Αρχική Δημόσια διαβούλευση για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)Σχόλιο του χρήστη Ελενα Γεωργοπούλου, Σεβαστιανός Μοιρασγεντής, Γιάννης Σαραφίδης, Δημήτρης Λάλας | 16 Δεκεμβρίου 2019, 10:11
Το νέο ΕΣΕΚ είναι σαφώς βελτιωμένο συγκριτικά με την προηγούμενη έκδοση του Ιανουαρίου 2019, καθώς έχει μία σειρά από πολύ θετικά στοιχεία: α) Θέτει σημαντικά υψηλότερους στόχους: α) μείωση εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου (ΑΦΘ) πάνω από 42% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 1990 και πάνω από 55% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 2005 (32% και 48% αντιστοίχως στο προηγούμενο ΕΣΕΚ), β) συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας τουλάχιστον 35% (31% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ), και γ) βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 38% (32% στο αρχικό ΕΣΕΚ). β) Η απολιγνιτοποίηση της χώρας προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί το 2028 (ενώ στο προηγούμενο ΕΣΕΚ ορισμένες λιγνιτικές μονάδες θα εξακολουθούσαν να λειτουργούν και μετά το έτος αυτό). γ) Δίνεται έμφαση στην αποθήκευση ενέργειας, που θα υποστηρίξει σημαντικά μια πολύ μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα. δ) Αναγνωρίζεται η πολυπλοκότητα της υλοποίησης του ΕΣΕΚ και η σημασία της αξιολόγησης της προόδου πολιτικών και μέτρων (κάτι που δεν συνέβαινε στο προηγούμενο ΕΣΕΚ), με τη δημιουργία ενός Μηχανισμού Διακυβέρνησης που περιλαμβάνει την παρακολούθηση της εφαρμογής και απόδοσης πολιτικών και μέτρων, την ανάπτυξη και εφαρμογή χρηματοδοτικών μηχανισμών και προγραμμάτων για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ, και δράσεις ενημέρωσης και εκπαίδευσης για ενεργειακή μετάβαση και αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής. Υπάρχουν ωστόσο μια σειρά από παρατηρήσεις: 1. Το ΕΣΕΚ βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πολύ μεγάλη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, όπου μέχρι σήμερα παρουσιάζεται σημαντική καθυστέρηση παρά την επιτυχημένη πορεία των διαφόρων προσκλήσεων του προγράμματος «Εξοικονομώ». Στο νέο ΕΣΕΚ τίθεται στόχος να έχει αναβαθμιστεί ενεργειακά το 12-15% του συνολικού αριθμού των κατοικιών της χώρας μέχρι το 2030, με ανακαίνιση (μερική ή ριζική) 60.000 κατοικιών ετησίως. Καταρχήν, θεωρούμε πως για την επίτευξη του στόχου του ΕΣΕΚ απαιτείται ριζική ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων και όχι απλό ενεργειακό «νοικοκύρεμα». Επιπλέον, η δημόσια χρηματοδότηση προφανώς δεν επαρκεί για την υλοποίηση ενός τόσο φιλόδοξου στόχου και έτσι η μόχλευση σημαντικών ιδιωτικών κεφαλαίων είναι απολύτως απαραίτητη. Ωστόσο, από το ΕΣΕΚ δεν διαφαίνεται να υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θα συμβεί αυτό, παρά το ότι αναφέρονται μία σειρά από πιθανά μικτά χρηματοδοτικά εργαλεία (βλ. σελ. 149). Επίσης, δεν φαίνεται να υπάρχουν κάποιες αναλύσεις ευαισθησίας ή εναλλακτικά σενάρια στην περίπτωση όπου η υλοποίηση του στόχου για την ενεργειακή απόδοση είναι χαμηλότερη του αναμενόμενου. 2. Ο στόχος για την ενεργειακή ανακαίνιση των περίπου 180.000 κτιρίων της κεντρικής δημόσιας διοίκησης κατά 5.400 τ.μ. ετησίως, που αντιστοιχεί σε 3% του συνολικού εμβαδού, είναι πολύ χαμηλός. Τα δημόσια κτίρια αποτελούν παράδειγμα προς τον υπόλοιπο κτιριακό τομέα και θα πρέπει να έχουν υποστεί ριζική ενεργειακή αναβάθμιση έως το 2030. 3. Δεν είναι σαφές ποιος θα είναι ο ρόλος του φυσικού αερίου στο κλιματικά ουδέτερο (δηλ. μηδενικών εκπομπών ΑΦΘ) ενεργειακό σύστημα του 2050. Σε κάποια σημεία του ΕΣΕΚ το καύσιμο αυτό χαρακτηρίζεται ως «καύσιμο μετάβασης», αλλά σε άλλα σημεία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση διείσδυσής του, όπως για παράδειγμα στους τελικούς τομείς κατανάλωσης όπου τίθεται στόχος αύξησης της άμεσης χρήσης του τουλάχιστον κατά 50% σε σχέση με το έτος 2017. Όμως, το φυσικό αέριο έχει μεν χαμηλότερες εκπομπές ΑΦΘ από το ντίζελ αλλά όχι μηδενικές όπως οι ΑΠΕ και έτσι η χρήση του στην τελική ζήτηση πρέπει να προωθείται εφόσον έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες αξιοποίησης ΑΠΕ και εξοικονόμησης ενέργειας. Επιπλέον, η προώθηση της χρήσης φυσικού αερίου θα πρέπει να συνάδει με το στόχο διείσδυσης ηλεκτρισμού στις θερμικές χρήσεις του οικιακού και τριτογενή τομέα, κάτι που δεν φαίνεται να είναι ξεκάθαρο στο ΕΣΕΚ (δίνεται προτεραιότητα στον εξηλεκτρισμό ή στη χρήση φυσικού αερίου?). Εν γένει, στο ΕΣΕΚ δεν υπάρχει σαφής αναφορά στον ενεργειακό σχεδιασμό για τα 2050 και στο ποια είναι η επιδιωκόμενη σύνθεση του ενεργειακού μίγματος στο έτος αυτό και επομένως πώς κλιμακώνονται οι δράσεις μέχρι το 2030 προκειμένου να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος αυτός στόχος. 4. Στο ΕΣΕΚ δεν περιλαμβάνεται χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των διαφόρων πολιτικών και μέτρων, που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο ενός ουσιαστικού μηχανισμού παρακολούθησης, ούτε και αντιστοίχιση αρμοδιοτήτων των διαφόρων υπουργείων με τα μέτρα που αναφέρονται για την επίτευξη των στόχων. Δεν παρουσιάζονται λεπτομέρειες για τον Μηχανισμό Διακυβέρνησης, όπως ποια θα είναι τα πρακτικά βήματα ανάπτυξής του, ποιοι θα είναι οι εμπλεκόμενοι φορείς, πώς θα λειτουργεί, από ποιόν θα εποπτεύεται και θα στελεχώνεται, πώς θα γίνεται η αναφορά των αποτελεσμάτων του κλπ. 5. Ενώ το 2030 απέχει μόλις 11 έτη από σήμερα και η απολιγνιτοποίηση της χώρας προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί το 2028, το ΕΣΕΚ θεωρεί ότι «…η προώθηση ενός συστήματος ανακατανομής πόρων από τους υδρογονάνθρακες για τη στήριξη των τοπικών οικονομιών που επηρεάζονται από την απανθρακοποίηση του ελληνικού ενεργειακού συστήματος θα μπορέσει να μετριάσει τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις σε τοπικό επίπεδο, καθιστώντας την λειτουργία αυτού του βρόχου ανάδρασης ως προτεραιότητα δημοσίου συμφέροντος». Εκτός του ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να προκύψουν έσοδα από την εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων μέχρι το 2028 ώστε να αξιοποιηθούν στις τοπικές κοινωνίες που σήμερα εξαρτώνται από την εκμετάλλευση του λιγνίτη, θεωρούμε πως είναι λανθασμένη η συνέχιση της εξάρτησης αυτών των τοπικών οικονομιών από συμβατικά καύσιμα στον ορίζοντα ενός κλιματικά ουδέτερου ενεργειακού συστήματος, που θα πρέπει αντιθέτως να δίνει έμφαση στις ΑΠΕ και στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. 6. Ο στόχος του ΕΣΕΚ για αύξηση του υφιστάμενου 0,33% μεριδίου των ηλεκτρικών οχημάτων στην ελληνική αγορά σε τουλάχιστον 8,7% επί των νέων ταξινομήσεων εντός χρονικού διαστήματος 5 ετών (2020-2024) και σε 30% έως το 2030 συνεπάγεται συνολική διείσδυση περίπου 82.000 ηλεκτρικών οχημάτων έως το 2030 (με βάση τον προβλεπόμενο στο ΕΣΕΚ αριθμό νέων οχημάτων). Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ελλάδα, όπως το ίδιο το ΕΣΕΚ αναγνωρίζει, έχει τον 4ο γηραιότερο στόλο στην Ευρώπη, με ποσοστό πλέον του 56% να απαρτίζεται από οχήματα 10-20 ετών και ποσοστό 25% να έχει υπερβεί τα 20 έτη, είναι προφανές ότι ο στόχος για τις νέες ταξινομήσεις μέχρι το 2030 δεν αρκεί για να αποκτήσει η ηλεκτροκίνηση σημαντικό μερίδιο στην αγορά ώστε ο τομέας των μεταφορών να οδηγηθεί σε μηδενικές ή έστω πολύ χαμηλές εκπομπές ΑΦΘ το 2050. Έτσι, θα πρέπει το ΕΣΕΚ, εκτός από τις νέες ταξινομήσεις, να περιλάβει και έναν «οδικό χάρτη» για την ηλεκτροκίνηση έως το 2030 και το 2050 (συμπεριλαμβανομένων και των υποδομών επαναφόρτισης των οχημάτων), με στόχο την αντικατάσταση μεγάλου αριθμού υφιστάμενων οχημάτων από ηλεκτρικά έως το 2050 με μέτρα που θα έχουν ήδη δρομολογηθεί πολύ νωρίτερα από το 2030. 7. Ο εξηλεκτρισμός των λιμένων είναι θετικός στόχος, αλλά το ΕΣΕΚ δεν περιλαμβάνει κάποιον προγραμματισμό των υποδομών στα λιμάνια που χρειάζεται να αναπτυχθούν μέχρι το 2030. 8. Η χρηματοδότηση των πολιτικών και μέτρων αποτελεί ίσως το κομβικότερο σημείο για την επιτυχή υλοποίηση του ΕΣΕΚ. Παρά το ότι στο κείμενο υπάρχουν πολλές σχετικές αναφορές, δεν φαίνεται να υπάρχει προς το παρόν κάποιο ολοκληρωμένο, συνεκτικό και ρεαλιστικό σχέδιο για το πώς θα γίνει αυτό, και κυρίως με ποιόν τρόπο θα επιτευχθεί η άντληση σημαντικών ιδιωτικών κεφαλαίων που είναι απαραίτητα για την υλοποίηση των μέτρων. Είναι προφανές πως για κάτι τέτοιο απαιτούνται μια σειρά από προϋποθέσεις (κίνητρα, προτυποποίηση διαδικασιών, εγγυήσεις, κλπ.) που δεν αναλύονται εις βάθος στο παρόν ΕΣΕΚ. 9. Είναι θετικό ότι το ΕΣΕΚ αναγνωρίζει τη σημασία που έχει το χωροταξικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ, και για το λόγο αυτό περιλαμβάνει και ειδικό μέτρο πολιτικής. Ωστόσο, εάν δεν δοθεί προσοχή, ενδέχεται οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες για τις περιοχές Natura που τώρα εκπονούνται να δημιουργήσουν εμπόδια στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και επομένως στην υλοποίηση των στόχων του ΕΣΕΚ. 10. Τέλος, ως γενική παρατήρηση, το κείμενο του ΕΣΕΚ είναι υπερβολικά μεγάλο (307 σελίδες) και περιέχει πολλές επαναλήψεις. Θα πρέπει να συντομευθεί και να αναδείξει περισσότερο τις προτεινόμενες κατευθύνσεις πολιτικής για μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα από το ενεργειακό σύστημα.