Αρχική ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣΆρθρο 31 Πόροι και Οικονομική Διαχείριση του ΟΦΥΠΕΚΑΣχόλιο του χρήστη Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας - Θράκης | 18 Μαρτίου 2020, 08:05
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
όροι και οικονομική διαχείριση του ΟΦΥΠΕΚΑ Η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας Θράκης, συμφωνεί απόλυτα με τις θέσεις της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος επί του άρθρου 31 μέσα από τις οποίες ζητάει να απαλειφθεί το σημείο στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 31 που προβλέπει ότι: « Ποσοστό από έσοδα από τις άδειες θήρας, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας» θα αποτελούν πόρο του ΟΦΥΠΕΚΑ. Το χρηματικό ποσό, το οποίο απαιτείται να καταβάλλεται για την έκδοση άδειας θήρας, σύμφωνα με το άρθ. 262 παρ. 3 ΝΔ 89/1969, αποτελεί οικονομικό βάρος υπέρ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο όπως προκύπτει από τους σκοπούς, για τους οποίους διατίθεται, είναι ανταποδοτικό τέλος και δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα. Τούτο δε, διότι οι σκοποί κατ΄ άρθ. 8 παρ. 5 Ν 3208/2003 (περ. η΄ και ιβ΄) προς εξυπηρέτηση των οποίων διατίθεται, αποβλέπουν ευθέως στην διασφάλιση του θηραματικού πλούτου. Εξ άλλου ρητά αναφέρεται στην υπ’ αριθμ 875/2013 απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ ότι :«όπως έχει παγίως κριθεί, το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται από τον φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική παροχή, καταβάλλεται όμως έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχομένης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, γιατί αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας. Η δημόσια δε αυτή υπηρεσία, προς την οποία στοιχεί το ανταποδοτικό τέλος, παρέχεται προεχόντως χάριν δημοσίου σκοπού, εξυπηρετούνται όμως με αυτή ταυτοχρόνως και όποιοι την χρησιμοποιούν, που φέρουν και το βάρος των δαπανών της (πρβλ. ΑΕΔ 5/1984, ΣτΕ 2483/1999, 950, 649/1981).» Άρα η εν λόγω πρόβλεψη του νομοσχεδίου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την υφιστάμενη νομοθεσία και την νομολογία του ΣτΕ, αφού η χρήση των τελών από την έκδοση των αδειών θήρας από τον ΟΦΥΠΕΚΑ, κάθε άλλο παρά ανταποδοτική θα είναι για το κυνήγι και τους κυνηγούς που τα καταβάλουν. Ο ανταποδοτικός χαρακτήρας των χρημάτων που καταβάλουν οι κυνηγοί δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση, αφού το ίδιο νομοσχέδιο αποκλείει με άλλα άρθρα του την εκπροσώπηση των κυνηγών μέσω των κυνηγετικών οργανώσεων τους, στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας των προστατευόμενων περιοχών. Ακόμα πιο σημαντικό και αντιφατικό, όμως, είναι το ότι η θήρα «ενοχοποιείται» και απαγορεύεται σε μεγάλη έκταση του δικτύου NATURA 2000. Άλλωστε, τα χρήματα που εισπράττονται από τις άδειες θήρας όλων των Ελλήνων κυνηγών, προορίζονται για ανταποδοτικά φιλοθηραματικά έργα σε όλη την έκταση της χώρας, και όχι μονομερώς ή αποκλειστικά… για το 30% αυτής, που συνιστούν οι προστατευόμενες περιοχές.