώμα του κτιρίου. Θα μπορούσε να προταθεί η διευκρίνηση ότι οι επιφάνειες που θα συνυπολογίζονται στο F είναι εκείνες που περικλείουν το σύνολο των θερμαινόμενων ωφέλιμων χώρων του κτιρίου και ο όγκος V είναι ο αντίστοιχος περικλειόμενος όγκος. 28η παρατήρηση Στον πίνακα 4.1. του παραρτήματος (σελίδα 3 του παραρτήματος 4) δίνονται οι τιμές των συντελεστών θερμικής μετάβασης και των αντιστάσεων θερμικής μετάβασης. Αυτές οι τιμές είναι εκείνες του Κανονισμού Θερμομόνωσης Κτιρίων και μάλιστα λανθασμένα περασμένες, δεδομένου ότι οι μεν τιμές των συντελεστών θερμικής μετάβασης αi και αa είναι αυτές που αντιστοιχούν σε μονάδες W/(m²•K), οι δε των αντιστάσεων θερμικής μετάβασης άλλοτε είναι αυτές που αντιστοιχούν σε μονάδες m2•h•°C/kcal και άλλοτε αυτές που αντιστοιχούν σε μονάδες m2•K/W, παρά το γεγονός ότι στην κεφαλίδα της αντίστοιχης στήλης αναγράφεται ως μονάδα: m2•K/W. Ένας απλός υπολογισμός της αντιστροφής της τιμής της μιας στήλης (δηλαδή της τιμής του 1/α αυτής που δίνεται ως α) είναι αρκετός. Πέραν του σφάλματος όμως και ερχόμενος κανείς επί της ουσίας θα πρέπει να επισημάνει ότι αυτές οι τιμές έχουν ήδη αναθεωρηθεί προ πολλού βάσει νεότερων υπολογιστικών και μετρητικών δεδομένων, αποδίδοντας καλύτερα την αντίσταση που προβάλλει το επιφανειακό στρώμα αέρα στη ροή θερμότητας προς και από το δομικό στοιχείο. Είναι επομένως σκόπιμο να αντικατασταθούν με αυτές του προτύπου ISO 13790. 29η παρατήρηση Στον πίνακα 4.2. (στις σελίδες 3 και 4 του παραρτήματος 4) δίνονται οι τιμές του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας ορισμένων θερμομονωτικών υλικών. Επ' αυτού: α) Ορισμένες από τις τιμές που αναγράφονται δεν θεωρούνται σήμερα αποδεκτές. Βασίζονται στις τιμές του λ που περιείχε ο Κανονισμός Θερμομόνωσης Κτιρίων του 1979. Από τότε όμως πολλά νέα προϊόντα έχουν προκύψει, ενώ πολλών άλλων τα θερμοτεχνικά χαρακτηριστικά έχουν τροποποιηθεί (επί τω χείρω ή τω βελτίω). Εντελώς ενδεικτικά: – Μάρμαρα, γρανίτες και ασβεστόλιθοι δεν έχουν όλα την ίδια τιμή λ. – Ο πετροβάμβακας έχει τιμή του λ κοντά σ' αυτήν του υαλοβάμβακα. – Οπτόπλινθοι, τσιμεντόλιθοι κ.τ.λ. διακρίνονται ως προς την τιμήν του με βάση τουλάχιστον το ειδικό βάρος και την πυκνότητα και διάταξη των οπών τους. – Η διογκωμένη πολυστερίνη έχει πλέον πολύ καλύτερες τιμές του συντελεστή λ από την αναγραφόμενη στον πίνακα και σχεδόν ταυτίζεται με αυτήν της αφρώδους εξηλασμένης πολυστυρόλης. – Η αφρώδης εξηλασμένη πολυστυρόλη από καμιά εταιρεία παραγωγής σήμερα –από όσο τουλάχιστον μπορούμε να γνωρίζουμε– δεν παρουσιάζει τόσο χαμηλή τιμή του λ. β) Είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικό, να αναγράφονται στον πίνακα υλικά με την εμπορική τους ονομασία (π.χ. αφρώδης πολυστυρόλη Roofmate και Styrofoam) γ) Από τον πίνακα απουσιάζουν πολλά υλικά, από τα πλέον χρησιμοποιούμενα σήμερα στη δόμηση (π.χ. κεραμικά πλακίδια, κισηρόλιθοι, ελαφροβαρείς τσιμεντόλιθοι, γυψοκονιάματα, πολυουρεθάνη και πολλά άλλα) δ) Η ονοματολογία των υλικών οφείλει να είναι σύγχρονη και ορθή. Για παράδειγμα: – Το σκυρόδεμα έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να χαρακτηρίζεται ως Β160, Β225 κ.τ.λ. – Η αφρώδης εξηλασμένη πολυστερίνη διακρίνεται από τη διογκωμένη από τη διαδικασία παραγωγής τους, δηλαδή ακριβώς από αυτό που δηλώνει το όνομά τους, ότι η μία είναι διογκωμένη και η άλλη εξηλασμένη και όχι από το γεγονός ότι είναι αφρώδης. Συμπερασματικά: Είναι επιβεβλημένη η επικαιροποίηση του πίνακα σύμφωνα με το σχετικό πρότυπο ISO, η συμπλήρωσή του και η διόρθωση των σφαλμάτων του. Επιπροσθέτως, για την τελική του μορφή του πίνακα 4.2. προτείνεται: • Στον κατάλογο των δομικών υλικών να συμπεριλαμβάνονται οι τοιχοποιίες, με συμβατικούς αρμούς. • Να περιλαμβάνονται περισσότερα θερμοτεχνικά χαρακτηριστικά: – το συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας (λ), – το συντελεστή αντίστασης στη διάχυση των υδρατμών (μ), – την ειδική θερμότητα (c). • Να περιλαμβάνονται περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των υλικών: – η εμπεριεχόμενη ενέργεια, – ισοδύναμες εκπομπές. Τέλος, ο πίνακας μπορεί υπό μορφή παραρτήματος να συνοδεύεται από εκτεταμένο κατάλογο ενδεικτικών κατασκευαστικών λύσεων (δομικών στοιχείων) με πληροφορίες περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών όπως περιεχόμενη ενέργεια και ισοδύναμες εκπομπές. 30η παρατήρηση Στο κείμενο του σχεδίου φαίνεται να υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στις χρησιμοποιούμενες έννοιες των «ανοιγμάτων», των «κουφωμάτων» και των «πλαισίων» (πίνακας Γ.1. & πίνακες 4.4. και 4.5. του παραρτήματος 4). Διευκρινίζεται ότι: • Ως (οικοδομικά) ανοίγματα ορίζονται τα κενά που αφήνονται στις επιφάνειες των κατασκευαστικών στοιχείων των εξωτερικών και εσωτερικών τοιχοποιιών των κτιρίων. • Ως κουφώματα ορίζονται τα ολοκληρωμένα δομικά στοιχεία που τοποθετούνται στα ανοίγματα, με λειτουργίες που εξασφαλίζουν και ρυθμίζουν την οπτική, ακουστική και γενικότερη επικοινωνία και κίνηση ανάμεσα στο εσωτερικό των κτιρίων και το εξωτερικό περιβάλλον και μεταξύ των εσωτερικών χώρων. Αποτελούνται από τα πλαίσια, τους υαλοπίνακες ή/και πλήρη τμήματα. Επομένως είναι άνευ περιεχομένου η αναφορά σε «συντελεστές θερμικής διαπερατότητας του ανοίγματος» που γίνεται στους τίτλους των πινάκων 4.4. και 4.5. του παραρτήματος 4 (σελίδες 6 και 7 αντίστοιχα). Η ορθή διατύπωση θα είναι «συντελεστής θερμοπερατότητας του κουφώματος». 31η παρατήρηση Στη σελίδα 4 του παραρτήματος 4, ενώ υπάρχει η υπόδειξη ο υπολογισμός των θερμογεφυρών να γίνεται σύμφωνα με το πρότυπο ISO 14683, αυτό σχεδόν αναιρείται στην επόμενη πρόταση όταν δηλώνεται ότι εναλλακτικά ο συντελεστής θερμοπερατότητας k των δομικών στοιχείων μπορεί να προσαυξάνεται κατά 10% έναντι της τιμής που προκύπτει από τον υπολογισμό του. Στην ουσία προτρέπει το μελετητή να αντιμετωπίζει τη θερμογέφυρα, δίνοντας απλώς μια προσαύξηση 10%, γεγονός που είναι λανθασμένο, διότι: α) Με τον τρόπο αυτό δεν αντιμετωπίζεται το πνεύμα της λογικής υπολογισμού της θερμογέφυρας αλλά ο τύπος (κοινώς, η τυπική υποχρέωση), καθώς οποιαδήποτε προσαύξηση δεν καταργεί ούτε μειώνει τη θερμογέφυρα, αλλά απλά σε άλλα σημεία εξισορροπητικά αυξάνει τη θερμική του προστασία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη μείωση στη θέση της θερμογέφυρας. Στη θέση της θ