Αρχική Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης ΚτιρίωνΆρθρο 1- ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη Δημήτρης Μαντάς, Μηχανολόγος Μηχ.ΕΜΠ | 31 Ιανουαρίου 2010, 18:53
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΑΡΘΡΟ 1 Όπως ρητά αναφέρεται στο σχέδιο, ο ουσιαστικός στόχος και σκοπός εφαρμογής του ΚΕΝΑΚ, είναι η μείωση της κατανάλωσης συμβατικής ενέργειας. Μας ενδιαφέρει δηλαδή η κατασκευή κτηρίων που θα καταναλώνουν λίγο και όχι μόνο που θα δύνανται – βάσει των προδιαγραφών τους – να καταναλώνουν λίγο. Συνεπώς, είναι άμεση ανάγκη η εφαρμογή του ΚΕΝΑΚ που θα οδηγεί στον σχεδιασμό και την κατ’αρχή κατασκευή ενός ενεργειακά σωστού κτηρίου, να συνοδευθεί από αντίστοιχη παρακολούθηση της πραγματικής του κατανάλωσης. Κατανάλωση που ανάλογα με το αν θα βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από αυτήν που αντιστοιχεί στο «κτήριο αναφοράς», θα πρέπει να επιβραβεύεται ή να τιμωρείται αντίστοιχα. Δεδομένης της απουσίας σχετικής αξιόπιστης και καθολικά αποδεκτής βάσης δεδομένων κατανάλωσης στη χώρα μας, σε πρώτη προσέγγιση μπορεί η κατανάλωση του κτηρίου αναφοράς να καθορισθεί ως ακολούθως (κατά σειρά αυξανόμενης σημαντικότητας): - από την εμπειρία και τα δεδομένα κλιματικά συγγενών χωρών, - με μοντελοποίηση τυπικών κατασκευών (σε αντιστοιχία και με το χρόνο κατασκευής τους) κτηρίων αναφοράς, ανά κατηγορία χρήσης (κατοικίες, γραφεία, κτήρια υπηρεσιών κλπ.), - από καταγραφή καταναλώσεων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων κτηρίων ανά κατηγορία και κλιματική περιοχή της χώρας μας. Η καταγραφή αυτή μπορεί να γίνει σχετικά γρήγορα, όπως άλλωστε έχει ήδη γίνει σε περιορισμένη κλίμακα και φυσικά χωρίς αυστηρές προδιαγραφές, στα πλαίσια πρόσφατων προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας (πρόγραμμα ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ καλοκαίρι 2009) αλλά και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου στο πλαίσιο περατωμένων ή και σε εξέλιξη ερευνητικών προγραμμάτων με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας στον κτηριακό τομέα. Επίσης είναι γνωστό πως υπάρχουν ήδη αρκετές βάσεις δεδομένων ενεργειακών καταναλώσεων, είτε από ερευνητικούς φορείς (π.χ. Αστεροσκοπείο, Πολυτεχνεία, Πανεπιστήμια κλπ.), είτε απο άλλους φορείς, δημοσίου (π.χ. Δ.Ε.Η., Δ.Ε.Π.Α.) ή ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. Ε.Π.Α.), που σχετίζονται άμεσα με την κατανάλωση ενέργειας και μάλιστα στον κτηριακό τομέα. Αυτό που λείπει είναι η κεντρική συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων αυτών ώστε να αποτελέσουν επιστημονικά έγκυρες βάσεις δεδομένων για υπολογισμούς. Το εύρος των «αποδεκτών» αποκλίσεων από τις «καταναλώσεις αναφοράς» προκειμένου να αποδοθεί «επιβράβευση» ή «τιμωρία» είναι προφανώς αντικείμενο μελέτης και τεχνικής αξιολόγησης που θα πρέπει να δρομολογηθεί παράλληλα με τις τρεις προαναφερόμενες ενέργειες. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για την βαρύτητα επιρροής καθεμιάς από τις τρείς προαναφερόμενες μεθόδους, στην τελική (αλλά συνεχώς αναπροσαρμοζόμενη) διαμόρφωση των «καταναλώσεων αναφοράς». Αυτές θα πρέπει να αντιστοιχίζονται στα «κτήρια αναφοράς» και να λειτουργούν στη συνέχεια ως κριτήρια σύγκρισης των πραγματικών καταναλώσεων των κτηρίων, που είναι και το ουσιαστικό ζητούμενο. Είναι προφανές και αναμενόμενο πως απο πολλούς θα εγερθεί ως ανυπέρβλητο πρόβλημα μιας τέτοιας διαδικασίας η απουσία της προαναφερόμενης βάσης δεδομένων καταναλώσεων. Ωστόσο, είναι αντιστοίχως εύκολο να αντικρουσθεί μια τέτοια λογική από επιστήμονες, μηχανικούς κτηρίων κατά κύριο λόγο αλλά και άλλων ειδικοτήτων όταν η δραστηριότητά τους αφορά εμπράκτως και αποδεδειγμένα στο ίδιο αντικείμενο, που έχουν δουλέψει και δουλεύουν σε παρόμοια προγράμματα. Αυτοί μπορούν να βεβαιώσουν πως ο χρόνος που απαιτείται για κάτι τέτοιο, δεδομένης φυσικά της αντίστοιχης βούλησης και οργάνωσης από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, δεν είναι και τόσο μεγάλος. Και πάντως θα είναι ασυγκρίτως μικρότερος από αυτόν που θα έχει χρειασθεί ο ΚΕΝΑΚ για να γίνει νόμος, όταν με το καλό ψηφισθεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμη και η αρχική υιοθέτηση της προσέγγισης του κτηρίου αναφοράς, θα μπορούσε και πρέπει στην πορεία του χρόνου να συμπληρωθεί / αντικατασταθεί και να προσαρμοσθεί με βάση μετρημένες καταναλώσεις από τις ενεργειακές επιθεωρήσεις, θέτοντας συγκεκριμένα όρια στην κατανάλωση ενέργειας (ακόμη και για κτήρια τόσο καλά όσο το εκάστοτε κτήριο αναφοράς). Και φυσικά εξυπακούεται πως τα όρια αυτά, θα αντιστοιχούν στη σύγχρονη πραγματικότητα και τους εφικτούς στόχους, και όχι καταναλώσεις που έχουν προκύψει από απροσδιόριστες μεθόδους καταμέτρησης και συνήθως – ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις καταναλώσεις θέρμανσης – παραπέμπουν σε καταναλώσεις Γροιλανδίας ! Επιπλέον, δεδομένου πως ο απώτερος στόχος είναι – επεναλαμβάνω - η μείωση της κατανάλωσης συμβατικής ενέργειας, θα δίνεται έτσι η δυνατότητα – ιδιαίτερα σε υφιστάμενα κτήρια – να υπάρχει κίνητρο και να επιβραβεύεται η πραγματική μείωση κατανάλωσης. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και δυνητικά αποδοτικό σε υφιστάμενα κτήρια, όπου οι επεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας συχνότατα είναι τεχνικά δύσκολες και οικονομικά απαγορευτικές. Στις περιπτώσεις αυτές θα προσφέρεται το κίνητρο σημαντικής εξοικονόμησης μέσω απλών λύσεων που αφορούν κυρίως στη χρήση των κτηρίων και τις συνήθειες των χρηστών τους και όχι σε τεχνικές επεμβάσεις. Τέτοια εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί από υιοθέτηση ηπιότερων θερμοκρασιακών συνθηκών στα κτήρια, περιορισμό αλόγιστης εφαρμογής αυτοματισμών (ιδιαίτερα σε κατοικίες) που τελικά οδηγούν σε αύξηση της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, άμεσης από stand-by συσκευές, αναρίθμητα ενεργά στοιχεία (ρελέ, πίνακες αυτοματισμών, φωτιζόμενα μπουτόν, τροφοδοτικά κτλ.), αλλά και έμμεσης από τη χρήση κλιματιστικών συσκευών για ψύξη των φορτίων αυτών (γενικότερα το περιγραφόμενο στη βιβλιογραφία ως rebound effect). Στο όνομα ενός αναβαθμισμένου βιοτικού επιπέδου, κυρίως σε κτήρια κατοικιών, έχουν ενσωματωθεί τεχνολογίες και πρακτικές, που τελικά οδηγούν σε μεγαλύτερες καταναλώσεις, ενώ η κατασκευή και οι εγκαταστάσεις των κτηρίων αυτών αντιστοιχούν σε επίπεδο πολύ ανώτερο του κτηρίου αναφοράς. Αυτό αναδεικνύει και πάλι την ανάγκη το κτήριο που μελετήθηκε σωστά, να αποδώσει και τα αναμενόμενα στην πράξη. Τέλος, θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο και στην πορεία του χρόνου επιβεβλημένο, να μελετηθεί, να εκτιμηθεί και τελικά να παρουσιασθεί η επίδραση της εφαρμογής του υπο ψήφιση ΚΕΝΑΚ, στους εθνικούς στρατηγικούς στόχους για εξοικονόμηση ενέργειας. Είναι προφανές ότι οι στόχοι θα πρέπει να επιτευχθούν με το βέλτιστο κόστος, γεγονός που επιδρά στο υιοθετούμενο επίπεδο τεχνολογίας του κτηρίου αναφοράς. ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 Ο σκοπός της παρούσας μπορεί να επιτευχθεί επίσης και με την ηπιότερη ζήτηση ενέργειας και αυτή θα πρέπει να επιβραβεύεται και στην πράξη (π.χ. χαμηλότερο set point, χρήση νυχτερινού ρεύματος κτλ.) Σε πολλά, άν όχι στα περισσότερα, κτήρια υπηρεσιών (γραφεία, τράπεζες, νοσοκομεία κλπ.) αλλά και όχι σπάνια σε κατοικίες, η ρύθμιση των συνθηκών έχει ξεφύγει από κάθε προδιαγραφή και τεχνικό κανόνα, με αποτέλεσμα να κανει πολύ ζέστη το χειμώνα και αντίστοιχα «κρύο» το καλοκαίρι. Στη χώρα μας κυκλοφορεί συχνά μεταξύ μηχανικών το «αστείο», πως στην Ελλάδα η διαχρονική και «γιά όλες τις δουλειές», σταθερή ρύθμιση θερμοστατών χειμώνα-καλοκαίρι είναι οι 24οC ! Αυτή η τρομερή σπατάλη ενέργειας δεν θα διορθωθεί με καλύτερα κτήρια μόνο. Τα κτήρια αυτά συχνά είναι ήδη «καλά» έως «πολύ καλά». Το πρόβλημα είναι η συμπεριφορά των χρηστών και η ενεργειακή διαχείριση των κτηρίων, που απουσία οποιασδήποτε σύγκρισης με «φυσιολογικές καταναλώσεις», μένει ατιμώρητη και συνεχίζεται. Δημήτρης Μαντάς, Mηχανολόγος Mηχανικός Ε.Μ.Π. M.Sc. University of Strathclyde, Glasgow, U.K.