Αρχική Δημόσια Διαβούλευση για το σχέδιο νόμου «Εκσυγχρονισμός της Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής νομοθεσίας»Άρθρο 14 – Σχεδιασμός και χαρακτηρισμός δημοτικών οδών – Τροποποίηση του άρθρου 4 του ν. 3155/1955Σχόλιο του χρήστη Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου - Περιφερειάρχης | 4 Σεπτεμβρίου 2020, 11:12
Αιτιολόγηση προτάσεων που κάναμε σε προηγούμενο σχολιασμό μας Σχεδόν σε όλη την Ε.Ε. οι δημοτικές οδοί χαρακτηρίζονται από τον ίδιο το Δήμο αφού αποτελούν ιδιοκτησία του και αυτός έχει την ευθύνη συντήρησής τους. Στη χώρα μας και πάλι «δένουμε» τα χέρια μόνοι μας αφού συνδέουμε την ύπαρξη μιας οδού με το δικαίωμα δόμησης και με το αν προϋφίσταται του 1923 δηλαδή ένα αιώνα πριν (!), λόγω αγκυλώσεων που προέρχονται από διάφορες «νομολογίες» όπως προειπώθηκε. Με το παρόν ΣΝ απαιτείται η έκδοση ενός ολόκληρου Π.Δτοςκατόπιν ειδικής μελέτης για να χαρακτηρισθεί μια οδός ως δημοτική. Το γεγονός αυτό και πάλι θα επιφέρει σωρεία καθυστερήσεων και αγκυλώσεων σε πολλαπλά επίπεδα. Θεωρούμε ότι και αυτή είναι κλασική περίπτωση αρμοδιότητας που πρέπει να έχουν οι Περιφερειάρχες της χώρας με βάση την αρχή της εγγύτητας και επικουρικότητας με τους Δήμους. Το απαιτούν οι συνθήκες. Επομένως προτείνουμε ο χαρακτηρισμός των δημοτικών οδών κατά το άρθρο αυτό να γίνεται με Απόφαση Περιφερειάρχη, όπως εξ’ άλλου γινόταν παλαιότερα με Απόφαση Νομάρχη. Πλέον αυτού και μέχρι του νέου χαρακτηρισμού τους, θα δημιουργηθούν ζητήματα οικοδομησιμότητας των γηπέδων που έχουν πρόσωπο σε αυτές. Είναι κατά την κρίση μας ορθή η κατεύθυνση του παρόντος Σ/Ν για «συρρίκνωση» της εκτός σχεδίου δόμησης. Ωστόσο για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρξει ένα μεταβατικό στάδιο το οποίο δεν μπορεί να αφορά μόνο στις παρεκκλίσεις προσώπου. Στα Δωδεκάνησα είναι γνωστό ότι είχε συνταχθεί από το 1923 κτηματολόγιο το οποίο είναι σε ισχύ μέχρι σήμερα. Εκεί υπάρχει καταγεγραμμένο το προϋφιστάμενο οδικό δίκτυο. Επί του δικτύου αυτού έχει εκδοθεί πολύ μεγάλο μέρος των μέχρι σήμερα οικοδομικών αδειών. Σύμφωνα με το παρόν Σ/Ν οι προϋφιστάμενοι του 1923 δρόμοι μπορούν να χαρακτηρισθούν με τη διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω ως δημοτικές οδοί με δικαίωμα δόμησης εφόσον είναι πλάτους άνω των 6 μ.. Μέχρι τότε όμως διαφαίνεται ότι οι παρόδιες νομίμως υφιστάμενες ιδιοκτησίες που θέλουν να επεκταθούν δεν θα μπορέσουν να το κάνουν. Υπάρχουν επίσης πολλές ιδιοκτησίες στις οποίες οικοδομήθηκαν με νόμιμη άδεια ξενοδοχειακές, επαγγελματικές, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις κλπ οι οποίες για να επεκταθούν ή να ανανεώσουν την άδεια λειτουργίας τους απαιτείται πλέον χαρακτηρισμός της οδού πρόσβασης και στη συνέχεια να λάβουν άδεια «εισόδου – εξόδου» ή κόμβου. Είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα μεγάλης έκτασης το οποίο πρέπει να ρυθμιστεί άμεσα. Προτείνουμε να προστεθεί εδάφιο στο παρόν άρθρο ή στο αρθ 28 περί γενικών διατάξεων της εκτός σχεδίου δόμησης που να προβλέπει ότι μέχρι την κατηγοριοποίηση των δημοτικών δρόμων κατά την έννοια των διατάξεων του αρθ. 14 του παρόντος Σ/Ν ή του χαρακτηρισμού οδών ως κοινόχρηστων χώρων, οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί για κάθε χρήση, αναθεωρούνται και επεκτείνονται ως έχουν και όπου απαιτείται μπορούν να εκδίδονται άδειες «εισόδου – εξόδου» ή κόμβων πρόσβασης προς τις αντίστοιχες ιδιοκτησίες κατά την κείμενη νομοθεσία. Η ρύθμιση αυτή είναι κρίσιμη τόσο για τα υφιστάμενα ειδικά κτίρια αλλά και εν μέρει για κατοικίες. Επίσης θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει ειδική αναφορά στο Ιταλικό κτηματολόγιο της Δωδ/σου το οποίο είναι σε ισχύ, που να προβλέπει ότι υφιστάμενοι κτηματολογικοί δρόμοι πλάτους τουλάχιστο 4 μ (τόσο είναι το μέσο πλάτος τους) θεωρούνται δημοτικές οδοί Α κατηγορίας μέχρι να ενταχθούν στις νέες ρυθμίσεις κατά την έννοια των προβλέψεων του αρθ. αυτού. Και η ρύθμιση αυτή θα επιλύσει πολλά προβλήματα κατά μείζονα δε λόγο όταν οι κτηματολογικοί δρόμοι είναι ήδη προς αιώνος θεσμοθετημένοι σε αντιδιαστολή με την υπόλοιπη χώρα. Πέραν αυτού στα πλαίσια της ιδιαιτερότητας του νησιωτικού τοπίου (ξερολιθιές κλπ) και επομένως των νησιωτικών πολιτικών θεωρούμε ότι δρόμοι που εντάσσονται αρμονικά στο περιβάλλον και έχουν πλάτος λιγότερο από 6 μ. όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε πολλά νησιά των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου, πρέπει να παραμείνουν ως έχουν. Επομένως πρέπει να παρασχεθεί η δυνατότητα στη συνολική μελέτη που θα γίνει για το χαρακτηρισμό των δημοτικών οδών, να υπάρξουν και πλάτη οδών μικρότερα από 6 μ. ειδικά για τις νησιωτικές περιοχές και ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του τοπίου.