• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτριος Λάλας' | 27 Δεκεμβρίου 2019, 01:08

    Σχόλια επι του σχεδίου της Μακροχρόνιας Στρατηγικής για το έτος 2050 που αναρτήθηκε την 10η Δεκεμβρίου 20219 Ελενα Γεωργοπούλου, Σεβαστιανός Μοιρασγεντής, Γιάννης Σαραφίδης, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και Δημήτρης Λάλας, FACETS Α.Ε. Το σχέδιο Μακροχρόνιας Στρατηγικής για το ετος 2050 (εφεξής ΜΣ2050) διαφέρει εξ ορισμού από το ΕΣΕΚ αφού δεν αποτελεί οδηγό για συγκεκριμμένα μέτρα προς επίτευξη στόχων αρκετοί των οποίων είναι δεσμευτικοί όπως το ΕΣΕΚ αλλά «στόχο έχει την εξέταση των διαθέσιμων τεχνολογικών επιλογών με δυνατότητα εφαρμογής στο εγχώριο πεδίο» και «διαφορετικών σεναρίων για την εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος για την απαραίτητη μετάβαση με τον πιο οικονομικά ανταγωνιστικό τρόπο για την εθνική οικονομία προκειμένου να επιτευχθεί δραστική μείωση των εκπομπών ΑΦΘ». Ταυτόχρονα όμως το ΜΣ2050 έχει ως «σημείο αναφοράς το 2030 και προϋποθέτει την επίτευξη των σχετικών στόχων του ΕΣΕΚ». Βάσει αυτών είναι σαφές ότι τα σενάρια του ΜΣ2050 δεν μπορεί παρά να αποτελούν ομαλή και ρεαλιστη εξέλιξη του ΕΣΕΚ χωρίς ασυνέχειες. Αυτό θα πρέπει να αφορά τόσο τις εξωγενείς παραδοχές όσο και τους επιμέρους ενεργειακούς δείκτες και παραμέτρους. α. Εξετάζοντας τις παραδοχές του ΜΣ2050 (Κεφάλαιο 3.3, σ13-15) σημειώνονται τα εξής: 1. Η εξέλιξη των τιμών EUA του ΕU-ETS (σε €΄16/tCO2) δεν συμβαδίζει με αυτή του ΕΣΕΚ μετά το 2030 αλλά ακολουθεί μιά έντονα αυξανόμενη πορεία που είναι δύσκολο να τύχει πολιτικής συμφωνίας. Χαρακτηριστική είναι η αύξηση των τιμών από €31.2/tCO2 σε €64/tCO2 μέσα στην πενταετία 2030-2035 που θα απαιτήσει νέα εξαιρετικά γενναία απόφαση της ΕΕ πολύ πρίν το 2030 με δεδομένο τον μεγάλο ορίζοντα των ενεργειακών επενδύσεων και την αναγκαιότητα της εγκαιρής ενημέρωσης της αγοράς. Η σημαντικότατη αυτή αύξηση (σχεδόν διπλασιασμός ανά πενταετία) δε, συνεχίζεται και μέχρι το 2050. Η τιμή των ΕUAs παίζει κρίσιμο ρόλο στην όλη εξέλιξη του ηλεκτρικού τομέα και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αιτολογηθεί πειστικά η αύξηση πέραν μιάς απλής μνείας του MSR που δεν είναι παρά το εργαλείο. 2. Το ίδιο ισχύει και για το σενάριο εξέλιξης της τιμής του ΦΑ. Εδώ υπάρχει και απόκληση με αυτή του ΕΣΕΚ όχι μόνο μετά το 2030 (€382/toe vs €317/toe)αλλά και από το 2020 (€327/toe vs €258/toe). Και αυτή η παράμετρος έχει σημαντική επίδραση στην εξέλιξη του ενεργειακού τομέα και κυρίως μείγματος της ηλεκτοπαραγωγής 3. Αν και το ΕΣΕΚ δεν περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή της εξέλιξης του όγκου παραγωγής των ενεργοβόρων βιομηχανιών, η εξέλιξη της παραγωγής αλουμίνας (Σχ. 3) που αυξάνεται κατά 50% στην πενταετία 2020-2025, και παραμένει σταθερή μετά ως το 2050, χρίζει αιτιολόγησης 4. Ουσιαστικής σημασίας είναι επίσης οι τιμές κόστους των τεχνολογιών ΑΠΕ (Παράρτημα, κεφάλαιο 6.1). Οι τιμές αυτές που προέρχονται από το προγράμμα ASSET είναι κατά πολύ υπερεκτιμήσεις τόσο για τα αιολικά (κατά 20-25%) όσο και για τα ΦΒ (κατά 30%). 5. Με βάση τα στοχεία για την ισχύ (Σχ. 23) και την παραγωγή (Σχ. 22) από αιολικά και ΦΒ το 2050, προκύπτει ότι ο συντελεστής απόδοσης (capacity factor) των χερσαίων αιολικών θα αυξηθεί από ca 26% το 2020 και 28% το 2030 κατά το ΕΣΕΚ, σε 35.7% το 2050 ακόμη και για τα σενάρια με πολύ μικρή (ca 5%) εγκατάσταση θαλασσίων αιολικών. Η τιμή αυτή δύσκολα θα επιτευχθεί παρά την βελτίωση της τεχνολογία, ενόψει μάλιστα της ανάγκης αξιοποίησης πολλών θέσεων με μέτριο ή και χαμηλό αιολικό δυναμικό λόγω μεγάλης αύξησης της ισχύος προς εγκατάσταση. 6. Αν και στον κατάλογο των προτεραιοτήτων (σ. 11 και σ.45) περιλαμβάνεται η περαιτέρω επέκταση των διασυνδέσεων και ολοκλήρωση της σύζευξης των αγορών στην ευρύτερη περιοχή, στην σ. 48 αναφέρεται ότι η επέκταση της δυναμικότητας των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων θα είναι από «6,9GW σε 7.1GW το 2050» β. Σε συνέχεια του προηγουμένου σχολίου αλλά και της σχετικής αναφοράς στις σ. 45 και 48, η καθαρή εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παρουσιάζεται ίση με 3.4TWh το 2050 (από ca 9TWh το 2019 και 4.9TWh το 2030), σταθερή σε όλα τα σενάρια. Δεν διευκρινίζεται αν η τιμή αυτή προέρχεται από συνεκτίμηση των εξελίξεων στις γειτονικές χώρες και αν ναι με τι παραδοχές, ή είναι το αναγκαίο υπόλοιπο για την κάλυψη της ζήτησης. γ. Αν και στο ΕΣΕΚ βάσει των εκτιμήσεων του PRIMES, το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται σε €127/MWh ήδη το 2020 (με σημερινές τιμές ΟΤΣ κάτω από €70/MWh και προσφορές αιολικών και ΦΒ στην τελευταία δημοπρασία €55-58/MWh) και παραμένει στα ίδια επίπεδα μέχρι το 2030, το κόστος ηλεκτρικού συστήματος μειώνεται κατά 20% στα €107/MWh (Σχ. 33) το 2050 εκ του οποίου €20/MWh οφείλονται στο μεταβλητό κόστος σημαντικά μειωμένο από το €38/MWh το 2030. Αυτό δεν συμβαδίζει με την μεγάλη αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων (σε €380/tCO2) που αν και αφορά μόνο την παραγωγή από ΦΑ η οποία κυμαίνεται στο 23% περιίπου της συνολικής παραγωγής σε όλα τα σεναρια, συνεισφέρουν πάνω από €80/MWh στην τιμή ηλεκτρισμού. Τέλος, αναφέρεται (σ. 60) ότι η τιμή καταναλωτή (που δίνεται μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ) μειώνεται αλλά η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται μεταξύ 2030 και 2050, ενώ ταυτόχρονα το μοναδιαίο κόστος ηλεκτρικού συστήματος μειώνεται (δες Σχ. 33). Επειδή οι τιμές αυτές είναι σημαντικές για την λήψη πολιτικών αποφάσεων θα έπρεπε να παρουσιάζονται σε μεγαλύτερη ανάλυση και ακρίβεια ορισμού. δ. Οπως είχε αναφερθεί και στην διαβούλευση για το ΕΣΕΚ η αναγραφόμενη αύξηση επί των νέων ταξινομήσεων του υφιστάμενου 0,33% μεριδίου των ηλεκτρικών οχημάτων στην ελληνική αγορά σε τουλάχιστον 8,7% εντός χρονικού διαστήματος 5 ετών (2020-2024) και σε 30% έως το 2030 συνεπάγεται συνολική διείσδυση περίπου 82.000 ηλεκτρικών οχημάτων έως το 2030 (με βάση τον προβλεπόμενο στο ΕΣΕΚ αριθμό νέων οχημάτων). Το ΜΣ2050 όμως αναφέρει (Σχ 19) ότι ο αριθμός των ηλεκτροκινήτων οχημάτων και δικύκλων θα έχει φτάσει στις 459χιλ το 2030 επι συνόλου 7400χιλ. Επίσης ο συνολικός αριθμός θα αυξηθεί κατά 600-1500χιλ αναλόγως του σεναρίου μέχρι το 2050, που σημαίνει ότι το επιβατικό κοινό των ΜΜΜ μειώνεται, εξέλιξη όχι ευπρόσδεκτη. Αλλωστε η αξιοποίηση των ΜΜΜ δεν αναφέρεται καθόλου (δες κεφάλαιο 4.3.4) ε. Δεδομένης της σημασίας της εξοικονόμησης ενέργειας μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής έντασης του ΑΕΠ, ερωτήματα δημιουργεί η αύξηση του συνολικού δείκτη (Σχ 10) για τα σενάρια NC2 και κυρίως NC1.5 ενώ όλοι οι επιμέρους τομεακοί δείκτες μειώνονται. Τέλος βασική παράληψη του ΜΣ2050 είναι η πλήρης πληροφόρηση για τις τιμές των περισσοτέρων παραμέτρων στα ενδιάμεσα έτη της εικοσαετίας 2030-2050. Αυτό αφορά και το ΕΣΕΚ το οποίο δίνει τιμές μέχρι το 2030 χωρίς να επεκτείνεται μέχρι και το 2040 όπως έκανε η προηγούμενη έκδοση του. Η παράληψη αυτή δυσχεραίνει την σύγκριση της εξέλιξης των διαφόρων σεναρίων περιλαμβανομένων και των ΕΣΕΚ2030 και ΕΣΕΚ2050 και την ακριβή ανάλυσή τους.