Αρχική ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣΆρθρο 01 Διάρκεια ισχύος ΑΕΠΟΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς και Greenpeace | 17 Μαρτίου 2020, 17:27
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Με την προτεινόμενη διάταξη, η διάρκεια ισχύος της τυπικής ΑΕΠΟ έργων και δραστηριοτήτων κατηγορίας Α παρατείνεται από 10 σε 15 έτη (τα οποία μπορεί να φθάσουν τα 21 έτη αν υπάρχει σε ισχύ Σύστημα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης EMAS). Για τους λόγους που εκτίθενται στη συνέχεια, η περιβαλλοντική αδειοδότηση – σε τελική ανάλυση, ένας μηχανισμός περιορισμού της ρύπανσης και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, διαφάνειας, ισονομίας, δημόσιας συμμετοχής και λήψης των βέλτιστων δυνατών αποφάσεων για τα περιβαλλοντικά αγαθά- αποδυναμώνεται σημαντικά. Η προτεινόμενη διάταξη πρέπει να αποσυρθεί για τους παρακάτω λόγους: (α) Η διάταξη είναι εσφαλμένη, διότι υποβαθμίζει τη δημόσια συμμετοχή, και τη δυνατότητα των εποπτικών μηχανισμών να επανεξετάζουν, αναθεωρούν και προσαρμόζουν στην τεχνική πρόοδο και τα δεδομένα παρακολούθησης τους περιβαλλοντικούς όρους. Με άλλα λόγια, παρεμποδίζεται η δυνατότητα της δημόσιας διοίκησης να εποπτεύει και να αναβαθμίζει βασικές παραμέτρους της ποιότητας ζωής. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ., την προσαρμογή σε νέα νομικά ή πραγματικά δεδομένα ή στην τεχνική πρόοδο, τη χωροταξική αναδιάρθρωση ή ανάπλαση ορισμένης περιοχής, την αυστηροποίηση διατάξεων που προστατεύουν το περιβάλλον ή τη δημόσια υγεία), μπορεί να επιβάλλεται η τροποποίηση της ΑΕΠΟ σε συντομότερα διαστήματα με πρωτοβουλία της αδειοδοτικής ή εποπτικής αρχής: αυτό, σήμερα, και ελλείψει ειδικότερων διατάξεων, είναι δυνατό μόνο σε περιπτώσεις «ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος» (άρθ. 30 παρ. 2 ν. 1650/1986). Αυτή τη στιγμή, σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο, όλα τα ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος (ποιότητα της ατμόσφαιρας, ύδατα) και όρια εκπομπών είναι σε αναθεώρηση, και μία σειρά από κλιματικούς «νόμους» είναι υπό εξέταση: οι νομοθετικές αυτές αλλαγές θα «συμπαρασύρουν» αναπόφευκτα τους περιβαλλοντικούς όρους διάφορων έργων και δραστηριοτήτων. Με την προτεινόμενη διάρκεια, η διαδικασία αυτή της εποπτείας και απαραίτητης προσαρμογής παρεμποδίζεται. Σε μία εποχή ραγδαίας περιβαλλοντικής και κλιματικής αλλαγής, όμως, τόσο η εποπτεία όσο και η προσαρμογή είναι απαραίτητες. (β) Το ΥΠΕΝ και όλα τα συναρμόδια υπουργεία αντιμετωπίζουν με παρόμοια καχυποψία και τη δημόσια συμμετοχή: για αυτά, ποτέ δεν ήταν ένα δικαίωμα των πολιτών και “εργαλείο” καλύτερων αποφάσεων για έργα και δραστηριότητες με μεγαλύτερη αποδοχή, αλλά μία απαράδεκτη αμφισβήτηση της “αυθεντίας” της διοίκησης και του επενδυτή. Έτσι, ποτέ τα τελευταία χρόνια δεν εξετάστηκαν σοβαρά οι πλέον προφανείς τρόποι επιτάχυνσης των χρονοβόρων διαδικασιών – ο εκσυγχρονισμός, προτυποποίηση και επαρκής στελέχωση των αδειοδοτικών και εποπτικών υπηρεσιών αιχμής, και μία ουσιαστική χρήση της στρατηγικής περιβαλλοντικής αδειοδότησης. (γ) Το κόστος και τα οφέλη της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης έχουν επανειλημμένα αξιολογηθεί (βλ. ενδεικτικά, European Commission, EIA: A study of costs and benefits, 2007, παραπάνω) και το ισοζύγιο είναι θετικό: έτσι, είναι θλιβερή η προσπάθεια του ΥΠΕΝ να προτάξει μεροληπτικές και αδιαφανείς «μελέτες» με σοβαρά μεθοδολογικά λάθη που έχουν ως αποτέλεσμα την αποδόμηση της περιβαλλοντικής αδειοδότηση. Σε μία εποχή ραγδαίας περιβαλλοντικής και κλιματικής αλλαγής, τόσο η εποπτεία αυτή όσο και η δημόσια συμμετοχή είναι απαραίτητες. Ποτέ τα τελευταία χρόνια δεν εξετάστηκαν σοβαρά οι πλέον προφανείς τρόποι επιτάχυνσης των χρονοβόρων διαδικασιών – ο εκσυγχρονισμός, προτυποποίηση και επαρκής στελέχωση των αδειοδοτικών και εποπτικών υπηρεσιών αιχμής, και μία ουσιαστική χρήση της στρατηγικής περιβαλλοντικής αδειοδότησης. (δ) Η τυπική διάρκεια των ΑΕΠΟ στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 5-10 έτη (OECD, Guiding principles of effective environmental systems, 2007). Καμία αιτιολογία δεν παρατίθεται για τη δεκαπενταετή διάρκεια, πέρα από τις συχνά επαναλαμβανόμενες γενικολογίες για «χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες», οι οποίες κάλλιστα μπορεί να οφείλονται σε άλλους λόγους (όπως την ηθελημένη υποστελέχωση των κρίσιμων υπηρεσιών), και όχι φυσικά τη διάρκεια των ΑΕΠΟ. Τουλάχιστον ο ν. 4014/2011 «βασιζόταν» σε μία, εξαιρετικά ελλιπή, επιστημονικά ανεπαρκή και αδιαφανή μελέτη – ούτε καν αυτό δεν συμβαίνει εδώ. Ούτε καμία άλλη μελέτη για το ελληνικό σύστημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης εντοπίζει ως πρόβλημα τη διάρκεια των ΑΕΠΟ (ενδεικτικά, Κ. Pediaditi et al., Greece's reformed EIA system: Evaluating its implementation and potential, Environmental Impact Assessment Review 2018, 90-103). Επίσης, καμία από τις ενωσιακές μελέτες για την οδηγία 2011/92 και (παλαιότερα) 85/337 δεν εντοπίζει το πρόβλημα εκεί (ενδεικτικά, European Commission, EIA: A study of costs and benefits, 2007 – ή το πλήθος μελετών που προηγήθηκαν της οδηγίας 2014/52). Είναι αξιοσημείωτο ότι παρόμοια πρόταση δεν έχει υποβληθεί ούτε καν από την πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ (Echmes Ltd., Μελέτη ΣΕΒ/ΒΙΑΝ για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, Ιανουάριος 2019) - η οποία επίσης ούτε έχει επαρκή επιστημονική βάση, ούτε έχει υποβληθεί σε καμία δημόσια διαβούλευση ή σοβαρή κριτική από ανεξάρτητα πρόσωπα. Κοντολογίς, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν έχει την παραμικρή επιστημονική θεμελίωση. (ε) Η εξαιρετική (για χώρα του ΟΟΣΑ) διάρκεια των ΑΕΠΟ θα μπορούσε να ενδεχομένως να δικαιολογηθεί αν ενισχύονταν, για λόγους εξισορρόπησης, οι μηχανισμοί εποπτείας και ελέγχου. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος εισαγωγής ορισμένων ρυθμίσεων του ν. 4014/2011, η αιτιολογική έκθεση του οποίου σημείωνε ότι η «αυστηρότητα του κράτους εξαντλείται στον ex ante έλεγχο των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και παραβλέπει τον ex post έλεγχο, ο οποίος είναι και ο αποτελεσματικότερος τρόπος ουσιαστικής προστασίας του περιβάλλοντος». Δυστυχώς, από το 2011, δεν έχει υλοποιηθεί απολύτως τίποτα για τους μηχανισμούς αυτούς: κρίσιμα νομοθετήματα δεν έχουν ακόμη εκδοθεί [π.χ., οι υπουργικές αποφάσεις των παρ. 16 και 17 του άρθ. 20 ν. 4014/2011, για τις χρηματικές εγγυήσεις και τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, αντίστοιχα), ενώ ο ετήσιος αριθμός των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων από το 2011 βρίσκεται σε συνεχή πτώση (βλ. σχετικά τις ετήσιες εκθέσεις του WWF για το περιβαλλοντικό δίκαιο). Όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, το νομοσχέδιο δεν εισάγει απολύτως τίποτα το ουσιαστικό στους τομείς αυτούς. (στ) Σε κάθε περίπτωση, η νέα διάρκεια δεν θα είναι 15 έτη, αλλά ακόμα μεγαλύτερη – και μάλιστα για μερικά από τα πλέον ρυπογόνα έργα και δραστηριότητες. Το νομοσχέδιο δεν καταργεί τα άρθρα 2 παρ. 8 (γ) και 30 παρ. 4 ν. 4014/2011, παρόλο που έχουν επανειλημμένα αποδοκιμαστεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ενδεικτικά, και από την πρόσφατη νομολογία, ΣτΕ 1606/2019, 2944/2016, 2483/2017, 3341/2017, κ.α.). Επίσης, το νομοσχέδιο δεν καταργεί τα άρθρα 5 παρ. 4 και 6 παρ. 5 ν. 4014/2011, για τη χωρίς χρονικά όρια (ή οποιαδήποτε διαφάνεια) σιωπηρή παράταση των ΑΕΠΟ (σε περίπτωση εμπρόθεσμης υποβολής φακέλων ανανέωσης και τροποποίησης, αντίστοιχα). Το νομοσχέδιο δεν αναθεωρεί τις διοικητικές κυρώσεις του ν. 4014/2011, ούτε τη διάταξη του άρθ. 9, για την εξαιρετική (στην ουσία, παράνομη) αδειοδότηση των «υφιστάμενων έργων στερούμενων περιβαλλοντικών όρων». To νομοσχέδιο δεν καταργεί σωρεία διατάξεων που «τακτοποιούν λειτουργικά» έργα και δραστηριότητες – όπως ατμοηλεκτρικούς σταθμούς, ξενοδοχεία, λατομεία, χιονοδρομικούς σταθμούς -, και επιτρέπουν τη συνέχιση της λειτουργίας τους χωρίς περιβαλλοντικούς όρους σε ισχύ. Θα περίμενε κανείς, σε αντιστάθισμα της παράτασης, όλα αυτά να επανεξεταστούν. (ζ) Η διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε έργα και δραστηριότητες που διέπονται από ορισμένες ενωσιακές διατάξεις, η εφαρμογή των οποίων αλληλοσυνδέεται με (ή επηρεάζεται από) τις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Αυτό συμβαίνει διότι οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν τη συχνότερη αναθεώρηση (εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις που οι ειδικότερες αυτές διατάξεις ορίζουν). Ενδεικτικά, μπορεί να αναφερθούν το άρθ. 21 της οδηγίας 2010/75, το άρθ. 4 της οδηγίας 2000/60 και το άρθ. 12 της οδηγίας 2012/18. Ιδιαίτερη μνεία, ενόψει των νομοθετικών εξελίξεων στα ζητήματα των προστατευόμενων περιοχών, πρέπει να γίνει και στο άρθ. 6 παρ. 2 οδηγίας 92/43, το οποίο επιβάλλει να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικότοπων και οι ενοχλήσεις των προστατευόμενων ειδών, ανεξάρτητα αν έχει προηγηθεί και εφαρμόζεται η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. (η) Η επιπρόσθετη παράταση 4 ετών για τα έργα ή δραστηριότητες που διαθέτουν Σύστημα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης ISO 14001 (ή άλλο αντίστοιχο) μπορεί να θεωρηθεί ότι γενικά βρίσκει έρεισμα στην ενωσιακή νομοθεσία (βλ. άρθ. 38 Κανονισμού 1221/2009). Πάντως, τα περισσότερα κράτη μέλη, έχουν επιλέξει ως «κίνητρο» πιστοποίησης άλλα μέτρα, όπως την αραίωση των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και τη νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις, και όχι την παράταση των ΑΕΠΟ (βλ. European Commission, EMAS promotion and policy support compendium, 2015): οι επιλογές αυτές είναι καλύτερα εναρμονισμένες με τους στόχους της πιστοποίησης, που δεν είναι σε καμία περίπτωση η υποκατάσταση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Το πρόβλημα ειδικά με το ISO 14001 είναι ότι η παράταση εξαρτάται από ένα «ιδιωτικό» γεγονός – την εκπνοή ή μη της πιστοποίησης – που είναι καταρχήν γνωστό και αφορά μόνο ένα ιδιωτικό φορέα πιστοποίησης και τον φορέα του έργου ή δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, ενισχύεται η αδιαφάνεια σχετικά με τους όρους λειτουργίας ορισμένου έργου ή δραστηριότητας, επειδή δεν προκύπτει με σαφήνεια ό τρόπου με τον οποίο θα γνωστοποιηθεί στο κοινό και στη διοίκηση η εκπνοή της πιστοποίησης. (θ) Δεν είναι σαφές αν η διάταξη εφαρμόζεται και στις ισχύουσες ΑΕΠΟ. Εάν αυτό συμβαίνει, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο σύνταγμα και την ενωσιακή νομοθεσία, για τους ίδιους λόγους που το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ανίσχυρη την παράταση ισχύος των ΑΕΠΟ βάσει του άρθ. 2 παρ. 8 περ. (γ) ν. 4014/2011 (βλ. νομολογία, παραπάνω).