• Σχόλιο του χρήστη 'Ελενα Γεωργοπούλου - Σεβαστιανός Μοιρασγεντής - Γιάννης Σαραφίδης - Δημήτρης Λάλας' | 30 Νοεμβρίου 2018, 13:42

    Η Ομάδα Ενεργειακού Σχεδιασμού & Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) θεωρεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη τη δημοσιοποίηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), καθώς και την έναρξη της δημόσιας διαβούλευσης επί του σχεδίου αυτού. Ως ερευνητική ομάδα του ΕΑΑ συμμετέχουμε για περισσότερα από 20 έτη στην έρευνα για την κλιματική αλλαγή, τόσο αναφορικά με τη μείωση των εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου (ΑΦΘ) όσο και την εκτίμηση των επιπτώσεων και την αξιολόγηση μέτρων προσαρμογής. Ο ενεργειακός τομέας, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, ευθύνεται για το συντριπτικό ποσοστό των εκπομπών ΑΦΘ, και κατά συνέπεια η συμμόρφωση με τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή που θέτει ως στόχο τη συγκράτηση της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε 2.0 οC και την προσπάθεια για επίτευξη αύξησης πλησίον του 1.5 οC δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει δραστική μείωση των εκπομπών ΑΦΘ στον τομέα αυτόν. Το ΕΣΕΚ αποτελεί βασικό εργαλείο προγραμματισμού για τη δραστική μείωση εκπομπών ΑΦΘ στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα, και θα πρέπει να συνοδευτεί από κατάλληλο μίγμα πολιτικών και μέτρων ώστε οι σχεδιαζόμενες μειώσεις εκπομπών να μην μείνουν στα χαρτιά. Οι παρατηρήσεις μας επί του ΕΣΕΚ που αναρτήθηκε προς δημόσια διαβούλευση στις 13 Νοεμβρίου 2018 έχουν ως εξής: Γενικά Σχόλια 1. Χρονικός Ορίζοντας Οταν ο χρόνος ζωής ενός συμβατικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να φτάσει και να υπερβεί τα 40 έτη (2020-2060) και αυτός των ΑΠΕ τα 25 έτη (2020-2045) δεν είναι δυνατόν να υιοθετείται ορίζοντας σχεδιασμού η 10ετια (2020-2030). Το αντίστοιχο ισχύει και για άλλα βασικά έργα υποδομής του ενεργειακού τομέα (δίκτυα ηλεκτρισμού & φυσικού αερίου, τερματικά και αποθήκες ΦΑ). Ο χρονικός ορίζοντας θα πρέπει να επεκταθεί τουλάχιστον μέχρι το 2050. Αλλωστε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ήδη, στο πλαίσιο της εισήγησής της για την λεγόμενη Long Term Strategy για το 2050, σενάρια τόσο αναφοράς ( Baseline) όσο και μείωσης των συνολικών εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου (ΑΦΘ) κατά 80% (5 σενάρια), 90% ακόμη και 100% (σενάρια 7 και 8) μέχρι το 2050 σε σύγκριση με το 1990. Επίσης, τονίζεται ότι για την δημιουργία και επεξεργασία των σεναρίων αυτών παρήχθησαν, με αριθμητικά μοντέλα, εκτιμήσεις βασικών μεγεθών μέχρι το 2070. Τις εκτιμήσεις αυτές και την αποδοχή τους ή μη η Ελληνική Κυβέρνηση θα κληθεί εντός μηνών να συζητήσει στα αρμόδια Συμβούλια Υπουργών Ενέργειας και Περιβάλλοντος. 2. Ελλείψεις και Παραλείψεις Η ποσοτική πληροφορία που περιλαμβάνεται στο ΕΣΕΚ που δημοσιεύτηκε για διαβούλευση είναι περιορισμένη και έχει σημαντικές ελλείψεις. Πέραν της πληροφορίας που περιλαμβάνεται στο κυρίως κείμενο, η συνήθης τακτική είναι η έκδοση ενός παραρτήματος (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνήθως εκδίδει τα λεγόμενα ‘Commission Staff Working Documents’) με λεπτομερή στοιχεία για τις παραδοχές και τα αριθμητικά αποτελέσματα σε βάθος ώστε να είναι δυνατή η τεχνική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Οι 19 σελίδες του Παραρτήματος (σελ. 200-2019) και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους πίνακες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επαρκή για ένα ουσιαστικό τεχνικό έλεγχο του ΕΣΕΚ. 3. Ελεγκτικός Μηχανισμός Προόδου Η σημασία της μείωσης των εκπομπών το ταχύτερο δυνατόν και βεβαίως σύμφωνα με τις εθνικές δεσμεύσεις που υποβλήθηκαν στα πλαίσια της Συμφωνίας του Παρισιού είναι προφανής. Τόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και η Σύνοδος των Συμβαλλομένων Εθνών (COP) έχουν ήδη ορίσει ως ορόσημο για την εκτίμηση της προόδου και απόδοσης των μέτρων για την μείωση των εκπομπών ΑΦΘ το έτος 2023. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να οριστεί εξ αρχής ένας μηχανισμός ελέγχου της προόδου των μέτρων και των συνεπαγόμενων μειώσεων εκπομπών. Το ΕΣΕΚ δεν περιλαμβάνει κανένα τέτοιο μηχανισμό, που όμως ειδικά στην Ελλάδα είναι απαραίτητος για την ουσιαστική εφαρμογή των μέτρων αυτών. Ο ελεγκτικός μηχανισμός επίσης προϋποθέτει ένα στοιχειώδες χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των μέτρων, που επίσης δεν περιλαμβάνεται στο ΕΣΕΚ. Ταυτοχρόνως, και σε αντίθεση με το (πρώτο) εθνικό σχέδιο μείωσης των εκπομπών του 2003 (ΠΥΣ 6 της 27-2-2003), δεν υπάρχει αντιστοίχιση αρμοδιοτήτων των διαφόρων υπουργείων με τα μέτρα που αναφέρονται για την επίτευξη των στόχων. Αν δεν υπάρξει σαφής εμπλοκή των συναρμόδιων υπουργείων τόσο στο ΕΣΕΚ όσο και στον σχετικό νόμο (μιας και η Κυβέρνηση έχει δηλώσει την πρόθεσή της να καταθέσει το ΕΣΕΚ στην Βουλή, όπου είναι ευκταίο να υπάρξει ευρεία αποδοχή του από την πλειοψηφία των κομμάτων), η υλοποίηση των μέτρων είναι αβέβαιη. 4. Οικονομικά στοιχεία Στο κείμενο του ΕΣΕΚ προς διαβούλευση δεν συμπεριλαμβάνονται οικονομικά στοιχεία για το κόστος των τεχνολογιών που έχουν ληφθεί υπόψη στα σενάρια, ούτε για την εξέλιξη των επενδύσεων τόσο όσον αφορά στην χρονική εξέλιξή τους όσο και στην κατανομή τους (πχ. δράσεις εξοικονόμησης στον οικιακό,βιομηχανικό ή μεταφορικό τομέα, υποστήριξη συμβατικών σταθμών για περιβαλλοντική αναβάθμιση ή για κατασκευή) ώστε να ελεγθεί η εκτίμηση των επενδύσεων και η βιωσιμότητα του σχεδιασμού. Επίσης, δεν διευκρινίζεται πώς θα επιβιώσουν οικονομικά συμβατικές μονάδες όταν ο βαθμός αξιοποίησής τους είναι πολύ μικρός (20% για αυτές του φυσικού αερίου την περίοδο 2025-2030, και 33% για τις λιγνιτικές την περίοδο 2020-2025), κάτι που συνεπάγεται και μεγαλύτερο κόστος λειτουργίας και συντήρησης. Επιπροσθέτως, δεν υπάρχουν στοιχεία για την εξέλιξη των τιμών ενέργειας/ηλεκτρισμού στους καταναλωτές, ούτε για τις επιπτώσεις στην εθνική οικονομία τόσο από την ανάγκη εξεύρεσης κεφαλαίων για την κατασκευή των νέων σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΠΕ και συμβατικοί), την επέκταση και ενίσχυση των δικτύων, την εισαγωγή φυσικού αερίου, την αξιοποίηση των εσόδων από την δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών κ.α. 5. Απο-λιγνιτοποίηση Το 2017 οι λιγνιτικοί σταθμοί της χώρας εξέπεμψαν 22.6Εκατ. τον CO2eq, ήτοι σχεδόν το 25% των εκπομπών ΑΦΘ της χώρας. Οι σταθμοί αυτοί είναι ήδη αντι-οικονομικοί υπό το φως των πρόσφατων τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών στο πλαίσιο του EU-ETS, ενώ οι τιμές αυτές αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά (από ca €20/ton CO2 στα €88/ton CO2 to 2050). Η νέα λιγνιτική μονάδα υπό κατασκευή (Πτολεμαϊδα V) εκτιμάται ότι θα έχει κόστος παραγωγής kWh (LCOE) -συμπεριβαλλομένου του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών- σημαντικά υψηλότερο από αυτό των αιολικών και φωτοβολταϊκών για όλη τη διάρκεια ζωής της. Θα έχει επίσης σαφώς υψηλότερο κόστος και από αυτό που θα είχε αν λειτουργούσε με φυσικό αέριο. Το ίδιο θα ισχύσει και για την Μελίτη ΙΙ εάν κατασκευαστεί. Εν τούτοις, ττο ΕΣΕΚ θεωρεί ότι οι δύο αυτές μονάδες θα κατασκευαστούν και θα ενταχθούν στο ενεργειακο σύστημαπριν από το 2025. Επιπροσθέτως, το ΕΣΕΚ θεωρεί ότι και οι 2 μονάδες του ΑΗΣ Αμυνταίου θα λειτουργούν μέχρι το 2028, ενώ αυτό θα είναι κατά απόλυτη παράβαση της Κοινοτικής Νομοθεσίας (αλλά όχι της Ελληνικής). Τέλος το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει ποσό για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των σταθμών, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν αυτή θα καλύπτει και τις αυστηρότερες οριακές τιμές (ELV) των νέων BREF για τα όρια εκπομπής αέριων ρύπων. Είναι προφανές ότι η σύλληψη της πολιτικής αυτής για την λιγνιτική παραγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί εύστοχη. Επιπροσθέτως, έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη πολιτική του μεγαλύτερου μέρους των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕν και πολλών Κ-Μ με λιγνιτική παραγωγή. Ετσι, θα πρέπει να υιοθετηθεί μια διαφορετική προσέγγιση που περιλαμβάνει: α) την απόσυρση του ΑΗΣ Αμυνταίου εντός 1-2 ετών (ώστε να υπάρχει συμμόρφωση με την Κοινοτική νομοθεσία), β) την μετατροπή του ΑΗΣ Πτολεμαϊς V σε φυσικό αέριο (για οικονομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους), και γ) την μη κατασκευή του ΑΗΣ Μελίτη ΙΙ (για οικονομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους ), με την ταυτόχρονη ενδυνάμωση των μέτρων στήριξης της περιφερειακής ενότητας Κοζάνης προς μια «δίκαιη» μετάβαση στην μεταλιγνιτική εποχή. Ειδικά σχόλια ανά Κεφάλαιο Κεφάλαιο 3 (Στόχοι): Ενότητα 3.1 (Εισαγωγή) – Οι κύριες επιδιώξεις του ΕΣΕΚ (σελ. 39) πρέπει να περιλαμβάνουν σαφή δέσμευση στη μείωση των εκπομπών ΑΦΘ από τον ενεργειακό τομέα σε επίπεδο άνω του 80% μέχρι το έτος 2050. Μπορεί η υποχρέωση καθορισμού ποσοτικών στόχων στα ΕΣΕΚ να αφορά, βάσει της σχετικής Κοινοτικής νομοθεσίας, μόνο στο 2030, ωστόσο θεωρούμε πως οι στόχοι αυτοί πρέπει να αποτελούν μέρος του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού με ορίζοντα το 2050. Επιπλέον, δεδομένης της Συμφωνίας του Παρισιού που και η Ελλάδα έχει επικυρώσει, η χώρα μας πρέπει να αναλάβει, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της, τις δράσεις που της αναλογούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Καθώς είναι πλέον γνωστό, μετά και από τη δημοσίευση το 2018 της Εκθεσης για την Παγκόσμια Θέρμανση του πλανήτη κατά 1.5 oC, ότι η συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας στα επίπεδα αυτά είναι δυνατή μόνο με πολύ μεγάλες μειώσεις εκπομπών ΑΦΘ μέχρι το 2050, στόχος μείωσης εκπομπών άνω του -80% στον ελληνικό ενεργειακό τομέα αποτελεί κατά τη γνώμη μας εθνική υποχρέωση. Κατά συνέπεια, το ΕΣΕΚ πρέπει να εκτείνεται έως το 2050 και με τον στόχο αυτόν, και όχι να περιλαμβάνει «...προσομοίωση μέχρι το έτος 2040 .....χωρίς να τίθενται επιπρόσθετοι δεσμευτικοί κλιματικοί ή ενεργειακοί στόχοι για το έτος 2040» (βλ. Σελ. 40). Ενότητα 3.3.1 (Στόχοι εξέλιξης και λειτουργίας ενεργειακού συστήματος) – Τη στιγμή που το 2030 απέχει μόλις 12 έτη από σήμερα, και η υλοποίηση ενεργειακών παραμβάσεων χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών ΑΦΘ θα έπρεπε να αποτελεί εθνική προτεραιότητα, θεωρούμε εντελώς λάθος το να περιλαμβάνεται η «..έρευνα για εξόρυξη και εκμετάλλευση εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων» (σελ. 47, αλλά και αλλού όπως σελ. 54, 83, 86) στους άξονες ενεργειακής πολιτικής για το 2030. Εκτός των εκπομπών ΑΦΘ που συνεπάγεται η μελλοντική χρήση νέων πετρελαϊκών πηγών, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις και κίνδυνοι της εξόρυξης είναι υπαρκτοί. Επιπλέον, η οικονομικότητα αξιοποίησης των κοιτασμάτων αυτών ουδόλως έχει αποδειχθεί, ενώ στην καλύτερη περίπτωση τα κοιτάσματα αυτά δεν μπορεί να είναι εμπορικά αξιοποιήσιμα μέχρι το 2030. Ετσι, η βεβαιότητα του ΕΣΕΚ ότι η ανάπτυξη των εγχώριων υδρογονανθράκων θα αυξήσει την εγχώρια προστιθέμενη αξία του ενεργειακού τομέα είναι, προς το παρόν, αστήρικτη και θα πρέπει να απαλειφθεί από το κείμενο. Ενότητα 3.3.2 (Στόχοι προστασίας και ενδυνάμωσης ρόλου καταναλωτών) – Η προώθηση σχημάτων ενεργειακών κοινοτήτων προκειμένου να υπάρξει συμμετοχή των πολιτών στα ενεργειακά πεπραγμένα είναι σωστή και σύμφωνη με τις σχετικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο, ο Ν. 4513/2018 για τις ενεργειακές κοινότητες θέτει αυστηρά όρια για τη δημιουργία κερδοσκοπικών κοινοτήτων (πάνω από 15 μέλη, εκ των οποίων τουλάχιστον το 50% να είναι φυσικά πρόσωπα), κάτι που δεν βοηθά στην ανάπτυξη οικονομικά βιώσιμων έργων ΑΠΕ αξιόλογου μεγέθους από άποψη εγκατεστημένης ισχύος. Ετσι, ο στόχος για ανάπτυξη συμμετοχικών έργων ΑΠΕ άνω των 500 MW έως το 2030 (σελ. 51) θεωρούμε ότι είναι υπερβολικά φιλόδοξος. Ενότητα 3.3.3 (Στόχοι αλλαγής προτύπου κατανάλωσης και χρήση καυσίμου στους τομείς τελικής ζήτησης) – Θεωρούμε λάθος, στο πλαίσιο αλλαγής προτύπου ενεργειακής κατανάλωσης, να περιλαμβάνεται ως στόχος το «..να επιτευχθεί μεγαλύτερη συμμετοχή του φυσικού αερίου σε όλους ρους τομείς τελικής κατανάλωσης» (σελ. 51). Το φυσικό αέριο έχει μεν χαμηλότερες εκπομπές ΑΦΘ από το ντίζελ, ωστόσο όχι μηδενικές όπως οι ΑΠΕ. Η χρήση του στην τελική ζήτηση πρέπει να προωθείται εφόσον έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες αξιοποίησης ΑΠΕ και εξοικονόμησης ενέργειας (με την πρόσθετη ανάπτυξη κατάλληλων πολιτικών και μέτρων). Επιπλέον, η προώθηση της χρήσης φυσικού αερίου θα πρέπει να συνάδει με το στόχο διείσδυσης ηλεκτρισμού στις θερμικές χρήσεις του οικιακού και τριτογενή τομέα, κάτι που δεν φαίνεται να είναι ξεκάθαρο στο ΕΣΕΚ (δίνεται προτεραιότητα στον εξηλεκτρισμό ή στη χρήση φυσικού αερίου? – βλ. Σελ. 52). Επίσης, ο στόχος ενεργειακής αναβάθμισης τουλάχιστον 40.000 κατοικιών ετησίως έως το 2030, με στόχο το 10% των κατοικιών να είναι ενεργειακά αποδοτικό το 2030 (σελ. 51), είναι ασαφής καθώς δεν διευκρινίζεται τι έκτασης θα είναι οι ενεργειακές παραμβάσεις στις κατοικίες αυτές (πλήρης ενεργειακή αναβάθμιση? Απλό ενεργειακό «νοικοκύρεμα»? Κριτήρια/προτεραιότητες παρεμβάσεων?). Κατά τη γνώμη μας, επεμβάσεις που δεν συγκροτούν ριζική ενεργειακή αναβάθμιση δεν έχουν νόημα και υπονομεύουν την προσπάθεια μείωσης των εκπομπών ΑΦΘ καθώς, όταν τα εισοδήματα των νοικοκυριών ανακάμψουν (και μαζί με αυτά οι ενεργειακές δαπάνες για ικανοποιητική θέρμανση χώρων, κλπ.), η ενεργειακή κατανάλωση στον κτιριακό τομέα θα αυξηθεί συμπαρασύροντας προς τα πάνω και τις εκπομπές ΑΦΘ. Ακόμα, η επιδίωξη υψηλής διείσδυσης αντλιών θερμότητας στην τελική ζήτηση («... συμμετοχή στις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης του κτιριακού τομέα σε μερίδιο άνω του 30% μέχρι το έτος 2030» - σελ. 52 αλλά και σελ. 111-112, 132) «σκοντάφτει» στο σχετικά υψηλό αρχικό κόστος επένδυσης της τεχνολογίας αυτής, κόστος που δεν αναμένεται να είναι σε θέση να αναλάβουν τα ελληνικά νοικοκυριά και μικρομεσαίες εταιρείες του τριτογενή τομέα. Η τεχνολογία αυτή χρειάζεται οικονομική ενίσχυση για να διεισδύσει, και το ΕΣΕΚ δεν φαίνεται να προτείνει κάποιο συγκεκριμένο ρεαλιστικό μέτρο για το σκοπό αυτό. Επιπλέον, η αύξηση της διείσδυσης των αντλιών θερμότητας βασίζεται και στην ταυτόχρονη παραδοχή για συγκράτηση της χρήσης βιομάζας στα αστικά κέντρα (σελ. 112), κάτι που δεν είναι σαφές πώς θα μπορέσει να επιτευχθεί στην πράξη. Ακόμα, η επίτευξη μεριδίου ηλεκτρικών επιβατικών οχημάτων έως 10% μέχρι το έτος 2030 (περίπου 600.000 οχήματα) δεν θεωρούμε ότι είναι ρεαλιστική για το έτος αυτό, ακόμα και εάν συνδυαστεί με δραστικές πολιτικές και μέτρα όπως οικονομική ενίσχυση (άμεση ή έμμεση) της αγοράς ηλεκτρικών επιβατικών ΙΧ. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί σημαντικά έως το 2050 καθώς αναμένεται τα ηλεκτρικά οχήματα να κυριαρχήσουν στην παραγωγή της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας. Επιπλέον, το ΕΣΕΚ θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφή αναφορά στις υποδομές που θα πρέπει να αναπτυχθούν για την επαναφόρτιση των οχημάτων αυτών, και πώς η ηλεκτροκίνηση θα συνδυαστεί σωστά με την χρήση δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς. Τέλος, στη σελ. 55 αναφέρεται ότι «...για την επίτευξη όλων αυτών των στόχων και προτεραιοτήτων του ενεργειακού σχεδιασμού, απαραίτητη οριζόντια προϋπόθεση είναι η κινητοποίηση σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο τομέα...». Δεδομένου του ύψους του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών περιορισμών που έχουν συμφωνηθεί από την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων, εκτιμούμε ότι οι επενδυτικές δυνατότητες του δημόσιου τομέα έως το 2030 είναι εξαιρετικά περιορισμένες και δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται. Κεφάλαιο 4 (Υφιστάμενα μέτρα πολιτικής): Ενότητα 4.2.1.2 (Βελτίωση ενεργειακής απόδοσης μονάδων παραγωγής ενέργειας) – Θεωρούμε λάθος η αναφορά στα υφιστάμενα μέτρα πολιτικής μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου να περιλαμβάνει την «...κατασκευή και λειτουργία νέων θερμικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας» (σελ. 58), έστω και σε συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία. Η αναφορά αυτή ουσιαστικά παραπέμπει στις νέες λιγνιτικές μονάδες και στην περιβαλλοντική αναβάθμιση κάποιων υφιστάμενων λιγντικών μονάδων. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές είναι αντίθετες με την πολιτική απομάκρυνσης από τη χρήση άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή και ουδόλως υπαγορεύθηκαν από περιβαλλοντικές ανησυχίες, ενώ επιπλέον ο σχεδιασμός των μονάδων αυτών δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να καλύψει τα όρια εκπομπών του νέου BREF για τις Μεγάλες Εγκαταστάσεις Καύσης. Ενότητα 4.3.2 (Μέτρα πολιτικής προώθησης των ΑΠΕ) – Η αναφορά του ΕΣΕΚ στον Αναπτυξιακό Νόμο ως ύφιστάμενο εργαλείο προώθησης των ΑΠΕ (σελ. 65) είναι ατυχής. Ο Αναπτυξιακός Νόμος εδώ και χρόνια σημειώνει μεγάλες καθυστερήσεις στη εφαρμογή του λόγω γραφειοκρατίας και έλλειψης πόρων. Επιπλέον, η ελκυστικότητά του στην ενίσχυση επενδύσεων βαίνει μειούμενη, αρχικά με την κατάργηση των γρήγορων αποσβέσεων και τη φορολόγηση, και στη συνέχεια (στην υφιστάμενη μορφή του) με την απαίτηση για 100% χρηματοδότηση της επένδυσης από τις τράπεζες. Ετσι, όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η συμβολή του στην ανάπτυξη των ΑΠΕ να είναι πρακτικά αμελητέα. Επιπλέον, θεωρούμε ως μη-ρεαλιστική την εκτίμηση του ΕΣΕΚ ότι «Σημαντική συνεισφορά στην προώθηση ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη (αντλίες θερμότητας, ΘΗΣ, εφαρμογές γωθερμίας) αναμένεται να προέλθει έως το έτος 2030 από την υποχρέωση τα νέα κτίρια να είναι κτίρια σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας από τις αρχές του 2021 για τα ιδιωτικά και του 2019 για τα κτίρια που στεγάζουν υπηρεσίες του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα» (σελ. 66). Ο ρυθμός κατασκευής νέων κτιρίων είναι εξαιρετικά χαμηλός λόγω της υψηλής φορολόγησης των ακινήτων και του κορεσμού της ζήτησης, και έτσι ακόμα κι εάν τα νέα αυτά κτίρια είναι μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, το συνολικό ενεργειακό όφελος σε επίπεδο εθνικού ενεργειακού συστήματος θα είναι πολύ μικρό. Αντίστοιχα ούτε ο Δημόσιος Τομέας δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για την κατασκευή νέων κτιρίων. Ενότητα 4.3.3 (Προκλήσεις) – Το ΕΣΕΚ αναφέρει (σελ. 69) ότι όσον αφορά στους υφιστάμενους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, «...προτεραιότητα είναι ...η επιλογή των οικονομικά πιο βέλτιστων εφαρμογών». Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί με ποιό οικονομικό μέγεθος μετράται κάτι τέτοιο, και πώς συγχρόνως εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση εκείνων των δράσεων που έχουν υψηλό περιβαλλοντικό όφελος (εκπομπές ΑΦΘ που αποφεύγονται/ € δημόσιας χρηματοδότησης). Ενότητα 4.4.2.3 (Μέτρα πολιτικής βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης στις μεταφορές) – Στη σελ. 73, το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι «Η κατασκευή κατάλληλων υποδομών ενίσχυσε σημαντικά τις εναλλακτικές μορφές μετακίνησης (π.χ. πεζοπορία, ποδηλασία)». Η θέση αυτή είναι αστήρικτη καθώς τα χιλιόμετρα ποδηλατοδρόμων που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) είναι αμελητέα ενώ και αρκετοί υπάρχοντες ακυρώθηκαν στην πράξη. Ενότητα 4.4.2.4 (Μέτρα πολιτικής βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία) – Το ΕΣΕΚ αναφέρει, ως ένα από τα παραδείγματα μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης βιομηχανιών, το πρόγραμμα μετεγκατάστασης επιχειρήσεων σε ΒΕΠΕ και επιχειρηματικά πάρκα. Ωστόσο, δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τη συμβολή και την απόδοση του προγράμματος αυτού όσον αφορά στην αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας της βιομηχανίας. Ενότητα 4.6 (Προκλήσεις [για την Αγορά Ενέργειας]) – Το κείμενο είναι γενικόλογο και δεν προτείνει τρόπους με τους οποίους να αντιμετωπιστούν στην πράξη τα όποια εμπόδια υπάρχουν. Αναφέρεται σε «..καθυστερήσεις λόγω εξωγενών παραγόντων» (σελ. 95) χωρίς να διευκρινίζει ποιοί ήταν οι παράγιοντες αυτοί, ενώ τονίζει ότι «...απαιτείται η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης» για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ΔΕΔΔΗΕ χωρίς να προτείνει από πού μπορεί να βρεθεί η χρηματοδότηση αυτή. Επιπλέον, αναφέρεται σε στόχευση των «ενεργειακά ευάλωτων νοικοκυριών» χωρίς να διευκρινίζει βάσει ποιού ή ποιών μεγεθών θα προσδιορίζονται με ορθό τρόπο τα νοικοκυριά αυτά. Ενότητα 4.7.4 (Προκλήσεις [για την Ερευνα, Καινοτομία και Ανταγωνιστικότητα]) – Ως ερευνητές, θεωρούμε τουλάχιστον ατυχές να υπάρχει στο ΕΣΕΚ ο ισχυρισμός ότι «Τα τελευταία χρόνια υπάρχει όμως σημαντική πρόοδος... Η δαπάνη για Ερευνα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ...ξεπέρασε για πρώτη φορά τι 1% το 2016 έναντι 0,67% το 2011» (σελ. 100). Ποσοστό 1% του ΑΕΠ για Ερευνα (η οποία δεν αφορά αποκλειστικά στην Ενέργεια και Περιβάλλον) είναι πολύ χαμηλό (πίσω από αυτό της Σλοβενίας, Τσεχίας, Εσθονίας, Πορτογαλία, Ουγγαρίας κ.ά.), ενώ το ποσοστό αυτό απλώς δείχνει ποιές προτάσεις έχει αποφασιστεί να χρηματοδοτηθούν και όχι ποιός είναι ο πραγματικός ρυθμός χρηματοδότησης. Η Ελλάδα είναι πολύ πίσω στον τομέα χρηματοδότησης της έρευνας για την κλιματική αλλαγή και τη μείωση των εκπομπών στον ενεργειακό τομέα, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρίζεται στο ΕΣΕΚ. Κεφάλαιο 5 (Εξέλιξη ενεργειακού τομέα): Ενότητα 5.3 (Ενδεικτική εξέλιξη του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος έως το 2030) – Εντοπίζουμε μια σειρά από προβλήματα και συγκεκριμένα: α) Τα αποτελέσματα του Βασικού Σεναρίου, έτσι όπως παρουσιάζονται στο ΕΣΕΚ, φτάνουν μέχρι το 2040 ενώ θα έπρεπε να φτάνουν μέχρι το 2050 ενόψει της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Μακροχρόνια Στρατηγικής της Εεν για το 2050 (‘Long Term Strategy 2050’) που θα ανακοινωθεί στις 28 Νοεμβρίου 2018. β) Δεν περιλαμβάνονται στοιχεία για την τιμή του ηλεκτρισμού (LCOE). γ) Δεν περιλαμβάνονται στοιχεία για την εξέλιξη του κόστους των ΑΠΕ αλλά και της αποθήκευσης. δ) Δεν περιλαμβάνονται μελέτες ευαισθησίας και εναλλακτικών σεναρίων. ε) Υπάρχουν διάφορα σημεία που είναι αμφισβητήσιμα (πληθυσμός, εισαγωγές ηλεκτρισμού, αποθήκευση, ηλεκτροκίνηση). στ) Το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων είναι προβληματικό (και με μεγάλες αβεβαιότητες). Το ίδιο και αυτό των μονάδων φυσικού αερίου. ζ) Τα εκτιμώμενα επίπεδα εξηλεκτρισμού του οικιακού και ιδιαίτερα του τριτογενή τομέα έως το 2030 μέσω της υψηλής διείσδυσης αντλιών θερμότητας είναι υπερβολικά φιλόδοξα. η) Μετά το 2030 η πρόοδος ατονεί (καθώς το ΕΣΕΚ δεν θεωρεί πρόσθετα μέτρα μετά το 2030, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω). Ενότητα 5.4 (Συνοπτικά αποτελέσματα εξέλιξης του εθνικού ενεργειακού συστήματος έως και το έτος 2030) – Αναφορικά με τα αποτελέσματα του ΕΣΕΚ για το 2030, θεωρούμε ότι υστερούν σε περιβαλλοντικές επιδόσεις, και συγκεκριμένα: α) ΑΠΕ στην Ακαθάριστη Τελική Κατανάλωση Ενέργειας: το 2030 θα έπρεπε να είναι είναι άνω του 35% (ΕΣΕΚ: 32%), και άνω του 50% το 2050 β) ΑΠΕ στην Ακαθάριστη Τελική Κατανάλωση Ηλεκτροπαραγωγής: το 2030 θα έπρεπε να είναι είναι άνω του 60% (ΕΣΕΚ: 56%), και άνω του 95% το 2050 γ) Μείωση εκπομπών CO2 στην ηλεκτροπαραγωγή (από το 2005): το 2030 θα έπρεπε να είναι είναι άνω του 75% (ΕΣΕΚ: 56%), και άνω του 95% το 2050 δ) Μείωση Ακαθάριστης Τελικής Κατανάλωσης Ενέργειας (από το 2005): το 2030 θα έπρεπε να είναι είναι άνω του 25% (ΕΣΕΚ: 16%), και άνω του 35% το 2050 ε) Μείωση εκπομπών CO2 στον ενεργειακό τομέα (από το 2005): το 2030 θα έπρεπε να είναι είναι άνω του 60% (ΕΣΕΚ: 52%), και άνω του 80% το 2050. Κεφάλαιο 6 (Πολιτικές κατευθύνσεις και μέτρα πολιτικής περιόδου 2020-2030): Ενότητα 6.1 (Μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου) – Θεωρούμε ότι η κατασκευή και λειτουργία νέων θερμικών (λιγνιτικών) μονάδων υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης (ΠΠ1, σελ. 144) δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στις πολιτικές της περιόδου 2020-2030 καθώς στόχος για το 2030 και ιδιαίτερα για το 2050 πρέπει να είναι η επίτευξη μηδενικών (ή σχεδόν μηδενικών) εκπομπών ΑΦΘ στην ηλεκτροπαραγωγή ώστε η χώρα να είναι σε συμμόρφωση με τη Συμφωνία του Παρισιού την οποία και έχει επικυρώσει. Στις μεταφορές (ΠΠ5, σελ. 145), η ηλεκτρική τροφοδότηση των πλοίων κατά τον ελιμενισμό τους (σελ. 145) είναι θετικός στόχος, αλλά το ΕΣΕΚ δεν περιλαμβάνει κάποιον προγραμματισμό των υποδομών στα λιμάνια που χρειάζεται να αναπτυχθούν μέχρι το 2030. Ομοίως, είναι ασαφές ως προς το ποιές είναι οι «πιο συνεκτικές αστικές μορφές και τρόποι οργάνωσης των πόλεων και των λειτουργιών τους» και πώς πρακτικά μπορούν να προωθηθούν μέχρι το 2030 αλλά και μετά. Στον τουρισμό (ΠΠ8, σελ. 146), το κείμενο είναι ασαφές («Στο πλαίσιο αυτό, θα υποστηριχθεί η επέκταση των ΑΠΕ σε ξενοδοχεία, τουριστικά καταλύματα και χώρους εστίασης, με τη χρήση και ανάπτυξη ενός συνόλου συστημάτων και εφαρμογών»). Ενότητα 6.2 (Προώθηση των AΠΕ) – Στην ΠΠ2 (σελ. 150) που αναφέρεται και στο χωροταξικό πλαίσιο, δεν φαίνεται να δίνεται καμία προτεραιότητα και βαρύτητα στο να καταστεί το πλαίσιο αυτό συμβατό με μια διείσδυση σε μεγάλη κλίμακα των ΑΠΕ και ιδιαίτερα των αιολικών και φωτοβολταϊκών που προσδοκά το ΕΣΕΚ, ούτε και γίνεται κάποια σχετική προς την κατεύθυνση αυτή σύνδεση με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ που βρίσκονται σε φάση εκπόνησης. Επιπλέον, στην ΠΠ3 (σελ. 151) για την ενδυνάμωση του ρόλου των τοπικών κοινωνιών-καταναλωτών, το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι «..στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του κανονιστικού πλαισίου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειεας, θα δρομολογηθούν και οι απαραίτητες προσαρμογές ώστε να είναι εφικτή η συμμετοχή αποκεντρωμένων ενεργειακών σχημάτων από ενεργειακές κοινότητες». Καθώς οι κονότητες αυτές προβλέπεται να ενισχύονται οικονομικά μέσω ειδικών χρηματοδοτικών εργαλείων, δεν είναι σαφές με ποιόν τρόπο η συμμετοχή τους στην αγορά ενέργειας θα είναι συμβατή με τους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ακόμα, αναφορικά με την ένταξη ΑΠΕ στα ενεργειακά δίκτυα (ΠΠ4, σελ. 151), αναφέρεται ότι «...θα δρομολογηθεί η ανάπτυξη νέων χρηματοδοτικών μοντέλων για την ταχεία ανάπτυξη των συγκεκριμένω υποδομών» χωρίς να δειυκρινίζεται τι είδους εργαλεία θα είναι αυτά. Επίσης, για τις διασυνδέσεις μεταξύ ηπειρωτικού και αυτόνομων νησιωτικών ηλεκτρικών συστημάτων το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι «...θα βελτιστοποιηθεί και η αξιοποίηση του υφιστάμενου τοπικού δυναμικού ΑΠΕ λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τεχνικές, οικονομικές, όσο και κοινωνικές παραμέτρους». Ποιές μπορεί να είναι αυτές οι «κοινωνικές παράμετροι» που ενδεχομένως θα περιορίσουν την περαιτέρω ανάπτυξη διασυνδέσεων? Για την ενίσχυση της διείσδυσης των ΑΠΕ στη θέρμανση και ψύξη (ΠΠ6, σελ. 154), το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι θα δοθούν «...ειδικά φοροκίνητρα για την εγκατάσταση συστημάτων ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη στον οικιακό και τριτογενή τομέα». Δεδομένων των ιδιαίτερα αυστηρών υφιστάμενων μνημονιακών υποχρεώσεων που έχουν συμφωνηθεί και εφαρμόζονται, η εξαγγελία αυτή (που είναι ιδιαίτερα θετική) είναι σε γνώση και συμφωνία της ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών? Τέλος, στην προώθηση της ηλεκτροκίνησης (ΠΠ9, σελ. 156), το ΕΣΕΚ δεν αναφέρει καθόλου το πώς θα αναπτυχθούν οι αναγκαίες υποδομές για την επαναφόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων σε τέτοια κλίμακα ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν τον στόχο του 10% ηλεκτροκίνητων επιβατικών οχημάτων στο σύνολο των επιβατικών οχημάτων το 2030. Ενότητα 6.3 (Βελτίωση ενεργειακής απόδοσης) – Αναφορικά με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ιδιωτικών κτιρίων, θεωρούμε ότι το ΕΣΕΚ θα πρέπει να εισάγει έναν ριζικά διαφορετικό σκεπτικό ενίσχυσης της ενεργειακής απόδοσης, που να μην βασίζεται στην εφαρμογή εισοδηματικών κριτηρίων. Είναι σωστό να ενισχυθούν τα ενεργειακά (και όχι τα κοινωνικά) ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά θα πρέπει να οριστεί με προσοχή το/τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα νοικοκυριό εμπίπτει στην κατηγορία αυτή. Επίσης, η πολιτική θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβει και ενεργειακούς χρήστες με υψηλές υφιστάμενες ενεργειακές καταναλώσεις (ιδιαίτερα στον τριτογενή τομέα) και με μεγάλο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας. Ακόμα, θεωρούμε πως η χρήση βιομάζας στα αστικά κέντρα θα πρέπει να είναι εξαιρετικά περιορισμένη και υπό αυστηρούς κανόνες οσον αφορά στην προέλευση και τα χαρακτηριστικά της πρώτης ύλης και στα συστήματα καύσης. Η υιοθέτηση σχετικής νομοθεσίας και η ανάπτυξη ελεγκτικών μηχανισμών είναι απαραίτητες. Στα οριζόντια μέτρα (ΠΠ4, σελ. 165), η «ενίσχυση της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης στο δημόσιο τομέα» που προτείνει το ΕΣΕΚ δεν πρόκειται να ενισχύσει τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.