Αρχική Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης ΚτιρίωνΆρθρο 8 – Ελάχιστες προδιαγραφέςΣχόλιο του χρήστη ΑΝΕΛΙΞΗ (αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία έρευνας,προώθησης και διάδοσης εφαρμογών ΑΠΕ και οικολογικής δόμησης) | 31 Ιανουαρίου 2010, 15:42
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Από ΑΝΕΛΙΞΗ (αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία έρευνας, προώθησης και διάδοσης εφαρμογών ΑΠΕ και οικολογικής αρχιτεκτονικής). Με τον ΚΕΝΑΚ ανοίγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο δρόμος (θεσμικά συγκεκριμένα και έμπρακτα) για να αντιληφθούμε, να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε, ως χώρα, τον τομέα της δόμησης με ενεργειακά κριτήρια. Το βήμα αυτό έρχεται μετά από ασυγχώρητη, δεκαπενταετή τουλάχιστον, αδιαφορία και καθυστέρηση της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία έχει ήδη πληρωθεί με μη υπολογίσιμες απώλειες: Οικονομικές για την κοινωνία μας (πρόστιμα στην Ε.Ε.) και για τον κάθε πολίτη (πρόσθετα κόστη θέρμανσης και ψύξης), μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές βλάβες (ρύπανση, κλιματική αλλαγή, «φυσικές καταστροφές») και μια αφόρητη, χωρίς προηγούμενο υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα (θερμική νήσος και ραγδαία επιδείνωση ειδικά του θερινού αστικού μικροκλίματος). Είναι απώλειες και συνέπειες που πλήττουν κυρίως τους πιο αδύναμους να τις αντιμετωπίσουν, τους πολίτες δηλαδή με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Γι αυτούς τους λόγους μας προκαλούν ιδιαίτερη δυσφορία οι απαξιωτικές κριτικές που έχουν διατυπωθεί στα πλαίσια αυτής της διαβούλευσης. Γι αυτούς επίσης τους λόγους πιστεύουμε ότι ο ΚΕΝΑΚ και το Π.Δ. των ενεργειακών επιθεωρήσεων πρέπει να τεθούν το συντομότερο δυνατό σε ισχύ και να εφαρμοστούν. Η οικονομική κρίση και δυστυχώς η ανεπάρκεια γνώσης και τεχνογνωσίας όλων ανεξαιρέτως των κλάδων των μηχανικών (συμπεριλαμβανομένων των μηχανολόγων) στα ενεργειακά ζητήματα που αφορούν στον κτηριακό τομέα είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που θα συναντήσει αυτή η εφαρμογή. Απαιτείται κοινή και μεγάλη προσπάθεια. Η διαρκής και συστηματική παρακολούθηση της πορείας, από την πλευρά του Υπουργείου, και η ευελιξία προσαρμογής του θεσμικού πλαισίου στα δεδομένα και τις ανάγκες που θα προκύψουν, ιδιαίτερα κατά το πρώτο διάστημα, θα είναι κατά τη γνώμη μας ο καθοριστικός παράγοντας που θα διαμορφώσει είτε την αποτελεσματικότητα, είτε την έκπτωση της σημασίας της προσπάθειας αυτής. Οι σημαντικότερες παρατηρήσεις που πρέπει να διατυπώσουμε ως προς το περιεχόμενο του ΚΕΝΑΚ είναι οι ακόλουθες: 1.Ο ΚΕΝΑΚ είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για την ενεργειακή καταγραφή και βαθμονόμηση του κτηριακού μας αποθέματος, πράγμα που αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση για την χάραξη ενεργειακής πολιτικής στον κτηριακό τομέα. Απ’ αυτή την άποψη σηματοδοτεί μια ιστορικής σημασίας τομή. 2.Ο ΚΕΝΑΚ στοχεύει στην μείωση κατανάλωσης συμβατικής ενέργειας (ΘΨΚ-ΖΝΧ-Φ) Επικεντρώνεται όμως μόνο σε μέτρα όπως η μείωση των θερμικών απωλειών των κτηρίων, ο εκσυγχρονισμός των Η/Μ εγκαταστάσεων και η χρήση ενεργητικών συστημάτων ΑΠΕ. Υποβαθμίζει αντίθετα και περιθωριοποιεί την δυνατότητα παθητικής αξιοποίησης ΑΠΕ με την εφαρμογή αρχών βιοκλιματικού σχεδιασμού, τόσο στα υφιστάμενα όσο και στα νεοαναγειρόμενα κτήρια. Για τα βορειότερα ευρωπαϊκά κλίματα η δυνατότητα αυτή είναι περιορισμένη. Για την Ελλάδα όμως, με ιδανικές κλιματικές συνθήκες, μπορεί να εξασφαλίσει ποσοστά μείωσης συμβατικής ενέργειας της τάξης του 60, του 70 έως και του 100%. Η επιλογή αυτή, που διέπεται από μια καθαρά αμυντική φιλοσοφία, είναι για τα σύγχρονα δεδομένα της χώρας μας, αλλά και της Ευρώπης, τουλάχιστον ακατανόητη και επιζήμια . Συνεπάγεται τόσο την άμεση όσο και την στρατηγική στέρηση ενεργειακών αποδόσεων και αποτελεσματικότητας, ενώ οι προϋποθέσεις κάλυψης των ενργειακών αναγκών του κτηριακού τομέα, που μας προσφέρονται από τη φύση και που έχουν αξιοποιηθεί πλήρως στην αρχιτεκτονική μας παράδοση και προϊστορία, είναι πλουσιοπάροχες και πλήρως αξιοποιήσιμες. Πιο συγκεκριμένα, η παρατήρηση αυτή στηρίζεται στους εξής εντοπισμούς: α) Στο άρθρο 8 αναφέρονται μεταξύ των «ελάχιστων προδιαγραφών»: Ο κατάλληλος προσανατολισμός, η βελτίωση του μικροκλίματος, ο φυσικός αερισμός, η ύπαρξη τουλάχιστον ενός ΠΗΣ και η ηλιοπροστασία των ανοιγμάτων. Κατάλληλος προσανατολισμος για την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων και το χειμώνα (ηλιασμός) και το καλοκαίρι (ηλιοπροστασία) είναι ο νότιος. Αυτό ισχύει και για τα υφιστάμενα και για τα νέα κτήρια. Το αδιαμφισβήτητο αυτό δεδομένο, που αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο του ενεργειακού σχεδιασμού των κτηρίων δεν διατυπώνεται στον ΚΕΝΑΚ παρά μόνο ως υποσημείωση στην περιγραφή των ΠΗΣ. Το μικροκλίμα αναφέρεται μεν, δεν λαμβάνεται δε υπ’ όψιν στην μεθοδολογία υπολογισμού θερμικής συμπεριφοράς του κτηρίου. Αναφέρεται μόνο τυπικά. Ο φυσικός αερισμός, ιδιαίτερα ο κατακόρυφος νυχτερινός (όπως και η σημασία της θερμικής μάζας) δεν συνδέεται με κατανοητό και σαφή τρόπο με τον φυσικό δροσισμό. Αναφέρεται βέβαια, αλλά ο τρόπος αναφοράς παραπέμπει περισσότερο στις γνωστές προδιαγραφές του κτηριοδομικού κανονισμού για την υγειϊνή των χώρων και σχεδόν καθόλου, ή μάλλον εντελώς υποτονικά, στις τεχνικές του φυσικού δροσισμού, αυτές που μπορούν να καταστήσουν περιττή την χρήση μηχανικού-ηλεκτρικού κλιματισμού. Η ύπαρξη τουλάχιστον ενός ΠΗΣ θα μπορούσε να καλυφθεί ακόμη και με ένα μόνο νότιο παράθυρο, σε ένα νότια προσανατολισμένο κτήριο. Δεν προσδιορίζονται σχετικά ελάχιστες απαιτητές αναλογίες, ούτε και για το «κτήριο αναφοράς». Έτσι τα ΠΗΣ αναφέρονται μεν, συρρικνώνεται δε η σημασία και ο ρόλος τους. Η ηλιοπροστασία πρέπει να ορίζεται διαφορετικά για το χειμώνα και για το καλοκαίρι και ξεχωριστά για κάθε προσανατολισμό. Για τα νότια ανοίγματα πρέπει να είναι μηδενική το χειμώνα και πλήρης το καλοκαίρι. Ο συντελεστής σκίασης 0,6 είναι για τα δυτικά ανοίγματα το καλοκαίρι εξαιρετικά ανεπαρκής. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ηλιοπροστασία. Θα επιτρέπει την περιττή υπερθέρμανση των παρακείμενων χώρων. Εκτός εάν θεωρήσουμε εκ των προτέρων δεδομένη την χρήση ηλεκτρικού κλιματισμού σε κάθε ελληνικό σπίτι, ώστε να μετριάζεται η υπερθέρμανση, η οποία όμως θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί μέσω ενός σωστού αρχικού σχεδιασμού. Γενικά στο άρθρο 8 αναφέρονται θεωρητικά όλοι οι συντελεστές που συνθέτουν τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού, όμως στις απαιτήσεις που τίθενται για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων ο ρόλος και η σημασία τους συρρικνώνονται, περιορίζονται , σχεδόν «κρύβονται», δίνοντας την εντύπωση ότι έχουν υποστεί μια ανεξήγητη λογοκρισία, ώστε να επιστρέψουμε και πάλι σε μία νέας μορφής παράλογα ενεργοβόρα για το κλίμα μας δόμηση, με καλύτερες όμως μονώσεις και βελτιωμένες εγκαταστάσεις θέρμανσης και ψύξης ορυκτών καυσίμων. β)Το άρθρο 3 περιγράφει τα χαρακτηριστικά του κτιρίου αναφοράς. Το κάθε κτήριο αξιολογείται και κατατάσσεται σε κάποια κατηγορία σύμφωνα με το «δικό του» κτήριο αναφοράς. Για τα υφιστάμενα κτήρια αυτό σημαίνει ότι στην ίδια κατηγορία θα ανήκουν κτήρια με πολύ διαφορετικές καταναλώσεις ανά τ.μ. Αυτό είναι μία σωστή οπτική όσον αφορά στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων. Δηλώνει με κάποιο τρόπο το ποσοστό αναβάθμισης που έχει επιτευχθεί σε κάθε κτήριο ξεχωριστά. Είναι όμως επίσης μία εσωστρεφής οπτική όσον αφορά στην συνολική αποτίμηση και την ενεργειακή κατάταξη του κτηριακού μας αποθέματος. Και πάλι δεν θα γνωρίζουμε στο τέλος εάν και σε ποιό βαθμό τα κτήρια μας είναι, για τα κλιματικά δεδομένα της χώρας, λιγότερο ή περισσότερο ενεργοβόρα. Έτσι αντί ο στόχος να είναι η μέγιστη δυνατή για τα ελληνικά δεδομένα εξοικονόμηση ενέργειας, είναι μία σχετική και συντηρητική βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, που απέχει πάρα πολύ (άγνωστο και πάλι πόσο ακριβώς) από τις πραγματικές δυνατότητες. Για τα νέα κτήρια: Τίθεται ευθέως ένα σοβαρότατο ερώτημα: Για ποιο λόγο ο ΚΕΝΑΚ δεν θέτει απλά και καθαρά προδιαγραφές βιοκλιματικού σχεδιασμού; Είναι πλέον, εκτός από αδιαμφισβήτητο γεγονός, και κοινή συνείδηση, ότι με μηδενικό πρόσθετο κόστος μπορούμε στα νέα κτήρια να πετύχουμε το χειμώνα έως και 70% και το καλοκαίρι έως και 100% εξοικονόμησης ενέργειας θέρμανσης και ψύξης αντίστοιχα, αξιοποιώντας την ηλιακή ακτινοβολία και τον φυσικό δροσισμό. Ποιος είναι ακριβώς ο ανασταλτικός παράγοντας που εμποδίζει την θεσμοθέτηση σχετικών προδιαγραφών σε ένα τόσο φλέγον ζήτημα; Για τα νέα κτήρια τίθεται ταυτόχρονα ένα δεύτερο ερώτημα: Ποιό θα είναι το κτήριο αναφοράς για τις μελέτες κτηρίων υψηλής ενεργειακής απόδοσης, σε μία μελέτη π.χ. βιοκλιματικού κτηρίου; Θα είναι η ίδια η μελέτη του κτηρίου που θα της «κόψουμε» νότια ανοίγματα ή ΠΗΣ; Αν ναι, μέχρι ποιο σημείο και πόσο θα κόψουμε; Και πώς θα «κόψουμε», και πόσο, τον φυσικό δροσισμό ή την ηλιοπροστασία; Πώς θα συνυπολογίσουμε την ενεργειακή απόδοση των διαμορφώσεων τροποποίησης του μικροκλίματος; Είτε θα πρέπει να μπούμε στη διαδικασία σχεδιασμού ενός δεύτερου κτηρίου με όμοια χαρακτηριστικά, όμως πιο ενεργοβόρου (αν είναι ποτέ δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο), ώστε να προκύψει ένα κτήριο αναφοράς, είτε θα υποβαθμίσουμε τα κτήρια παθητικού σχεδιασμού σε κάποια κατηγορία κατώτερη απ’ αυτή που τους αρμόζει και που δικαιούνται. Πιστεύουμε ότι, όσον αφορά στα νεοαναγειρόμενα κτήρια, δεν πρέπει να ισχύει το κτήριο αναφοράς. Πρέπει να εκπονείται απλά η μελέτη ενεργειακής απόδοσης και στη συνέχεια το κτήριο να βαθμονομείται συγκρινόμενο με τις τιμές αναφοράς (όρια κατανάλωσης), όπως προβλέπονταν στο προηγούμενο σχέδιο ΚΕΝΑΚ, που είχε συνταχθεί από το ΚΑΠΕ.