Αρχική Εθνικός Κλιματικός Νόμος – Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγήΆρθρο 19 Ασφάλιση κινδύνου από την κλιματική αλλαγήΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς (εκ μέρους συμμαχίας οργανώσεων και φορέων) | 21 Ιανουαρίου 2022, 17:26
Ένας εθνικός κλιματικός νόμος θα πρέπει να περιλαμβάνει και έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό εκτίμησης και μετριασμού των κλιματικών κινδύνων (φυσικά, με αξιοποίηση όλων των υφιστάμενων πόρων, π.χ. της πολιτικής προστασίας). Το παρόν νομοσχέδιο δεν ικανοποιεί την στοιχειώδη αυτή απαίτηση. Ο ασφαλιστικός κλάδος ήταν και αυτός στο επίκεντρο των συζητήσεών της (COP26), στη Γλασκώβη. Η κλιματική αλλαγή και η απώλεια της φύσης επηρεάζουν όλο και περισσότερο τις κοινότητες και τις οικονομίες παγκοσμίως και διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, ιδίως σε έναν κόσμο μετά τον COVID. Το παγκόσμιο χάσμα ασφαλιστικής προστασίας για την υγεία, τη θνησιμότητα και τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών αυξήθηκε κατά 6,3% σε 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2020 εν μέσω της πανδημίας COVID-19. Η πανδημία πίεσε πολύ τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, ιδίως στις αναδυόμενες αγορές, και οδήγησε σε χαμηλότερη ανθεκτικότητα στην υγεία και τη θνησιμότητα. Εν τω μεταξύ, η ανθεκτικότητα έναντι φυσικών καταστροφών παραμένει η χαμηλότερη. Σίγουρα ο κλάδος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όλα τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, αλλά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των "απωλειών και ζημιών" από ακραία φαινόμενα. Στο πλαίσιο αυτό, μία διάταξη για την ασφάλιση των κλιματικών κινδύνων σίγουρα έχει θέση στον εθνικό κλιματικό νόμο. Ωστόσο θεωρούμε ότι θα έπρεπε να γίνει με πιο ολοκληρωμένο και ολιστικό τρόπο. Θα ήταν καλό να προβλεφθεί μια χαρτογράφηση της χώρας με τις περιοχές που κινδυνεύουν, όχι μόνο από πλημμύρες και πυρκαγιές αλλά απ’ όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα (π.χ. δυνατούς ανέμους, ακραίες θερμοκρασίες). H εκπόνηση εθνικής εκτίμησης κινδύνων αποτελεί απαίτηση της ενωσιακής νομοθεσίας (άρθ. 6 Απόφασης 1313/2013/ΕΕ), αλλά δεν φαίνεται να έχει γίνει πρόοδος στο τομέα αυτό (είναι άγνωστο, επίσης, σε ποια φάση υλοποίησης βρίσκεται και η Εθνική Πολιτική Μείωσης Κινδύνου Καταστροφών και η Εθνική Βάση Δεδομένων Καταστροφών των άρθ. 9 και 22 ν. 4662/2020). Είναι μάλλον αδικαιολόγητη η άποψη ότι η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να καλύψει κινδύνους οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί επαρκώς με επιστημονικό και τεκμηριωμένο τρόπο από αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές. Ειδικά για τις πλημμύρες, θα πρέπει να ειπωθεί ότι στα πλαίσια της Προκαταρκτικής Αξιολόγησης Κινδύνων Πλημμύρας (ΠΑΚΠ) (2012), δεν είχαν εξεταστεί σενάρια κλιματικής αλλαγής με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο (“τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα υδρολογικά δεδομένα δεν επαρκούν για μία τεκμηριωμένη πρόβλεψη της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής στη συχνότητα εμφάνισης των πλημμύρων. Έτσι, στον πρώτο κύκλο εφαρμογής της Οδηγίας δεν θα εξεταστούν σενάρια διόδευσης πλημμυρών σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής. Επειδή όμως θα εξεταστούν και υδρολογικά σενάρια πολύ χαμηλής πιθανότητας με τη χρήση στοχαστικής ανάλυσης (κατανομές ακραίων τιμών), θεωρείται ότι έτσι θα ενσωματωθεί σε αυτή τη φάση η επίδραση της κλιματικής αλλαγής…”). Αυτό συνέβη κατά παράβαση της σχετικής ευρωπαϊκής Οδηγίας, η οποία επιβάλλει την συνεκτίμηση των καλύτερων διαθέσιμων δεδομένων για την κλιματική αλλαγή, ήδη από το στάδιο της προκαταρκτικής αξιολόγησης (άρθ. 4 παρ. 2 Οδηγίας 2007/60). Αυτή την στιγμή, βρίσκεται σε εξέλιξη η 1η αναθεώρηση της Προκαταρκτικής Αξιολόγησης Κινδύνων: εκεί, μολονότι γίνεται μία προσπάθεια καλύτερης ενσωμάτωσης της κλιματικής αλλαγής, πάλι δεν τροποποιούνται οι Ζώνες Δυνητικά Υψηλού Κινδύνου Πλημμύρας (ΖΔΥΚΠ), “για την κάλυψη των τυχόν μεταβολών λόγω κλιματικής αλλαγής που δεν καλύπτονται από τα όρια πλημμύρας με περίοδο επαναφοράς Τ=1000 όπως αποτυπώθηκαν κατά την υλοποίηση των 1ων ΣΔΚΠ προτείνεται στην παρούσα φάση να διατηρηθούν τα όρια των ΖΔΥΚΠ όπως προσδιορίστηκαν στην 1η Προκαταρκτική Αξιολόγηση (2012) και να μη συρρικνωθούν με βάση τα αποτελέσματα των 1ων ΣΔΚΠ…” Με άλλα λόγια, μολονότι εντοπίστηκαν “μεταβολές λόγω κλιματικής αλλαγής που δεν καλύπτονται από τα όρια πλημμύρας” σε σενάρια ακραίων φαινομένων (Τ=1000), δεν αλλάζει τίποτα. Τα παραπάνω έχουν σημασία για την αξιοπιστία του καθορισμού των ζωνών τρωτότητας, που είναι τμήματα των ΖΔΥΚΠ. Όπως και να έχει γίνει ο καθορισμός αυτός, επιφυλάξεις επίσης προκαλεί και η επιλογή του περιορισμού των ζωνών τρωτότητας μόνο στα τμήματα των ΖΔΥΚΠ που εμπίπτουν στο σενάριο πλημμυρών υψηλής πιθανότητας (Τ=50) [παρ. 2, παρ. (α)]. Πρώτα από όλα, η επιλογή αυτή υποβαθμίζει την σημασία των κινδύνων χαμηλής πιθανότητας αλλά σημαντικών επιπτώσεων (low-impact high-probability events), χωρίς να προτείνει μία διαφορετική μέθοδο καταγραφής ή διαχείρισης τους. Σε κάθε περίπτωση, το νομοσχέδιο όφειλε να επιβάλλει τον μετριασμό των κινδύνων αυτών ή την οργανωμένη και σταδιακή απομάκρυνση των ευάλωτων ανθρώπινων δραστηριοτήτων από τις ζώνες αυτές. Η υποχρέωση ασφάλισης να μπορεί να υποκαθιστά την συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας να σχεδιάζει βιώσιμους οικισμούς. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η υποχρέωση ασφάλισης αφορά μόνο τα νέα, και όχι τα υφιστάμενα κτίρια (παρ. 1). Έτσι, το μέτρο για την ασφάλιση κινδύνων σε περιοχές υψηλής τρωτότητας οφείλει να συνοδεύεται και από μέτρα μετριασμού των κλιματικών κινδύνων με την υλοποίηση, εκ μέρους της πολιτείας, των απαραίτητων αντιπλημμυρικών και αντιπυρικών έργων. Κατ΄ελάχιστον, οι ισχύουσες άδειες δόμησης σε περιοχές υψηλής τρωτότητας οφειλουν να επανεξεταστούν (για να προσαρμοστούν σε προκαθορισμένα πρότυπα ασφάλειας) ή να μην ανανεωθούν, εφόσον κρίνεται μη ασφαλής η περιοχή. Τα ίδια θα πρέπει να εφαρμοστούν και για την προστασία υφιστάμενων κτιρίων και οικισμών. Κλείνοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι κλιματικοί κίνδυνοι αναμένεται να προσθέσουν έως και 183 δισεκατομμύρια δολάρια στα ετήσια ασφάλιστρα για την ασφάλιση ακινήτων μέχρι το 2040, καθώς η αυξανόμενη συχνότητα και η σοβαρότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων θα ωθεί τους ασφαλιστές να αυξήσουν τις τιμές. Στοιχεία δείχνουν ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να συνδέεται με μείωση της διαθεσιμότητας και της οικονομικής προσιτότητας της ασφάλισης που παρέχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Θα πρέπει να αποφευχθούν σημαντικές διαταραχές στην ασφαλιστική αγορά και να υπάρχει στήριξη στις πιο οικονομικά ευάλωτες ομάδες. Συνεπώς, κάθε σύστημα ασφάλισης κινδύνων από την κλιματική αλλαγή πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει έλλειμμα ασφαλιστικής προστασίας ή ανισότητα πρόσβασης σε αυτή (λόγω υψηλών ασφαλίστρων). Η διπλή αυτή πρόκληση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τον σχεδιασμό ενός δημόσιου συστήματος ασφάλισης κλιματικών κινδύνων (ή έστω, ενός συστήματος με ισχυρή δημόσια συμμετοχή). Μολονότι τα θέματα αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν εξαντλητικά από το νομοσχέδιο, θα έπρεπε εδώ να τεθούν τουλάχιστον οι βασικές κατευθύνσεις. *Το σχόλιο συνυπογράφεται από συμμαχία οργανώσεων και φορέων: Γ.Σ.Ε.Ε - Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, MEDASSET, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Καλλιστώ, Νόμος & Φύση, Γιατροί του Κόσμου, Vouliwatch, Greenpeace, WWF Ελλάς