Αρχική Δημόσια διαβούλευση για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)Σχόλιο του χρήστη ΟΜΙΛΟΣ ΙΤΑ | 16 Δεκεμβρίου 2019, 10:42
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
To νέο σχέδιο του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού αποτελεί μία συγκροτημένη και φιλόδοξη προσπάθεια προσέγγισης στον προσδιορισμό των μεγεθών και τελικά της επίτευξης των στόχων της χώρας, με ορίζοντα κυρίως το 2030 και με βάση την Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα τον Οκτώβριο του 2016 η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4426/2016 αλλά και με τους νέους φιλόδοξους κοινοτικούς στόχους. Το ΕΣΕΚ βασίζεται στην εξοικονόμηση ενέργειας και τους πρωταρχικούς ποσοτικούς στόχους αλλαγής του ενεργειακού προφίλ κατανάλωσης και ενεργειακού μίγματος παραγωγής που καθορίζονται με χρονικό ορίζοντα το 2030. Ως βασικά σημεία στόχευσης του ΕΣΕΚ που χρήζουν διευκρίνισης και εξειδίκευσης σημειώνονται: •Βασικό κομβικό σημείο και παράγοντας επιτυχίας των στόχων που θέτει το ΕΣΕΚ, κυρίως για την διείσδυση των ΑΠΕ, είναι η αυστηρή τήρηση xρονοδιαγράμματος υλοποίησης αναβαθμίσεων και κατασκευών νέων γραμμών μεταφοράς ΥΤ και διανομής ΜΤ σε όλες τις περιοχές της χώρας τόσο σε επίπεδο αναβάθμισης των γραμμών μεταφοράς ΥΤ του διασυνδεδεμένου συστήματος όσο και σε επίπεδο υποθαλάσσιων διασυνδέσεων σε νησιά του ΜΔΣ συστήματος. Ανησυχία προκαλεί τόσο ο βαθμός κορεσμού πολλών γραμμών μεταφοράς ΥΤ και διανομής ΜΤ του διασυνδεδεμένου συστήματος που ήδη αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τη διασύνδεση αιτημάτων έργων ΑΠΕ σε πολλά σημεία του συστήματος, όσο και ο προγραμματισμός και το χρονοδιάγραμμα αναβάθμισης του ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ των γραμμών μεταφοράς ΥΤ και διανομής ΜΤ αντίστοιχα κατά το τελευταίο δεκαετές πρόγραμμα. Αποτελεί βασική προϋπόθεση υλοποίησης των στόχων του ΕΣΕΚ η εποπτεία του ΥΠΕΝ με τη ΡΑΕ και τον ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ ενός απαιτητικού και άμεσου χρονοδιαγράμματος υλοποίησης αναβαθμίσεων / νέων γραμμών μεταφοράς και διανομής και υποσταθμών ΥΤ. •Η εξοικονόμηση ενέργειας μέσω της φιλόδοξης ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων απαιτεί αυστηρή εξειδίκευση, χρηματοδότηση/φορολογικά κίνητρα και χρονοδιάγραμμα ενεργειών ώστε να καταστεί ρεαλιστική όπως παρόμοια πολιτική αντιμετώπιση απαιτεί και η ηλεκτροκίνηση που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο καθαρής περιβαλλοντικής μεταστροφής αλλά και πρόβλεψης της ηλεκτρικής κατανάλωσης του μέλλοντος ως αυξητικής υποκατάστασης της σημερινής μη φιλικής περιβαλλοντικά θερμικής ενεργειακής κατανάλωσης. • Σημειώνεται η βαρύνουσα τεχνολογικά σημασία της αποθήκευσης μέσω αντλησιοταμίευσης και ηλεκτροχημικών συσσωρευτών, σε τελικά επίπεδα σαφώς ανώτερα των 700 MW που προδιαγράφονται από το νέο σχέδιο του ΕΣΕΚ, τόσο για την σταθερότητα του συστήματος όσο και για την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ κατά την περίοδο της πλήρους απολιγνιτοποίησης αλλά και μείωσης χρήσης του φυσικού αερίου τις επόμενες δεκαετίες σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΕ. Ιδιαίτερα επισημαίνεται στον τομέα της αποθήκευσης η ηλεκτρολυτική παραγωγή υδρογόνου (μέσω ΑΠΕ) ως «πράσινου» ανεξάντλητου καυσίμου χωρίς περιβαλλοντική επιβάρυνση «εξόρυξης», ρύπους και άλλα προϊόντα καύσης καθώς μπορεί να αποτελέσει τη μελλοντική ενεργειακή λύση ενώ συνιστά και αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα δυνατότητας αποθήκευσης και αμεσότητας διαθεσιμότητας ενέργειας στην ηλεκτροκίνηση μεταφορικών μέσων ξηράς και θάλασσας. Η δυνατότητα αποθήκευσης σε κυψέλες καυσίμου και άμεσης χρήσης ως συσσωρευτών σε σημεία ενός οργανωμένου δικτύου εξυπηρέτησης συνιστά συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ηλεκτροχημικών συσσωρευτών (Li, Ni, Cd) που απαιτούν χρονοβόρα επαναφόρτιση μετά την εξάντληση ιδιαίτερα όταν μάλιστα αμφισβητείται η δυνατότητα αυξημένης παραγωγής ηλεκτροχημικών συσσωρευτών που απαιτούνται στο μέλλον λόγω μειωμένης διαθεσιμότητας των ποσοτήτων ορυκτών υλικών που απαιτούνται. • Ιδιαίτερο προβληματισμό αποτελούν οι φιλόδοξοι στόχοι διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα έως το 2030, όπως αυτοί αναλύονται στο σχέδιο, σε επίπεδο ενεργειακής απόδοσης ως προς τα κατά προσέγγιση μεγέθη ισχύος που προσδιορίζονται στην έκθεση και στα παραρτήματα του σχεδίου. Ειδικότερα προβληματίζει η αόριστη αναφορά σε μίγμα αιολικής ισχύος 7 GW και φωτοβολταϊκής ισχύος 7,7 GW , καθαρής ηλεκτροπαραγωγής 17,1 GWh και 12,1 GWh αντίστοιχα. Η σύνθεση αυτή, η οποία αποτελεί το βασικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ για την επίτευξη των στόχων συμμετοχής των ΑΠΕ κατά 35% στην ΑΚΤΕ και κατά 61-64% στην Ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρισμού έως το 2030, φαίνεται ανέφικτη, τόσο σε επίπεδο τεχνικής ενεργειακής εκτίμησης όσο και σε επίπεδο ρεαλιστικής επενδυτικής υλοποίησης με βάση την κρατούσα αδειοδοτική και επενδυτική πραγματικότητα των στατιστικών στοιχείων. Ειδικότερα: 1. Τα στατιστικά στοιχεία υποδεικνύουν δραστηριότητα ανάπτυξης 2491 MW αιολικής ισχύος από το 2000 έως το 2017 δηλαδή 146 MW κατά μέσο όρο ετησίως, όταν οι επενδύσεις ήταν σαφέστατα ελκυστικότερες και άμεσα χωροθετούμενες λόγω μεγάλων εκτάσεων και θέσεων ισχυρότατου αιολικού δυναμικού, κατοχυρωμένης σταθερής ταρίφας αποζημίωσης ενέργειας (FiT) και κυρίως απλούστερης και σύντομης αδειοδοτικής διαδικασίας και κοινωνικής αποδοχής. Σήμερα και στο μέλλον οι επενδύσεις αιολικής ισχύος συναντούν πολλά εμπόδια αδειοδότησης και ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής για την εξάπλωσή τους ενώ το αδειοδοτικό καθεστώς αποδεικνύεται αυστηρότερο. Με βάση τον στόχο επίτευξης των 7 GW αιολικής ισχύος για το 2030, απαιτείται ανάπτυξη 300 MW ετησίως έως το 2030 που θεωρείται αδύνατη η επίτευξή του με βάση τους προαναφερθέντες αρνητικούς παράγοντες. 2. Ο κύριος προβληματισμός αφορά τον στόχο αιολικής ισχύος και συγκεκριμένα την ενεργειακή εκτίμηση των 17,1 GWh της προσδιοριζόμενης απαιτούμενης αιολικής ισχύος των 7 GW για το έτος 2030, η οποία αποτελεί βέβαια την κύρια συνεισφορά των ΑΠΕ στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής. Η θεωρητικά προσδιοριζόμενη ενέργεια για το 2030 αντιστοιχεί σε καθαρό, κατά μέσο όρο, συντελεστή απόδοσης 28% όταν τα στατιστικά μεγέθη ενεργειακής απόδοσης της αιολικής ισχύος σε πλήρη μεγέθη κατά τα έτη 2012-2017, υποδεικνύουν καθαρό, κατά μέσο όρο, συντελεστή απόδοσης 20,2% (μέγιστος 21,8%) παρά το γεγονός ότι τα έργα αυτά υλοποιήθηκαν κυρίως σε υψηλότατου αιολικού δυναμικού περιοχές (Εύβοια, Θράκη, Νότια Πελοπόννησος κτλ) ενώ η σημερινή και μελλοντική τάση σαφώς κατευθύνεται σε συνεχώς χαμηλότερου αιολικού δυναμικού περιοχές όταν μάλιστα δεν έχει προσδιοριστεί για το μέλλον η πλήρης απορρόφηση της αιολικής ενέργειας με την συνεχή αύξηση και πλήρη διείσδυση στο σύστημα και με βάση τους νέους κανονισμούς της ΕΕ. 3. Οι ανωτέρω προβληματισμοί σαφώς υποδεικνύουν την υποχρεωτική πλέον και εξειδικευμένη στοχοθέτηση αιολικής ισχύος μέσω θαλασσίων αιολικών πάρκων επί της συνολικής προσδιοριζόμενης αιολικής ισχύος για την επίτευξη του στόχου καθαρής ηλεκτροπαραγωγής 17,1 GWh αιολικής ενέργειας έως το 2030. Η προσδιοριζόμενη δυνατότητα τουλάχιστον 2 GW από θαλάσσια αιολικά πάρκα σε κατάλληλες περιοχές του Αιγαίου με ισχυρότατο αιολικό δυναμικό καθαρού συντελεστή απόδοσης τουλάχιστον 45% μπορεί να αποδώσει ακριβώς περί τις 7,8 TWh που θα συναθροιστούν με την ανάπτυξη και λειτουργία των υπολοίπων συνολικών 5 GW χερσαίων αιολικών με κατά μέσο όρο καθαρό συντελεστή απόδοσης 20% που, παρά την αναμενόμενη διευκόλυνση της αδειοδοτικής διαδικασίας και πρόοδο της τεχνολογίας ανεμογεννητριών, θα ήταν ιδανικό να είναι η συνολικά κατά μέσο όρο λειτουργική πραγματικότητα της απαιτούμενης συνολικά προς εύρεση, αδειοδότηση και υλοποίηση αιολικής ισχύος. Εις επίρρωση μάλιστα των ανωτέρω τονίζονται τα ακόλουθα πλεονεκτήματα υλοποίησης θαλάσσιων αιολικών πάρκων που ενδεικτικά αναφέρεται ότι είναι απολύτως υπαρκτά προς υλοποίηση και δεν έχουν μέχρι σήμερα προσδιοριστεί σε προηγούμενα σχέδια στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. 1. Εκμετάλλευση του εξαιρετικού αιολικού δυναμικού του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου με περιοχές, εφικτού βάθους σταθερής θεμελίωσης έως 60μ και μέσης ταχύτητας ανέμου υψηλότερης μέσης ταχύτητας άνω των 9 m/s με σταθερό προφίλ ανέμου χωρίς τύρβη που επιφέρει το complex terrain των χερσαίων αιολικών. 2. Η αδυναμία υλοποίησης σημαντικού μεγέθους ΧΕΡΣΑΙΩΝ αιολικών πάρκων λόγω της αδυναμίας στήριξης κοινωνικής αποδοχής μεγάλων σχεδίων και της προσκόμισης αυστηρών περιορισμών από το παρόν και μελλοντικό αδειοδοτικό καθεστώς. 3. Η εκμετάλλευση των προγραμματιζόμενων ηλεκτρικών διασυνδέσεων της χώρας στα μη διασυνδεδεμένα νησιά του Αιγαίου, ακριβώς δηλαδή στις πλησιέστερες «πύλες» διασύνδεσης ΥΤ των σχεδιαζόμενων θαλάσσιων αιολικών πάρκων. Σημειώνεται η αδυναμία σύνδεσης μεγάλων χερσαίων αιολικών πάρκων στα νησιά του Αιγαίου λόγω σημαντικών περιορισμών του αδειοδοτικού καθεστώτος και διατάξεων καθώς και η αποδοχή των από το κοινωνικό σύνολο λόγω του τουριστικού τους χαρακτήρα για τη χώρα. Ταυτόχρονα υπογραμμίζεται η δυνατότητα συνεισφοράς των θαλάσσιων αιολικών πάρκων (που θα αδειοδοτηθούν) στα σχέδια χρηματοδότησης διασύνδεσης των νησιών είτε μέσω της εξαρχής συνεισφοράς τους στο κόστος των έργων (όπως συνέβη στο έργο διασύνδεσης των χερσαίων αιολικών της Εύβοιας με τη γραμμή ΥΤ Πολυποτάμου-Νέας Μάκρης) είτε έμμεσα μέσω μεταγενέστερου τέλους χρήσης των γραμμών διασύνδεσης της ΥΤ των νησιών ως άλλωστε και στη Δυτική Ευρώπη εφαρμόζεται. 4. Τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, αποτελούν επενδύσεις με σαφέστατα μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία (60%) έναντι των αντίστοιχων χερσαίων αιολικών (25% ) καθώς απαιτούν σημαντικό κόστος και χρήση εγχώριας κατασκευής, τεχνικών μέσων και προσωπικού στο στάδιο της εγκατάστασης και κυρίως στο στάδιο λειτουργίας. 5. Παράλληλα, εισέρχεται ως παράλληλος στόχος της υλοποίησης θαλασσίων αιολικών πάρκων σταθερής θεμελίωσης με απολύτως ανταγωνιστικές τιμές αποζημίωσης μέσω διαγωνισμών και η εισαγωγή και χρήση της νέας τεχνολογίας πλωτών ανεμογεννητριών που έχει ήδη εισαχθεί πιλοτικά και ταχέως αναπτύσσεται με ραγδαία μείωση κόστους σε ανταγωνιστικά επίπεδα εντός δεκαετίας έναντι των άλλων ανταγωνιστικών μορφών θαλάσσιων αιολικών πάρκων, ειδικά για το Αιγαίο όπου αναμένεται να προσθέσει ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα ανάπτυξης θαλάσσιας αιολικής ισχύος. 6. Την ιδιαίτερη σημασία εκμετάλλευσης εθνικών ενεργειακών πόρων στα πλαίσια της εθνικής κυριαρχίας στις νησιωτικές περιοχές του Αιγαίου Πελάγους προς όφελος της εθνικής και εν τέλει της ευρωπαϊκής οικονομίας.