Αρχική ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣΆρθρο 48 Ρυθμίσεις για τη διαδικασία ανάρτησης, κύρωσης και αναμόρφωσης των δασικών χαρτώνΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 17 Μαρτίου 2020, 19:22
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
H πρώτη παράγραφος του προτεινόμενου άρθρου 48 προσθέτει μία διευκρίνιση για τις «εκτάσεις που έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975 λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας» (άρθ. 3 παρ. 7 ν. 998/1979): οι εκτάσεις αυτές δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις. Η διευκρίνιση δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητική. Πρώτον, θα έπρεπε να διευκρινιστεί ότι μόνο η «απολύτως αναγκαία για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης» έκταση δεν χαρακτηρίζεται ως δάσος ή δασική έκταση (όπως ακριβώς προβλέπεται ρητά ειδικά για τις εκτός σχεδίου οικοδομικές άδειες – πρβλ. άρθ. 3 παρ. 7 εδ. β’ ν. 998/1979, όπως ισχύει σήμερα). Γενικότερα, η προτεινόμενη διατύπωση εγείρει σημαντικές επιφυλάξεις για τα δάση και δασικές εκτάσεις οι οποίες έχουν ενσωματωθεί εντός των ορίων αναδιανεμητέων και εποικιστικών εκτάσεων και διατηρούν τον χαρακτήρα τους: σύμφωνα με πάγια νομολογία, (κυρίως με βάση το σήμερα καταργημένο άρθ. 15 ν. 1734/1987, το οποίο αφορούσε ακριβώς την περίπτωση αυτή) οι εκτάσεις αυτές εξακολουθούν να υπάγονται στη δασική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις των επιτροπών απαλλοτριώσεων, οι οποίες αποφαίνονται επί ιδιοκτησιακών θεμάτων και δεν έχουν αρμοδιότητα χαρακτηρισμού (πρβλ. άρθ. 74 επ. του καταργημένου Αγροτικού Κώδικα), δεν είναι δυνατόν να οδηγούν σε αποχαρακτηρισμούς δασών και δασικών εκτάσεων [πρβλ. ΣτΕ 2829/2013, (Ολ.) 32/2013, 3313/2015]: «οι αποφάσεις των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων δεσμεύουν μεν τα αρμόδια δασικά όργανα ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας των διανεμηθεισών εκτάσεων και ως προς το επιτρεπτό της χρήσεώς τους για τον σκοπό για τον οποίο είχε αρχικώς γίνει η αποκατάσταση, για τον χαρακτηρισμό, όμως, ορισμένης εκτάσεως ως δασικής ή μη αρμόδια παραμένουν τα κατά τον ν. 998/1979 όργανα» (ΣτΕ 1313/2013, σκ. 12η, με εκεί αναφορές στην νομολογία, ΣτΕ/7μ. 2694/2012, σκ. 15η-16η). Ομοίως και για τις άδειες μεταβίβασης της αγροτικής νομοθεσίας (π.χ., βάσει του άρθ. 32 ν.δ. 3958/1959, ή του άρθ. 6 ν. 994/1979), οι οποίες δεν αφορούν, ούτε πολύ περισσότερο μεταβάλλουν τον δασικό ή μη χαρακτήρα των εκτάσεων. Δεύτερον, για να αποφευχθούν σε κάποιο βαθμό οι διαστρεβλώσεις αυτές, θα ήταν πολύ καλύτερη μία εξουσιοδοτική διάταξη για τον προσδιορισμό των πράξεων αυτών, έτσι ώστε να διευκολυνθεί και τα επιταχυνθεί το έργο των Διευθύνσεων Δασών. Τρίτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η «αποδάσωση με σκοπό άλλη μορφή χρήσεων γης» εντάσσεται στο Παράρτημα ΙΙ της ενωσιακής οδηγίας 2011/92, και θα έπρεπε να καταρχήν να υποβάλλεται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ενδεχομένως βάσει ελάχιστων κατωφλίων ή ορίων). Η τρίτη προτεινόμενη παράγραφος αναφέρει ότι «[μ]ε τις αντιρρήσεις προβάλλονται λόγοι που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την αμφισβήτηση του χαρακτήρα, της σύννομης αλλαγής χρήσης ή της μορφής των εμφανιζόμενων στον δασικό χάρτη εκτάσεων». Όμως, η έκφραση «αλλαγή χρήσης» (δάσους ή δασικής έκτασης) είναι στην καλύτερη περίπτωση ασαφής, και στην χειρότερη αναφέρεται σε μορφές εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων που δεν προϋποθέτουν μεταβολή του δασικού χαρακτήρα. Για παράδειγμα, το άρθ. 6 ν. 4351/2015 αναφέρεται σε «δικαιώματα χρήσης» βοσκής σε δάση και δασικές εκτάσεις, ενώ το άρθ. 47 παρ. 7 ν. 998/1979 (όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθ. 2 παρ. 3 ν. 4467/2017 ) αναφέρεται σε «άδειες των δασικών υπηρεσιών για χρήσεις που προβλέπονται από τη δασική νομοθεσία» . Οι χρήσεις αυτές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των συνήθων δασικών αρχών, και σε καμία περίπτωση δεν τροποποιούν τον δασικό χαρακτήρα. (Πιθανότατα, ο συντάκτης του νομοσχεδίου να έχει κατά νου τις «επεμβάσεις» του κεφ. Στ’, οι οποίες επίσης δεν μεταβάλλουν, αλλά αντίθετα προϋποθέτουν, τον δασικό χαρακτήρα των εκτάσεων όπου αναπτύσσονται: άλλωστε, μετά την ολοκλήρωσή τους, «η έκταση επανέρχεται στο καθεστώς που ίσχυε πριν από την αλλαγή χρήσης», άρθ. 45 παρ. 12 ν. 998/1979 όπως ισχύει). Κατά συνέπεια, δεν σαφής ούτε ο λόγος που παραπέμπονται στις Ε.Π.Ε.Α., ούτε τα θέματα που θα κρίνουν οι τελευταίες. Με την όγδοη και ένατη παράγραφο, προστίθενται νέοι λόγοι αναμόρφωσης του δασικού χάρτη. Δύο από αυτούς είναι ιδιαίτερα προβληματικοί, και υπονομεύουν τη σταθερότητα των δασικών χαρτών, που είναι τελείως απαραίτητη για την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαχείριση των δασών στα πλαίσια της συνταγματικής επιταγής, αλλά και την ασφάλεια των συναλλαγών. Ο πρώτος λόγος αφορά μία διαδικασία ενσωμάτωσης πράξεων που έχουν εκδοθεί «κατά την αγροτική και την εποικιστική νομοθεσία» (προτεινόμενο άρθ. 48 παρ. 9, τελευταίο εδ.): οι πράξεις όμως αυτές δεν είναι πράξεις που έχουν εκδοθεί με βάση τη δασική νομοθεσία, και δεν οδηγούν, άνευ ετέρου, σε αποχαρακτηρισμό εκτάσεων (βλ. και αμέσως παραπάνω, σχόλιο στην πρώτη προτεινόμενη παράγραφο).