Αρχική Εθνικός Κλιματικός Νόμος – Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγήΆρθρο 7 Τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακαΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς (εκ μέρους συμμαχίας οργανώσεων και φορέων) | 21 Ιανουαρίου 2022, 16:11
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Εξαιρετικά σημαντική διάταξη του σχεδίου νόμου. Οι τομεακοί κλιματικοί προϋπολογισμοί μπορούν να επιτρέψουν τον καλύτερο σχεδιασμό της πολιτικής και την υποστήριξη της λήψης επενδυτικών αποφάσεων εντός ενός -εκ των προτέρων- γνωστού και σαφούς πλαισίου. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ενισχυθεί η επενδυτική ασφάλεια, με τρόπο που δρομολογεί την ταχύτερη και πιο αποδοτική οικονομικά τροχιά προς την επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας. Υπάρχουν ωστόσο σημαντικές βελτιώσεις που μπορούν να ενισχύσουν την εν λόγω ρύθμιση. Θα πρέπει να διασαφηνιστεί η έννοια του “τομέα”. Προφανώς, το νομοσχέδιο έχει κατά νου την έννοια με την οποία χρησιμοποιείται ο όρος στο ΕΣΕΚ, στον Κανονισμό 2018/1999, τον Κανονισμό 666/2014, και εν τέλει, τις κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές αναφορές προς την UNFCCC (inventory sectors). Παρόλα αυτά, θα πρέπει να τονιστεί ότι η ορολογία δεν είναι συνεπής: το ισχύον ΕΣΕΚ αναφέρεται, για παράδειγμα, σε “τριτογενή” και “οικιακό” τομέα (π.χ., Πίνακας 31, διάγραμμα 16), και η ορολογία αυτή δεν επαναλαμβάνεται εδώ. Με άλλα λόγια, θα πρέπει όχι μόνο να οριοθετηθούν οι τομείς, αλλά και το περιεχόμενό τους να “μεταφραστεί” σε έννοιες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ρυθμιστική παρέμβαση από τον νομοθέτη και την διοίκηση (π.χ., ενδεχομένως με αντιστοίχηση σε κατηγορίες ΚΑΔ ή NACE). Είναι αναπόφευκτο, και επιθυμητό ένας νόμος για το κλίμα να παραπέμπει σε άλλα νομοθετήματα - αρκεί οι παραπομπές αυτές να είναι ευκρινείς, συγκεκριμένες και ευερμήνευτες, ώστε να διευκολύνεται η εφαρμογή του, και να αποφεύγονται οι ασάφειες και οι διενέξεις. Μερικές ορολογικές ασάφειες που δημιουργούνται από τις ασάφειες στην επιλογή των τομέων είναι οι εξής: Ο τομέας “κτίρια” μπορεί να παραπέμπει σιωπηρά στην Οδηγία 2010/31 για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, αλλά τότε τίθεται το ερώτημα του τρόπου με τον οποίο οριοθετείται από τον τομέα της “παραγωγής [ενέργειας και] θερμότητας”. Το ΕΣΕΚ, από την μεριά του, διακρίνει τα κτίρια του “οικιακού” από άλλων (π.χ., του “τριτογενούς”) τομέων. Δεν είναι βέβαιο αν ο τομέας ‘παραγωγής ...θερμότητας” παραπέμπει στην “ωφέλιμη θερμότητα” με την έννοια της Οδηγίας 2012/27 (άρθ. 2 παρ. 32 ). Το Ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα (Κανονισμός 2021/1119) αναφέρεται σε τομέα “θέρμανσης και ψύξης” (προοίμιο, παρ. 7). Μπορεί να θεωρηθεί μάλλον βέβαιο ότι ο τομέας “χρήσεις γης, αλλαγές χρήσεων γης και δασοπονία” παραπέμπει στον Κανονισμό 2018/841 (LULUCF), αλλά η αντιστοιχία με τον “αγροτικό” τομέα του ΕΣΕΚ δεν είναι βέβαιη. Η παρ. 2 περιγράφει τη διαδικασία κατάρτισης των τομεακών προϋπολογισμών. Κατά το νομοσχέδιο, προηγείται “διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης διάρκειας τουλάχιστον τριάντα (30) ημερών με τους φορείς που σχετίζονται με τους αντίστοιχους τομεακούς προϋπολογισμούς…” [άρθ. 7 παρ. 2 (α) νομοσχεδίου]. Ωστόσο, η κατάρτιση των τομεακών προϋπολογισμών δεν είναι κλαδικό θέμα, για να ολοκληρώνεται μετά από διαβούλευση με τους “τομεακούς φορείς”. Αντίθετα, είναι θέμα που αφορά την οικονομία, την κοινωνία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και πρέπει να ακολουθεί ευρεία δημόσια διαβούλευση μέσα σε επαρκείς προθεσμίες. Επίσης, με δεδομένο ότι οι τομείς είναι ευρύτατοι, δεν είναι καθόλου σαφείς οι “φορείς” που τους εκπροσωπούν. Ούτε θα ήταν λογικό ό τομέας των κτιρίων να εκπροσωπείται, για παράδειγμα, από τους μηχανικούς ή από τους κατασκευαστές - και όχι από τους χρήστες του κτιριακού αποθέματος, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, όλους τους κατοίκους και επιχειρήσεις της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ο κλιματικός νόμος πρέπει να ενθαρρύνει την ευρεία δημόσια συμμετοχή, και όχι άτυπες συναντήσεις με άτυπους εκπροσώπους. Δυστυχώς, ο διαρκής κλιματικός διάλογος του άρθ. 24 παρ. 1 δεν μπορεί να διορθώσει το έλλειμμα συμμετοχής, διότι και εκεί συμμετέχουν μόνο ορισμένοι φορείς, και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμφωνία των παραπάνω ρυθμίσεων με την Σύμβαση Άαρχους είναι αμφίβολη: από την στιγμή που προβλέπεται μία μορφή δημόσιας συμμετοχής, ο αποκλεισμός του κοινού από αυτή δεν μπορεί να αιτιολογηθεί. Για τους παραπάνω λόγους, θα πρέπει να προβλεφθεί δημόσια διαβούλευση (και όχι διαβούλευση με “φορείς”) σε ανοιχτό διαδικτυακό τόπο, διάρκειας τουλάχιστον ενενήντα (90) (και όχι 30) ημερών. Κατά τη διαμόρφωση των τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα, η επιστήμη θα πρέπει να έχει σαφώς πιο ισχυρό ρόλο. Η Επιστημονική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή θα πρέπει να συμμετάσχει εξαρχής στη διαμόρφωση και σύνταξη των προϋπολογισμών σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ομάδα Εργασίας Παρακολούθησης Ε.Σ.Ε.Κ. H κύρωση των τομεακών προϋπολογισμών με νόμο (7 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο) έχει τρεις αρνητικές συνέπειες, που συνιστούν την αχίλλειο πτέρνα του νομοσχεδίου. Πρώτα από όλα, ο κυρωτικός νόμος (ή οι κυρωτικοί νόμοι) δεν θα δεσμεύονται από τον κλιματικό νόμο, επειδή έχουν την ίδια τυπική ισχύ: κατά συνέπεια, μπορούν να τροποποιούν, ρητά ή σιωπηρά, τις διατάξεις του. Με άλλα λόγια, το παρόν νομοσχέδιο δεν μπορεί να “δεσμεύσει” τον νόμο (ή τους νόμους) που θα κυρώσουν τους τομεακούς προϋπολογισμούς. Δεύτερον, επειδή θα πρόκειται για νόμους, ο δικαστικός έλεγχος και η πρόσβαση στην δικαιοσύνη δυσχεραίνεται σημαντικά. Τρίτον, οι τομεακοί προϋπολογισμοί δεν δεσμεύονται από κάποιους μακροπρόθεσμους στόχους, κριτήρια ή αρχές, που διατυπώνονται στο παρόν νομοσχέδιο ή σε άλλους νόμους: θα πρόκειται για νομοθεσία από μηδενική βάση. Μολονότι δεν θα πρέπει να προδικάζονται οι μελλοντικές αποφάσεις της Βουλής, είναι συνήθης πρακτική του νομοθέτη η “τακτοποίηση” ή η “νομιμοποίηση” ex post facto παράνομων δραστηριοτήτων (για παράδειγμα, εκπομπών πάνω από τα όρια), που μπορούν να ανατρέψουν, άμεσα ή έμμεσα, τους ενδιάμεσους ή τους μακροπρόθεσμους στόχους. Και οι τρεις αρνητικές συνέπειες μπορούν να περιοριστούν, αν όχι αποφευχθούν, αν η έγκριση των τομεακών προϋπολογισμών γινόταν με διοικητική πράξη. Οι τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα ειδικά για την πρώτη περίοδο (2026 - 2030) θα πρέπει να ενσωματώνονται ρητά στο ΕΣΕΚ. Με αυτό ως δεδομένο, η διαδικασία καθορισμού του προϋπολογισμού θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν την τελική διαμόρφωση του ΕΣΕΚ ώστε ο τελικός καταμερισμός των εκπομπών ανά τομέα να ενημερώνει το περιεχόμενο των μέτρων και πολιτικών του ΕΣΕΚ. Κατά την παρ. 6, “το άθροισμα όλων των τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα ισούται με τον συνολικό προϋπολογισμό άνθρακα της χώρας για την αντίστοιχη χρονική περίοδο”. Η πρόβλεψη αυτή εγείρει το ερώτημα της αντιμετώπισης των εκπομπών/απορροφήσεων που δεν εντάσσονται σε κανένα τομέα. Οι εκπομπές και οι απορροφήσεις αυτές δεν είναι μεγάλες, αλλά τελικά αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που ορίζονται οι τομείς, και μπορεί να επηρεάσει την τελική επίτευξη των στόχων. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 προφανώς εννοείται ότι οι επόμενοι τομεακοί προϋπολογισμοί “συντάσσονται” και δεν “αναθεωρούνται”- προτείνεται η σχετική διόρθωση. Σύμφωνα με την 4η παράγραφο, “ως αφετηρία για τον υπολογισμό της ποσότητας των εκπομπών κάθε πενταετούς περιόδου λαμβάνεται ο μέσος όρος των εκπομπών του τομέα των τριών (3) τελευταίων ετών που προηγούνται του έτους έναρξης ισχύος του εν λόγω προϋπολογισμού…”. Η δικαιολογητική βάση της ρύθμισης αυτής, η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στις ποσότητες εκπομπών των τελευταίων τριών (3) ετών (και μάλιστα ανεξάρτητα αν επιτεύχθηκε ο ο στόχος του τελευταίου έτους του τρέχοντος προϋπολογισμού), δεν είναι σαφής. Οι τομεακοί προϋπολογισμοί ορίζουν το σύνολο των επιτρεπτών τομεακών ποσοτήτων εκπομπών για κάθε πενταετία: κατά συνέπεια, θα ήταν πιο φυσιολογικό να ληφθεί υπόψη η ποσότητα εκπομπών όλης της προηγούμενης πενταετίας. Όσον αφορά τις ετήσιες ποσότητες εκπομπών, πιο φυσιολογική επιλογή θα ήταν η γραμμική μείωση μεταξύ των τομεακών στόχων του τελευταίου έτους του προηγούμενου και του τελευταίου έτους του τρέχοντος προϋπολογισμού (όπως αυτοί έχουν οριστεί σύμφωνα με την παρ. 5). Η 5η παράγραφος θα πρέπει να αναδιατυπωθεί, προκειμένου να διευκρινιστεί ο ρόλος της “ανάγκης ελαχιστοποίησης του οικονομικού κόστους”. Η ανάγκη αυτή δεν επηρεάζει τον καθορισμό των στόχων - οι οποίοι απορρέουν από τους ενδιάμεσους κλιματικούς στόχους του άρθ. 8 παρ. 1, και την πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα- , αλλά με τον τρόπο επίτευξής τους (cost-effectiveness). Με άλλα λόγια, η “ελαχιστοποίηση του οικονομικού κόστους” δεν σχετίζεται με τους τομεακούς προϋπολογισμούς, αλλά με τις εφαρμοστικές τους ρυθμίσεις. *Το σχόλιο συνυπογράφεται από συμμαχία οργανώσεων και φορέων: Γ.Σ.Ε.Ε - Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, MEDASSET, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Καλλιστώ, Νόμος & Φύση, Γιατροί του Κόσμου, Vouliwatch, Greenpeace, WWF Ελλάς