Αρχική Εθνικός Κλιματικός Νόμος – Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγήΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 1 ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη ΕΛΕΝΗ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ-ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗ, ομ. καθηγήτρια Π. Αιγαίου | 26 Ιανουαρίου 2022, 21:48
ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ Δεδομένης της περιβαλλοντικής, οικονομικής, κοινωνικής και, κυρίως, θεσμικής βαρύτητας του και της σημαντικής τομής που επιχειρεί σε ένα υπερφορτωμένο, ‘πυκνοκατοικημένο’, κατακερματισμένο και συχνά ασυντόνιστο θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον, το υπό διαβούλευση σχέδιο του κλιματικού νόμου (ΣΝ) χρήζει δραστικής επεξεργασίας και εξειδίκευσης, από ουσιαστική, διαδικαστική και νομοπαρασκευαστική άποψη, για να διαμορφωθεί ένας ισόρροπος, άρτια τεκμηριωμένος και εφαρμόσιμος νόμος που θα συμβάλλει στην επίτευξη της προσαρμογής και ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή καθώς και της κλιματικής ουδετερότητας στη χώρα (Άρθρο 1, εδάφ. 1). Η ακολουθούμενη σειρά παρουσίασης – από τη θεωρία για την κλιματική αλλαγή, την συγκεκριμένη εκδοχή της κλιματικής ουδετερότητας, τις εκτιμήσεις και μελλοντικές προβλέψεις έως τις θεσμοθετούμενες δράσεις και τα επιλεγμένα ζητήματα ορισμών και προϋποθέσεων εφαρμογής του – υπογραμμίζει ότι το νομοθέτημα πρέπει να υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη και αμερόληπτη προσέγγιση, προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της χώρας, η οποία θα υπαγορεύσει και θα εξειδικεύσει τις συγκεκριμένες επιλογές πολιτικής και θα υποδείξει τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής εφαρμογής τους. Η αιτιολογική έκθεση του τελικού νομοθετήματος θα πρέπει να τεκμηριώνει ότι οι θεσμοθετούμενες επιλογές συμφωνούν με τις επιταγές της σύγχρονης επιστήμης των πολύπλοκων κοινωνικο-οικολογικών προβλημάτων, ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για το Κλίμα (ΕΚΚ) με οικονομικά και περιβαλλοντικά φειδωλό τρόπο, σέβονται τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας και λαμβάνουν υπόψη ότι η συμμετοχή της στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) αντιπροσωπεύει το 1.98% στην ΕΕ και το 0.17% παγκόσμια , . Συνεπώς, επειδή η ακραία περίπτωση μηδενισμού εκπομπών ΑτΘ στη χώρα δεν αναμένεται να έχει σημαντική επίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο, το βάρος της ρύθμισης θα πρέπει να είναι στην επίτευξη του στόχου του άρθρου 1, την προσαρμογή και ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή. Τα κυριότερα σημεία στα οποία οφείλει να εστιάσει η επεξεργασία του ΣΝ συνοψίζονται παρακάτω. Ειδικά σχόλια παρέχονται σε επιμέρους άρθρα. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ Το ΣΝ κινείται μέσα στα δεσμευτικά πλαίσια του ΕΚΚ, υιοθετώντας την προσέγγιση και τη ‘θεωρία’ του για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, και επιδιώκει να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του. Το ΣΝ υιοθετεί μια επιλεκτική, αφαιρετική, περιορισμένη, αποσπασματική και χωρικά ουδέτερη και αδιαφοροποίητη προσέγγιση στην κλιματική αλλαγή, σε φανερή αναντιστοιχία με τις ολιστικές προσεγγίσεις (π.χ. οικοσυστημική προσέγγιση) που ενδείκνυνται για την προσαρμοστική διακυβέρνηση των πολύπλοκων κοινωνικο-οικολογικών προβλημάτων. Εστιάζει σε επιλεγμένα άμεσα αίτια της, συγκεκριμένα στις ανθρωπογενείς εκπομπές ΑτΘ, ιδιαίτερα διοξειδίου του άνθρακα. Ακόμα και υπ’ αυτό το στενό πρίσμα, υποβιβάζει τον ρόλο των δασικών πυρκαγιών. Αγνοεί τις φυσικές πηγές ΑτΘ ο ρόλος των οποίων δεν μπορεί να αποκλεισθεί δυνητικά, τουλάχιστον, στο μέλλον. Παρακάμπτει τα έμμεσα/γενεσιουργά αίτια της, τις πολύ-επίπεδες κοινωνικο-οικονομικές διεργασίες, οικονομικές δραστηριότητες και πολιτικές που επηρεάζουν την παραγωγή εκπομπών ΑτΘ. Ενδεικτικά, παραγωγικό οικονομικό μοντέλο, επίπεδο βιομηχανικής ανάπτυξης (και αποβιομηχάνισης), πληθυσμιακές μεταβολές, μετανάστευση, εγκατάλειψη υπαίθρου, πρότυπα κατανάλωσης και μετακινήσεων, παγκόσμιες οικονομικές, κοινωνικές και, πολύ σημαντικά, τεχνολογικές μεταβολές. Εστιάζει στην ατμόσφαιρα και υποβιβάζει τον σημαντικό ρόλο των άλλων δύο μεγάλων συστατικών του πλανητικού οικοσυστήματος, γη (έδαφος, φυτοκάλυψη) και θάλασσα, και τις δυναμικές αλληλεπιδράσεις τους, στην γένεση, εξέλιξη και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (ως πηγές και ως καταβόθρες ΑτΘ). Αυτό οφείλεται στην ανισοβαρή έμφαση στις εκπομπές έναντι των απορροφήσεων όπως σχολιάζεται παρακάτω. Αυτές οι παραλείψεις αντανακλώνται στις εκτιμήσεις και προβλέψεις των μελλοντικών συνθηκών πάνω στις οποίες βασίζεται η λήψη αποφάσεων πολιτικής. Έτσι, η θεσμοθετούμενη ρύθμιση περιορίζει δραματικά το εύρος των εναλλακτικών επιλογών πολιτικής με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών ΑτΘ και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή σε εθνικό ή/και περιφερειακό επίπεδο και εναποθέτει το βάρος σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς, και με συγκεκριμένους τρόπους, αδιαφορώντας για τις διακλαδικές διασυνδέσεις και τις παγκόσμιες κοινωνικο-οικονομικές και θεσμικές επιρροές. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, αμφίβολη οικονομική αποδοτικότητα, πλήθος παράπλευρων και, πιθανόν δύσκολο να ελεγχθούν, απρόβλεπτων επιπτώσεων και αναποτελεσματικότητα πολιτικής. ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ Η κλιματική ουδετερότητα ορίζεται επιχειρησιακά σαν το ισοζύγιο εκπομπών ΑτΘ από πηγές και απορροφήσεων από καταβόθρες. Σε αντίθεση με την ισοβαρή έμφαση του ΕΚΚ στο ρόλο των πηγών και των καταβοθρών, η συντριπτική έμφαση του ΣΝ είναι στο σκέλος των εκπομπών ΑτΘ και συγκεκριμένα διοξειδίου του άνθρακα (από στερεά και υγρά ορυκτά καύσιμα). Είναι χαρακτηριστικό ότι το Άρθρο 1 δεν αναφέρει στόχους για απορροφήσεις. Πως τεκμαίρεται ότι η μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών ΑτΘ θα συμβάλλει στην κλιματική ουδετερότητα (Άρθρο 1, εδάφ. 2) όταν αναφέρονται στόχοι για εκπομπές αλλά όχι και για απορροφήσεις ΑτΘ; Η υπο-αντιπροσώπευση του σκέλους των απορροφήσεων αυτόματα εξασθενεί τη σημασία: (α) των έγγειων φυσικών πόρων (έδαφος, νερό, φυτοκάλυψη) και των αντίστοιχων οικονομικών τομέων (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία) που παίζουν σημαντικό και κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση του ρόλου των καταβοθρών (μέσω πρακτικών ορθής διαχείρισης τους). Π.χ. το άρθρο 10 (εδαφ. 1θ, 2γ), δεν μνημονεύει τη συμβολή του πρωτογενή τομέα στην αύξηση των απορροφήσεων. (β) των θαλάσσιων και παράκτιων πόρων, και, κατ’ επέκταση, της ναυτιλίας και σχετικών οικονομικών τομέων, στην ενίσχυση των καταβοθρών (γ) της χωρικής διάστασης για την έγκυρη ανάλυση του φαινομένου (περιλαμβανομένων των τομεακών και συνολικών προϋπολογισμών άνθρακα) και την αντιμετώπιση του (δ) των αναγκαίων νομικών εργαλείων που στηρίζουν αυτό το σκοπό, ιδιαίτερα του χωροταξικού σχεδιασμού (ε) του ρόλου των συνεργειών στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω δράσεων προστασίας των φυσικών πόρων (π.χ. προστασία βιοποικιλότητας, καταπολέμηση ερημοποίησης), παρόλο που αναφέρονται μεταξύ άλλων προτάσεων. (ε) του ρόλου των αντίστοιχων θεσμικών φορέων, κυρίως των υπουργείων ΥΠΑΑΤ, ΥΝΑΝΠ, ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, κ.λπ. Δεν είναι, επίσης, σαφές αν λαμβάνονται υπόψη οι διασυνοριακές εισαγωγές ΑτΘ και οι επιπτώσεις δράσεων επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας σε γειτονικές, και όχι μόνο, χώρες στην επίτευξη της στη χώρα. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα όπου, λόγω μεγέθους και χαμηλού επιπέδου βιομηχανικής παραγωγής (ιδίως βαριάς βιομηχανίας), (α) οι εκπομπές ΑτΘ δεν είναι τόσο σημαντικές συγκριτικά με άλλες βιομηχανικές χώρες, (β) οι καταβόθρες καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση (καλλιέργειες, βοσκότοποι, δάση, θάλασσα) και συγκεντρώνουν σημαντικό όγκο επιδοτήσεων (ΚΑΠ) και (γ) η ορθή διαχείριση τους επιλύει άλλα προβλήματα πέραν της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της προσαρμογής σ’ αυτήν (π.χ. επισιτιστική ασφάλεια). Η ανισοβαρής εκδοχή της κλιματικής ουδετερότητας διατρέχει όλο το κείμενο και τις διατάξεις του ΣΝ, εξασθενεί τη συμβολή του στην επίτευξη του κύριου στόχου (άρθρ. 1) και επηρεάζει δυσμενώς τις αναπτυξιακές επιλογές της χώρας. ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ Μεγάλος αριθμός άρθρων (π.χ. 5, 6, 7, 13, 14, 16, 16, 18, 23, 25) θεσμοθετεί εκτιμήσεις και μελλοντικές προβλέψεις, αντί πραγματικών τιμών, περιβαλλοντικών και άλλων μεγεθών (περιλαμβανομένων των προϋπολογισμών άνθρακα) οι οποίες χρησιμοποιούνται για λήψη αποφάσεων με σημαντικό περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Οι προβλέψεις του Ε.Σ.Ε.Κ. ειδικότερα παίζουν κρίσιμο ρόλο σ’ αυτά τα πλαίσια και , συνεπώς, απαιτούν ενδελεχή εξέταση. Επειδή οι σχετικές αναφορές είναι ασαφείς, γενικόλογες (δεν είναι σαφές αν είναι διαθέσιμες αυτές οι εκτιμήσεις και προβλέψεις), στερούνται κριτηρίων αξιοπιστίας και εγκυρότητας για την εφαρμογή τους και είναι γνωστή η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις εκτιμήσεις και προβλέψεις, ιδιαίτερα στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, είναι απαραίτητο να τροποποιηθεί τόσο το περιεχόμενο όσο και η διατύπωση των σχετικών αναφορών στο ΣΝ λαμβάνοντας υπόψη ουσιαστικά, μεθοδολογικά και πρακτικά ζητήματα (που αφορούν όλες τις εκτιμήσεις και προβλέψεις). Λεπτομερή σχόλια παρατίθενται στα αντίστοιχα άρθρα. Ουσιαστικά ζητήματα. Η επιλεκτική προσέγγιση που απομονώνει και ανάγει την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή σε κατ’ εξοχήν παράγοντα πρόκλησης επιπτώσεων ενώ υποβιβάζει έως αγνοεί όλους τους άλλους περιβαλλοντικούς αλλά κυρίως ανθρωπογενείς παράγοντες, ενέχει τον κίνδυνο υπεραπλουστευμένων, μικρής αξιοπιστίας εκτιμήσεων και προβλέψεων στη βάση υποθέσεων και όχι αποδείξεων (facts). Οι εκτιμήσεις και προβλέψεις αφορούν κυρίως στις εκπομπές ΑτΘ και όχι στις απορροφήσεις από καταβόθρες (κατάσταση αποδεκτών). Μειώνεται, έτσι, η σημασία των τελευταίων, δεν είναι σαφές αν λαμβάνεται υπόψη το CO2 που δεν δεσμεύεται όταν καταστρέφονται καταβόθρες και, γενικά, καθίσταται ανεπαρκής η εκτίμηση της κλιματικής ουδετερότητας. Η χρήση ποσοστών μόνο, και όχι σε συνδυασμό με απόλυτα μεγέθη, για τις μειώσεις των εκπομπών οδηγεί σε παράδοξα και μεροληπτικά αποτελέσματα (μειώσεις εκπομπών όταν είναι ήδη χαμηλές). Πέραν του ποσοστού μείωσης 55% και 80% για το 2030 και το 2040 αντίστοιχα (Άρθρο 1), υπάρχει απόλυτο μέγεθος εκπομπών ΑτΘ – φυσικών και ανθρωπογενών – που θεωρείται ασφαλές για την υγεία και το περιβάλλον; Αυτό είναι σημαντικό επειδή στόχος είναι η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας (εκπομπές-απορροφήσεις) και όχι η μείωση των εκπομπών μόνο. Η χωρικά αδιαφοροποίητη προσέγγιση επίσης αγνοεί τις περιφερειακές διαφοροποιήσεις περιβαλλοντικών και κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών και παράγει ομοίως μεροληπτικές (biased) αδιαφοροποίητες εκτιμήσεις και προβλέψεις. Η ορθότητα των παραπάνω υπολογισμών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθολογική επιλογή εναλλακτικών λύσεων. Διαδικαστικά και πρακτικά ζητήματα. Δεν είναι σαφές αν οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις (εκπομπών και απορροφήσεων) θα γίνουν με μεθοδολογίες και δεδομένα κατάλληλα για το εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Ιδιαίτερα οι προβλέψεις με βάση παγκόσμια κλιματικά σενάρια χρησιμοποιούν μεγέθη που είναι παγκόσμιοι μέσοι όροι (μικρών και μεγάλων παραγωγών εκπομπών) και δεν λαμβάνουν υπόψη παράγοντες που είναι σημαντικοί σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Ίδια ζητήματα εγείρονται για την αξιολόγηση των επιπτώσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο με βάση παγκόσμια σταθερότυπα που δεν λαμβάνουν υπόψη τοπικές διαφοροποιήσεις. Πρακτικά ζητήματα. Το κύριο ζήτημα είναι η διαθεσιμότητα επαρκών, αξιόπιστων και πλήρων (για όλους τους παράγοντες ενδιαφέροντος) δεδομένων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο ικανών να υποστηρίξουν τη χρήση κατάλληλων μεθοδολογιών για την παραγωγή αξιόπιστων εκτιμήσεων και προβλέψεων. Δεν είναι επίσης σαφές αν και πως λαμβάνονται υπόψη τυχαία/απρόβλεπτα γεγονότα που επηρεάζουν τη συλλογή των δεδομένων, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται μέσοι όροι τελευταίων (π.χ. 3-5) ετών ως βάση σύγκρισης. Τα ζητήματα που αφορούν στο Άρθρο 15 (Ενδυνάμωση της διάστασης της κλιματικής αλλαγής στην περιβαλλοντική αδειοδότηση) σχολιάζονται στο ίδιο το άρθρο. ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ Τα παραπάνω ζητήματα αποτυπώνονται στις θεσμοθετούμενες ρυθμίσεις για απαιτούμενες παρεμβάσεις και δράσεις. Πιο συγκεκριμένα, (α) θεσμοθετούνται μονομερείς, ομοιόμορφες και χωρικά αδιαφοροποίητες δράσεις αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής που εστιάζουν κυρίως σε συγκεκριμένα άμεσα αίτια μόνο (ποσοστά μείωσης ανθρωπογενών εκπομπών ΑτΘ, τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα) (β) οι ομοιόμορφες μειώσεις εκπομπών, που αντίκεινται στην αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας (γνωστό στα Περιβαλλοντικά Οικονομικά από το 1970), εφαρμόζονται άκριτα ασχέτως του πραγματικού ύψους εκπομπών ΑτΘ (που πιθανά είναι πολύ χαμηλό). (γ) οι θεσμοθετούμενες δράσεις είναι ασαφείς και γενικές όσον αφορά στις επιλέξιμες δραστηριότητες, πλην εκείνων που αφορούν στη μείωση των εκπομπών από συγκεκριμένες δραστηριότητες (ορυκτά καύσιμα) (δ) ιδιαίτερα ασαφείς είναι οι αναφορές σε δράσεις για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ένα θέμα που έχει μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα που πλήττεται από ένα φαινόμενο το οποίο δεν έχει προκαλέσει. Εδώ αναδεικνύεται η πλημμελής έμφαση στη χωρική διάσταση του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής και της χωροταξικής διάστασης της αντιμετώπισης της με δράσεις προσαρμογής σε κρίσιμους τομείς όπως ο πρωτογενής αλλά και ο τριτογενής (παρά τις προβλέψεις για Περιφερειακά Σχέδια για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή). (ε) απουσιάζουν σαφείς αναφορές στις αναδυόμενες τεχνολογικές λύσεις δέσμευσης και χρήσης άνθρακα (CCU) από διαδικασίες παραγωγής (π.χ. βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή, ανθρακοδεσμευτική γεωργία) ή απευθείας από την ατμόσφαιρα (CO2) για την βιώσιμη παραγωγή προϊόντων μη ορυκτού άνθρακα . (στ) δεν περιλαμβάνονται παράλληλες και ταυτόχρονες δράσεις συνεργειών που στοχεύουν στα έμμεσα αίτια όπως, π.χ. αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και διαχείριση της ζήτησης σε εθνικό ή/και περιφερειακό επίπεδο, που μπορεί να επιτύχουν μείωση εκπομπών, άμεσα ή έμμεσα, αύξηση απορροφήσεων, προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και βελτίωση του επιπέδου ευημερίας (ζ) παρόλο ότι αναφέρονται, δεν τονίζεται η ανάγκη τόσο για περιβαλλοντική (κλιματική συγκεκριμένα) ενσωμάτωση (Environmental Policy Integration) όσο και, κυρίως, για ολοκλήρωση πολιτικών (Policy Integration). (η) πολλές θεσμικές ρυθμίσεις στηρίζονται σε εκτιμήσεις μελλοντικών σεναρίων χωρίς να διευκρινίζεται αν υπάρχουν και χωρίς να υπογραμμίζουν την αβεβαιότητα και τους περιορισμούς τους (η) συνολικά, το ΣΝ δεν προωθεί μετριοπαθείς παρεμβάσεις όπως επιτάσσει η αρχή πρόληψης (precautionary principle) της Ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής. Τέλος, μια ανάγνωση του Άρθρου 10 (Γενικά Μέτρα Πολιτικής) δείχνει ότι η πιστή εφαρμογή της υφιστάμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, και ο συντονισμός και η ολοκλήρωση της με, κατάλληλα τροποποιημένες, τομεακές και αναπτυξιακές πολιτικές, θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση εκπομπών ΑτΘ και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, δηλαδή, δεν θα συνέτρεχε η ανάγκη εισαγωγής πρόσθετου νόμου, του κλιματικού. ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Η προτεινόμενη δομή λήψης αποφάσεων και κλιματικής διακυβέρνησης, το αντικείμενο των άρθρων 23-27 του Κεφαλαίου Δ, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η παρουσίαση θα έπρεπε να αρχίσει με το άρθρο 26 (Κλιματική διακυβέρνηση), να είναι πιο καθαρή και δομημένη, να συνοδεύεται από ένα Σχήμα, με διακριτή παρουσίαση των φορέων λήψης αποφάσεων και των συμβουλευτικών/γνωμοδοτικών οργάνων. Η προτεινόμενη δομή, παρά τις προβλέψεις για δημόσιο διάλογο και συμμετοχή, τείνει να είναι συγκεντρωτική. Η εισαγωγή νέων φορέων λήψης αποφάσεων και συμβουλευτικών/γνωμοδοτικών οργάνων σε υφιστάμενα και νέα Υπουργεία εγείρει ζητήματα πλεονασμών και επικάλυψης αρμοδιοτήτων που παράγουν αναποτελεσματική διακυβέρνηση. Σ’ αυτά τα πλαίσια, απαιτείται αποσαφήνιση ρόλων και αρμοδιοτήτων και λεπτομερής παρουσίαση των: (α) σχέσεων των προτεινόμενων διοικητικών και θεσμικών δομών, διαδικασιών, μέτρων και μηχανισμών εφαρμογής κλιματικής πολιτικής με τα αντίστοιχα των υφιστάμενων πολιτικών – περιβαλλοντικής, αναπτυξιακής, περιφερειακής, χωροταξικής, οικονομικής, μεταφορών, κ.λπ. (β) ειδικότερα, των σχέσεων των προτεινόμενων ρυθμίσεων με τα Εθνικά, Ειδικά και Περιφερειακά Χωροταξικά Σχέδια, τα σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής, βιοποικιλότητας, κ.λπ. Παράλληλα, οι δείκτες του άρθρου 25 (Ετήσια Έκθεση Προόδου) θα πρέπει να συμπληρωθούν με δείκτες απορροφήσεων από καταβόθρες και δείκτες κλιματικής ουδετερότητας. Πρόσθετα ερωτήματα αφορούν: (α) στα δικαιώματα στη λήψη αποφάσεων όσων συμμετέχουν στον διάλογο και στις διαβουλεύσεις (β) στον έλεγχο ποιότητας και λειτουργίας των προβλεπόμενων φορέων λήψης αποφάσεων και των συμβουλευτικών/γνωμοδοτικών οργάνων (γ) στην απαιτούμενη τεχνογνωσία των μελών τους (δ) στα κριτήρια και τις προδιαγραφές για την εκπόνηση των προβλεπόμενων μελετών στη βάση των οποίων θα λαμβάνονται αποφάσεις και (ε) στα κριτήρια και τις προδιαγραφές αξιοπιστίας και εγκυρότητας των χρησιμοποιούμενων δεδομένων και μεθοδολογιών ανάλυσης και εκτίμησης επιπτώσεων. ΟΡΙΣΜΟΙ (ΑΡΘΡΟ 3) Οι ορισμοί του Άρθρου 3 θα πρέπει να τεκμηριωθούν με βάση έγκριτες πηγές. Σημειώνεται ότι για κάθε έννοια υπάρχουν περισσότεροι του ενός έγκριτοι ορισμοί και αντίστοιχες ερμηνείες. Το ΣΝ πρέπει να υιοθετήσει, αν και όχι άκριτα, ορισμούς ευρείας χρήσης και, κυρίως, που επιδέχονται πρακτικών επιχειρησιακών τρόπων μέτρησης με βάση διαθέσιμα δεδομένα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Επίσης, αρκετοί άλλοι επιστημονικοί ή εξειδικευμένοι όροι πρέπει να ορισθούν. Π.χ., ανθεκτικότητα (χώρας και οικονομικών τομέων) στην κλιματική αλλαγή, τρωτότητα οικονομικών τομέων και δραστηριοτήτων, βιωσιμότητα φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Κλιματική ουδετερότητα. Ο ορισμός (7) που παρατίθεται είναι χωρικά και χρονικά ασαφής, άρα δεν έχει πρακτική χρησιμότητα όπως θα αναμενόταν. Επίσης, παρόλη τη λογιστική προσέγγιση στην κλιματική ουδετερότητα που υιοθετήθηκε παγκόσμια (ισοζύγιο εκπομπών και απορροφήσεων), οι σχέσεις εκπομπών και απορροφήσεων δεν είναι γραμμικές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία της εκτίμησης της κλιματικής ουδετερότητας και τη χρήση της για λήψη αποφάσεων. Ο ορισμός 9 (πράσινες υποδομές) αναφέρεται άπαξ στο κείμενο του ΣΝ. Ο ορισμός 10 (προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή) είναι υπερβολικά απλοϊκός. Οι ορισμοί 11 (Προϋπολογισμός άνθρακα) και 12 (Τομεακός προϋπολογισμός άνθρακα) δεν ευσταθούν. Δεν είναι δυνατόν ο προϋπολογισμός, σαν έννοια, να ορίζεται σαν μέγιστη ποσότητα εκπομπών (στην προκείμενη περίπτωση). Σημειώνεται, ότι σε αρκετά σημεία του ΣΝ η χρήση ορολογίας δημιουργεί σύγχυση. Π.χ. τι σημαίνει «ασφάλεια δικαίου στους επενδυτές»; Η ασφάλεια δικαίου δεν αφορά την υπόλοιπη κοινότητα; Στο Άρθρο 21 αναφέρονται ‘δράσεις που συμβάλλουν στην επίτευξη των κλιματικών στόχων’, ‘επιχειρήσεις τομέων και υποτομέων που εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής άνθρακα’ και ‘βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες’. Στο Άρθρο 22 αναφέρονται ‘δραστηριότητες με σημαντική συμβολή στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής’. Αυτές οι δραστηριότητες ούτε κατονομάζονται ούτε τεκμηριώνεται πως είναι δυνατόν εκ των προτέρων να κριθεί η αποτελεσματικότητα μιας δραστηριότητας στην επίτευξη κλιματικών στόχων όταν η αποτελεσματικότητα συναρτάται από πλήθος συστημικών και συγκυριακών παραγόντων. ΣΥΝΟΨΗ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Αναγκαίες ουσιαστικές, διαδικαστικές και πρακτικές δράσεις για την διαμόρφωση ενός περιεκτικού και εφαρμόσιμου νομοθετήματος περιλαμβάνουν: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ Ολιστική, συμπεριληπτική, χωρική προσέγγιση στην κλιματική αλλαγή που θα διαπνέει όλο το κείμενο του Κλιματικού Νόμου. Κλιματική ουδετερότητα – ισοβαρής αντιμετώπιση εκπομπών και απορροφήσεων ΑτΘ από καταβόθρες. Χωρική εξειδίκευση της κλιματικής ουδετερότητας. Στόχοι του Κλιματικού Νόμου – προσθήκη στόχων για απορροφήσεις (όχι μόνο για εκπομπές ΑτΘ) στο άρθρο 1. Τροποποίηση Άρθρων 2 (αντικείμενο) και 25 – προσθήκη αναφορών στις απορροφήσεις και στους σχετικούς δείκτες παρακολούθησης. Σαφής αναφορά στο έδαφος, στις δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία) και τις αντίστοιχες χρήσεις γης (καλλιέργειες, βοσκότοποι, δάση και δασικές εκτάσεις). Σαφής αναφορά και εξειδίκευση προτάσεων που αφορούν θάλασσα και ακτές και τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες για τον έλεγχο εκπομπών και απορροφήσεων ΑτΘ. Σαφής αναφορά στις αναδυόμενες τεχνολογικές λύσεις δέσμευσης και χρήσης άνθρακα (CCU). Έμφαση και εξειδίκευση προτάσεων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (συνολικά και ανά τομέα), βάσει σαφών κριτηρίων, όχι απλή μνεία του όρου. Έμφαση στο ρόλο του χωροταξικού σχεδιασμού (χερσαίου και θαλάσσιου), και στη σχέση του με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, για τους παραπάνω σκοπούς. Προτάσεις για αλλαγές στο χωρικό πρότυπο των οικονομικών δραστηριοτήτων. ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ Εξειδίκευση σχέσεων και διαχείριση επικαλύψεων, συμπληρωματικότητας, αρμοδιοτήτων, κ.λπ. με τις προβλέψεις, μέτρα πολιτικής, διοικητικές δομές (Υπουργεία, υπηρεσίες), διαδικασίες λήψης αποφάσεων και μηχανισμούς εφαρμογής υφιστάμενων νόμων (περιβαλλοντικών, οικονομικών, χωροταξικών, κ.λπ.), Εξειδίκευση σχέσεων με Σχέδια (χωροταξικά, διαχείρισης λεκανών απορροής, προστατευόμενων περιοχών, κ.λπ.) Νομικές ρυθμίσεις για τα θέματα που δεν έχουν καλυφθεί (καταβόθρες, απορροφήσεις, έδαφος, πρωτογενής τομέας, θάλασσα, κ.λπ.) Αποσαφηνίσεις προτεινόμενων θεσμοθετούμενων μέτρων Κριτήρια για θεσμοθετούμενες λύσεις (π.χ. προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή) Προδιαγραφές μελετών που προβλέπονται για λήψη αποφάσεων Άρθρο 15 (Ενδυνάμωση της διάσταση της κλιματικής αλλαγής στην περιβαλλοντική αδειοδότηση) – ενδελεχής επεξεργασία και έλεγχος συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία (την αντίστοιχη Οδηγία). ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Για την ψήφιση και εφαρμογή του νόμου πρέπει να προηγηθούν και ελεγχθούν, με συμμετοχικές διαδικασίες, μελέτες για όλες τις εκτιμήσεις που προβλέπονται (και όσες προτείνεται εδώ να προβλεφθούν) στο υπό διαβούλευση ΣΝ. Εξασφάλιση πλήρων και προσβάσιμων δημόσιων βάσεων δεδομένων Αποθετήριο μεθοδολογιών και μοντέλων προσαρμοσμένων στην χωρική κλίμακα της χώρας Αποσαφήνιση της προτεινόμενης δομής διακυβέρνησης, τροποποιήσεις στην κατεύθυνση της προσαρμοστικής διακυβέρνησης (adaptive governance) Άρθρο 28: Εξειδίκευση προδιαγραφών για μελέτες και επιτροπές, προσθήκες Σαφής και λιγότερο γενικόλογη γλώσσα. ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΗΣ Το συνοδευτικό κείμενο «Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης» είναι ανεπαρκές για την προκαταρκτική αποτίμηση των συνεπειών της προτεινόμενης ρύθμισης ενός τόσο σημαντικού και πολύπλοκου προβλήματος με κρίσιμες συνέπειες. Το τυπικό έντυπο είναι πρόχειρα συμπληρωμένο, με περιγραφές του περιεχομένου των άρθρων και απλουστευτικές, σύντομες ‘εκτιμήσεις’ που στερούνται τεκμηρίωσης και αιτιολόγησης, δεν στηρίζονται καν σε γνώμες ειδικών (expert opinion), ούτε παραπέμπουν στην ανάγκη ενδελεχούς ανάλυσης των συνεπειών της ρύθμισης. Ένα τόσο βαρύνον νομοθέτημα απαιτεί πλήρη αιτιολογική έκθεση η οποία, με βάση έγκριτες μεθοδολογίες εκτίμησης, πρόβλεψης και αξιολόγησης επιπτώσεων πολιτικής και έγκυρα και αξιόπιστα δεδομένα, θα τεκμηριώνει τις θεσμοθετούμενες επιλογές και ρυθμίσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, εγείρονται σοβαρά ζητήματα εγκυρότητας και αξιοπιστίας του προτεινόμενου κλιματικού νόμου.