Αρχική ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣΆρθρο 02 Επιτάχυνση διαδικασιών έκδοσης ΑΕΠΟΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς και Greenpeace | 17 Μαρτίου 2020, 17:05
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
To παρόν άρθρο περιέχει μία δέσμη διατάξεων για την επιτάχυνση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Για τους λόγους που αναφέρονται στη συνέχεια, οι ρυθμίσεις αυτές θα υποβαθμίσουν την ήδη εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα των ΜΠΕ, και δεν θα επιταχύνουν καθόλου τη διαδικασία. Στα σημεία που υπάρχουν συγκρούσεις με το ενωσιακό δίκαιο, θα πρέπει επίσης να τονιστεί ο κίνδυνος να αμφισβητηθεί η νομιμότητα χρηματοδοτήσεων από ενωσιακές πηγές (πρβλ. άρθ. 6 κανονισμού (ΕΕ) “περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης κτλ.”. (α) Προκαταρκτικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι και το ισχύον και το προϊσχύον (πριν τον 4014/2011) δίκαιο προβλέπει και προέβλεπε προθεσμίες (πρβλ. Κ. Pediaditi et al., Greece's reformed EIA system: Evaluating its implementation and potential, Environmental Impact Assessment Review 2018, 90-103). Οι προθεσμίες αυτές δεν τηρούνται, τουλάχιστον σε ικανοποιητικό βαθμό. Η αποτυχία αυτή, που έχει ιστορία δεκαετιών, θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Αντίθετα, είναι σαφές ότι η πολιτική ηγεσία ούτε γνωρίζει τους λόγους, ούτε έχει μελετήσει σοβαρά τις νομικές απαιτήσεις (μεγάλο μέρος των οποίων προέρχεται από το ενωσιακό δίκαιο), σε συνδυασμό με τους διαθέσιμους πόρους για την ικανοποίησή τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί η απάντηση στο πρόβλημα αυτό να είναι η θέσπιση ακόμα πιο ασφυκτικών προθεσμιών, ειδικότερα από κοινού με την εισαγωγή του θεσμού των πιστοποιημένων αξιολογητών, ο οποίος δεν έχει στην πράξη δοκιμαστεί. (β) Η προτεινόμενη ρύθμιση θεωρεί ότι εντός 5 ημερών θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος πληρότητας της ΜΠΕ (και της ΠΠΠΑ – σήμερα, εντός 10 ημερών). Μάλιστα, χωρίς αιτιολογία, διαγράφεται η αναφορά σε έλεγχο «τυπικής» πληρότητας, άρα υπονοείται ότι εντός 5 ημερών θα πρέπει να έχει εξεταστεί τόσο η τυπική όσο και η ουσιαστική πληρότητα των ΜΠΕ (ΠΠΠΑ). Ωσάν τα παραπάνω να μην επαρκούν, προβλέπεται ότι η «υποβολή συμπληρωματικών στοιχείων από τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, σε καμία περίπτωση δεν αναστέλλει τις ως άνω προθεσμίες»: η ρύθμιση αυτή είναι ιδιαίτερα προβληματική, καθώς ενθαρρύνει την καθυστερημένη υποβολή των αναγκαίων πληροφοριών, δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στη διαδικασία, και εγγυάται έναν ακόμα πιο επιφανειακό έλεγχο των καθυστερημένων πληροφοριών. Παρεμπιπτόντως, και σε αντίθεση με την ενωσιακή νομοθεσία, τα “συμπληρωματικά” (καθυστερημένα) στοιχεία δεν φαίνεται να υπάγονται στη διαδικασία των γνωμοδοτήσεων και της δημόσιας διαβούλευσης [πρβλ. 6 παρ. 3 περ. (α) και (β) οδηγίας 2011/92, όπως ισχύει]. Τέλος, η «άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου έχει ως συνέπεια να θεωρείται ο Φάκελος πλήρης…». Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των παραπάνω ρυθμίσεων θα είναι μία τελείως εικονική διαδικασία. Υπενθυμίζεται ότι γενική απαίτηση της ενωσιακής νομοθεσίας είναι τα «εύλογα χρονικά πλαίσια» (άρθ. 6 παρ. 6 οδηγίας 2011/92, όπως ισχύει). Η «εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων» [πρέπει να] «εντοπίζει, περιγράφει και αξιολογεί δεόντως, υπό το πρίσμα κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης … τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός έργου» (άρθ. 2 παρ. 1 οδηγίας 2011/92, όπως ισχύει). Επιπλέον, όποια και αν είναι η διαδικασία, «τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι ο κύριος του έργου παρέχει, υπό την κατάλληλη μορφή, τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα IV» (άρθ. 5 παρ. 1 οδηγίας 2011/92, όπως ισχύει): κατά συνέπεια, είναι καταφανώς παράνομο ένα ελλιπής φάκελος να θεωρηθεί “πλήρης”. (γ) Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για τις γνωμοδοτήσεις και τη δημόσια διαβούλευση είναι συγκεχυμένες και αντιφατικές. Κατά το νομοσχέδιο, “ουσιώδεις θεωρούνται οι γνωμοδοτήσεις που υποβάλλονται από τις υπηρεσίες που τις αφορά κατά αρμοδιότητα η αιτούμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων και, επιπροσθέτως, κρίνονται απαραίτητες για τη διαμόρφωση των περιβαλλοντικών όρων”. Όμως, ούτως ή άλλως μόνο υπηρεσίες με τα χαρακτηριστικά αυτά γνωμοδοτούν κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης: δυσκολεύεται κανείς να βρει ένα παράδειγμα υπηρεσίας που γνωμοδοτεί αν και δεν την αφορά “κατά αρμοδιότητα” η ΑΕΠΟ. Σε κάθε περίπτωση, το νομοσχέδιο δεν φαίνεται να αναθεωρεί τις ισχύουσες διατάξεις που ορίζουν τις υπηρεσίες που γνωμοδοτούν (πρβλ., κυρίως, άρθ. 2 παρ. 4-5, 11 και 3 παρ. 3 ν. 4014/2011). Στη συνέχεια, αναρωτιέται κανείς αν μπορεί να αποκλειστεί από τη διαδικασία κάποια υπηρεσία που ναι μεν “αφορά κατά αρμοδιότητα” η ΑΕΠΟ, αλλά δεν “κρίνεται απαραίτητη” για τη διαμόρφωση των περιβαλλοντικών όρων: ειδικότερα, θα περίμενε κανείς ότι η γνώμη των υπηρεσιών που θα κληθούν να εφαρμόσουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους την ΑΕΠΟ, ή έχουν ειδική τεχνογνωσία (π.χ., ερευνητικά κέντρα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, φορείς διαχείρισης) είναι κατεξοχήν απαραίτητη για τη διαμόρφωση των περιβαλλοντικών όρων. Τέλος, δεν είναι σαφές ποιος κρίνει, και με ποια αιτιολογία, ότι η γνώμη κάποιας υπηρεσίας είναι ή δεν είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση των περιβαλλοντικών όρων: η ασάφεια αυτή ενθαρρύνει τη χειραγώγηση της διαδικασίας, με τον αποκλεισμό από αυτή υπηρεσιών (ή ακόμα και συγκεκριμένων υπαλλήλων) που υποβάλλουν “δυσάρεστες” γνωμοδοτήσεις. (δ) Ακόμα και αν αγνοηθούν οι παραπάνω επιφυλάξεις, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να “διασφαλίζεται ότι οι αρχές τις οποίες ενδέχεται να αφορά το έργο, λόγω της ειδικής τους αρμοδιότητας επί θεμάτων περιβάλλοντος, μπορούν να εκφράσουν γνώμη για τις πληροφορίες που παρέχει ο κύριος του έργου και για την αίτηση άδειας” (άρθ. 6 παρ. 1 οδηγίας 2011/92, όπως ισχύει). Έτσι, το ενωσιακό δίκαιο: (i) αρκείται σε “ειδική αρμοδιότητα επί θεμάτων περιβάλλοντος”, και δεν απαιτεί αρμοδιότητα επί της “αιτούμενης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων” και (ii) δεν αναφέρει τίποτα για γνώμες που “κρίνονται απαραίτητες για τη διαμόρφωση των περιβαλλοντικών όρων”. Συνεπώς, η προτεινόμενη διάταξη είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο. (ε) Είναι τελείως απαράδεκτο γνώμες που δεν έχουν υποβληθεί να “θεωρούνται θετικές”. Σε τελική ανάλυση, εντός των γνωμοδοτικών τους αρμοδιοτήτων και εφόσον παρέχεται αιτιολογία, μία υπηρεσία και οι υπάλληλοι που την απαρτίζουν έχουν την ελευθερία της τεχνικής ή επιστημονικής τους άποψης. Είναι υποχρέωση του ΥΠΕΝ, και οποιουδήποτε άλλου υπουργείου, ειδικά στον κρίσιμο τομέα του περιβάλλοντος και σε μία περίοδο ραγδαίων αλλαγών, να ενθαρρύνει τη χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών γνώσεων και την υγιή και ανοιχτή ανταλλαγή απόψεων. Παραπέμπει σε αυταρχικά και σκοταδιστικά καθεστώτα η απόδοση σε μία υπηρεσία ή ένα υπάλληλό της απόψεων που ουδέποτε εξέφρασαν. Φυσικά, είναι προφανές ότι η διαδικασία δεν είναι δυνατόν να καθυστερεί επ’ αόριστον διότι μία γνωμοδοτική υπηρεσία ολιγωρεί ή αδυνατεί να γνωμοδοτήσει εντός μίας εύλογης προθεσμίας: άλλωστε, και το ενωσιακό δίκαιο αρκείται στην παροχή της “δυνατότητας” έκφρασης γνώμης. Κατά το ισχύον δίκαιο, είναι δυνατή η “σύνταξη ΑΕΠΟ ή απόφασης απόρριψης από την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή …. βάσει της αξιολόγησης των υφιστάμενων γνωμοδοτήσεων και απόψεων και ανεξαρτήτως του αν έχουν γνωμοδοτήσει όλοι οι συναρμόδιοι φορείς” (πρβλ. και άρθ. 20 παρ. 4 ν. 2690/1999): η λύση αυτή είναι ορθότερη, και απομένει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά.