Αρχική Σύσταση του Οργανισμού Εθνικού ΚτηματολογίουΆρθρο 18 – Σύσταση Kλάδου και θέσεων Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων – Προσόντα διορισμούΣχόλιο του χρήστη ΕΝΩΣΗ ΑΜΙΣΘΩΝ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ | 20 Δεκεμβρίου 2017, 12:36
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το νομοσχέδιο δεν διευκρινίζει ποια ακριβώς θα είναι συγκεκριμένως τα καθήκοντα των Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων και Υποκαταστημάτων, πέρα από τη γενική αναφορά στο άρθρο 16 παρ. 6. Δεν γίνεται δε καμία αναφορά στα καθήκοντα των Προϊσταμένων των Υποκαταστημάτων. Οι Προϊστάμενοι, έτσι όπως θεσπίζονται με το άρθρο 18, θα είναι κατεξοχήν δημόσιοι υπαλλήλοι χωρίς καμία εγγύησης λειτουργικής ανεξαρτησίας, αλλά αντιθέτως θα υπάγονται σε δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία και στην πειθαρχική εξουσία του ΔΣ και του Γενικού Διευθυντή. Το γεγονός ότι στην παράγραφο 3 τίθεται ως προσόν το πτυχίο νομικής είναι προσχηματικό και ευκαιριακό, προφανέστατα γίνεται δε για να δοθεί η εντύπωση ότι δια του προϊσταμένου νομικού αποκαθιστούμε τάχα την αποκοπή του υπό ίδρυση οργανισμού από τις δομές της Δικαιοσύνης. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η ισόβια ομάδα της Κτηματολόγιο Α.Ε./ΕΚΧΑ/προσεχώς «Ο.Ε.Κτ.» θα επιδιώξουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την τροποποίηση της εν λόγω διάταξης, έτσι ώστε καθήκοντα προϊσταμένου να μπορεί να ασκεί και μη νομικός, λ.χ. αγρονόμος-τοπογράφος. Υπενθυμίζουμε σχετικώς ότι με τον ίδιο τρόπο τροποποιήθηκε και η σήμερα ισχύουσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 2664/1998 και επέτρεψε σε κατόχους πτυχίων ΠΕ «συναφούς» αντικειμένου, και όχι μόνο Νομικής, όπως ήταν η αρχική διάταξη, να προΐστανται των κτηματολογικών γραφείων. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, τις 86 οργανικές θέσεις Προϊσταμένων καταλαμβάνουν, εφόσον επιθυμούν, οι Προϊστάμενοι των καταργούμενων εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και οι ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες που τυγχάνει τα γραφεία τους να συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που γίνονται κτηματολογικά γραφεία ή υποκαταστήματα. Σε όσους ειδικούς αμίσθους υποθηκοφύλακες προΐστανται σήμερα γραφείων που δεν περιλαμβάνονται στα ανωτέρω κτηματολογικά γραφεία ή υποκαταστήματα, το σχέδιο νόμου επιφυλάσσει σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, βαθμό αναπληρωτή Προϊσταμένου, με καθήκοντα που μένει να προσδιορισθούν με απόφαση του Δ.Σ. του Οργανισμού. Άραγε πώς δικαιολογείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η διάκριση αυτή του καθεστώτος ΙΔΑΧ σε σχέση με τους πρώην συναδέλφους τους που γίνονται υπάλληλοι δημοσίου δικαίου; Εφόσον αποδέχονται τις ως άνω θέσεις, οι άμισθοι υποθηκοφύλακες υποβάλουν σχετική αίτηση «μεταφοράς και ένταξής τους» σε αυτόν. Κατ΄ αρχάς ας εξηγήσει κάποιος τι σημαίνει ακριβώς μεταφορά και ένταξη. Στην κυριολεξία ομιλούμε για κατάργηση επαγγέλματος και για πρόσληψη στο δημόσιο. Καμία «μεταφορά» δεν λαμβάνει χώρα. Η αίτηση ένταξης γίνεται κατόπιν πρόσκλησης που θα εκδώσει ο υπό ίδρυση φορέας εντός μηνός από την έναρξη ισχύος του νόμου. Η προθεσμία αυτή είναι απαράδεκτη τόσο ως προς τη διάρκειά της, όσο κυρίως ως προς το σημείο αφετηρίας της. Δεν είναι δυνατό να καλείται κανείς να κάνει αίτηση να αναλάβει θέση, πριν η θέση αυτή να έχει συσταθεί, χωρίς να είναι εκ των προτέρων σαφές πού θα τοποθετηθεί και τί καθήκοντα θα έχει. Τουλάχιστον, λοιπόν, η πρόσκληση αυτή θα έπρεπε να γίνεται ταυτόχρονα ή μετά την έκδοση της απόφασης κατάργησης του άρθρου 1 παρ. 7. Η ειδική μεταχείριση της Ικαρίας πώς δικαιολογείται; Βλέπουμε όμως δια της περίπτωσης της Ικαρίας, πόσο ωραία θα μπορούσαν να ανατίθενται καθήκοντα προϊσταμένου σε δημοσίους λειτουργούς ανεξάρτητους και ενταγμένους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Και μάλιστα με αναλογική αμοιβή προσδιοριζόμενη με βάση τις μεταγραφόμενες πράξεις. Η μη κατάργηση και ένταξη των αμίσθων υποθηκοφυλάκων, υπαγομένων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο νέο φορέα (όπως άλλωστε και σήμερα δουλεύουν αυτοί το σύστημα του κτηματολογίου, όπου υπάρχει αυτό) σίγουρα θα είχε πολύ λιγότερα ζητήματα αντισυνταγματικότητας σε σχέση με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου.